Αρχική σελίδα → Εκ Θεού άρξασθε → Σύμμεικτα

Ευαγγελικά: άλλοτε και τώρα

Στάθης Ευσταθιάδης, εφ. Το Βήμα, 12/9/2004

Βλέπε και το σχετικό άρθρο του Γ. Μπαμπινιώτη…

Καινοτομώντας με θάρρος η Αρχιεπισκοπή, με την έγκριση της Ιεράς Συνόδου, προτρέπει κληρικούς ορισμένων ναών της Αθήνας να διαβάσουν την ερχόμενη Κυριακή περικοπές της Αγίας Γραφής στη δημοτική. Εκκλησίες άλλων Μητροπόλεων θα είναι ελεύθερες να ακολουθήσουν. H νεοελληνική μετάφραση θα διαβάζεται αφού προηγουμένως θα ψάλλεται το παραδοσιακό κείμενο το οποίο, όπως τονίζει η σχετική εγκύκλιος της Αρχιεπισκοπής, είναι γραμμένο στα ελληνικά της εποχής. Υπενθυμίζεται ότι το Σύνταγμα του 2001 διατηρεί τη διάταξη του Συντάγματος του 1911 το οποίο προβλέπει ότι απαιτείται η έγκριση της επίσημης Εκκλησίας της Ελλάδας για τη μετάφραση των «ιερών κειμένων». H απόδοση της Αγίας Γραφής στη δημοτική έγινε από τους κκ. Γαλίτη, Καραβιδόπουλο, Γαλάνη και Βασιλειάδη για λογαριασμό της Αποστολικής Διακονίας. H μετάφραση των ιερών κειμένων, των Ευαγγελίων ειδικότερα, έχει μακράν ιστορία - πρώτη αναφέρεται η «διά Μαξίμου του Καλλιουπολίτου», του 1638 - και «Το Βήμα» δίνει σήμερα ορισμένα γεγονότα που συνδέθηκαν με αυτή.


Στις 9 Σεπτεμβρίου 1901 η εφημερίδα «Ακρόπολις» κυκλοφορεί έχοντας ως πρώτο θέμα τη δημοσίευση των Ευαγγελίων μεταφρασμένων στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη


1. Κεραυνός εν αιθρία η απόφαση για «πιλοτική» εκφώνηση της Καινής Διαθήκης σε ορισμένες εκκλησίες της Αθήνας, την ερχόμενη Κυριακή;

Όχι και τόσο. H αλήθεια είναι ότι επεχειρήθη και κατά το παρελθόν η παράφραση - και όχι μετάφραση, όπως τη θέλουν μερικοί - του Ευαγγελίου στη δημοτική και όχι μόνο απέτυχε η σχετική προσπάθεια, αλλά κατέληξε και σε φονική σύγκρουση εν μέση οδώ, στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, τον Νοέμβριο του 1901. Ήταν τα επεισόδια που κατεγράφησαν στη νεοελληνική ιστορία ως «Ευαγγελικά».

2. Και ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές τους; Ποια ήταν η αφορμή;

Στην αυγή του 20ού αιώνα και σε ένα πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που έχουν διαμορφώσει η ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η δειλή εμφάνιση της μεσοαστικής τάξης, η αυγή ενός ανερμάτιστου συνδικαλιστικού κινήματος και, πάνω από όλα αυτά, η αναθέρμανση του άκρατου εθνικισμού, ένας λόγιος βαμβακέμπορος του Λονδίνου, ο συγγραφέας Αλέξανδρος Πάλλης, «αποδίδει εις την γνησίαν γλώσσαν του ελληνικού Λαού» το Ευαγγέλιο. Το σχετικό κείμενο τυπώνεται σε «εργαστήριον εν Αλεξανδρεία της Αιγύπτου» το 1901 με έξοδα της βασίλισσας Ολγας και κυκλοφορεί σε περιορισμένο αριθμό Ελλήνων της Διασποράς. Φθάνει φυσικά κάποτε και στην Αθήνα, όπου περνά σχεδόν απαρατήρητο ως την ημέρα που η εφημερίδα «Ακρόπολις» αποφασίζει και αρχίζει, τον Οκτώβριο του 1901, να το δημοσιεύει σε συνέχειες. Φυσιογνωμία προοδευτική, με τα μέτρα της εποχής, ο ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας Βλάσης Γαβριηλίδης έκρινε ότι «θεάρεστον έργον είναι» να φθάσει σε κάθε σπίτι και να «γίνει απολύτως αντιληπτόν» από κάθε ορθόδοξο Έλληνα το Ευαγγέλιο. Όπως διαπιστώθηκε αργότερα, ο Γαβριηλίδης είχε τη σύμφωνη γνώμη τού τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου για τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και τη συγκατάθεση του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγητή K. Ζολώτα.

3. Γιατί λοιπόν δεν «έφθασε σε κάθε σπίτι» το Ευαγγέλιο στη δημοτική; Ποιοι και γιατί αντέδρασαν;

Αντέδρασαν... οι φοιτητές «του Αθήνησιν». Ζούμε, ας μη ξεχνούμε, σε καιρούς άκρατου εθνικισμού, που για το κατεστημένο εκείνης της εποχής βάση και ουσία του ελληνικού έθνους ήταν η αρχαιολατρία, έκφραση της οποίας ήταν η αρχαΐζουσα «καθαρεύουσα» γλώσσα. H οποιαδήποτε απόκλιση από αυτήν ήταν εθνικόν έγκλημα και προδότης όποιος την υπονόμευε, όποιο αξίωμα και αν είχε, όποια κοινωνική ή πολιτική θέση και αν κατείχε. Με την παρακίνηση καθηγητών τους, μεταξύ των οποίων οι «γλωσσαμύντορες» Κόντος, Βάσης και Μιστριώτης, το μεσημέρι της 2ας Νοεμβρίου - συνεχίζω αναδημοσιεύοντας από την εφημερίδα «Το Άστυ» - οι φοιτητές της Ιατρικής(!) Σχολής «είχον συναθροισθή εις το αμφιθέατρον του Πανεπιστημίου. (...) Μετά μικράν συζήτησιν επί του ζητήματος της μεταφράσεως του Ευαγγελίου απεφάσισαν όπως μεταβώσιν εις την δημοσιεύσασαν αυτήν εφημερίδα εν σώματι και ζητήσουν την διακοπήν της δημοσιεύσεως. Αλλά μετά νεωτέραν σύσκεψιν εθεώρησαν καλόν να ενωθώσι και μετά φοιτητών των λοιπών σχολών και όλοι ομού να προβούν εις διαμαρτυρίαν προ των γραφείων των εφημερίδων όσαι έγραψαν υπέρ της μεταφράσεως του Ευαγγελίου». Οπως συμβαίνει σε τέτοιες περιστάσεις, οι φοιτητές δεν περιορίστηκαν στο αίτημά τους. Μπήκαν στα γραφεία της «Ακροπόλεως», στην οδό Σταδίου, απείλησαν όσους βρήκαν εκεί ότι «θα την πυρπολήσουν (...) και διά βροντωδών φωνών άλλοι από τα παράθυρα άλλοι από τους εξώστας των γραφείων και οι λοιποί από κάτω» έβριζαν τον Γαβριηλίδη - ο οποίος απουσίαζε -, αλλά έφθασεν εγκαίρως εκεί ο διευθυντής της Αστυνομίας Βούλτσος ο οποίος, εντελώς αυθαίρετα, «τους διεβεβαίωσεν ότι δεν θα επαναληφθή η δημοσίευσις της περί ης ο λόγος μεταφράσεως. Αφού δε επανειλημμένως εζητωκραύγασαν υπέρ αυτού οι φοιτηταί απεσύρθησαν εκείθεν».

4. H δήλωση του αρχηγού της Αστυνομίας για διακοπή της δημοσίευσης του Ευαγγελίου ήταν και το τέλος της ιστορίας;

Κάθε άλλο. H «Ακρόπολις» συνέχισε και την επομένη τη δημοσίευση, και αυτό «ηρέθισε την πάλλουσαν εθνικού σθένους Νεολαίαν». Στις 3 και 4 Νοεμβρίου το κέντρο της Αθήνας «επάλετο» καθώς οι εκατοντάδες διαδηλωτές δεν απειλούσαν τώρα μόνο την εφημερίδα, αλλά έκαναν «έκκλησιν» στον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' να επέμβει και αφορίσει τον Αλέξανδρο Πάλλη, και ζητούσαν την σύγκληση της Ιεράς Συνόδου «ίνα επιμεληθή της αποπομπής του Αρχιεπισκόπου». Ανάλογη είναι η αρθρογραφία των εφημερίδων «Εμπρός», «Σκριπ», «Καιροί», που μιλούν για «κινδύνους» τους οποίους υποτίθεται αντιμετωπίζει το έθνος εξαιτίας της παράφρασης του Ευαγγελίου. Τώρα στους δρόμους δεν είναι μόνο οι φοιτητές. Κατεβαίνουν δάσκαλοι, παπάδες, βουλευτές, χωρικοί με εικόνες και εξαπτέρυγα, που θέλουν να λιντσάρουν τους εχθρούς της «γλώσσας των προγόνων» μας και το ζήτημα δεν αργεί να λάβει άλλο νόημα. Δεν ήταν πλέον γλωσσικό ή έστω θρησκευτικό. Είχε αναδειχθεί πολιτικό θέμα «εθνικών διατάσεων», η «μετάφραση» του Ευαγγελίου ήταν έργο των «εχθρών της πατρίδος» - ο «σλαβικός κίνδυνος» φυσικά - και σύντομα εξελίχθη σε τραγωδία. Οταν κάποιοι «εν εθνική μέθυ τελούντες» επιχείρησαν να παραβιάσουν την πύλη της (παλιάς) Βουλής και να ζητήσουν την παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη, και άλλοι θέλησαν να καταλάβουν το κτίριο της Αρχιεπισκοπής «διά να φρονηματίσουν» τον Αρχιεπίσκοπο, η Χωροφυλακή - δεν υπήρχε Αστυνομία τότε - «εδοκίμασε επί κεφαλών (των διαδηλωτών) άμετρον βίαν». Τα επεισόδια έλαβαν διαστάσεις. Στις 7 Νοεμβρίου μια ογκώδης και θορυβώδης συγκέντρωση στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, την οποία συγκάλεσαν αυτόκλητοι «γλωσσαμύντορες» και πολιτικάντηδες της ομάδας Δηλιγιάννη, κατέληξε σε φονικό. Οι χωροφύλακες, χάνοντας την ψυχραιμία τους, πυροβόλησαν στο πλήθος όταν κάποιοι, παρακινούμενοι από το υβρεολόγιο εναντίον του Αρχιεπισκόπου, άρχισαν να κινούνται προς την Αρχιεπισκοπή.

5. Υπήρξαν και θύματα;

Βεβαίως. Οκτώ νεκροί, 70 τραυματίες και 22 συλληφθέντες, που έμειναν στα κρατητήρια των στάβλων της Χωροφυλακής τρία εικοσιτετράωρα. Υπήρξαν όμως και άλλα θύματα. H «Ακρόπολις» διέκοψε τη δημοσίευση του Ευαγγελίου και στο φύλλο της 7ης Νοεμβρίου ζήτησε συγγνώμη από τους φοιτητές δηλώνοντας ότι η εφημερίδα παραμένει «πολέμιος αμείλικτος παντός φρονούντως αντεθνικώς και ατίμως ότι το Ευαγγέλιον πρέπει να αναγιγνώσκεται εν ταις εκκλησίαις εις άλλην τινά γλώσσαν πλην εκείνης εις την οποίαν εγράφη υπό των Θεοπνεύστων ανδρών». Ο Αρχιεπίσκοπος Προκόπιος αναγκάστηκε να παρατηθεί, όπως και η κυβέρνηση Θεοτόκη. Τα «Ευαγγελικά» όμως οδήγησαν και σε ένταση των όχι και πολύ θερμών σχέσεων της βασίλισσας Όλγας με τη σύζυγο του γιου της, διαδόχου Κωνσταντίνου, τη Σοφία. H εθνική και δογματική διαφορά που τις χώριζε τροφοδότησε ακόμη έναν εθνικό διχασμό, καθώς η Όλγα, ρωσίδα μεγάλη δούκισσα, θεωρούνταν εκφραστής των ρωσικών (σλαβικών) συμφερόντων στην Ελλάδα και η Σοφία, πρώην πριγκίπισσα της Πρωσίας, των γερμανικών.