Ομιλία σε φοιτητική εορτή

Σπυρίδων Βλιώρας, Βαρλαάμειος Εστία, 3 Ιανουαρίου 1998

Αγαπητοί φίλοι,

αντί οποιασδήποτε δικής μου εισηγήσεως θα προτιμούσα να ακούσουμε όλοι τα λόγια του μέγιστου συγγραφέα μας, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, όπως αποτυπώθηκαν σε άρθρο του στην εφημερίδα «Εφημερίς», στις 2 Ιανουαρίου του 1888.

Η γλώσσα και το ύφος του Παπαδιαμάντη είναι εξαιρετικά, δυσκολεύουν όμως ως ένα βαθμό το σημερινό αναγνώστη ή ακροατή. Ας τ' ακούσουμε όμως στο πρωτότυπο. Έχω την πεποίθηση ότι οι φοιτητές μας έχουν την κατάλληλη υποδομή αλλά και την απαιτούμενη ευαισθησία και σίγουρα έχουν ασχοληθεί με τον κυρ-Αλέξανδρο.

Στο κείμενο που ακολουθεί, κατακρίνονται μερικά από τα κάλαντα που άδονται τέτοιες ημέρες παντού στην Ελλάδα και ανασύρονται απ' τη λήθη άλλα, που τραγουδιούνται σε νησιά ή χωριά, τα οποία, παρά την αφέλειά τους ορισμένες φορές, είναι απαράμιλλα.

Αγιοβασιλειάτικα (sic)

Δεν ηξεύρω ποίος περιπλανώμενος ραψωδός συνέθηκε τα νυν συνήθως υπό των παίδων αδόμενα άσματα των Χριστουγέννων, του Αγίου Βασιλείου και των Φώτων, τα οποία ακολουθούσι δήθεν κατά γράμμα την εκκλησιαστικήν παράδοσιν, βρίθουσιν όμως κακοζήλων στίχων. (...)

Εννοεί ο αναγνώστης ότι, θέλων ενταύθα να εκφράσω λύπην επί τη εκθρονίσει των γνησίων ασμάτων του λαού, ην κατόρθωσαν τα κακόφωνα ταύτα ραψωδήματα, πολύ απέχω άλλως του να θαυμάσω τα εν Αθήναις [και εν τη Ελλάδι πάση, θα προσθέταμε εμείς] ακουόμενα δημώδη άσματα:

Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,

ψηλή μου δενδρολιβανιά (;)

κι αρχι-καλός σας χρόνος

εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος. (!!)

Άις-Βασίλης έρχεται

και δεν μας καταδέχεται. (;!!)

[απορεί κι εξίσταται ο Παπαδιαμάντης]

(...) Αλλά υπάρχουσι, ιδίως εις τας νήσους, άλλα κάλλιστα άσματα του λαού, και επ' αυτών θέλω να ενδιατρίψω ολίγον. Τινά τούτων έχουσιν υπόθεσιν αποκλειστικώς την εορτή της ημέρας, αλλά, χωρίς να παρακολουθώσι τα ιερά κείμενα, διεξέρχονται το θέμα με ποιητικά χρώματα, και βοηθεία της δημώδους legende (μυθοποιίας). Εννοείται ότι τα κατωτέρω παρατιθέμενα είναι απλά αποσπάσματα, διότι τα τοιαύτα άλλως αλλαχού άδονται, και πολλαχώς αλλοιούνται από στόματος εις στόμα η έννοια και η λέξις.

Το της εορτής των Χριστουγέννων έχει ως εξής:

Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,

εβγάτ', ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται·

γεννιέται κι ανατρέφεται στο μέλι και το γάλα·

το μέλι τρων οι άρχοντες, το γάλα οι ανδρειωμένοι.

Το της εορτής των Φώτων:

Σήμερα τα Φώτα κι ο φωτισμός και του Ιησού μας ο βαπτισμός.

Σήμερα η κυρά μας η Παναγιά σπάργανα στα τίμια χέρια κρατεί.

[Σπάργανα στα τίμια χέρια κρατεί]και τον Άι-Γιάννη παρακαλεί:

[Καλημέρα, καλημέρα, καλή σου μέρα, αφέντη με την κυρά!]

«Δύνεσ', Άι-Γιάννη <και> Πρόδρομε, για να μου βαφτίσεις Θεού παιδί;»

«Δύνομαι και σώνω και προσκυνώ, για κοντοκαρτέρει ως το πουρνό,

για ν' ανέβω απάνου στους ουρανούς, για να ρίξω δρόσο και λίβανο·

ν' αγιασθούν οι βρύσες και τα νερά, ν' αγιασθεί κι αφέντης με την κυρά».

[Καλημέρα, καλημέρα, καλή σου μέρα, αφέντη με την κυρά!]

Άλλα των ασμάτων εκφράζουσιν επί τη εορτή επαίνους και προσρήσεις. Το επόμενον τεμάχιον εκρίθη υπό πολλών απαράμιλλο το ύψος:

Σήκω, κυρά μ', να στολισθής, να πας ταχιά στα Φώτα,

στα Φώτα και στον αγιασμό και στον καλόν τον χρόνο.

Βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι,

και του κοράκου το φτερό βάλ' το καμαροφρύδι.

Επανερχόμενοι εις την εορτήν του Αγίου Βασιλείου (την Περιτομήν αγνοεί ο λαός, και ευλόγως) παραθέτομεν το κύριον της ημέρας άσμα:

Άις-Βασίλης έρχεται από την Καισαρίτσα,

βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι·

«Βασίλη μ', πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;»

«Από τη μάνα μ' έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω,

πάω να μάθω γράμματα, να πω την άλφα-βήτα».

Και το ραβδί του ακούμπησε να πη την άλφα-βήτα·

και το ραβδί που ήταν ξερό, χλωρά βλαστάρια πέταε

κι απάνου στα ξεβλάσταρα περδίκια κελαηδούσαν,

όχι περδίκια μοναχά, μόνε και περιστέρια.

Το άσμα τούτο μάς εφαίνεται θαυμάσιον εν τη αφελεία αυτού. Η έμφυτος φιλομάθεια του ελληνικού έθνους, εν μέσω τοσούτων διωγμών και θλίψεων επιζήσασα, μετεχειρίσθη την επί παιδεία φήμην του ελληνικωτάτου Αγίου ως προτροπήν προς τους νέους προς την σπουδήν και μάθησιν· ούτω δε και μετά πολλούς αιώνας ο μέγας της Καισαρείας φωστήρ παρίσταται οιονεί συγγράφων δευτέραν «Προς τους νέους Παραίνεσιν».

Τα άλλα άσματα της ημέρας, αποτελούντα ορμαθόν ευχών και εγκωμίων δια τα μέλη εκάστης οικογενείας, είναι οιονεί συνέχεια του πρώτου εξαρτωμένη εκ του εν τω προτελευταίω στίχου, ότι τα «περδίκια κελαηδούσαν», και ιδού τι κελαηδούσαν:

Για βάλε το χεράκι σου στην αργυρή σου τσέπη, [τούτο αποτείνεται προς τον οικογενειάρχην!]

κι αν εύρης γρόσα δώσ' μας τα, φλωριά μην τα λυπάσαι,

κι αν εύρης και μισό φλωρί, κέρνα τα παλικάρια,

κέρνα τ', αφέντη μ', κέρνα τα, να πιούνε στην υγειά σου,

και στην υγειά σου αφέντη μου και στην καλή χρονιά σου.

Να ζήσης χρόνια εκατό, διακόσια, παραπάνου,

κι απ' τα διακόσια κι ύστερα, ν' ασπρίσης, να γεράσης,,

ν' ασπρίσης σαν τον Έλυμπο, σαν τ' άσπρο περιστέρι,

σαν τ' αηδονάκι που λαλεί το Μάη, το καλοκαίρι.

Και τι λαλεί το αηδονάκι ετούτο; Ιδού, ακούσατε. Λαλεί ευχάς δια τα άλλα μέλη της οικογενείας:

Κυρά μου, τον υγιόκα σου, κυρά μ', τον ακριβό σου,

τον έλουζες, τον χτένιζες, στον δάσκαλο τον πάινες,

κι ο δάσκαλος τον έδερνε με δυο κλωνάρια μόσκο,

με τέσσερα βασιλικό, με πέντε μαντζουράνα κ.λπ.

Τοσαύτα περί του υιού. Ιδού τώρα και περί της θυγατρός:

Κυρά μ', τη δυχατέρα σου, κυρά μ', την ακριβή σου,

γραμματικός την αγαπά, πραματευτής την θέλει·

κι ο δάσκαλος απ' το σχολειό γυρεύοντάς την στέλλει.

Δεν ενθυμούμαι δυστυχώς την συνέχειαν του άσματος τούτου, το οποίον ήρχισε να γίνεται περίεργον , χάρις εις τα τολμηρά διαβήματα του δασκάλου· αλλ' εις το μέλλον ίσως δυνηθώ να συλλέξω πλείονα· επί του παρόντος εύχομαι εις τον αναγνώστην εν υγεία και ευτυχία το Νέον Έτος.