Σχόλια σε κλέφτικα τραγούδια

Σπυρίδων Βλιώρας, εφ. Τα Μετέωρα, 31 Μαρτίου 2000

Με το σημερινό μας πόνημα ερχόμαστε να προσθέσουμε ένα μικρό λιθαράκι στο πολύ καλό κλίμα γόνιμου προβληματισμού και συγκίνησης που μας ενέβαλαν τόσο οι εκδηλώσεις του Δήμου Καλαμπάκας το Σάββατο που μας πέρασε —με την εμφάνιση της Χορωδίας Φίλων Παραδοσιακής Μουσικής & Ψαλτικής Τέχνης «Ο Άγιος Βησσαρίων» καθώς και των χορευτικών τμημάτων του Δήμου— όσο και η εμφάνιση της Χορωδίας στα Τρίκαλα (26–3–2000), με τη θαυμάσια ομιλία του πατρός Ιωάννη Ζώτου με θέμα "Η κλεφτουριά στο δημοτικό τραγούδι".

Η δική μας συμβολή θα είναι στην ανάδειξη του ιστορικού πλαισίου ορισμένων τραγουδιών και η με αδρές γραμμές προσέγγισή τους. Και ξεκινάμε με το άσμα:

Καλά τρώμε και πίνουμε

Το τραγούδι αυτό το "συνέθεσε" ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Έχοντας βέβαια υπόψη τη διαδικασία δημιουργίας των δημοτικών μας τραγουδιών (βλ. Ερατοσθένης Καψωμένος, Δημοτικό Τραγούδι: μια διαφορετική προσέγγιση, εκδ. Αρσενίδης, Αθήνα 1990, σελ. 91 κ.ε.), θα λέγαμε καλύτερα πως ο Κολοκοτρώνης προσάρμοσε σε άλλες παλιότερες παραλλαγές τους στίχους του παρόντος. Διηγείται ο ίδιος στον έναν από τους δύο δικαστές που μόνοι αυτοί αρνήθηκαν να τον καταδικάσουν, στον Τερτσέτη:

"Ήταν Λαμπρή ανήμερα, ήταν ογδοήντα σύντροφοι και ήτον εις το μεγαλύτερο βουνό της Πελοποννήσου. Από ημέρες τούς είχαν είδηση δοσμένη ότι θα πάνε αλυσοδεμένους εκατόν πενήντα ανθρώπους. Εδιαμοίρασα τους μισούς συντρόφους εις το άλλο βουνό, έβαλα τα καραούλια με μεγάλη πρόβλεψη, δια να κάμουμε τη Λαμπρή μας ασφαλισμένοι.

Εδιαμοιρασθήκαμε λοιπόν και τους είπα: "Ε, αδελφοί Χριστιανοί, να είμασθε συγκεντρωμένοι· όχι που μας ονομάζουνε οι άρχοντες και το γουναρικό κλέφτες, να ελευθερώσουμε τους ζωντανούς. Αν θέλετε να μ' ακούσετε, να κρεμάσωμε τα χαμαλιά μας (=φυλαχτά) εις τα έλατα. Αυτά είναι η Εκκλησία μας, η Λαμπρή μας. Και ν' ασπασθούμεν και να ελευθερώσουμε τους αδελφούς μας, που πάνε να τους φυλακίσουν διαπαντός εις τα δεσμά.

(...) Πρώτα τους ορμήνευσα μιλητά, έπειτα το έκαμα και τραγούδι και τους το ετραγούδησα:

(...)Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε,

δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχή μας;

-ο κόσμος φκιάνουν εκκλησιές, φκιάνουν και μοναστήρια-

να πάμε να φυλάξουμε στης Τρίχας το γεφύρι,

που θα περάσει ο βόιβοντας με τους αλυσωμένους·

να κόψουμε τους άλυσους, να βγουν οι σκλαβωμένοι.

να βγει της χήρας το παιδί, π' άλλο παιδί δεν έχει,

π' αυτή το 'χει μονάκριβο, στον κόσμο ξακουσμένο.

 

(...) Έκαμαν πόλεμο. (...) Από τους Τούρκους εσκοτώθησαν ογδοήντα επτά. Μας βοήθησε η Παναγιά η Θεοτόκος και η καθαριότητά μας (=οι αγνές προθέσεις μας), οπού επήγαμε να ελευθερώσωμε τους αδελφούς μας". (βλ. Νικόλαος Πολίτης, Δημοτικά Τραγούδια, Τραγούδι 29).

Κάτω στου Βάλτου τα χωριά

Ο Κ. Ρωμαίος (Η ποίηση ενός λαού, Αθήνα 1968, σελ. 196-203) συσχετίζει το τραγούδι με τα επακόλουθα της εξέγερσης των ορλοφικών (1769-1770). Μετά από αποτυχημένο κίνημα στο Αιτωλικό, οι ξεσηκωμένοι αρματολοί κατέφυγαν στην επαρχία του Βάλτου με τα πέντε βιλαέτια [Βόνιτσα, Ξερόμερο, Βάλτος, Βλοχός (=Αγρίνιο) και Ζυγός (=όρος έξω από το Μεσολόγγι)]. Από κει γύρισαν ο καθένας στο αρματολίκι του (που φυσικά μετά το αποτυχημένο κίνημα το είχαν χάσει) κι αφού ξεσήκωσαν τους κατοίκους, πέτυχαν να τους δοθεί αμνηστία, να στερεωθούν πάλι στα καπετανάτα τους και "εν ησυχία να χαίρωνται τα προνόμιά των μεταξύ του ορεινού λαού" (βλ. Νικόλαος Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά, τ. 1, σελ. 21-22).

Ακολουθούν οι στίχοι του τραγουδιού, όπως τους παραθέτει ο Αλέξης Πολίτης (Το δημοτικό τραγούδι: Τα Κλέφτικα, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1981, σελ. 118-119):

Κάτω στου Βάλτου τα χωριά,

Κάτω στου Βάλτου τα χωριά,

Ξερόμερο και Άγραφα,

μες στα πέντε βιλαέτια

φάτε, πιέτε, μωρ' αδέρφια.
 

Όπ' είν' οι κλέφτες οι πολλοί,   5

αρματωμένοι στο φλουρί·

κάθονται και τρων και πίνουν

και την Άρτα φοβερίζουν:

 

"Βρε Τούρκοι, κάνετε καλά,

γιατί σας καίμε τα χωριά·   10

θέλουμε τ' αρματολίκι,

γιατί ερχόμαστε σαν λύκοι."

 

Πιάνουν και γράφουν μια γραφή,

χέζουν τα γένια του κατή.

Γράφουνε και στο Κομπότι,   15

χαιρετούν και το Δεσπότη.

 

Στο στ. 14 έχουμε μια από τις χειρότερες βρισιές για τους Οθωμανούς, που αφορούσε τον κατή, δηλαδή το δικαστή (<τουρκ. Kadi=δικαστής, ιεροδίκης· βλ. Ι.Τ.Παμπούκης, Τουρκικό λεξιλόγιο της Νέας Ελληνικής, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1998). Το Κομπότι στο στ. 15 είναι χωριό νοτιοανατολικά της Άρτας.

Του Κίτσου η μάνα

Ενώ κύριο χαρακτηριστικό των δημοτικών τραγουδιών είναι η εμμονή τους προς το συγκεκριμένο, εδώ, ίσως σε μια προσπάθεια υπέρβασης του ατομικού, όλα είναι αόριστα: ο Κίτσος (χωρίς επίθετο ή άλλο προσδιορισμό), το ποτάμι, τα κλεφτοχώρια. Εκτός αυτής της ιδιομορφίας, στο συγκεκριμένο άσμα ο καθηγητής Αλέξης Πολίτης (ό.π.) παρατηρεί και μια άλλη "ιδιομορφία": τη σύνθετη διμερή δομή του. Αφενός η μεγαλειώδης αντιπαράθεση της μάνας με το ποτάμι (φτάνει μέχρι το πετροβόλημα του ποταμού) κι αφετέρου ο διάλογος του Κίτσου με τη μητέρα του και ο έλεγχος του πρώτου για την άτοπη και αψυχολόγητη ερώτηση της δεύτερης. Βέβαια η δομή αυτή ίσως εξηγείται στα πλαίσια του συμφυρμού δύο διαφορετικών τραγουδιών σε ένα, φαινόμενο γενικά σύνηθες (βλ. Ερατοσθένης Καψωμένος, ό.π.).

Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι,

με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε·

"Ποτάμι, για λιγόστεψε, ποτάμι, στρέψε πίσω,

για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,

όπ' έχουν κλέφτες σύνοδο, όπ' έχουν τα λημέρια".

Τον Κίτσο τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν·

χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω

κι ολοξοπίσω πήγαινε η μαύρη του μανούλα,

μοιρολογούσε κι έλεγε, μοιρολογά και λέει:

-"Κίτσο μου, πού 'ναι τ' άρματα, τα έρημα τσαπράζια;"

-"Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,

δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλικαριά μου,

μον' κλαις τα 'ρημα τ' άρματα, τα έρημα τσαπράζια!"

 

Για το συγκεκριμένο άσμα ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης έγραφε σε μια βιβλιοκρισία του στο περιοδικό Νέα Ζωή της Αλεξάνδρειας (τ.IX, 3-4) στα 1914: "Οσάκις το διαβάζω, πάντα με κρατεί για λίγο ο αφελής διάλογος μεταξύ της μάνας που κλαίει τα χαμένα τ' άρματα, τα τσαπράζια και τα κουμπιά (ο Κ.Κ. μνημονεύει και τους εξής στίχους: Κίτσο μου, πού είναι τ' άρματα, που τα 'χεις τα τσαπράζια, / τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;), και του αγαπημένου υιού της που την αποπαίρνει.

Παιδιά της Σαμαρίνας

Με τους εκπληκτικής ενάργειας και παραστατικότητας στίχους, το τραγούδι αυτό, λόγω και της πρωτοφανούς εξάπλωσής του σε όλη την Ελλάδα μέχρι σήμερα, θα μείνει για να μας θυμίζει τη συμβολή των Βλάχων στην εθνική υπόθεση του 1821. Από πολύ νωρίς, πνεύματα ανυπότακτα και φύσει ελεύθερα όπως ήταν, ρίχτηκαν στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας. Συμμετείχαν σε επαναστατικές κινήσεις που έλαβαν χώρα μετά τα ορλοφικά και υπέστησαν διώξεις. Αλλά και αργότερα βρίσκονταν συνεχώς σε δύσκολη θέση, λόγω του Αλή Πασά. Στα 1826 εκατόν πενήντα περίπου Βλάχοι από τη Σαμαρίνα και τις γύρω περιοχές, με αρχηγό το Μίχο Φλώρο, πήραν μέρος στην αντίσταση που πρόβαλαν οι κάτοικοι του Μεσολογγίου. Και μετά την ηρωική έξοδο, μόνο τριάντα τρεις απ' αυτούς επέστρεψαν στα χωριά τους (βλ. Αστέριος Κουκούδης, Οι μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 148 και Μιχάλης Πλίτσης, Οι χοροί της Σαμαρίνας, Αθήνα 1993). Ας το απολαύσουμε:

Ν' εσείς, παιδιά βλαχόπουλα, παιδιά της Σαμαρίνας,

μωρέ παιδιά καημένα, κι ας είστε λερωμένα,

σαν πάτε πάνω στα βουνά, ψηλά στη Σαμαρίνα,

ντουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μην πείτε.

Κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου κι η δόλια η αδερφή μου,

Μην πείτε πως λαβώθηκα, βαριά για να πεθάνω.

Μόν' πείτε πως παντρεύτηκα στα έρημα τα ξένα.

Την πέτρα πήρα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα

κι αυτά τα λιανολίθαρα αδέρφια και ξαδέρφια...