Για τα τραγούδια στα «χρόνια της υπομονής»

Σπυρίδων Βλιώρας, εφ. Τα Μετέωρα, 24/11/2006

Εκτός από τα κολακευτικά σχόλια και τα συγχαρητήρια για την εκδήλωση μνήμης «Στα χρόνια της υπομονής» (Εθνική Αντίσταση-Πυρπόληση Καλαμπάκας-Γεγονότα Πολυτεχνείου), που διοργάνωσε στις 17/11/2006 το Γενικό Λύκειο Καλαμπάκας σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Οργανισμό του Δήμου Καλαμπάκας, αρκετοί εξέφρασαν την απορία τους για την επιλογή ορισμένων τραγουδιών που ακούστηκαν. Με κάθε δυνατή συντομία, θα θέλαμε να αναφέρουμε τα εξής:

Της γερακίνας γιος

Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης. Στίχοι: Κώστας Βίρβος

Ούτε στρώμα να πλαγιάσω, ούτε φως, για να διαβάσω

το γλυκό σου γράμμα, ωχ μανούλα μου.

 

Καλοκαίρι κι είναι κρύο, ένα μέτρο επί δύο

είναι το κελί μου, ωχ μανούλα μου.

 

Μα εγώ δεν ζω γονατιστός, είμαι της γερακίνας γιος, είμαι της γερακίνας γιος.

Τι κι αν μ' ανοίγουνε πληγές, εγώ αντέχω τις φωτιές, εγώ αντέχω τις φωτιές.

Μάνα, μη λυπάσαι, μάνα μη με κλαις.

 

Ένα ρούχο ματωμένο στρώνω για να ξαποσταίνω

στο υγρό τσιμέντο, ωχ μανούλα μου.

Στο κελί το διπλανό μου φέραν κι άλλον αδερφό μου·

πόσα θα τραβήξει, ωχ μανούλα μου.

Πρόκειται για το αγαπημένο τραγούδι του στιχουργού του, του Κώστα Βίρβου. Διαβάζουμε σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Τα Νέα, στις 24/1/1998: «Ίσως γι' αυτό ο Κώστας Βίρβος, όταν του ζητώ να ξεχωρίσει κάποιο αγαπημένο τραγούδι ανάμεσα στα τόσα, δεν διστάζει πολύ. Ένα τραγούδι σε μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη, εμπνευσμένο από τα βασανιστήρια τόσων και τόσων στο ΕΑΤ-ΕΣΑ (την περίοδο της δικτατορίας)».

Το τραγούδι κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1975. Δες περισσότερα στοιχεία στο Κώστας Βίρβος: Μια ζωή τραγούδια – Αυτοβιογραφία, εκδ. Ντέφι, 1985, καθώς και στο Κώστας Βίρβος, Της ζωής μου τα τραγούδια (Δύο CD με 40 μεγάλα τραγούδια διαφόρων συνθετών πάνω σε στίχους Κώστα Βίρβου)

Ο Τραυματίας

Μουσική/ Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης. Τραγούδι: Πρόδρομος Τσαουσάκης, Μαρίκα Νίνου

Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι

κι ακουμπισμένος σ’ ένα δεντρί

ο τραυματίας αναστενάζει

και τη μανούλα του ζητάει για να δει.

 

Η νοσοκόμα, μόλις ακούει

το παλικάρι να την καλεί,

τρέχει κοντά του, τον αγκαλιάζει

και σαν μανούλα του του δένει την πληγή.

 

Γλυκοξυπνάει και γύρω βλέπει

κι άλλους λεβέντες στο θάλαμο.

Χαμογελάει μα και δακρύζει

κι η νοσοκόμα τού γλυκαίνει τον καημό.

Το τραγούδι γράφτηκε μέσα στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου (1948) και κυκλοφόρησε σε δίσκο το 1949 με τις φωνές του Πρόδρομου Τσαουσάκη και της Μαρίκας Νίνου. Το περιλάβαμε στην εκδήλωση της 17/11/2006 για δύο λόγους: 1)γιατί εξετάζαμε, έστω και σε αδρές γραμμές, τα γεγονότα από το 1940 ως το 1974. 2)γιατί ανάλογες καταστάσεις μ’ αυτές του τραγουδιού είχαμε την περίοδο των γεγονότων του Πολυτεχνείου· βλ. Κώστας Χατζίδης, Εφιάλτης στο Γενικό Κρατικό, εφ. Το Βήμα, 9/11/2003.

Ενδιαφέροντα είναι και όσα σχετικά με το συγκεκριμένο τραγούδι αναφέρει ο Νέαρχος Γεωργιάδης στο βιβλίο του Το φαινόμενο Τσιτσάνης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2001, σελ. 88: «Τον αέρα της λεβεντιάς και την επική διάθεση των κλέφτικων τραγουδιών ο συνθέτης τα διοχέτευσε αργότερα στα δικά του επικά τραγούδια, όπως (...) ‘Ο τραυματίας’, ‘Της γερακίνας γιος’ κ.ά. Κάποιοι στίχοι από κλέφτικα τραγούδια προίκισαν το έργο του Τσιτσάνη με μεγαλόπρεπες και δυνατές εικόνες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το παλιό κλέφτικο τραγούδι γύρω από τον θεσσαλό καπετάνιο Γεωργάκη Ολύμπιο, στη διάρκεια της τελευταίας του μάχης πέφταν «τα τόπια σαν βροχή, τα βόλια σαν χαλάζι» (Cl. Fauriel, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999, τ. Α’, σελ. 217· βλ. και Θεόδωρος Νημάς, Δημοτικά τραγούδια της Θεσσαλίας Α’ & Β’, εκδ. Κυριακίδη, 1983, σελ. 784). Γύρω από τον επίσης θεσσαλό, όπως λέγεται, ήρωα του Τσιτσάνη κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, πέφταν και πάλι οι σφαίρες σαν το χαλάζι, σίγουρα κατ’ επίδραση του κλέφτικου τραγουδιού.»

Ο ίδιος ο Τσιτσάνης αφηγήθηκε τα εξής (βλ. Κώστας Χατζηδουλής, Βασίλης Τσιτσάνης: Η ζωή μου, το έργο μου, εκδ. Νεφέλη, 1980, σελ. 90): «Θυμάμαι, και θα μου μείνει για πάντα αξέχαστο, ένα συγκλονιστικό περιστατικό, που συνέβη το 1948, όταν πήγα με κομπανία στη Θεσσαλονίκη, για να παίξουμε στα νοσοκομεία, εκεί που ήταν οι βαριά τραυματισμένοι -οι περισσότεροι χωρίς χέρια και πόδια. Παίξαμε μέσα στ' άλλα και τον 'τραυματία', και τότε έγινε κάτι που δεν περιγράφεται με λόγια. Τραγουδούσαν μαζί μας και οι τραυματίες του νοσοκομείου και με απεγνωσμένες προσπάθειες προσπαθούσαν να σηκωθούν όρθιοι. Τρέξαν αμέσως οι γιατροί και οι νοσοκόμες και φώναζαν: "Μη, κύριε Τσιτσάνη, σας παρακαλούμε, θα πεθάνουν". Με κομμένα πόδια και χέρια και είχαν γίνει λεοντάρια! Ξεχνιούνται ποτέ αυτά; Και να ξέρετε ότι ήταν η πρώτη φορά που το άκουγαν, γιατί δεν είχε γίνει ακόμα δίσκος»

Κάνε λιγάκι υπομονή

Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης. Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης

Μην απελπίζεσαι και δεν θ’ αργήσει

κοντά σου νά ’ρθει μια χαραυγή·

καινούργια αγάπη να σου ζητήσει.

Κάνε λιγάκι υπομονή.

 

Διώξε τα σύννεφα απ’ την καρδιά σου

και μες στο κλάμα μη ξαγρυπνάς.

Τι κι αν δεν βρίσκεται στην αγκαλιά σου;

Θά ’ρθει μια μέρα, μην το ξεχνάς.

 

Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσει

κι ο έρωτάς σας θ’ αναστηθεί.

Καινούργια αγάπη θα ξαναζήσεις,

κάνε λιγάκι υπομονή.

Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1949 με τη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου. Πρόκειται σε πρώτη ανάγνωση για ένα ερωτικό τραγούδι. Σύμφωνα όμως με τον Νέαρχο Γεωργιάδη (Ρεμπέτικο και πολιτική. Σχολιασμένη ανθολόγηση του λαϊκού τραγουδιού, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1993, σελ. 295) ανήκει στην κατηγορία των αλληγορικών τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη. Λόγω της λογοκρισίας που υπήρχε στους στίχους αλλά και τη μουσική ήδη από την εποχή του δικτάτορα Μεταξά, πολλοί συνθέτες αναγκάζονταν να καμουφλάρουν όσα ήθελαν να πουν και να τα ντύνουν με το ένδυμα ερωτικών τραγουδιών. Μια πρώτη ένδειξη για την πολιτική σημασία του τραγουδιού είναι η απαγόρευσή του που επαναλαμβανόταν σε διαταγές της αστυνομίας ακόμα και μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου. Οι χωροφύλακες έσπαγαν με λύσσα τις πλάκες με αυτό το τραγούδι, όπου κι αν το συναντούσαν (βλ. Νέαρχος Γεωργιάδης, ό.π., σελ. 183). Σε μια σειρά τραγουδιών του Τσιτσάνη της περιόδου αυτής η έννοια συννεφιά δηλώνει την άσχημη κατάσταση του εμφυλίου ενώ η χαραυγή την καλυτέρευση αυτής της κατάστασης και την επιστροφή των εξορίστων από τους τόπους εξορίας τους.

Και τα τρία προαναφερθέντα τραγούδια λογοκρίθηκαν όταν πρωτοκυκλοφόρησαν! Όσον αφορά τη λογοκρισία, ενδιαφέροντα είναι όσα διαβάζουμε στο http://www.iospress.gr: «Αλλά ήδη από το πρώτο βράδυ, της 4ης Αυγούστου, το καθεστώς επέβαλε αυστηρή λογοκρισία στις εφημερίδες. Ιδρύθηκαν ειδικές επιτροπές λογοκρισίας για τον τύπο, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Κατασχέθηκαν τα βιβλία που δεν άρεσαν στο καθεστώς και οργανώθηκαν δημόσιες τελετές για να καούν, κατά τα χιτλερικά πρότυπα. Στον Index των απαγορευμένων δεν περιλαμβάνονταν μόνο τα έργα των μαρξιστών, αλλά και του Φρόιντ, του Τσβάιχ, του Ντοστογέφσκι, του Γκέτε, ακόμα και του Παπαδιαμάντη και του Καρκαβίτσα! Λογοκρίθηκε ακόμα και ο «Επιτάφιος του Περικλή», ενώ απαγορεύθηκε και η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή που επρόκειτο να ανεβαστεί στο Εθνικό Θέατρο. Μετά τον θόρυβο που δημιουργήθηκε, η παράσταση ανεβάστηκε, χωρίς όμως κάποιους «επιλήψιμους» στίχους. Ο Κάρολος Κουν είχε αφηγηθεί στην ΕΡΤ (12/9/84) την προσωπική του περιπέτεια: ”Με κάλεσαν στην Ασφάλεια του Μεταξά για απολογία επειδή παρουσιάζω κομμουνιστικά έργα. Τους ρώτησα να μου πουν ποια έργα που ανεβάζω είναι κομμουνιστικά και μου απάντησαν "Ο Πλούτος" του Αριστοφάνη και "Ο κατά φαντασίαν ασθενής" του Μολιέρου„!»