H θλιβερή ιστορία των σχολικών βιβλιοθηκών

Αντώνης Kαρκαγιάννης, εφ. Καθημερινή, 6/2/2005

H Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδοτών - Βιβλιοπωλών (ΠOEB) ανέθεσε σε ομάδα ειδικών εμπειρογνωμόνων την εκπόνηση μελέτης για τον ρόλο, τη σημερινή κατάσταση και τις προοπτικές των σχολικών βιβλιοθηκών, ως αναπόσπαστο μέρος των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Ήδη κυκλοφόρησε η προμελέτη, λεπτομερής και εμπεριστατωμένη, με πολλές ωστόσο επαναλήψεις, επικαλύψεις και χωρίς να έχει τη δομή εκείνη που θα την έκαναν χρήσιμη στο ευρύτερο κοινό, των εκπαιδευτικών κυρίως, ή πρόσκληση για ευρύτερη συζήτηση. Σκοπός της ΠOEB είναι να υποδείξει τρόπους για τη διεύρυνση της αγοράς βιβλίου σε εποχή που γενικότερα χαρακτηρίζεται από τον αυξανόμενο ρόλο της γνώσης και της πληροφορίας, όπου αλλάζει και ο ρόλος του βιβλίου και της βιβλιοθήκης. Περισσότερο ίσως χρήσιμο θα ήταν ένα κείμενο-μανιφέστο, με σταθερές αφετηρίες και σταθερό στόχο, που θα κυκλοφορούσε παράλληλα με τα αναλυτικά συμπεράσματα μιας επιστημονικής έρευνας. Και κυρίως θα ανάγκαζε τα αρμόδια κρατικά όργανα και τους εκπαιδευτικούς να το προσέξουν.

Σχολικές βιβλιοθήκες δεν υπήρξαν ποτέ στην Ελλάδα, ενώ και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα η βιβλιοθήκη είναι μάλλον σπάνια και επί το πλείστον τυχαία. Δεν καλλιεργήθηκε ποτέ η αντίληψη, τι είναι η σχολική βιβλιοθήκη, από τι συγκροτείται και πώς επενεργεί στην εφαρμογή του εκπαιδευτικού προγράμματος. Εκτός από ελάχιστες ιδιωτικές εξαιρέσεις, οι σχολικές βιβλιοθήκες και εκεί όπου υπήρχαν, προερχόμενες σχεδόν αποκλειστικά από δωρεές, ήσαν τυχαία σύνολα βιβλίων. Και, φυσικά, στα επιτελικά όργανα του υπουργείου Παιδείας δεν υπήρξε ποτέ η σκέψη να προσαρμοσθούν τα εκπαιδευτικά προγράμματα στη χρήση βιβλιοθήκης με συγκεκριμένη δομή και μάλιστα σύγχρονη, με την επικουρική χρήση ηλεκτρονικών μέσων εμπλουτισμού και διάδοσης των πληροφοριών.

Όλα τα εκπαιδευτικά προγράμματα είναι προσαρμοσμένα στον τυφλοσούρτη του επισήμου εγχειριδίου, όπου το μόνο μέσο που διαθέτει ο μαθητής για να προσεγγίσει τη γνώση είναι η αποστήθιση. Το «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» ήταν και εξακολουθεί να είναι άγνωστη διαδικασία, άρα και η έρευνα στη βιβλιοθήκη του σχολείου και στα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα.

Σχετικά πρόσφατα, με υπουργό Παιδείας τον Γεράσιμο Aρσένη, έγινε η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια για τη συγκρότηση σχολικών βιβλιοθηκών. H προσπάθεια άρχισε πολύ φιλόδοξα και, αν θυμάμαι καλά, στην αρχή έγινε λόγος για 2.000 σχολικές βιβλιοθήκες για να καταλήξουμε στις 500 (για την ακρίβεια 499), αριθμό στον οποίο παραμένουμε μέχρι σήμερα. Μελετήθηκε το μοντέλο της σχολικής βιβλιοθήκης και η υλική υποδομή της και βρέθηκαν τα ανάλογα κονδύλια από το Β' Κοινοτικό Πρόγραμμα Στήριξης. Ακριβέστερα σε περίπου 500 σχολεία στήσαμε ράφια και τα γεμίσαμε με βιβλία! Σε 500 από περίπου 16.000 σχολεία! Αλλά και αυτό το «στήσιμο» ήταν σαθρό και ετοιμόρροπο, γιατί η τότε κυβέρνηση δεν φρόντισε να κατοχυρώσει με νόμο τις σχολικές βιβλιοθήκες, ο οποίος θα όριζε τον τρόπο λειτουργίας με κατάλληλο εξειδικευμένο προσωπικό και τον τρόπο της ανάπτυξης: Μια βιβλιοθήκη έχει ανάγκη από συνεχή τροφοδοσία, όπως και οι ζωντανοί οργανισμοί. Χωρίς αυτήν πεθαίνει. Και φυσικά δεν φρόντισε να εντάξει τη σχολική βιβλιοθήκη και τα ηλεκτρονικά μέσα που, μοιραία πλέον, συνοδεύουν κάθε οργανωμένη βιβλιοθήκη, στο συνολικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα.

Αυτοί οι λόγοι θα ήσαν αρκετοί για να κάνουν άχρηστες και αυτές τις 500 βιβλιοθήκες και πεταμένα τα χρήματα που ξοδεύτηκαν. Δεν φαίνεται, όμως, να συνέβη αυτό. Χωρίς εξειδικευμένο προσωπικό (προσλήφθηκαν ελάχιστοι βιβλιοθηκονόμοι με σύμβαση ορισμένου χρόνου, η οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν ανανεώθηκε) λειτούργησαν με εκπαιδευτικούς και μερικοί, από δική τους πρωτοβουλία και διάθεση, ενέταξαν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα την έρευνα βιβλιοθήκης και τα ηλεκτρονικά μέσα. Έτυχε να γνωρίσω δύο τέτοιες περιπτώσεις... στην Ελλάδα της περιφέρειας.

Λυπάμαι που θα το γράψω, αλλά επί υπουργίας του φίλου και συμπολίτη Πέτρου Eυθυμίου το πρόγραμμα των σχολικών βιβλιοθηκών βάλτωσε και τελικά βούλιαξε. Έκτοτε παραμένει βουλιαγμένο στον βάλτο...

Στην αρχή έγινε λόγος για 1.000 νέες σχολικές βιβλιοθήκες, αργότερα μειώθηκαν σε 600. Βρέθηκαν και τα σχετικά κονδύλια από το Γ' Κοινοτικό Πρόγραμμα Στήριξης, περίπου 74 εκατ. ευρώ. Τα κονδύλια αυτά κατανεμήθηκαν στα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα για να διατεθούν στη συγκρότηση νέων σχολικών βιβλιοθηκών. Αν δεν κάνω λάθος, για τον σκοπό αυτό δεν διατέθηκε ούτε ένα ευρώ. Από τα 74 εκατ. διατέθηκαν (ή σπαταλήθηκαν) σε άλλους σκοπούς περίπου 40 εκατ. και απομένουν 34 εκατ. για την ίδρυση νέων σχολικών βιβλιοθηκών.

Αυτή με λίγα λόγια είναι η θλιβερή ιστορία των σχολικών βιβλιοθηκών. O σχετικός φάκελος βρίσκεται στο γραφείο της υπουργού Παιδείας, της κ. Mαριέττας Kουτσίκου. Συναισθανόμαστε την αμηχανία της: Nα συνεχίσει κουτσά-στραβά την ίδια ιστορία; Να την εγκαταλείψει... καταγγέλλοντας τις προηγούμενες κυβερνήσεις (ο εύκολος δρόμος); ΄H να την ξαναπιάσει από την αρχή, πάνω σε νέες εκπαιδευτικές βάσεις, με λιγότερο φιλόδοξους αλλά σταθερούς ρυθμούς; Δύσκολος δρόμος που θέλει έμπνευση, κουράγιο και υπομονή.

Εμείς θα επανέλθουμε. Άλλωστε η προμελέτη των εμπειρογνωμόνων προσφέρει πλούσιο υλικό, όχι μόνο για τις σχολικές βιβλιοθήκες, αλλά και για την αγορά βιβλίου γενικότερα. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση όπου το κράτος δεν χρηματοδοτεί (καταστρέφοντάς το) το πολιτισμικό προϊόν, αλλά την πολιτισμική δεκτικότητα, τη διαμόρφωση πολιτισμικής πελατείας...