Ο ωραίος αδιάβαστος

Νίκος Μπακουνάκης, εφ. Το Βήμα, 18/2/2007

Ο βιβλιοθηκάριος στο αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Μούζιλ Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες (εκδόσεις Οδυσσέας, μετάφραση Τούλα Σιετή) γνωρίζει απ' έξω όλον τον κατάλογο με τους τίτλους 3,5 εκατομμυρίων βιβλίων που περιλαμβάνει η βιβλιοθήκη στην οποία εργάζεται αλλά δεν έχει διαβάσει κανένα βιβλίο. Είναι ενημερωμένος σε πλάτος, για το τι κυκλοφορεί, για το τι υπάρχει, αλλά η επιφάνεια αυτή είναι σαν ζελατίνα, δεν έχει κανένα βάθος. Ο βιβλιοθηκάριος του Μούζιλ μπορεί να λειτουργεί αλληγορικά για την Αυστροουγγαρία της εποχής του, την περίφημη Κακανία, μια μεγάλη αυτοκρατορία χωρίς θεμέλια - την οποία έχει περιγράψει πολύ ωραία, όσον αφορά τη λογοτεχνία της, ο Κλάουντιο Μάγκρις στο αμετάφραστο στα ελληνικά δοκίμιό του «Ο μύθος της αυτοκρατορίας». Μπορεί όμως θαυμάσια να λειτουργήσει και ως αλληγορικό σύμβολο ενός σημερινού διανοουμένου ή, καλύτερα, ενός σημερινού επικοινωνιακού διανοουμένου που είναι ικανός να μιλάει για πολλά χωρίς να ξέρει τίποτε ουσιαστικά. Η κατάσταση αυτή εικονογραφείται με τον καλύτερο τρόπο τόσο στις δημόσιες παρουσιάσεις βιβλίων (οι περισσότεροι από τους παρουσιαστές είναι «αδιάβαστοι») όσο και σε παρουσιάσεις-κριτικές που δημοσιεύονται σε έντυπα.

Σε αυτή την πραγματικότητα στηρίζεται ένα γαλλικό βιβλίο, που γνωρίζει αυτόν τον καιρό τεράστια επιτυχία. Τίτλος του Comment parler des livres que l'on n'a pas lus? (Πώς να μιλήσουμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει;), εκδόσεις Minuit, και συγγραφέας του ο Πιερ Μπαγιάρ, καθηγητής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Παρίσι VIII, ψυχαναλυτής και συγγραφέας δοκιμίων για τον Ρομέν Γκαρύ, τον Σταντάλ, τον Μοπασάν, τον Φρόιντ. Ο Μπαγιάρ δεν κάνει πλάκα με το βιβλίο αυτό. Άλλωστε το ερωτηματικό στον τίτλο υπονοεί μια διάθεση αποδόμησης. Ο Μπαγιάρ, με τις 164 σελίδες του δοκιμίου, θέλει να προσθέσει ακόμη ένα κεφάλαιο στην ιστορία της ανάγνωσης, αυτό της μη ανάγνωσης. Ο Μπαγιάρ μάς λέει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι υπάρχουν βιβλία, προφανώς τα κλασικά, ο Δάντης, ο Προυστ, ο Τζόις, που είναι βυθισμένα μέσα σε μια λόγια αχλύ, σε μια λόγια φημολογία ή ανεκδοτολογία, που μας επιτρέπει να τα προσεγγίσουμε χωρίς να τα έχουμε διαβάσει. Κι όχι μόνο να τα προσεγγίσουμε, αλλά να κάνουμε και παθιασμένες συζητήσεις γι' αυτά, και μάλιστα με συνομιλητές εξίσου παθιασμένους και επίσης στην ίδια θέση με μας, δηλαδή αδιάβαστους. Για παράδειγμα, πόσοι άνθρωποι συζητούν για τη «Μαντλέν» του Προυστ, για τις μυρουδιές και τη γεύση που κινητοποιούν τη μνήμη, χωρίς να έχουν διαβάσει ούτε μία σελίδα από το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο; Ο Μπαγιάρ υποστηρίζει ότι στο αξιακό-επικοινωνιακό σύστημα των δυτικών κοινωνιών το να υποδύεσαι ότι έχεις διαβάσει κάτι παράγει τα ίδια αποτελέσματα, στον δημόσιο χώρο, με το να έχεις διαβάσει. Το να ομολογείς ότι δεν έχεις διαβάσει μπορεί να είναι πιο ταπεινωτικό από το να υποδύεσαι ότι τον έχεις διαβάσει.

Οι χειρότεροι αναγνώστες αποδεικνύονται οι συγγραφείς. Η Βιρτζίνια Γουλφ έλεγε ότι το να διαβάζεις είναι σαν να ανοίγεις την πόρτα σου σε μια ορδή ρέμπελων. Ο Οσκαρ Γουάιλντ διατεινόταν ότι δεν αφιέρωνε ποτέ περισσότερα από έξι λεπτά στην ανάγνωση ενός βιβλίου για το οποίο έπρεπε να γράψει κριτική από τον φόβο μήπως επηρεαστεί. Υπάρχει όμως και η άλλη άποψη: αυτή του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, σύμφωνα με την οποία μερικοί διαβάζουν επειδή βαριούνται να σκεφτούν.