Μανόλης Τριανταφυλλίδης. Διανοούμενος και αγωνιστής του κινήματος της Δημοτικής

Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, εφ. Τα Νέα, 30/12/1999

Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης υπήρξε αντιπροσωπευτικό δείγμα διανοουμένου, έτσι όπως η έννοια αυτή διαμορφώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα και αναδύθηκε μέσα από τους κόλπους του δημοτικιστικού κινήματος, ενός κινήματος που σκόπευσε ταυτόχρονα στην καλλιέργεια της εθνικής αυτογνωσίας και στην αναζήτηση του κοινωνικοπολιτικού εκσυγχρονισμού. Από αυτή την άποψη ο φιλόλογος και γλωσσολόγος Τριανταφυλλίδης, όπως και ο Αλέκος Δελμούζος και ο Δημήτρης Γληνός ­ οι άλλοι δύο της ιστορικής τριανδρίας των εκπαιδευτικών μας πραγμάτων ­, υπήρξε πρότυπο ανθρώπου των γραμμάτων που δοκιμάστηκε στην πράξη και εργάτη της επιστήμης που πίστεψε στη συλλογική δράση.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1883 και τελείωσε το Βαρβάκειο. Γράφτηκε στη Φυσικομαθηματική Σχολή μετά την πιεστική προτροπή των γονέων του. Την ίδια πίεση είχε υποστεί και ο Δελμούζος για να γραφτεί στο Πολυτεχνείο. Και όπως ξέφυγε εκείνος και γράφτηκε στη Φιλοσοφική, έτσι κι ο Τριανταφυλλίδης ύστερα από έναν χρόνο φοίτησης εγκατέλειψε τη Φυσικομαθηματική και πήγε στη Φιλοσοφική. Όταν αποφοίτησε από το Ελληνικό Πανεπιστήμιο (1900) έφυγε για τη Γερμανία, έχοντας και αυτός την επιθυμία, όπως λέει σε αυτοβιογραφικά του σημειώματα, να σπουδάσει Παιδαγωγική. Η τάση που παρουσίαζε ένα τμήμα της νεολαίας για τέτοιες σπουδές ίσως αποτελεί μια ένδειξη της πεποίθησης, η οποία υπήρχε σ' αυτό το κοινωνικό στρώμα για τον καταλυτικό ρόλο που μπορούσε να παίξει η παιδεία στην ανασυγκρότηση μιας κοινωνίας. Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, ο Τριανταφυλλίδης σπούδασε τελικά Γλωσσολογία και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή με τον επιφανή βυζαντινολόγο Καρλ Κρουμπάχερ.

Ο πατέρας του καταγόταν από τη Μακεδονία. Η μητέρα του, Ιουλία Ροδοκανάκη, ήταν από μεγάλη οικογένεια της Χίου. Έτσι μετά τον Κοραή και τον Ψυχάρη, ο Τριανταφυλλίδης ήταν ο τρίτος λόγιος χιακής καταγωγής που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιστορία της νεοελληνικής γλώσσας.

Όσο βρισκόταν στο Μόναχο, δημοσιεύθηκε η πρώτη του μελέτη Ξενηλασία ή ισοτέλεια. Μελέτη περί των ξένων λέξεων της Νέας Ελληνικής (1905). Το βιβλίο αυτό αναφέρεται στο πρόβλημα της ξένης καταγωγής λέξεων της ελληνικής. Η αναβάθμιση της ξένης λέξης που έχει αφομοιωθεί από την ελληνική και την οποία δεν μπορείς πια να ξεριζώσεις, χωρίς να βλάψεις την εκφραστική δυνατότητα της ελληνικής ­ αυτός είναι ο πυρήνας του συλλογισμού του ­, αποτελούσε την απάντηση στα «ράκη της δουλείας», τον όρο με τον οποίο περιγραφόταν η ίδια περίπτωση από τους οπαδούς της καθαρεύουσας.

Το πρώτο έργο του Τριανταφυλλίδη συνιστά ένα πρότυπο επιστημονικού λόγου στην υπηρεσία της αμφισβήτησης καθιερωμένων αντιλήψεων όχι απλώς γλωσσολογικών, αλλά αντιλήψεων γερά ριζωμένων στα ιδεολογικά θεμέλια τής τότε ελληνικής κοινωνίας. Το ίδιο θα συμβεί με το σύνολο του έργου του. Οι μελέτες του, γύρω στα 175 δημοσιεύματα που αριθμούν πάνω από 4.000 σελίδες, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τις καθαρά γλωσσολογικές εργασίες και τις εργασίες τις στρατευμένες στην υπόθεση του δημοτικισμού. Όλες, ωστόσο, αποτελούν όπλα για την ανατροπή κατεστημένων ισορροπιών. Μέσα στο κλίμα των αγκυλώσεων που δημιουργούσε η πολιτική οξύτητα του Μεσοπολέμου, αυτό δεν θέλησαν να το τονίσουν οι μεταγενέστεροι, αλλά ούτε καν ο συνεργάτης του Αλέκος Δελμούζος, ο οποίος τον χαρακτήρισε ως έναν «από τους πιο συντηρητικούς τύπους» (1926).

Έργα του αυτής της κατηγορίας είναι Η γλώσσα μας στα σχολεία της Μακεδονίας (1916), Πριν καούν (1920), Για την ιστορία (1921) (μαχητική απάντηση στον γλωσσολόγο και καθηγητή του Παν/μίου Αθηνών Γεώργιο Χατζηδάκη), Δημοτικισμός. Ένα γράμμα στους δασκάλους μας (1926) κ.ά. Εδώ θα μπορούσε να περιληφθεί και η μελέτη του Η αρχή της γλώσσας και η φροϊδιανή ψυχολογία (1915), με την οποία παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα οι θεωρίες του Φρόυντ και οι αρχές της ψυχανάλυσης. Αποκορύφωμα βέβαια του έργου του αποτελεί η Νεοελληνική Γραμματική, που κυκλοφόρησε το 1941 και συνιστά την πρώτη μεγάλη «συστηματική μελέτη για τη φωνητική, τη μορφολογία, την παραγωγή και τη σύνθεση της νεοελληνικής γλώσσας».

Μάθημα γυμναστικής στο Παρθεναγωγείο Απ. Δ. Σκορδέλη, στην Αθήνα

Πριν ακόμη επιστρέψει στην Ελλάδα ο Τριανταφυλλίδης, εστερνιζόμενος την ιδέα της συλλογικότητας που κατέχει τότε τους Ευρωπαίους αλλά και τους εν Ευρώπη Έλληνες διανοούμενους, παίρνει την πρωτοβουλία ενεργειών που θα καταλήξουν στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου.

Ο όμιλος αυτός υπήρξε το κύριο προϊόν του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και η κατεξοχήν ομάδα πίεσης, η οποία με επικεφαλής τους Γληνό, Δελμούζο και Τριανταφυλλίδη όχι μόνον επεξεργάστηκε την εκπαιδευτική πολιτική των κυβερνήσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά κατόρθωσε επιπλέον, και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, να προβάλει τη δημοτική γλώσσα ταυτόχρονα ως σύμβολο επαναστατικού λόγου και ως πραγμάτωση πολιτικής βούλησης.

Η παρουσία, ωστόσο, του Τριανταφυλλίδη υπήρξε βαρύνουσα όχι μόνο στην αφετηρία του Ομίλου, αλλά και στην εξέλιξή του. Στην εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται η συνολική πορεία των ιδεολογικών διεργασιών που σημειώνονται στον ελληνικό χώρο και έχουν σχέση με την υφέρπουσα στην αρχή και την οξύτατη στη συνέχεια αντίθεση ανάμεσα στις σοσιαλιστικές και στις φιλελεύθερες ιδέες. Έτσι στα πρωταρχικά σχέδια που συντάσσει το 1909, ο Τριανταφυλλίδης υποστηρίζει την άποψη πως ένα τέτοιο σωματείο, για να επιτύχει τον εκπαιδευτικό του στόχο, ακρογωνιαίο λίθο κατ' αυτόν της κοινωνικής ανόρθωσης, χρειάζονται δύο πράγματα: α) η κρατική συνδρομή ­ το «σχέδιο» γράφεται δύο μήνες μετά το Γουδί και οι ελπίδες των δημοτικιστών πρέπει να έχουν πάρει γιγαντιαίες διαστάσεις ­ και β) ένας τακτικός ελιγμός ως προς τη γλώσσα. Επίσημο όργανο τού υπό ίδρυση Ομίλου μπορεί να είναι και «μία καθαρεύουσα ανθρωπινή» όπως γράφει ρητά στο σχέδιο.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι από τους τρεις της εκπαιδευτικής τριανδρίας, ο γλωσσολόγος Τριανταφυλλίδης είναι εκείνος που θέλει εξαρχής να αποσπάσει το θέμα της εκπαίδευσης από την επικίνδυνη σύνδεση με το γλωσσικό ζήτημα. Σαν να είχε ήδη κατανοήσει από το 1909 ότι η γλωσσική αντιπαράθεση, με τους έντονους κοινωνικούς και πολιτικούς συμβολισμούς της, θα συγκαλύψει κατά τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν το αληθινό ζητούμενο μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Και γι' αυτό επιχειρεί εγκαίρως να διακρίνει τα δύο πράγματα.

Είναι φανερό πως οι ιδέες του Τριανταφυλλίδη χαράζουν ορισμένα όρια, ανάμεσα στα οποία θα κινηθεί από δω κι εμπρός η ιδέα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης: από τη μία μεριά ιδεολογικοπολιτικά, με την απόρριψη των σοσιαλιστικών αντιλήψεων, κι από την άλλη γλωσσικά, με την αποδοχή μιας γλώσσας που απέχει πολύ από την ψυχαρική ορθοδοξία.

Οι συνέπειες των ιδεολογικοπολιτικών ορίων θα φανούν πολύ αργότερα, όταν εκφραστεί καθαρά και πλειοψηφήσει στους κόλπους του Εκπαιδευτικού Ομίλου η τάση που οι ίδιοι οι οπαδοί της, με επικεφαλής τον Δημήτρη Γληνό, θα ονομάζουν σοσιαλιστικό δημοτικισμό (1927, διάσπαση του Ομίλου). Οι συνέπειες των γλωσσικών ορίων θα φανούν αμέσως. Οι ιστορικοί ηγέτες του δημοτικισμού, Ψυχάρης, Πάλλης, Εφταλιώτης, θα αντιδράσουν δριμύτατα και θα μιλήσουν για «συμβιβασμό» και «ηθική δειλία». Ο Ψυχάρης δεν θα συγχωρέσει ποτέ αυτόν τον γλωσσικό «συμβιβασμό», αλλά ούτε και τον ίδιο τον Τριανταφυλλίδη. Μέχρι να πεθάνει (1929) θα μιλάει περιπαιχτικά για «τον κύριο Τριανταφυλλίδη και τη φιλαινάδα του τη Μιχτή».

Χαρακτικό του Χατζηκυριάκου - Γκίκα. Ο θρίαμβος του δημοτικισμού (Νέα Εστία 1939)

Η μεταρρύθμιση, ωστόσο, θα κάνει ένα πρώτο βήμα το 1917 και ο Τριανταφυλλίδης θα κληθεί, όπως και ο Δελμούζος, από τον Βενιζέλο για να επεξεργαστεί τα σχετικά νομοθετικά μέτρα και να συνεργαστεί στην έκδοση των πρώτων σχολικών βιβλίων στη δημοτική. Το 1920, μετά την απώλεια των εκλογών από τον Βενιζέλο, η μεταρρύθμιση διακόπτεται βίαια. Η έκθεση της επιτροπής που διορίστηκε από την κυβέρνηση Γούναρη, προκειμένου να εξετάσει τα βιβλία που εκδόθηκαν στη δημοτική το 1919, προτείνει τα βιβλία αυτά «να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι [...] τα έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως». Ο Τριανταφυλλίδης θα δημοσιεύσει ένα μαχητικό κείμενο με τον τίτλο «Πριν καούν» και θα ζητήσει από τους δασκάλους να μην σιωπήσουν. Ο Ψυχάρης, γεμάτος χολή, δεν θα σχολιάσει την ουσία ενός τόσο σοβαρού ζητήματος, αλλά θα καταλογίσει στον Τριανταφυλλίδη, σ' ένα άρθρο του στον Νουμά (1921), τα φωνητικά και μορφολογικά λάθη που υπάρχουν, κατ' αυτόν, στον τίτλο «Πριν καούν». Ίσως και να χαιρόταν που τα βιβλία του γλωσσικού συμβιβασμού είχαν καταδικαστεί στην πυρά. Ας σημειωθεί ότι ανάμεσά τους ήταν τα Ψηλά Βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου και, βέβαια, το Αλφαβητάρι με τον Ήλιο, προϊόν συνεργασίας της ιστορικής τριανδρίας και με την ωραία εικονογράφηση του ζωγράφου Κωνσταντίνου Μαλέα.

Όταν παραιτήθηκε από το υπουργείο, ο Τριανταφυλλίδης έφυγε για τη Γερμανία. Θα επιστρέψει το 1923 μετά την επανάσταση του Πλαστήρα, για να διδάξει μαζί με τον Δημήτρη Γληνό στη Παιδαγωγική Ακαδημία που μόλις είχε ιδρυθεί.

Το 1925, με εμπνευστή και πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η πολιτική συγκυρία της Β' Ελληνικής Δημοκρατίας επέτρεψε να συσταθεί ένα πανεπιστήμιο, που άφησε μία δυνατότητα εισόδου σε πνευματικές και κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες, μολονότι κοντινές στη βενιζελική πολιτική ηγεσία, εξακολουθούσαν να μένουν αποκλεισμένες από το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, και ειδικότερα από τη Φιλοσοφική Σχολή.

Οι πρώτοι καθηγητές που εκλέχθηκαν κατά το πρώτο ακαδημαϊκό έτος 1926-'27 προέρχονταν κατευθείαν από το δημοτικιστικό κίνημα. Ήταν ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο Γιάννης Αποστολάκης και ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης. Στη συνέχεια θα προστεθούν και άλλοι, όπως ο Αλέξανδρος Δελμούζος, όλοι άνθρωποι που τους είχαν εμπνεύσει οι αρχές του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Οι δυνάμεις αυτές, αντιμέτωπες και με το συντηρητικό τμήμα του κοινωνικού στρώματος από το οποίο προέρχονταν και με τους εκπροσώπους ενός εργατικού κινήματος που αναπτυσσόταν, θα καλλιεργήσουν από εδώ και πέρα τον πολιτικό και πνευματικό φιλελευθερισμό τους, οχυρωμένες μέσα στο ίδρυμα αυτό που θα λειτουργήσει για ένα μεγάλο διάστημα στους αντίποδες του Πανεπιστημίου της Αθήνας.

Από αυτή την άποψη είναι χαρακτηριστική η περίπτωση τού Τριανταφυλλίδη, ο οποίος όσο βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή έως το 1934, αλλά και αργότερα, υπέβαλε τρεις φορές υποψηφιότητα για το Πανεπιστήμιο της Αθήνας, το 1924, το 1938 και το 1948. Δεν εκλέχτηκε ποτέ. Η εισηγητική έκθεση για την τελευταία υποψηφιότητα είναι αποκαλυπτική. Ο καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας και μετέπειτα ακαδημαϊκός Ιωάννης Σταματάκος γράφει: «Δεν τον μεμφόμεθα διά την σφαλεράν μεν, πάντως όμως νεανικήν παραπλάνησιν. Δεν δυνάμεθα όμως να μη αγανακτήσωμεν διά τον επιστήμονα, όταν τον βλέπωμεν να ακολουθή την ύπουλον ατραπόν μέχρι κρημνού [...]. Δεν έχομεν το δικαίωμα να του συγχωρήσωμεν το γεγονός ότι εις τον κρημνόν παρέσυρε μαζί του και την εκπαίδευσιν της πατρίδος. Τοιούτον εγκληματίαν ουδείς δικαιούται να συγχωρήση».

Παρόμοια αντίδραση συνάντησε και από την Ακαδημία Αθηνών, η οποία, κατά την ίδια περίοδο, αισθανόμενη τον κίνδυνο ότι μπορεί να υποβληθεί μια δημοτικιστική υποψηφιότητα, αποφάσισε να μην προκηρύξει την πλήρωση της έδρας για τη Γλωσσολογία, διότι κάτι τέτοιο απειλούσε «να φέρη εις τους κόλπους τής Ακαδημίας έναν εκ των κακουργησάντων κατά της ελληνικής παιδείας».

Δύο ντοκουμέντα από τη δράση του εκπαιδευτικού όμιλου

Η επιμονή τού Τριανταφυλλίδη να γίνει αποδεκτός από τα δύο αυτά ιδρύματα, τα οποίο τον απέρριπταν με τόσο κατηγορηματικό τρόπο, θα ήταν τουλάχιστον περίεργη, αν δεν διέβλεπε κανείς σ' αυτή τη στάση την επιθυμία να περιβληθούν με το κύρος του επίσημου θεσμού οι ίδιες οι γλωσσικές και εκπαιδευτικές απόψεις του, έτσι ώστε να διευκολυνθεί και η πραγμάτωσή τους. Νομίζω πως πρόκειται για πτυχή της δεδομένης πεποίθησης του Τριανταφυλλίδη σχετικά με την αναγκαιότητα της κρατικής συνδρομής, προκειμένου να επιτευχθεί το μεταρρυθμιστικό όραμα του δημοτικισμού. Γι' αυτό και ο Τριανταφυλλίδης πίστεψε τόσο πολύ σε μία κατεξοχήν ομάδα πολιτικής πίεσης, όπως ήταν ο Εκπαιδευτικός Όμιλος.

Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης παρέμεινε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης έως το 1934. Τη χρονιά εκείνη παραιτήθηκε και επέστρεψε στην Αθήνα, ίσως και για να μπορέσει, απερίσπαστος από τις καθηγητικές ευθύνες, να αφοσιωθεί στη συγγραφή ­ την οποία είχε ξεκινήσει από το 1932 ­ της Ιστορικής Εισαγωγής ­ μιας ιστορικής ανασκόπησης της νέας ελληνικής γλώσσας, απαραίτητης προϋπόθεσης, όπως γράφει ο ίδιος, για τη σύνταξη μιας Νεοελληνικής Γραμματικής.

Ίσως, όμως, και γιατί πίστευε πως ο αγώνας για τον γλωσσικό και εκπαιδευτικό στόχο του δημοτικισμού έπρεπε να δοθεί με τα κέντρα της εξουσίας που βρίσκονταν στην Αθήνα. Γι' αυτό και οι κρούσεις στο Πανεπιστήμιο και αργότερα στην Ακαδημία. Από την άλλη μεριά, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Θεσσαλονίκη δεν έχει ακόμη κερδίσει την εμπιστοσύνη της ελληνικής πνευματικής ηγεσίας: χαρακτηριστικό είναι αυτό που γράφει ο Πέτρος Βλαστός στην Πηνελόπη Δέλτα τον Απρίλιο του 1934: «Ακούω πως ο Μανόλης τοιμάζεται να κατασταλάξει στην Αθήνα. Καλά θα κάνει. Βουβό μέρος η Σαλονίκη».

Το 1938 κυκλοφορεί η Ιστορική Εισαγωγή, για τη οποία ο Ν.Π. Ανδριώτης γράφει πως «είναι η πλουσιότερη και μεθοδικότερη επισκόπηση της εσωτερικής και εξωτερικής ιστορίας ολόκληρης της ελληνικής γλώσσας». Τον ίδιο χρόνο αποφασίζεται η σύσταση επιτροπής με πρόεδρο τον Τριανταφυλλίδη και μέλη τον Κ. Καρθαίο, τον Αχιλλέα Τζαρτζάνο, και τον Θρασύβουλο Σταύρου ­ γραμματέας ήταν ο Ν.Π. Ανδριώτης ­ με σκοπό τη σύνταξη μιας Νεοελληνικής Γραμματικής. Την εντολή για τη συγκρότηση της επιτροπής και την εκπόνηση τού έργου την είχε δώσει ο ίδιος ο Μεταξάς, ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε αναλάβει προσωπικά και το υπουργείο Παιδείας.

Για την πρωτοβουλία αυτή του Μεταξά διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις. Η άποψη τού ίδιου του Τριανταφυλλίδη, καταγραμμένη στο έργο του Δημοτικισμός και Αντίδραση που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, ήταν η εξής: «Μόνο με κυβερνήσεις προοδευτικές όπως του 1911, μετά με την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, κι έπειτα στα 1923-'25, σ' εποχές, δηλαδή, ύστερα που μια επανάσταση ή ένας πόλεμος έφερνε μια προοδευτική κυβέρνηση στον τόπο, το γλωσσικό ζήτημα έπαιρνε το σωστό δρόμο. Η μόνη εξαίρεση ήταν η μεταξική δικτατορία, που, αναζητώντας ίσως ένα ανώδυνο λαϊκό έρεισμα, υποστήριξε τη δημοτική».

Ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης σε ηλικία 30 χρόνων

Θα μπορούσε, ωστόσο, να υποστηριχθεί η άποψη πως η περίπτωση αυτή αποτελεί την ισχυρότερη ένδειξη τού ότι το διακύβευμα του γλωσσικού ζητήματος δεν ήταν η ίδια η γλώσσα. Ο Ιωάννης Μεταξάς, με επτανησιακές ευαισθησίες, ήταν ίσως φυσικό να βλέπει τη δημοτική ως σύμβολο της εθνικής συνέχειας και όχι ως σύμβολο της κοινωνικής ανατροπής, όπως είχε καθιερωθεί στις νεοελληνικές συνειδήσεις εκείνων των δεκαετιών. Το κίνημα του δημοτικισμού, με δεδομένο το εκσυγχρονιστικό του περιεχόμενο, βιώθηκε από ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας ως απειλή πατροπαράδοτων αξιών και συμπεριφορών ήδη από την εποχή της συγκρότησής του, από την εποχή δηλαδή του πρώιμου βενιζελισμού. Όταν κατά τα τέλη της δεκαετίας του '20, η δημοτική ως σύμβολο ανατρεπτικού λόγου άλλαξε χέρια και πέρασε στο εργατικό κίνημα, απέναντι στο οποίο οι φιλελεύθεροι, και εν πολλοίς βενιζελικοί, δημοτικιστές βρέθηκαν σε άμυνα, δημιουργήθηκε η περαιτέρω σύγχυση. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τους φορείς του, εκείνο που συνιστούσε την απειλή, ήταν το κίνημα και όχι η γλώσσα.

Γι' αυτό και ο Μεταξάς δεν δίστασε να ζητήσει τη σύνταξη μιας γραμματικής της νεοελληνικής, αφού πρώτα, όμως, είχε καταδικάσει τον εκπαιδευτικό δημοτικισμό, μια και οι εμπνευστές του «προσπάθησαν να υπονομεύσουν την θρησκείαν, την πατρίδα και την οικογένειαν και [...] ενεφάνισαν [...] την αποσυνθετικήν αυτών προσπάθειαν ως "εκπαιδευτικήν μεταρρύθμισιν"», όπως τονίζει η εγκύκλιος που απηύθυνε ο υπουργός Παιδείας κατά την έναρξη του σχολικού έτους 1936-'37.

Ο Τριανταφυλλίδης πέθανε τον Απρίλιο του 1950 στην Αθήνα. Δεν είχε κάνει οικογένεια και το σύνολο της περιουσίας του το άφησε με διαθήκη στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Με το κληροδότημα αυτό ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών - Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.

Όσο για τη Νεοελληνική Γραμματική, το έργο ολοκληρώθηκε και κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1941. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως η συνοπτική μορφή (1949) στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 και στις μεταρρυθμίσεις που έγιναν μετά τη μεταπολίτευση, όταν με την απάλειψη της γλωσσικής διάταξης από το Σύνταγμα του 1974 λύθηκε, θεσμικά τουλάχιστον, το ζήτημα της διδασκαλίας της δημοτικής.

Η Γραμματική εξακολουθεί να υπάρχει και να βαραίνει, όχι τόσο ως γραμματική ­ έχουν στο μεταξύ διατυπωθεί και νέες απόψεις, ακόμη και από μαθητές τού Τριανταφυλλίδη ­ αλλά ως ένα σύμβολο αντίστασης στη λογική της αδράνειας και της στασιμότητας, που διέπει εν πολλοίς την ελληνική κοινωνία στα θέματα της γλώσσας και της παιδείας.