Το ιστορικό νόημά της

Κ.Ι.Δεσποτόπουλος (ακαδημαϊκός), εφ. Ελευθεροτυπία, 27/10/2006

Την 28η Οκτωβρίου 1940, η προοπτική της Ιστορίας ήταν όσο ποτέ ζοφερή. Οι λαοί της Ευρώπης είχαν υποδουλωθεί ή φαίνονταν έτοιμοι να υποκύψουν στο φάσγανο της ακράτητης βίας.

Η φυλετική αλαζονεία του προβαλλόμενου ως «λαού των κυρίων», δηλαδή της χλευαστικής του Δικαίου αυταρχικής πρωτοπορίας του, με την επίκληση αξιώσεων, απότοκων δήθεν του γεωπολιτικού δόγματος ή και της διαλεκτικής της Ιστορίας, οργίαζε με βαρύγδουπο ρυθμό θριάμβου. Η μείζων Γερμανία σάρωνε τα σύνορα των ηπειρωτικών επικρατειών, απειλούσε την υπόσταση της θαλασσοκράτειρας, προχωρούσε ακάθεκτη προς την κοσμοκρατορία.

Είναι και σήμερα συνταρακτικό το θέαμα της αλληλουχίας των γεγονότων, όσα οδήγησαν την ανθρωπότητα προς την αλλοφροσύνη εκείνη. Και είναι τραγικό δίδαγμα, η ολέθρια συνέπεια της αβελτηρίας των δυτικο-ευρωπαϊκών τότε κυβερνήσεων: της ηθικής ανοχής και της πολιτικής μυωπίας αντίκρυ στον ανερχόμενο εθνικοσοσιαλισμό, παρά τις διακηρυγμένες από τον ίδιον εγκληματικές προθέσεις του.

Αποτέλεσμα, η ανετοιμασία τους σε οικτρό βαθμό, την 2α Σεπτεμβρίου 1939, όταν κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Επακόλουθο της ανετοιμασίας αυτής, η εξουθενωτική των κρατών και υποδουλωτική των λαών ακατάσχετη προέλαση της γερμανικής πολεμικής μηχανής τους πρώτους δέκα μήνες του πολέμου.

Επί τέσσαρες μήνες, ύστερα, η Μεγάλη Βρετανία, μόνη εμπόλεμη προς τον Άξονα Βερολίνου - Ρώμης, αγωνιζόταν και αγωνιούσε, με πολύ μικρές ελπίδες να περισωθεί.

Στη ζοφερότατη αυτή ατμόσφαιρα της Ιστορίας σήμανε η ώρα της μεγάλης δοκιμασίας του ελληνικού λαού. Παρεμβλήθηκε τότε η άθλια επιδίωξη της φασιστικής Ιταλίας να κατακτήσει ελληνικά εδάφη. Και την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940 επίλεκτες μονάδες του ιταλικού στρατού παραβίαζαν τα βορειοδυτικά σύνορα της Ελλάδος.

Το πλήγμα ήταν βαρύτατο. Μόλις είχε συνέλθει ο ελληνικός λαός από την αιμορραγία των πολεμικών επιχειρήσεων των ετών 1916 έως 1922, και από τον συγκλονισμό της σφαγής και του διωγμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας το 1922.

Εξάλλου καθεστώς πολιτικής ανελευθερίας είχε από τις 4 Αυγούστου 1936 επιβληθεί στην Ελλάδα, με συνέπεια εύλογη τα συναισθήματα πικρίας της μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού, ή και ψυχρότητας και ακόμη εχθρότητας προς την τότε κυβέρνηση.

Και όμως, αντίκρυ στην απρόκλητη επιδρομή του εχθρού, σφυρηλατήθηκε ακαριαία η εθνική ομοψυχία των Ελλήνων. Αποδείχθηκε τότε ο ελληνικός λαός ηθικά βαθύπλουτος και πολιτικά υπερώριμος: φάνηκε ανενδοίαστος να εκπληρώσει ακέραια το ηθικό χρέος του, ως λαός προικισμένος με τα πρωτοτόκια της ελευθερίας, να προασπίσει δηλαδή την εθνική ελευθερία του μέχρις εσχάτων, και παράλληλα την πολιτική ελευθερία όλων των λαών της Οικουμένης. Ταυτόχρονα, έθεσε κάπως σε παρένθεση την πολιτική αντίθεσή του προς την τότε κυβέρνηση και αυθόρμητα πραγματοποίησε άρρηκτη ομοφροσύνη για την άμυνα του πάτριου εδάφους. Και υπήρξε η εθνική αυτή ομοφροσύνη ανεξαίρετη, χωρίς καμία διαφωνία, και των πιο αντίθετων προς την κυβέρνηση και των πιο σκληρά διωγμένων από την κυβέρνηση πολιτών είτε κομμάτων.

Ο σεβασμός εξάλλου προς την ιστορική αλήθεια επιβάλλει να τονισθεί ότι η κυβέρνηση εκείνη της Ελλάδος, την ώρα της επιδρομής του ιταλικού στρατού, ανταποκρίθηκε θετικά στις διαθέσεις του ελληνικού λαού. Ο τότε πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, όταν αρνήθηκε να υποκύψει την αυγή της 28ης Οκτωβρίου στο ιταλικό τελεσίγραφο, εξέφραζε την αταλάντευτη βούληση του ελληνικού λαού, σύμφωνη με τις υπαγορεύσεις της ηθικής κληρονομιάς του: μεστής από ηρωικές αρνήσεις υποταγής, άλλες στη σφαίρα του μύθου, όπως του Προμηθέως και της Αντιγόνης, άλλες στη διάσταση της Ιστορίας, υψωμένες στη σφαίρα του θρύλου, όπως του Λεωνίδα και του Παλαιολόγου, και αμέτρητων άλλων ανδρών και γυναικών της αρχαίας και της νεώτερης Ιστορίας του Ελληνισμού.

Επιβάλλεται να λεχθεί, επίσης, ότι η κυβέρνηση εκείνη, πολλαπλά βλαπτική, με την καταπάτηση των ελευθεριών του λαού και τη διάλυση του πολιτικού βίου της χώρας, δεν ολιγώρησε όμως για την ετοιμασία της άμυνας του Έθνους.

Η άρνηση της Ελλάδος να υποταχθεί στον αήττητο Άξονα Ρώμης - Βερολίνου και η επακόλουθη απώθηση των επιδρομέων τις δύο πρώτες εβδομάδες του ελληνο-ιταλικού πολέμου υπήρξε ιστορικό γεγονός κρίσιμο. Ο άμεσος αντίκτυπός του ήταν όχι απλώς ηθικο-συναισθηματικός για τους υπόδουλους είτε υποδουλώσιμους λαούς, ως εγερτικό ξάφνιασμα και ως εμψυχωτικό μήνυμα· ήταν και πρακτικο-πολιτικά δραστικός, δηλαδή ως προς τις αποφάσεις και τάσεις των μη εμπόλεμων κρατών σχετικά με τον υπό εξέλιξη πολυεθνικό πόλεμο.

Στα βορειοηπειρωτικά βουνά, τέλη Μαρτίου 1941, οι πρώτες εαρινές πνοές φυσούσαν επάνω σε αποτρόπαιο τοπίο, σπαραγμένο από τον ορυμαγδό του πολέμου, ρημαγμένο από το όργιο του φόνου. Η νίκη των Ελλήνων είχε κερδηθεί, αλλά το ανθρώπινο τίμημα εκατέρωθεν υπήρξε βαρύτατο.

Με τις βαρύτατες όμως αυτές θυσίες, ή μάλλον και με αυτές, είχε ήδη τότε συντελεσθεί κρίσιμη συμβολή της Ελλάδος για την αλλαγή της πορείας του μεγάλου πολέμου, του προορισμένου σε οικουμενική σχεδόν ανάπτυξη. Ύστερα προπάντων από την πρώτη πέραν των ελληνικών συνόρων νίκη του ελληνικού στρατού, με την κατάληψη της Κορυτσάς, η κοινή γνώμη σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα στη Αίγυπτο και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής, έπαυσε να πιστεύει στη μεγαλοσύνη του Μουσολίνι και στη στρατιωτική μεγαλοδυναμία της Ιταλίας. Εξάλλου, ισχυρές ιταλικές πολεμικές δυνάμεις, χερσαίες, εναέριες, θαλάσσιες, έμειναν εμπλεγμένες στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο και άρα δεν διατέθηκαν για τις πολεμικές επιχειρήσεις της βόρειας Αφρικής. Οι Άγγλοι κέρδισαν τότε πολύτιμο χρόνο και διατήρησαν τη δυνατότητα να κρατήσουν την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η Γερμανία στερήθηκε από την εύκολη πρόσβαση προς τη διώρυγα του Σουέζ και προς τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής, ή και προς τις νότιες παρυφές του Καυκάσου. Ο πατριωτισμός και η ευψυχία των Ελλήνων απέδωσαν ήδη πολλαπλάσια και των πιο αισιόδοξων προσδοκιών.

Άρχιζε το θέρος του 1941 με το ελληνικό έδαφος ολόκληρο κατεχόμενο από τον εχθρό, ενώ η Ελλάς συνέχιζε τον πόλεμο πέραν από τον ελληνικό χώρο. Η αποστολή όμως της Ελλάδος για τη ματαίωση της καθολικής νίκης των Γερμανών και της απότοκής της υποταγής των λαών είχε ήδη ακέραια επιτελεσθεί. Ο πόλεμος στην Ελλάδα είχε την κρίσιμη στρατηγική συνέπεια να καθυστερήσει πέντε εβδομάδες τουλάχιστον η επίθεση των Γερμανών εναντίον της Ρωσίας. Και η καθυστέρηση αυτή αποδείχθηκε μοιραία για τους Γερμανούς, σωτήρια για τους Ρώσους. Έχασαν οι Γερμανοί για ολίγες εβδομάδες την ευκαιρία να καταλάβουν τη σοβιετική πρωτεύουσα το 1941. Εκτοτε ο χρόνος άρχισε να τρέχει εναντίον τους. Αυτή υπήρξε η κορυφαία συμβολή της Ελλάδος στη λυτρωτική για την ανθρωπότητα έκβαση του μεγίστου εκείνου εξάχρονου πολέμου.

[Διεξοδικά, για το ίδιο θέμα, στο βιβλίο μου «Ελληνικά» (1998, εκδόσεις «Παπαζήσης»)]