«Πασών εορτών σεμνοτάτη»

Γιώργος Παπαδάκης, εφ. Ελευθεροτυπία, 24/12/2002

Αν και ο ιερός Χρυσόστομος γράφει πως η γιορτή των Χριστουγέννων είναι πασών

εορτών σεμνοτάτη και μητρόπολις πασών, η δικιά μας, τουλάχιστον, παράδοση εκτιμά

ως μεγαλύτερη γιορτή το Πάσχα.

Ίσως γιατί η γέννηση, όσο θαυμαστό φαινόμενο και αν είναι -ιδιαιτέρως μάλιστα αν

γεννάται θεός- αποτελεί πάντως μέρος του κύκλου της πραγματικής ζωής, ενώ η

υπόσχεση της ανάστασης ανατρέπει όλη την ανθρώπινη εμπειρία. Ισως όμως κι

επειδή, απλούστατα, τα Χριστούγεννα είναι χειμώνας και το Πάσχα άνοιξη.

Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, πάντως, δεν υπήρχε αυτοτελής εορτή για

τα Χριστούγεννα, που αποτελούσαν μέρος της γιορτής της Επιφανείας στις 6

Ιανουαρίου. Περί τα μέσα του 4ου αιώνος αποφασίστηκε, για πρώτη φορά, στη Δύση

να οριστεί η 25η Δεκεμβρίου ως ιδιαίτερη μέρα γι' αυτή τη γιορτή. Για την

ημερομηνία, μάλιστα, υπήρξαν πολλές συζητήσεις, αφού δεν συμφωνούσαν όλοι περί

του πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Χριστός. Αλλοι υποστήριζαν το Νοέμβριο, άλλοι τον

Ιανουάριο, άλλοι τον Απρίλιο. Η 25η Δεκεβρίου επικράτησε, τελικώς, διότι η

Εκκλησία θέλησε να αντικαταστήσει, με χριστιανική, την ειδωλολατρική (εθνική)

γιορτή του αήττητου ήλιου, που γιορταζόταν εκείνη την ημέρα. Οπως είναι γνωστό,

στις 21 Δεκεμβρίου έχουμε τη μικρότερη μέρα κι ύστερα ο ήλιος ανεβαίνει στον

Αιγόκερω και αρχίζει πάλι να υψώνεται στο στερέωμα. Οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι στις

25 Δεκεμβρίου ο ήλιος αναλαμβάνει δυνάμεις και γι' αυτό πανηγύριζαν την

(ανα)γέννηση, τα γενέθλια, του ανίκητου και αιώνιου ήλιου.

Στην Ανατολή η γιορτή καθιερώθηκε προς το τέλος του 4ου αιώνα όπως βεβαιώνει ο

Χρυσόστομος. Εννοείται ότι υπήρχαν, τότε, κι εκείνοι που αντιδρούσαν σ' αυτό το

νεωτερισμό. Οταν μάλιστα το έτος 378 γιορτάστηκαν για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα

στην Κωνσταντινούπολη, ο εορτασμός έγινε εν μέσω λαϊκών διαμαρτυριών και θρήνων.

Οι Βυζαντινοί, όταν πια η γιορτή είχε καθιερωθεί, κατασκεύαζαν, μέσα στους

ναούς, σπήλαιο και μέσα σ' αυτό τοποθετούσαν ένα παιδί, πάνω σε στρώμα, που

παρίστανε το νεογέννητο Χριστό. Αυτή η συνήθεια δεν άρεσε σε πολλούς ιεράρχες,

διότι φαίνεται πως τους θύμιζε το αμαρτωλό και ειδωλολατρικό θέατρο. Το αναφέρει

ο Θεόδωρος Βαλσαμών, το 12ο αιώνα, ο οποίος μάλιστα παρατηρεί: Νομίζω ότι κακώς

ποιούσιν οι την απόρρητον και σωτήριον εν σπηλαίω γέννησιν του Κυρίου, διά

παιδός και στρωμνής υποτυπούντες και τα υπέρ λόγων και έννοιαν ανθρωπίνοις

επιτηδεύμασι διαγράφοντες.

Υπήρχε, επίσης, η συνήθεια να παρασκευάζουν ένα ζωμό για τις γυναίκες που είχαν

πρόσφατα γεννήσει, δηλαδή τις λεχώνες. Ηταν μια σούπα από μέλι, βούτυρο και

σιμιγδάλι η οποία, όπως πίστευαν, εκτός του ότι ήταν πολύ τονωνική, βοηθούσε

επιπλέον τη λεχώνα να παράγει πολύ γάλα. Το παρασκεύασμα λεγόταν λοχόζεμα. Αυτή

τη σούπα, συνήθιζαν να τη στέλνουν σε φιλικά σπίτια την επομένη των

Χριστουγέννων, προς τιμήν των λοχείων της Παναγίας, όπως έλεγαν. Ούτε αυτό το

έθιμο άρεσε στους θεωρητικούς της Εκκλησίας και έτσι με τον 79ο κανόνα, της εν

Τρούλλω συνόδου (το 691), το απαγόρευσαν επί ποινή αφορισμού των λαϊκών και

καθαιρέσεως των κληρικών, αφού σύμφωνα με το σκεπτικό της συνόδου: η Παναγία ουκ

έγνω λοχείαν. Η απαγόρευση όμως αυτή (όπως και πολλές άλλες) φαίνεται ότι δεν

αρκούσε για να εξαλείψει το έθιμο, αφού 400 χρόνια αργότερα, το 10ο αιώνα, ο

Συμεών ο Μεταφραστής αναφέρει: αφορίζεται ο σκευάζων σεμίδαλιν ή άλλον τι διά τα

λεγόμενα λοχεία.

Στις μεγάλες γιορτές, οι Βυζαντινοί πρόγονοι συνήθιζαν επίσης να καλλωπίζουν τα

σπίτια τους, να στολίζουν τις εξώπορτες (τα πρόθυρα) και να καθαρίζουν τους

δρόμους. Αυτό γινόταν και κατά την ημέρα του εορτασμού των γενεθλίων, οπότε με

διαταγή του επάρχου της πόλης όχι μόνο καθαρίζονταν, αλλά και στολίζονταν οι

δρόμοι με στύλους επάνω στους οποίους τοποθετούσαν δεντρολίβανα, μυρτιές και

άλλα άνθη της εποχής. Στις γιορτές του Δωδεκαήμερου, ξέρουμε επίσης ότι, από τα

χαράματα, παιδιά γύριζαν στα σπίτια με αυλούς και άλλα όργανα και τραγουδούσαν

τα κάλαντα. Περί των καλανδιστών εκείνων, μαρτυρεί ο Ιωάννης Τζέτζης κατά το 12ο

αιώνα: και όσοι κατ' αρχίμηνον την Ιανουαρίου / και τη Χριστού γεννήσει δε και

Φώτων τη ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες / μετά ωδών και

επωδών και λόγους εγκωμίων.

Από αυτούς τους στίχους μαθαίνουμε πως, εκτός από τις ευχές για την ημέρα, οι

καλανδιστές έλεγαν και εγκώμια ανάλογα με τα σημερινά «πολλά είπαμε τ' αφέντη

μας», με σκοπό βέβαια την είσπραξη αμοιβής. Να σημειώσουμε ακόμη ότι, εκτός από

τα παιδιά, και ενήλικοι και μάλιστα άνθρωποι του θεάτρου (οι σκηνικοί) γύριζαν

στους δρόμους μέχρι αργά το βράδυ καλανδίζοντες.

Και του χρόνου