Καλήν ημέραν άρχοντες

Γιώργος Παπαδάκης, εφ. Ελευθεροτυπία, 24/12/2003 & 30/12/2003

Τα Κάλαντα είναι άσματα αγύρτικα. Στη σημερινή γλώσσα η λέξη «αγύρτης» σημαίνει απατεώνας, ψευτοεπιστήμονας- ιδιαιτέρως μάλιστα γιατρός ή φαρμακοποιός που εκμεταλλεύεται τους αφελείς, κομπογιαννίτης και τσαρλατάνος.

Στη χθεσινή, όμως, και την προχθεσινή μας γλώσσα, η λέξη -που παράγεται από το αγείρω = συναθροίζω, συγκεντρώνω (εξ ου και αγορά, γάργαρα = πλήθος, άγυρις = συνάθροιση, ομήγυρις, πανήγυρις, αγερμός, συναγερμός, αγύρτης)- σήμαινε γενικώς επαίτης. Επειδή οι έπαινοι, τα σκώμματα, οι αιτήσεις και απαιτήσεις για διάφορα φιλέματα και δώρα είναι κυρίαρχα στοιχεία στα κάλαντα, συμπεριελήφθησαν κι αυτά στα άσματα των αγυρτών, και λογαριάστηκαν αγύρτικα. Οι αγύρτες, της αρχαιότητας, ήσαν διάφοροι επαίτες, ψευδομάντεις, ψευδομάγοι κ.λπ., που γύριζαν τις χώρες και τα χωριά πουλώντας προφητείες, γοητείες (γητιές) και άλλα μαγικά φίλτρα. Οι χειρότεροι απ' αυτούς λέγονταν «μητραγύρται» διότι ενεργούσαν εν ονόματι της μεγάλης μητέρας θεάς Κυβέλης. Αυτοί περιέφεραν άγαλμα της θεάς με μουσική και τραγούδια, μαζεύοντας τον οβολό των περιέργων, κυρίως όμως των εύπιστων θαυμαστών τους. Οι Ρωμαίοι, αργότερα, περιόρισαν κάπως τη δράση τους σε ορισμένες μόνο ημέρες του έτους.

Η λέξη «κάλαντα» προέρχεται, όπως είναι γνωστό, από τις καλένδες των Ρωμαίων. Το τι ήσαν οι Ρωμαίοι είναι επίσης πολύ γνωστό. Οι καλένδες τους, όμως, ήσαν οι πρώτες ημέρες κάθε μηνός, τις οποίες γιόρταζαν με θυσίες στο θεό Ιανό και τη θεά Ηρα. Από τα μέσα του πρώτου μ.Χ. αιώνα, η πρώτη Ιανουαρίου θεσπίστηκε ως πρώτη του έτους και, φυσικά, γιορταζόταν ιδιαιτέρως. Ηταν μία από τις πέντε επίσημες γιορτές του ρωμαϊκού εορτολογίου και εορταζόταν σε Δύση και Ανατολή. Πρώτοι οι Καππαδόκες και οι Πόντιοι ονόμασαν «κάλαντα» την πρώτη Ιανουαρίου και «καλαντάρην» τον μήνα Ιανουάριο, ενώ αρκετά αργότερα σε όλη την Ελλάδα ονομάστηκαν κάλαντα τα ευχετικά και λατρευτικά τραγούδια που λένε από σπίτι σε σπίτι τα παιδιά.

Η συνήθεια αυτή είναι παλαιότατη. Τη βρίσκουμε στην πρώιμη ακόμη αρχαιότητα, π.χ. στην εορτή που λεγόταν «Πυανέψια» (γιορταζόταν δηλαδή στην αρχή του μηνός Πυανεψιώνος - περίοδος που αντιστοιχεί στα τέλη του δικού μας Οκτωβρίου), αλλά και στα Θαργήλια, μια γιορτή προς τιμήν του Απόλλωνα κατά τον ενδέκατο μήνα του αθηναϊκού έτους ο οποίος ονομαζόταν Θαργηλιών. Προσφορές γίνονταν προς τον Ηλιο και τις Ωρες και ένα στεφάνι κρεμιόταν πάνω από την πόρτα κάθε σπιτιού μέχρι τον επόμενο χρόνο. Σ' αυτές τις γιορτές τα παιδιά περιέφεραν από σπίτι σε σπίτι την «Ειρεσιώνην» δηλαδή ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, τυλιγμένο με μαλλί και κοσμημένο με διάφορους φθινοπωρινούς καρπούς και προϊόντα και τραγουδούσαν ένα τραγούδι που λεγόταν κι αυτό ειρεσιώνη, παίρνοντας κατόπιν φιλοδωρήματα. Ενα τέτοιο τραγούδι σώζεται (αποδίδεται μάλιστα στον Ομηρο) και λέει τα εξής:

Ειρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους

και μέλι εν κοτύλη, και έλαιον ανανήψασθαι

και κύλικ' εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη.

Δηλαδή:

Η Ειρεσιώνη έχει σύκα και παχιά ψωμιά, μέλι στο κιούπι, και λάδι για να συνέλθει και να κοιμηθεί αν τύχει να μεθύσει.

Εκτός από την ειρεσιώνη, άλλα γνωστά αρχαία «κάλαντα» ήταν τα «κορωνίσματα». Κορώνισμα σημαίνει το τραγούδι του κόρακα (από την κορώνη, κοινώς κουρούνα). Οι κορωνιστές γύριζαν από σπίτι σε σπίτι κρατώντας στο χέρι μια κουρούνα και τραγουδούσαν αντί αμοιβής. Κι έχουμε ακόμα την Περπερούνα και τα ανοιξιάτικα χελιδονίσματα που έλεγαν τα παιδιά στη Ρόδο αναγγέλλοντας την επάνοδο των χελιδονιών, δηλαδή τον ερχομό της άνοιξης. Το χελιδόνισμα -και μάλιστα με το ίδιο όνομα- τραγουδιέται και τώρα στη Ρόδο. Ο Αθήναιος διασώζει ένα τέτοιο τραγούδι:

-Ηλθε ήλθε χελιδών / καλάς ώρας άγουσα / καλούς ενιαυτούς

επί γαστέρι λευκά / επί νώτα μέλαινα.

και στη συλλογή του Passow βρίσκουμε το νεότερο θεσσαλικό:

Ηρθε ήρθε χελιδόνα, ήρθε κι άλλη μεληδόνα

κάθισε και λάλησε, και γλυκά κελάδησε.

Στα βυζαντινά χρόνια οι μικροί καλαντιστές έλεγαν πρώτα τα σχετικά τραγούδια στους γονείς τους κι έπειτα γύριζαν τα σπίτια της γειτονιάς κρατώντας καρπούς (πορτοκάλια, μήλα, ρόδια) πάνω στους οποίους είχαν καρφώσει ένα νόμισμα.

Κατά το έθιμο έπρεπε, από κάθε σπίτι, να εισπράξουν το διπλάσιο ποσό από εκείνο που έδειχναν. Παρόμοιο έθιμο υπήρχε παλαιότερα στον Πόντο. Εκεί, οι νεότεροι φιλούσαν το χέρι των μεγαλυτέρων και μετά την απόλυση της Λειτουργίας έτρεχαν στα σπίτια των ευπόρων του τόπου, στους οποίους πρότειναν ένα μήλο λέγοντας: «Θείο κάλαντα». Οι νοικοκυραίοι έδιναν νομίσματα τα οποία κάρφωναν επάνω στο μήλο.

Το νόμισμα των καλαντιστών λέγονταν στα βυζαντινά χρόνια «ευαρχισμός» ή «στρίνα», από το λατινικό strena (στα λατινικά σημαίνει αίσιος οιωνός, αλλά και δώρο της πρωτοχρονιάς, η «επινομίς» των αρχαίων -κοινώς μπουναμάς). Η ονομασία στρίνα διασώθηκε μέχρι σήμερα κατά τόπους, όπως στη Σύμη, «μπουλιστρίνα», (από το bona strena), στη Νίσυρο, «μπουλουστρίνα» και στην Κύπρο «πουλουστρίνα».

Περί των καλαντιστών εκείνων, γράφει ο Ιωάννης Τζέτζης κατά τον 12ο αιώνα: «Και όσοι κατ' αρχίμηνον την Ιανουαρίου / και τη Χριστού γεννήσει δε και Φώτων τη ημέρα, οπόσοι περιτρέχουσι τας θύρας προσαιτούντες/ μετά ωδών και επωδών και λόγους εγκωμίων».

Τα λατρευτικά και τα άλλα σχετικά με τις θρησκευτικές εορτές τραγούδια του ελληνικού λαού είναι πολλά. Πολλές επίσης είναι οι, κατά τόπους, εκδοχές και παραλλαγές, τόσο του μουσικού όσο και του φιλολογικού τους περιεχομένου. Παρά τη γενική εντύπωση, πως τα κάλαντα δεν αποτελούν πλέον τίποτε περισσότερο από μια παιδική γραφικότητα των εορτών, εντούτοις η μουσική και τα λόγια πολλών τέτοιων τραγουδιών μαρτυρούν, και την ιστορική και την καλλιτεχνική τους αξία. Για παράδειγμα, τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα από τα Κοτύωρα (Ορτού) του Πόντου. Το κείμενο έχει τη μορφή αλφαβηταρίου (αλφαβητική ακροστιχίδα) που είναι ένα μνημονικό τέχνασμα για να διασφαλίζεται η αρτιότητα του ποιητικού κειμένου:

Αναρχος θεός καταβέβηκεν και εν τη Παρθένω κατώκησεν.

Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαι.

Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε.

Δέξαι Βηθλεέμ τον Δεσπότην σου, Βασιλέα πάντων και Κύριον.

Εξ ανατολών Μάγοι έρχονται, δώρα προσκομίζοντες άξια.

και προχωρεί έτσι μέχρι το ωμέγα για να τελειώσει με το στίχο:

Ω Παρθενομήτωρ και Δέσποινα, σώζε τους εις σε καταφεύγοντας.

Άγιος Βασίλης έρχεται ...

Πολλοί από μας (οι νεότεροι κυρίως) γνωρίζουν ίσως ένα μόνο τραγούδι των Χριστουγέννων, ένα της Πρωτοχρονιάς κι ένα των Φώτων. Είναι, όμως, πλήθος τα τραγούδια που έχουν κατά τόπους καταγραφεί και υποθέτουμε ότι ένα άλλο πλήθος που ασφαλώς θα δημιουργήθηκε στη διάρκεια των πρώτων Χριστιανικών αιώνων έχει χαθεί.

Και δεν είναι μόνο η ποσότητα, τα ιδιώματα και η μουσικοποιητική πολυμορφία που μπορεί να θαυμάσει κανείς.

Είναι και η ποικιλία που παρουσιάζουν αφ' ενός οι συσχετισμοί που γίνονται, αφ' ετέρου η οπτική από την οποία καθένα από αυτά τα τραγούδια βλέπει και αφηγείται είτε τη γέννηση είτε τη βάπτιση του Χριστού είτε τον ερχομό του νέου έτους. Στα πιο γνωστά και διαδεδομένα, π.χ., χριστουγεννιάτικα κάλαντα: «Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας...», που κατάγονται από την Κρήτη, προβάλλεται, κατά κύριο λόγο, και με δοξαστικό τρόπο, η αναγγελία της γέννησης. Ολόκληρο το τραγούδι, βέβαια, ποτέ δεν προλαβαίνει να ακουστεί, είτε διότι διακόπτεται από το φιλοδώρημα είτε διότι οι καλαντιστές δεν το ξέρουν ολόκληρο. Οποιοι το θυμούνται, όμως, ξέρουν πως παρακάτω ο ποιητής εγκαταλείπει την αφήγηση περί τη γέννηση και προτρέπει την τιμώμενη νοικοκυρά, που ακούει τα κάλαντα, να τιμήσει κι αυτή με τη σειρά της τους καλαντιστές με, όχι και λίγα -όπως βλέπετε παρακάτω- από τα περιεχόμενα της αρχοντικής της αποθήκης:

Αψε βαγίτσα το κερί, και βάγια το λυχνάρι

για ιδέ και για συντήρηξε [κοίταξε, συν - τηρώ] ήντα θα μας εδώσεις:

απάκι [καπνιστό κρέας], γή λουκάνικο, γή από μερό [μηρός] κομμάτι,

κι απού τη μαύρη όρνιθα κανέναν αυγουλάκι,

κι απού το κασελάκι σου κανέναν τσικινάκι [νόμισμα]

κι απού το κρασοπίθαρο καμιά κουπιά κρασάκι

κι απού το λαδοπίθαρο ένα κάρτο λαδάκι.

Μ' ακόμα δεν τον ηύρηκες τον μάνταλο ν' ανοίξεις

να μας εδώσεις τίβοτσι κι ύστερα να σφαλίξεις;

Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από τη συλλογή του Αντωνίου Γιανναράκη: «Ασματα Κρητικά» που εκδόθηκε μεν το 1876 στη Λιψία της Γερμανίας αλλά, προφανώς, κατεγράφη ακόμα παλαιότερα.

Διαφορετική η «σκηνοθεσία» στα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Δυτικής Θράκης. Εδώ ο ποιητής, πριν αναγγείλει το χαρμόσυνο μήνυμα, στρέφει το ενδιαφέρον του στο σωματικό πόνο της ετοιμόγεννης Παναγίας:

Σαράντα μέρες σαράντα νύχτες η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.

Κοιλοπονούσε, παρακαλούσε τους Αρχαγγέλους, τους Ιεράρχες:

- Σεις Αρχαγγέλοι, σεις Ιεράρχες να πα να φέρτε μύρο και μόσχο.

Κι οι Αρχαγγέλοι για μύρο πάνε κι οι Ιεράρχες για μόσχο τρέχουν

κι ώσπου να πάνε, ώσπου να έρθουν, η Παναγιά μας ξελευτερώθη.

Χριστός γεννιέτι χαρά στον κόσμο, χαρά στον κόσμο στα παλληκάρια.

Ο Ικαριώτης όμως ανώνυμος δημιουργός έχει την ίδια ώρα άλλο πράγμα στο νου του, άλλη αφετηρία: την ομορφιά της κόρης για το χατίρι της οποίας τραγουδά τις ευχές του:

Για σένα κόρη όμορφη ήρθαμε να τα πούμε

και τα καλά Χριστούγεννα για να σου ευχηθούμε.

Φέρτε μας κρασί να πιούμε και του χρόνου να σας πούμε.

Αν έχεις κόρη όμορφη, βάλε την στο ζεμπίλι

και κρέμασέ την αψηλά να μην τη φάν' οι ψύλλοι.

Στο χαρμόσυνο του περιεχομένου των χριστουγεννιάτικων τραγουδιών οφείλεται, ίσως, και μια σκωπτική διάθεση που συμπληρώνει συχνά το γενικό τους χαρακτήρα. Παντού, σχεδόν, οι καλαντιστές μαζί με τις ευχές και τους επαίνους δεν παραλείπουν κάνουν λόγο και να ζητήσουν διάφορα φαγώσιμα και πιοτά, συχνά μάλιστα με τρόπο παιγνιώδη ή και πειρακτικό, ιδίως μάλιστα αν τύχει η ανταμοιβή τους να μην είναι ικανοποιητική. Σε ένα πολύστιχο, π.χ., τραγούδι από την Κεφαλονιά, αφού διατυπωθούν οι συνηθισμένες ευχές, στο τέλος αντί «και του χρόνου» ή «εις έτη πολλά» βρίσκουμε την παρακάτω σκωπτική «ευχή»:

Από χρόνους σας πολλούς

κι ένα τάσι ποντικούς

κι ένα κόσκινον βολβούς.

Με το 'να χέρι ζύμωνε

με τ' άλλο ξει τον κώλον.

(Arnold Passow CCXCIV - Lipsiae 1860 σ. 219)

Είτε, πάντως, αγύρτικη είτε διονυσιακή είτε άλλη είναι η αρχή της παράδοσης αυτής, τα κάλαντα κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες θεωρήθηκαν έθιμο ειδωλολατρικό και γι' αυτό είχαν απαγορευτεί από τους εκκλησιαστικούς Πατέρες, οι οποίοι προσπαθούσαν με κάθε μέσο να ξεριζώσουν από τους χριστιανούς τις προγονικές τους συνήθειες. Προσπάθεια όχι και πολύ έξυπνη και τελικώς άκαρπη, αφού στο τέλος η Εκκλησία αναγκάστηκε να αφήσει κατά μέρος τους φανατισμούς και να αποδεχθεί και αυτήν και πολλές άλλες παραδόσεις και έθιμα της ειδωλολατρίας, αλλάζοντάς τους απλώς το όνομα.

Η έκφραση της χαράς έχει από μόνη της ένα θετικό νόημα για τον άνθρωπο. Το ευφρόσυνον είναι, θα λέγαμε, διαθρησκειακό, αφού καμιά θρησκεία δεν το απαγορεύει a priori. Να είναι άραγε τυχαίο το γεγονός ότι όλα τα λαϊκά κάλαντα έχουν δύο ξεχωριστά μέρη; Ένα που αποτελεί -τρόπον τινα- το ρεπορτάζ: «Χριστός γεννάται σήμερον» ή «Άγιος Βασίλης έρχεται» ή «Ήρθανε τα Φώτα και οι φωτισμοί», κι άλλο ένα που σπεύδει να προσθέσει εις το πνευματικώς χαρμόσυνο μήνυμα αναφορές σε υλικά αγαθά πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, χρήματα), που όταν αυτά λείπουν, κάθε χαρμόσυνη αναγγελία απομένει κούφιος λόγος.

Υπάρχει μάλιστα κι ένα τραγούδι (συρραφή μεν από άλλα τραγούδια, αλλά χρησιμοποιείται ωστόσο ως ποιμενικό πρωτοχρονιάτικο κάλαντο στη Θεσσαλία) που σε σύνολο 18 στίχων μόνον ο πρώτος (κι αυτός κατά το ήμισυ) αναφέρεται στον Αγιο, ενώ οι υπόλοιποι περιγράφουν τον πλούτο και την ευζωία:

Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει

σαν φέτος παλικάρια μου, σαν φέτος και του χρόνου.

Εδώ σε τούτες τις αυλές τις μαρμαροστρωμένες

εδώ έχουν χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια

εδώ έχουν και τον μπιστικό τον καγκελοφρυδάτο.

Ρε μπιστικέ, ρε μπιστικέ, ρε καγκελοφρυδάτε,

ρε τίνος είν' τα πρόβατα, ρε τίνος είν' τα γίδια;

Τ' αφέντη μου είν τα πρόβατα, τ' αφέντη μ' και τα γίδια

τ' αφέντη μου και το μαντρί το μαρμαροστρωμένο.

Σαν τα μυρμήγκια περπατούν, σαν τα μελίσσια βάζουν,

με τη φλογέρα τα λαλούν, απ' το πρωί ώς το βράδυ.

Κι ένα μικρό μικρούτσικο, μικρό και χαϊδεμένο,

μικρό το έχει η μάνα του, μικρό και ο μπαμπάς του.

Το έλουζε, το χτένιζε και στο σκολειό το στέλνει

κι ο δάσκαλος το καρτερεί με τη χρυσή τη βέργα.

Παραπονέθκε το παιδί, στη μάνα του πηγαίνει.

-Παιδί μου πού 'ν' τα γράμματα, παιδί μου πού 'ν' ο νους σου;

-Τα γράμματα είναι στο χαρτί κι ο νους μου στα παιχνίδια!