Αρχική σελίδα → Εκ Θεού άρξασθε → Σύμμεικτα

Η γέννηση του Χριστού και η γέννηση του Δία

Μιχάλης Α. Τιβέριος, εφ. Το Βήμα, 30/12/2007

Ένας ύμνος στον ύψιστο θεό των Ελλήνων αποκαλύπτει ομοιότητες με αντίστοιχες ευχές των «Ειρηνικών» της Εκκλησίας μας

Εικόνα της αναπαράστασης του χρυσελεφάντινου αγάλματος του Διός που έπλασε ο Φειδίας και εθεωρείτο ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου (Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας)

Η γέννηση του Χριστού, που γιορτάσαμε πριν από μερικές μέρες, με έκανε να θυμηθώ έναν ύμνο της αρχαίας θρησκείας που μας είναι γνωστός εδώ και περίπου 100 χρόνια και αναφέρεται στον Δία. Η δημιουργία του έμμετρου αυτού κειμένου προέκυψε εξαιτίας μιας ευρέως διαδεδομένης κατά την αρχαιότητα παράδοσης που θέλει τον ύψιστο θεό των Ελλήνων να γεννιέται στην Κρήτη και μάλιστα στο όρος Δίκτη. Το πλούσιο και εξαιρετικά γόνιμο μινωικό παρελθόν της Μεγαλονήσου δεν ήταν δυνατόν να αφήσει ανεπηρέαστους τους κατοίκους της και κατά τους μεταγενέστερους, τους ιστορικούς λεγόμενους χρόνους. Υπαίθριοι χώροι, όπως κορυφές και σπηλιές βουνών, συνηθισμένοι χώροι άσκησης λατρείας κατά τους μινωικούς χρόνους, εξακολούθησαν να προσελκύουν τους πιστούς και της νέας θρησκείας που έφεραν στο νησί οι Ελληνες.

Ο θεός των... σπηλαίων

Δύο κρητικά σπήλαια ήταν πασίγνωστα σ' όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο γιατί σ' αυτά τοποθετούσαν τη γέννηση του Δία. Το πρώτο βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 1.500 μ. στο οροπέδιο της Νίδας, πάνω στο βουνό της Ιδης, και με βεβαιότητα ταυτίζεται με το περίφημο Ιδαίο Αντρο. Το δεύτερο, το Δικταίο Αντρο, ταυτίζεται με ένα σπήλαιο που βρίσκεται πάνω από το χωριό Ψυχρό του Νομού Λασιθίου, σε υψόμετρο περίπου 1.000 μ., στο όρος Δίκτη, η ταύτιση ωστόσο αυτή δεν είναι υπεράνω πάσης αμφισβήτησης. Οπωσδήποτε το Ιδαίο Αντρο ήταν πολύ πιο γνωστό και είχε μια μεγάλη ακτινοβολία καθ' όλη τη διάρκεια ζωής της αρχαίας θρησκείας, όπως βεβαιώνουν και τα πολυπληθή και πλούσια αναθήματα που βρέθηκαν εδώ. Είναι ωστόσο πιθανόν η παράδοση που θέλει τον Δία να «τίκτεται» στο Δικταίο Αντρο να είναι πιο παλιά από αυτήν που τον θέλει να γεννιέται στο Ιδαίο Αντρο. Το τελευταίο έγινε αργότερα, ίσως τον 13ο-12ο αι. π.Χ., με την κάθοδο των Δωριέων, η Βηθλεέμ του αρχαίου κόσμου.

Ο Δικταίος Δίας, νεαρός και αγένειος, φαίνεται να βρίσκεται, σε σχέση με τον Ιδαίο Δία, πιο κοντά στο μινωικό πάνθεον. Το κεντρικό ιερό του, πάνω στο βουνό της Δίκτης, είχε δύο τουλάχιστον παραρτήματα, όλα στην Ανατολική Κρήτη, εκεί όπου είχαν καταφύγει και οι περισσότεροι Ετεόκρητες, οι παλιοί κάτοικοι του νησιού, μετά την εισβολή των Δωριέων. Το ένα από αυτά, γνωστό και στον Στράβωνα, βρισκόταν στην Πραισό, το άλλο στην περιοχή του Παλαιοκάστρου Σητείας. Το τελευταίο εντοπίστηκε το 1904 από τον τότε διευθυντή της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών R.C. Bosanquet, συστηματικό ερευνητή της Ανατολικής Κρήτης, σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων από το χωριό, σε παραλιακή θέση. Στην αρχαιότητα η περιοχή αυτή ονομαζόταν «Ελεία χώρα», ενώ στη σύγχρονη εποχή αποκαλείται Ρουσόλακκος.

Το σημαντικότερο εύρημα

Με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα η λατρεία του ιερού αυτού άρχισε κατά τους γεωμετρικούς χρόνους και επέζησε ως τους ύστερους ρωμαϊκούς. Αποκαλύφθηκαν τμήμα του περιβόλου του, λιγοστά ίχνη από τον ίδιο το ναό και από την πήλινη διακόσμηση της ανωδομής του, λείψανα του βωμού του και αριθμός αναθημάτων. Το σημαντικότερο ωστόσο εύρημα ήταν τα κομμάτια μιας επιγραφής χαραγμένης πάνω σε μελανό λίθο που βρέθηκαν διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία στη γύρω περιοχή. Το κείμενο της επιγραφής - ευτυχώς λίγα μόνο τμήματά της δεν εντοπίστηκαν - είναι ένας Υμνος προς τον Δικταίο Δία. Πιθανόν ο κατατεμαχισμός του σπουδαίου αυτού θρησκευτικού κειμένου να έγινε σκόπιμα κατά τους πρώτους αιώνες της καθιέρωσης του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στα τέλη δηλαδή του 4ου με αρχές του 5ου αι. μ.Χ. Είναι η εποχή που συχνά παρατηρείται ένας υπέρμετρος φανατισμός εναντίον της παλιάς θρησκείας και των σεβασμάτων της.

Οι καταστροφείς δεν αρκέστηκαν μόνο στον κατακερματισμό του ιερού αυτού κειμένου αλλά προχώρησαν πιθανότατα και στο ξεθεμελίωμα του ναού. Η επιγραφή, σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, χρονολογείται από τον 2ο-3ο μ.Χ., αλλά οι ειδικοί δεν έχουν καμία αμφιβολία ότι αντιγράφει έναν ύμνο ο οποίος πρέπει να είχε συνταχθεί κατά τον 4ο-3ο αι. π.Χ., έχοντας μάλιστα υπόψη του ακόμη παλιότερους ύμνους. Το αξιοπερίεργο με την επιγραφή αυτή είναι ότι το κείμενό της, που προφανώς για πρώτη φορά ακούστηκε μέσα στο Δικταίο Αντρο, ήταν χαραγμένο και στις δύο όψεις της λίθινης στήλης. Φαίνεται ότι ο χαράκτης της κατά την πρώτη αναγραφή του ύμνου υπέπεσε σε αρκετά λάθη - είναι ορατά στα σωζόμενα τμήματα της επιγραφής - και έτσι κρίθηκε αναγκαίο το κείμενο να ξαναγραφτεί. Τον ύμνο τον έψελναν κάθε χρόνο, την ημέρα των γενεθλίων του Δία, γυμνοί νέοι χορεύοντας οργιαστικά και κρούοντας τις χάλκινες ασπίδες τους. Μιμούνταν προφανώς τους Κουρήτες, τους γνωστούς θεϊκούς συνοδούς, οι οποίοι είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στη διάσωση του νεογέννητου θεού από το βέβαιο θάνατο που του επιφύλασσε ο πατέρας του Κρόνος. Ο θόρυβος που δημιουργούσαν με τον οργιαστικό χορό τους, κατά τον οποίο χτυπούσαν δυνατά και τις ασπίδες τους, έπνιγε τα κλάματα του νεογέννητου θεού. Ετσι ο πατέρας του, ο Κρόνος, που, ως άλλος Ηρώδης, επιζητούσε την εξόντωσή του, δεν μπορούσε να τον εντοπίσει. Η τελετουργία αυτή, χωρίς άλλο, απηχεί διαβατήριες τελετές, τελετές δηλαδή μύησης νέων, κατά τη διάρκεια των οποίων οι τελευταίοι περνούσαν από την εφηβική ηλικία σ' αυτήν των ανδρών και εντάσσονταν στην τάξη των τέλειων πολιτών.

«Μέγιστε κούρε, χαίρε»

Στην αρχή του ύμνου οι ασπιδοφόροι νέοι χαιρετούν τον «παντοδύναμο νεανίσκο» («μέγιστε κούρε, χαίρε») και τον ικετεύουν να αφήσει τον ουράνιο θρόνο του, εκεί όπου είναι πρώτος ανάμεσα στους άλλους θεούς, και να επαναλάβει την ετήσια κάθοδό του στον ιερό τόπο της γέννησής του, στο Δικταίο Αντρο, απολαμβάνοντας τον ύμνο που του ψέλνουν γύρω από το βωμό του με τη συνοδεία χορού και μουσικής. Τον καλούν να κατέβει στο Δικταίο Αντρο γιατί εδώ οι ασπιδοφόροι Κουρήτες, όταν τον γέννησε η μάνα του, η Ρέα, συνέβαλαν, με το θόρυβο των οργιαστικών χορών τους που έπνιγε τα κλάματά του, στη διάσωσή του από τον παιδοφάγο πατέρα του. Στη συνέχεια του εκφράζουν τις ευχαριστίες τους γιατί κατά τη χρονιά που πέρασε ευεργέτησε τους ανθρώπους ποικιλοτρόπως - στην επιγραφή στο σημείο αυτό υπάρχει κενό μιας στροφής - καθώς η σωστή θερμοκρασία και οι κατάλληλες βροχές που έστειλε είχαν ως αποτέλεσμα τα σπαρμένα χωράφια να βγάλουν πλούσιους καρπούς και συγχρόνως φρόντισε να επικρατεί ανάμεσα στους ανθρώπους Δικαιοσύνη και Ειρήνη, η οποία κάνει όλα τα ζωντανά να χαίρονται. Στη συνέχεια έχουμε μια δέηση προς τον ύψιστο θεό να φροντίσει και κατά τη χρονιά που έρχεται για τις συζυγικές κοίτες, για τη γονιμότητα των κοπαδιών, για την καρποφορία της γης και για την αποστολή κατάλληλων αέρηδων. Του ζητούν επίσης να προστατεύει τις πόλεις, να οδηγεί με ασφάλεια τα πλοία, να νοιάζεται για τους νέους πολίτες και να μεριμνά ώστε να επικρατεί η καλή δικαιοσύνη.

Έχουν ήδη επισημανθεί οι χτυπητές ομοιότητες που παρουσιάζουν οι παραπάνω επικλήσεις με αντίστοιχες ευχές των «Ειρηνικών» της Εκκλησίας μας (πρβλ. π.χ. το «υπέρ ευκρασίας αέρων, ευφορίας των καρπών της γης και καιρών ειρηνικών του Κυρίου δεηθώμεν»), ενώ ο Νικόλαος Ι. Παπαδάκης επέστησε την προσοχή μας και στις εμφανείς ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στον ύμνο αυτόν και σε ευχή από τη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου η οποία θα ακουστεί την Πρωτοχρονιά στις εκκλησίες: «Τα ταμεία έμπλησον παντός αγαθού, τας συζυγίας εν ομονοία διατήρησον· ευκράτους και επωφελείς τους αέρας ημίν χάρισαι· όμβρους ειρηνικούς τη γη προς καρποφορίαν δώρησαι κτλ.»!

* Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης