Αρχική σελίδα → Εκ Θεού άρξασθε → Σύμμεικτα

Από τα κάλαντα στα τάλαντα

Παντελής Μπουκάλας, εφ. Καθημερινή, 5/1/2008

Από τις κουβέντες με φίλους και δικούς, και όποιες κι αν οι ιδέες τους για τα κοινά και η στάση τους απέναντι σε ό,τι νοούμε ως θρησκεία ή ως παράδοση, καταλαβαίνει κανείς πως οι πολλοί, αν όχι όλοι, στεναχωριούνται αν δεν χτυπήσει το κουδούνι τους, παραμονή των γιορτών, η πιτσιρικαρία για να τους πει τα κάλαντα. Ερχονται βέβαια τα παιδιά. Αλλού λίγες οι παρέες τους, αλλού περισσότερες, κατά τη γειτονιά και τον πληθυσμό της, με τον αριθμό τους πάντως να μικραίνει από τα Χριστούγεννα στην Πρωτοχρονιά και σχεδόν να μηδενίζεται στα Φώτα. Και από χρόνια τώρα είναι ξενάκια ανάμεσά τους, σε φυλετικά μεικτές συντροφιές ή σε συγκροτημένες κατά την προέλευσή τους. Γίνονται έτσι όλα τους (και πιθανότατα δίχως να το σκέφτονται καθόλου ή να το νιώθουν, ακόμα και αν έχουν ακούσει κάτι σχετικό στη σχολική αίθουσα) συνεχιστές μιας ιστορίας, της ιστορίας των «ασμάτων του αγερμού», ευρύτερης από κάθε θρησκευτική διάσταση, που την ανακεφαλαίωσε με τούτα τα λόγια ο Κλοντ Φοριέλ (λόγια που ο Νικόλαος Πολίτης επέλεξε να τα θέσει σα μικρή εισαγωγή στο μέρος των «Εκλογών από τα τραγούδια του ελληνικού λαού», που φιλοξενεί τα «Κάλαντα βαΐτικα):

«Τα άσματα του αγερμού, άτινα εις τακτάς ημέρας του έτους τραγουδούν όμιλοι παίδων, περιερχόμενοι από θύρας εις θύραν προς συλλογήν μικρών φιλοδωρημάτων εις είδη ή κερμάτια, στενήν έχουν συνάφειαν προς συνηθείας της αρχαίας λατρείας· διότι κατάδηλος είναι η συγγένεια τούτων προς τα αρχαία έθιμα της ειρεσιώνης, του κορωνίσματος, του χελιδονίσματος. Και δεν έχουν μόνον το θέμα όμοιον τα άσματα ταύτα προς τα αντίστοιχα αρχαία, αλλ’ ομοίαν έχουν και την σύνθεσιν καθώς και τον χαρακτήρα και την ουσίαν των εκφραζομένων συναισθημάτων και εννοιών. Και εις τα αρχαία όπως και εις τα σημερινά, τα αυτά εγκώμια επιδαψιλεύονται εις εκείνον, προς ον υποβάλλεται η αίτησις, αι αυταί φιλικαί ευχαί υπέρ ευημερίας του οίκου του. Και αν εις τα αρχαία άσματα η διατύπωσις των επαίνων και των ευχών έχει μείζονα χάριν, φυσικότητα και απλότητα, των σημερινών δ’ όμως ο τρόπος δύναται ίσως να κριθή ως ζωηρότερος, πρωτοτυπώτερος και τρυφερώτερος».

Είναι κομμάτι δύσκολο πια να γίνει κατανοητός «ο πρωτοτυπώτερος και τρυφερώτερος τρόπος» των «καλάνδων» έτσι σμικρυμένα όπως λέγονται κι ακούγονται. Τα πράγματα δεν συμβαίνουν όπως στη λογοτεχνία, δεν είναι άλλωστε τωρινό το φαινόμενο, και δεν σώζουν πάντοτε το νόημα που τους απέδωσε κάποτε η λαογραφία ή η ανθρωπολογία εν γένει. Βιαστικά λοιπόν, πολύ βιαστικά τα λένε τα κάλαντα τις περισσότερες φορές, ξακρίζοντας σαν περιττούς όλους τους στίχους μετά τον πέμπτο ή τον έκτο, για να μείνει έτσι η αφήγηση ανολοκλήρωτη (και τα κάλαντα, στην αυθεντική μορφή τους, ιδίως τα πρωτοχρονιάτικα, έχουν μιαν ολόκληρη ιστορία να πουν) και η στιχουργημένη καταληκτική ευχή μισοειπωμένη· πλήρη τα κάλαντα, αλλά και συνολικά τα δημοτικά τραγούδια, μόνο σε βιβλία τα βρίσκει πια όποιος τύχει να τα αποζητήσει, αφού η προφορική παράδοση έγινε πλέον τμήμα της γραπτής ή σε συλλεκτικούς δίσκους που ακούγονται μια - δυο φορές τον χρόνο, κι αν. Οπως και να ζυγίσουμε τα καθέκαστα πάντως, δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν η βιασύνη των παιδιών είναι αυθόρμητη και καταδική τους, αφού έχουν να πάνε κι αλλού για να αβγατίσουν τη μικρή σοδειά τους ή υπαγορεύεται και από τη συχνά αγχωμένη στάση του οικοδεσπότη. Εχουμε, όμως, το δικαίωμα να ρίξουμε όλο το φταίξιμο στα παιδιά όταν ξέρουμε πολύ καλά πως δεν είναι δική τους επινόηση και κατασκευή, αλλά των ενηλίκων όλες αυτές οι αστόχαστες «προσαρμογές» των παραδεδομένων, οι οποίες, συνοψίζοντας το «πνεύμα της εποχής», τραγουδούν πια από τηλεοράσεως και από ραδιοφώνου το διαφημιστικό κλισεδάκι «τρίγωνα, κάλαντα μες στην αγορά» (ποια γειτονιά;) και διακινούν δήθεν σαν ευχή το αποπνικτικό δόγμα «Μέρι Χρήμας», στο οποίο και υποβαθμίστηκε και εξαλλοιώθηκε το πλανητικής χρήσεως «Μέρι Κρίσμας»;

Να υποθέσουμε πως η βιασύνη και των καλαντιστών και των ακροατών τους υπαγορεύεται από την πίστη τους σε ένα άλλο, παλαιότερο δόγμα, που επιμένει πως «ο χρόνος είναι χρήμα» (παρ’ ότι ούτε μισό λεπτό δεν μπορείς να αγοράσεις και ας είσαι ο Κροίσος ο Λυδός ή έστω ο «Ελληνας Κροίσος με εννιά γράμματα» των διαφημίσεων του ΟΠΑΠ), το οποίο δεν θα μπορούσε παρά να απαιτήσει να λατρευτεί ακριβώς πάνω στο κατώφλι του καινούργιου χρόνου, συμβολικά και δεσμευτικά; Λοιπόν, μια τέτοια υπόθεση θα αποδεικνυόταν άστοχη αν γίνονταν όντως ακουστά τα ίδια τα κάλαντα και όσα διδάσκουν με χαριτωμένο τρόπο, συνήθως με τους ακροτελεύτιους στίχους τους. Στα βυζαντινά κάλαντα, ας πούμε, της Προποντίδας, η κομπανία τραγουδάει την απλή πεποίθησή της: «Τι τα ζητούμε τα πολλά, / που καταντούνε βαρετά. / Τα ολίγα, αυτά αρκούνε, / και αλλού μας καρτερούνε». Τα ίδια και στην Κύπρο: «Τι ωφελούν τα περιττά που καταντούσι βαρετά, / τα ολίγ’ αυτά αρκούσι, και αλλού μας καρτερούσι». Το επίθετο «βαρετά» εδώ έχει τη σημασία της εποχής του, παναπεί «ενοχλητικά», «δυσάρεστα», «καταθλιπτικά», δεν σημαίνει δηλαδή «ανιαρά», όπως στις μέρες μας. Δεν λέει όχι στο κάτι παραπάνω ο τραγουδιστής, ίσα ίσα βρίσκει έξυπνο τρόπο να το ζητήσει (όπως στα ναξιώτικα κάλαντα: «Ανοιξε το πουγκάκι σου τ’ αργυροβελουδένιο / και πλήρωσε τον κόπο μας τον καταπαιδεμένο. Αν έχεις γρόσια δώσ’ μας τα, / φλουριά μην τα λυπάσαι, / αν είναι και πεντόλιρα / τα παίρνουμε κι εκείνα. Κι αν εχοιροσφαγήσατε / θέμε και μείς κομμάτι / κι από τον πίρο του βουτσιού / θέμε και μια γεμάτη, / αν είν’ και περισσότερο / βαστούμε και φλασκάκι»).

Το κύριο μέλημα ωστόσο του καλαντιστή είναι να μη βαρύνει τον εαυτό του καθώς και αυτόν που του άνοιξε την πόρτα «ζητώντας τα πολλά», όταν «αρκούν τα ολίγα». Και το κύριο δίδαγμά του προς τον οικοδεσπότη, που και αυτό λέγεται έξυπνα, με τον τόνο του εγκωμίου, είναι ότι το «έχειν» καταξιώνεται όταν δίνεται, όταν μοιράζεται: «Εσένα αφέντη πρέπει σου καρέκλα καρυδένια, / για ν’ ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια. / Και πάλι αφέντη πρέπει σου στα πεύκια να καθίζεις, / με το ένα χέρι να μετράς, με τ’ άλλο να δανείζεις» ακούμε (διαβάζουμε μάλλον) στα ροδίτικα κάλαντα, και όλη η ουσία κρύβεται στο ρήμα «δανείζεις», που απαντά και στην ευγενικότερη μορφή του «χαρίζεις» ή του «δωρίζεις». Και επειδή το σκοπούμενο δεν είναι να λάβει ο καλαντιστής το δώρο του αλλά να διδαχθεί ο κάθε «αφέντης» να το προσφέρει ανοιχτόκαρδα και ανοιχτοχέρικα («εμείς εδώ δεν ήρθαμε λεφτά για να μας δώσεις, / είναι ντροπή να φύγουμε χωρίς να μας πληρώσεις», τραγουδούσαν προσφυώς οι Επτανήσιοι), ακουγόταν κάποτε αυστηρότατος ο «έπαινος» του «τσιγκούνη αφέντη»: «Εσένα πρέπει αφέντη μου ντορβάς και δεκανίκι, / να σε τραβούνε τα σκυλιά και δεκαπέντε λύκοι. / Και σε κυρά η εμορφιά γρήγορα να σ’ αφήσει / ο άντρας σου να σε ιδεί και να μη σε γνωρίσει. / Την κόρη σου την έμορφη βάλ’ τηνε στο ζεμπίλι / και κρέμασέ την αψηλά να μην τη φαν οι ψύλλοι».

Πώς ήρθε τώρα, σαν συνέπεια της εξίσωσης του χρόνου με το χρήμα, να δεσπόσει μια άλλη «ταυτότητα», που ορίζει πως ο βίος, συρρικνωμένος και ορφανός πνεύματος, ισούται με το βιος, τον πλούτο, είναι μια ιστορία που δεν την ξέρουν και δεν τη λένε τα κάλαντα. Λέξη «βιός» (βι-ός, χωρίς συνίζηση) υπήρχε και στα αρχαία ελληνικά, και σήμαινε το τόξο, ο Ηράκλειτος μάλιστα, «αστειευόμενος» καταπώς λένε οι γραμματικοί, έλεγε ότι «του βιού, ήτοι του τόξου, το μεν όνομα βίος, το δε έργον θάνατος». Αλλά γι’ αυτά τα παιχνίδια των λέξεων και των νοημάτων, την άλλη Κυριακή. Επί του παρόντος, «τούτα δα σας λέμε μόνο, / καλά να ’στε και του χρόνου», όπως καλαντίζαν στη Φολέγανδρο.