Από τα λυχνάρια… στους μαστραπάδες

Κρυσταλλία Μαντζανά, www.archaiologia.gr, 15/10/2012

Κεραμική στην ευρύτερη περιοχή των Τρικάλων από τα παλαιοχριστιανικά έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια

Λυχνάρι από το Ζάρκο Τρικάλων, 5ος αιώνας μ.Χ.

Η έκθεση με τίτλο «Από τα λυχνάρια… στους μαστραπάδες. Κεραμική στην ευρύτερη περιοχή των Τρικάλων από τα παλαιοχριστιανικά έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια», που φιλοξενείται στο Κουρσούμ Τζαμί από τις 4 Οκτωβρίου και θα διαρκέσει έως τις 13 Νοεμβρίου είναι αφιερωμένη στην κεραμική που εντοπίσθηκε τόσο στην πόλη των Τρικάλων όσο και στην ευρύτερη περιοχή.

Η έκθεση διαρθρώνεται σε τέσσερις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα εκτίθενται αντικείμενα που χρονολογούνται στα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά χρόνια και προέρχονται από ανασκαφές που διενεργήθηκαν στις περιοχές του Ζάρκου, του Πλατάνου και του Καστρακίου.

Ο Ζάρκος ή Ζάρκο, όπως είναι σήμερα γνωστό, βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου-ακρόπολης της αρχαίας πόλης «Φαυττός», η οποία εξακολουθούσε να υπάρχει και κατά τη βυζαντινή περίοδο, όπως δηλώνουν τα ερείπια δύο βασιλικών, η μία εκ των οποίων έχει εντοπισθεί κατά μήκος της εθνικής οδού Τρικάλων-Λαρίσης, στη θέση «Άγιος Νικόλαος ο Φονιάς». Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική με ίχνη ψηφιδωτού δαπέδου στο κεντρικό και βόρειο κλίτος. Με την ευκαιρία της διάνοιξης της νέας εθνικής οδού Τρικάλων-Λαρίσης διενεργήθηκε ανασκαφική έρευνα νότια και δυτικά του αρχαιολογικού χώρου. Η έρευνα έφερε στο φως τμήμα εκτεταμένου νεκροταφείου με συνεχείς ταφές, πλούσια περισυλλογή νομισμάτων, κεραμικής και μικροτεχνίας, ευρήματα τα οποία μπορούν να χρονολογηθούν κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο.

Η ανασκαφική έρευνα που διεξάγεται από το 1990 στη θέση «Οβριάσα», ΒΑ του οικισμού του Πλατάνου και συγκεκριμένα στον αγρό ιδιοκτησίας Β. και Α. Υφαντή, έφερε στο φως δύο παλαιοχριστιανικές βασιλικές, παράλληλες μεταξύ τους με ενδιάμεση απόσταση μόλις δύο μέτρων. Η νότια, συμβατικά καλούμενη Βασιλική Α, είναι τρίκλιτη με νάρθηκα, ο οποίος επικοινωνεί με τον κυρίως ναό μέσω τριβήλου ανοίγματος, και ημικυκλική αψίδα ιερού, στο εσωτερικό της οποίας διατηρείται λιθόκτιστο σύνθρονο. Το δάπεδο του ναού ήταν επιστρωμένο με πήλινες πλάκες ενώ οι τοίχοι έφεραν επιχρίσματα από κουρασάνι. Μετά την καταστροφή και ερείπωση του κτιρίου, ο χώρος της άλλοτε βασιλικής καταλήφθηκε από νεκροταφείο.

Η ευρισκόμενη βορείως της πρώτης Βασιλική Β διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση λόγω της επιμελέστερης κατασκευής της και είναι επίσης τρίκλιτη με νάρθηκα και ημικυκλική αψίδα ιερού. Στο χώρο του Ιερού Βήματος εντοπίσθηκε η λίθινη πλάκα της Αγίας Τράπεζας καθώς και τμήμα της βάσης της, ενώ κατά χώραν διατηρείται ο βατήρας του φράγματος του πρεσβυτερίου και η βάση του λίθινου άμβωνα του ναού. Το δάπεδο του ναού είναι επιστρωμένο με πήλινες πλάκες οι περισσότερες από τις οποίες φέρουν ανάγλυφη διακόσμηση με πτηνά, σταυρούς και ανθρώπινες μορφές, που πρέπει να αποτελούν τη σφραγίδα του κεραμοποιείου.

Κατά τη διάρκεια εργασιών στο πλαίσιο εκτέλεσης του έργου «Αυτοκινητόδρομος Κεντρικής Ελλάδας Ε 65», στη θέση «Τσίκαρη» Καστρακίου, ήρθε στο φως βιοτεχνικό συγκρότημα αποτελούμενο από πέντε κεραμικούς κλιβάνους και μία μικρή κεραμική εστία. Σε κοντινή απόσταση εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα νερόμυλου ενώ το χώρο φαίνεται ότι διέτρεχε αγωγός νερού. Αυτό δεν είναι ασυνήθιστο, καθώς οι κεραμικοί κλίβανοι κατασκευάζονταν σε τοποθεσίες κοντά σε νερό και σε έδαφος κατάλληλο για την επεξεργασία της πρώτης ύλης (του πηλού).

Οι κλίβανοι που αποκαλύφθηκαν προορίζονταν για την όπτηση δομικών υλικών –πλίνθων και κεραμιδιών–, έχουν ορθογώνια κάτοψη και είναι διώροφοι. Αποτελούνται δηλαδή από δύο ξεχωριστούς θαλάμους: το θάλαμο καύσης (που είναι υπόσκαφος) και το θάλαμο όπτησης.

Με την ολοκλήρωση της ανασκαφικής έρευνας θα αποκαλυφθεί ολόκληρο το βιοτεχνικό συγκρότημα, που θα αποτελέσει το σημείο αναφοράς τόσο για τον άξονα του αυτοκινητόδρομου Κεντρικής Ελλάδος Ε65, όσο και για τα ανασκαφικά δεδομένα, αφού πρόκειται για το πρώτο αντιπροσωπευτικό πλινθοκεραμείο που αποκαλύφθηκε στον ευρύτερο θεσσαλικό χώρο.

Η δεύτερη ενότητα είναι αφιερωμένη στη μεταβυζαντινή κεραμική που χρονολογείται από τον 16ο έως τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο επισκέπτης μπορεί να δει τη συνέχεια της βυζαντινής αγγειοπλαστικής στα μεταβυζαντινά και νεότερα κεραμικά, αλλά και τις νέες τάσεις που επικράτησαν τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Η τοπική παραγωγή επηρεάστηκε αισθητά από τις αθρόες εισαγωγές κεραμικών αγγείων, πρακτική διαδεδομένη ήδη από τα υστεροβυζαντινά χρόνια. Η συμμετοχή των Ελλήνων στο εμπορικό δίκτυο της Ανατολικής Μεσογείου συνέβαλε κατά πολύ στην προώθηση κεραμικών από την Ανατολή και τη Δύση στις αγορές του ηπειρωτικού αλλά κυρίως του νησιωτικού ελλαδικού χώρου.

Παράλληλα, πινάκια και κούπες από τα γνωστά αγγειοπλαστικά εργαστήρια της Μικράς Ασίας κατέφθασαν στον ελλαδικό χώρο σε μεγάλες ποσότητες για να χρησιμοποιηθούν στο καθημερινό τραπέζι ή, μερικές φορές, για να κοσμήσουν τους τοίχους των σπιτιών ως πολύτιμα αποκτήματα.

Η τρίτη ενότητα αποτελεί ένα μικρό αφιέρωμα στην υφαντική τέχνη της περιοχής με αντιπροσωπευτικά αντικείμενα, υφαντικά βάρη-αγνύθες και καρούλια-πηνία.

Για πολλά χρόνια οι άνθρωποι έφτιαχναν τα ρούχα τους από φυσικά υλικά: μαλλί, βαμβάκι, λινάρι, μετάξι. Για να γίνει μια κλωστή γερή, πολλές ίνες στρίβονται και ενώνονται μεταξύ τους. Εν συνεχεία, το ύφασμα δημιουργείται καθώς «μπλέκονται» τα κάθετα και τα οριζόντια νήματα στον αργαλειό, ο οποίος ήταν όρθιος στην αρχαιότητα και «καθιστός» στα νεότερα χρόνια.

Η τρίτη ενότητα ολοκληρώνεται με ένα μικρό ιστορικό της πορείας του καπνού στον ελλαδικό χώρο. Ο καπνός εμφανίστηκε στην Ελλάδα στα τέλη του 16ου αιώνα ή στις αρχές του 17ου αιώνα και καλλιεργήθηκε αρχικά στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια στην υπόλοιπη Βαλκανική. Η λέξη «τσιμπούκι» χαρακτηρίζει ολόκληρο το σκεύος καπνίσματος και αποτελούνταν από το «λουλά», το μικρό κύπελλο, την καπνοσύριγγα, ένα ξύλινο σωληνωτό στέλεχος, και το επιστόμιο.

Η τέταρτη ενότητα είναι αφιερωμένη στη συντήρηση των κεραμικών. Σκοπός της συντήρησης είναι η αποκατάσταση ολόκληρων αγγείων προκειμένου να αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης και εκθέματα σε εκθέσεις. Η συντήρηση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αρχαιολογική ανασκαφή καθώς και τη μελέτη των αρχαιολογικών ευρημάτων που ακολουθεί.

Η έκθεση σκοπό έχει να γνωρίσει στο κοινό των Τρικάλων κεραμικά, επιτραπέζια αντικείμενα ή αντικείμενα καθημερινής ζωής, που με χρώμα ή χωρίς χρώμα, εξυπηρέτησαν και κόσμησαν τα νοικοκυριά από τα παλαιοχριστιανικά έως τα νεότερα χρόνια. Σκεύη καθημερινής χρήσης, τριποδίσκοι και θραύσματα ημιτελών παραμορφωμένων κεραμικών, που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη του Δημητρίου Θεοχάρη το 1964 στο χώρο του Ασκληπιείου της αρχαίας Τρίκκης και τα οποία αποδεικνύουν ότι τα Τρίκαλα υπήρξαν τα μεταβυζαντινά χρόνια κέντρο παραγωγής εφυαλωμένης κεραμικής, παρουσιάσθηκαν στην έκθεση που διοργάνωσε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού με τίτλο «Βυζαντινά εφυαλωμένα κεραμικά. Η τέχνη των εγχαράκτων», στο πλαίσιο του 7ου Διεθνούς Συνεδρίου Μεσαιωνικής Κεραμικής της Μεσογείου, που πραγματοποιήθηκε το 1999 στη Θεσσαλονίκη.

*Προϊσταμένη της 19ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων