Τραγουδώντας έναν «γλυκό τρόπο ζωής»

Βασίλης Αγγελικόπουλος, εφ. Καθημερινή, 16/12/2007

Η Δόμνα Σαμίου, ακάματη στα 80 της, εξέδωσε νέο διπλό άλμπουμ με 36 παιδικά παραδοσιακά και φωνές ακατέργαστες

Και πήγε και ο ποντικός και πήρε το φυτίλι

μέσ’ απ’ το καντήλι

που έβλεπε και κένταγε η κόρη το μαντήλι

το ντίλι ντίλι ντίλι, το ντίλι ντίλι ντίλι…

Υπάρχουν ακόμα στιγμές που κάποια παιδικά τραγούδια - παιχνίδια ξεπηδάνε ξαφνικά από τα πηγάδια της μνήμης και σου ’ρχονται στα χείλη, τραγούδια που συνόδευαν τα (σαν να κράτησαν δεκαετίες) παιχνίδια μας στις αυλές και στις αλάνες. Τέτοιες αναδύσεις πυροδότησε ο νέος δίσκος της Δόμνας Σαμίου «Ο κυρ Βοριάς… και άλλα τραγούδια για παιδιά». Ενα άλμπουμ με 36 τραγούδια από κάθε γωνιά του ελληνισμού σε δύο cd και με ένα dvd με ενδιαφέρον οπτικό υλικό και στιγμιότυπα από την προετοιμασία της ωραίας αυτής δουλειάς – τη συνεργασία δηλαδή της κυρίας Σαμίου με γειτονόπουλά της του 9ου δημοτικού σχολείου Νέας Σμύρνης. Γιατί, αυτά προτίμησε να βάλει να τραγουδήσουν στο δίσκο αντί για μια «επαγγελματική» και «δουλεμένη» παιδική χορωδία. Και πέτυχε ένα ακόμη από τα στοιχεία που κάνουν αυτή τη δουλειά τόσο ελκυστική – συγκινητική θα λέγαμε.

Και εκλεκτοί μουσικοί

Δροσερό αεράκι ξεπήδησε με το που άρχισε να παίζει το πρώτο σιντάκι: «Να το πούμε ένα, να το πούμε δύο…», το «αριθμητικό» που μάθαινε στα παιδάκια διασκεδάζοντας να μετράνε (πέντε δάχτυλα το χέρι / τέσσερα βυζιά η γελάδα / τρία η αγιατριάδα…), κι ύστερα «Φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου να περπατώ», «Το γιαλό γιαλό πηγαίνω –πέστε το ματάκια μου / την αγάπη μου να βρω– πες το όπως το λέω κι εγώ», «γαϊτανάκι μου πλεγμένο, στην ανέμη τυλιγμένο», «που πήγε και το βόδι και ήπιε το ποτάμι / που έσβησε το φούρνο / που έκαψε το ξύλο / που σκότωσε το σκύλο…», «Πιρπιρίτσα περπατεί / το Θεό παρακαλεί / Θε μου βρέξε μια βροχή…», και μετά το κούτσικο που ξεχωρίζει από τη χορωδία κι ακούγεται σόλο η φωνούλα του «Ηρθαν τρεις σπανοί απ’ την Πόλη / πέντε τρίχες είχαν όλοι…» –να το δαγκώσεις σού ’ρχεται– και «Είπαμε πολλά ψέματα / ας πούμε και μια αλήθεια» – γιατί έχει πιει πολύ απ’ την παράδοση κι ο Διονύσης ο Μέγας, «Πού πας αφέντη μέρμηγκα…», «Κάτου στα Μπαρμπαριάς τουν κάμπου / τα ψαρούδια κάνουν γάμο», κι ανέβηκα στην κερασιά, κι ηπούλησα τη βάρκα μου εις τη Θεσσαλονίκη, κι ανάμεσα Τσιρίγο και σε Καβομαλιά – και τι δεν ακούς κι αγαλλιάς και χαίρεσαι.

Εξυπακούεται ότι παίζουν εκλεκτοί μουσικοί και ότι τραγουδούν, εκτός από τα σχολιαρούδια, και γνωστοί του παραδοσιακού τραγουδιού – Ζαχαρίας Καρούνης, Κατερίνα Παπαδοπούλου, Βαγγέλης Δημούδης, Νίκος Οικονομίδης, Μιχάλης Ζάμπας και, φυσικά, η ίδια η κυρία Σαμίου.

Νέες ηχογραφήσεις

— Είναι δηλαδή τωρινές, καινούργιες ηχογραφήσεις κι αυτά που λέτε εσείς; Μ’ αυτή τη φωνή - καμπάνα;

— Κι είμαι στα 80, ε; Αλλά, κοίταξε, αγόρι μου, τη φύλαξα τη φωνή μου. Δεν έπινα, δεν κάπνισα, δεν έκανα καταχρήσεις. Εκεί, στα πολύ νιάτα μου, άρχισα κι εγώ κάποια στιγμή, από μιμητισμό ο βλαξ, να καπνίζω, αλλά σε δυο–τρεις μήνες είπα «μα τι κάνω τώρα στη φωνή μου», και σταμάτησα.

— Οσον αφορά τα παιδιά, γιατί δεν συνεργαστήκατε με μια από τις υπάρχουσες παιδικές χορωδίες;

— Α πα πα πα! Αυτές είναι ευρωπαϊκές χορωδίες, αγόρι μου. Εγώ ήθελα φωνούλες παρθένες, να μην έχουν μάθει τα παιδιά να κάνουν «κάπως» τη φωνή τους. Πήγα λοιπόν εδώ απέναντι στο σχολείο κι η διευθύντρια πρόθυμα μου επέτρεψε να πάρω τα παιδιά, τα έφερα στο σπίτι, καμιά εικοσαριά, τα κάθισα πάνω στο χαλί, στο σαλόνι, και τους έμαθα τα τραγούδια. Κι αυτά τα έπαιρναν σαν σφουγγάρι.

— Πώς αντέδρασαν ακούγοντας τέτοια τραγούδια αυτά τα παιδιά της τηλεόρασης και των σημερινών ήχων;

— Ε, τα παιδιά είναι και σκάνταλα. Αλλά κι εγώ είμαι αυστηρή άμα πρέπει, τα ’βαζα σε τάξη (γελάει). Κοίταξε, το παιδί δεν μπορεί να κρίνει «αυτό είναι παλιό, αυτό είναι καινούργιο» κ.λπ. Απλώς τους άρεσαν και τα τραγουδούσαν. Τους εξήγησα βέβαια ότι αυτά είναι τραγούδια πολύ παλιά, που τα τραγουδούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες σας. Τους άρεσαν όμως, τα ρουφούσαν. Κατέβαιναν να φύγουν από το σπίτι μου, που μένω στον 4ο όροφο, και τραγουδούσαν στις σκάλες τα τραγούδια που τους είχα μάθει πριν από μια ώρα.

Γιορτές από άλλη εποχή

— Στο σημείωμά σας στο ένθετο λέτε ότι σας απασχολεί ο τρόπος που μεγαλώνουν σήμερα τα παιδιά.

— Εχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα από τον καιρό που εγώ ήμουν παιδί. Τότε το παιδί μεγάλωνε μέσα σε μια κοινωνία πιο μαζεμένη, πιο μετρημένη… Σήμερα υπάρχει μια μούρλα ολόγυρα… Κι αυτό επηρεάζει πολύ τον τρόπο που μεγαλώνουν τα παιδιά. Να, οι εποχές, για παράδειγμα, περνάνε χωρίς να το καταλάβουμε. Το ίδιο κι οι γιορτές, εκτός από Χριστούγεννα και Πάσχα. Αλλά και τα Χριστούγεννα ήταν κάποτε μια γιορτή με μεγάλη σημασία για τα παιδιά, δεν ήταν μόνο ψώνια και φώτα, όπως κατάντησε σήμερα. Δεν ήταν μόνο υλικά πράγματα. Τα παιδιά σήμερα δεν έχουν γνώση απ’ τα παλιά, δεν έχουν γεύση από έναν τρόπο ζωής πιο ανθρώπινο, πιο γλυκό. Κάτι λοιπόν από εκείνη τη ζωή έρχονται να θυμήσουν αυτά τα τραγουδάκια.

— Πότε τα συλλέξατε;

— Α, είναι υλικό απ’ όλες τις δεκαετίες της δουλειάς μου. Παλιά, το 1980, είχα βγάλει μια πρώτη συλλογή με τραγούδια για παιδιά, την «Περπερούνα», τώρα βγάλαμε άλλα, πολύ περισσότερα κι από τα αγαπημένα μου. Εχουν απλές μελωδίες και ρυθμούς, έτσι που μπορεί κάθε παιδάκι να τα τραγουδήσει, και πολύ ενδιαφέροντες στίχους. Το πρώτο cd έχει τραγουδάκια για μικρά παιδιά. Το δεύτερο είναι για μεγαλύτερες ηλικίες, τραγούδια που το καθένα διηγείται μια ιστορία, όπως σημειώνει η λαογράφος Μιράντα Τερζοπούλου στο ένθετο. Με βοήθησαν πολύ στη μουσική επιμέλεια ο Σωκράτης Σινόπουλος, στην παραγωγή η Δάφνη Τζαφέρη και σε άλλα άλλοι φίλοι από τον σύλλογό μας, τον Καλλιτεχνικό Σύλλογο Δημοτικής Μουσικής.

— Οι δίσκοι σας, βλέπω, εκδίδονται πια από τον σύλλογό σας, όχι από δισκογραφικές.

— Ναι, εκδόσεις του συλλόγου μας είναι. Ο οποίος έχει ξεμείνει και τσοντάρω κι εγώ. Ευτυχώς που υπάρχουν κάποιοι χορηγοί και μας βοηθούν για να βγάζουμε αυτούς τους δίσκους – ο ΟΠΑΠ για τα «Της φύσης και του έρωτα» που βγάλαμε πέρυσι τέτοιο καιρό, το Ιδρυμα Νιάρχου για τα «Ιστορικά και κλέφτικα» τον Μάρτιο και ο Γιοχάνες Κέρχερ τώρα για τα παιδικά. Αν δεν ήταν κι αυτοί…

— Τους βρίσκει κανείς στα δισκοπωλεία;

— Νομίζω ναι. Το «Μετρόπολις» τους διανέμει. Κι εν πάση περιπτώσει το τηλέφωνο του συλλόγου είναι 210–93.56.801.

— Εκδώσατε μέσα σ’ ένα χρόνο τρία διπλά άλμπουμ. Εχετε ακόμα πολύ υλικό ανέκδοτο;

— Ούουου! Τώρα πια που δεν κάνω συναυλίες γιατί μεγάλωσα, ασχολούμαι πολύ με το υλικό που μάζευα τόσα χρόνια. Θέλω πριν φύγω να το αφήσω πίσω μου δισκογραφημένο.

— Τι έχει σειρά τώρα;

— Α, τώρα με έχει γοητεύσει το εξής: Ετσι καθώς ακούω τις αυθεντικές καταγραφές που μάζεψα στη ζωή μου (είχα κάνει αιματηρές οικονομίες εκεί στα χρόνια του ’60 κι είχα αγοράσει ένα μαγνητόφωνο Uher, με το οποίο άρχισα να οργώνω την Ελλάδα), στέκομαι με θαυμασμό στις ερμηνείες εκείνων των απλών ανθρώπων που μου τα τραγούδησαν σε διάφορα μέρη. Και θέλω να βγάλω μια σειρά cd με τις πιο ενδιαφέρουσες από αυτές τις ανθρώπινες φωνές. Δεν θα βγάλω βέβαια τη γριά την κουτσοδόντα που μου είπε ένα τραγούδι. Θα βγάλω εκείνα που είναι ειπωμένα καθαρά και με ένα ενδιαφέρον χρώμα. Να, εδώ έχω τον κατάλογο με τις καταγραφές, τις ακούω και τσεκάρω: Ναι, ναι, όχι, ναι… Και δεν πρόκειται να προσθέσω όργανα καθόλου, θα τις αφήσω έτσι ακριβώς όπως είναι. Αυθεντικές φωνές του λαού μας.

«Κι ο κ. Καραμανλής από τις Σέρρες είναι…»

— Απευθύνεστε με το σημείωμά σας και στους δασκάλους, κυρία Σαμίου. Πιστεύετε ότι μπορούν να λειτουργήσουν σήμερα μέσα στα σχολεία αυτά τα τραγούδια;

— Θα μπορούσαν θαυμάσια, γιατί όσο παλιά κι αν είναι, είναι τραγούδια για παιδιά. Ετσι φτιάχτηκαν μες στα χρόνια και γι’ αυτό τα αγάπησαν και τα τραγούδησαν γενιές και γενιές παιδιά. Γιατί όχι και τα σημερινά; Το ζήτημα είναι να ενδιαφερθεί το υπουργείο Παιδείας, να εντάξει κάποια στιγμή στο πρόγραμμα και το παραδοσιακό τραγούδι.

— Έδειξε κανένα ενδιαφέρον το υπουργείο γι’ αυτή την έκδοση;

— Όχι, αλλά θα πάω εγώ μόνη μου να τους χτυπήσω την πόρτα. Είναι ακόμα εκεί η κ. Γιαννάκου; Οποιος κι αν είναι… Δεν έχω βέβαια και μεγάλες ελπίδες. Μόνο αν ίσως ενδιαφερθεί ο κ. Καραμανλής, γιατί αυτός είναι Σερραίος και θα έχει ακούσει ως παιδί μακεδονίτικα τραγούδια. Πώς; Κι αυτός εδώ μεγάλωσε; Ε, δεν μπορεί, κάτι θα άκουσε παιδί…

(Σταματάει λίγο, και μετά με ένταση):

Ο καημός μου είναι αυτή η περιφρόνηση του παραδοσιακού τραγουδιού. Λες κι ήρθαν όλοι απ’ το Παρίσι κι απ’ το Λονδίνο. Που αν τους ξύσεις λίγο, αυτά τα πεντέμισι εκατομμύρια στην Αθήνα, και πεις «από πού είσαι, ρε φίλε;», θα σου πει από την Πελοπόννησο ο μεν, από την Ηπειρο ο δε, Μακεδονία ο άλλος, νησιά, Ρούμελη… Οι παππούδες κι όλοι οι πρόγονοί τους με αυτά τα τραγούδια έζησαν. Και σήμερα δεν θέλουν ούτε να τ’ ακούσουν.