Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Στημένη παγίδα

Πάνος Γεραμάνης, εφ. Τα Νέα, 10/2/2001

ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ

Το 1973, ο συγγραφέας παιδικών μυθιστορημάτων και στιχουργός Νικόλαος Ρούτσος, ο οποίος γνωριζόταν με τον Βασίλη Τσιτσάνη από το 1947, προσέφυγε στα ποινικά δικαστήρια με τον ισχυρισμό ότι είχε γράψει τους στίχους στα μεγάλα σουξέ του Τσιτσάνη «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Ντερμπεντέρισσα», «Εγώ πληρώνω τα μάτια π' αγαπώ», «Ο τραυματίας αναστενάζει». Οι κατηγορίες κλοπής στίχων γι' αυτά τα τραγούδια απορρίφθηκαν από το δικαστήριο και ο Τσιτσάνης αθωώθηκε. Αλλά ο Ρούτσος δεν σταμάτησε. Έκανε έφεση επιμένοντας να του αναγνωρισθεί η πατρότητα των στίχων. Μάλιστα σε συνέντευξη που είχε δώσει τότε σε εβδομαδιαίο περιοδικό (12 Οκτωβρίου 1973), ισχυριζόταν ότι δεν το κάνει αυτό για να πάρει χρήματα. Την στιγμή όμως που δήλωνε αυτά, ο Ρούτσος είχε καταθέσει άλλη αγωγή στα αστικά δικαστήρια ζητώντας υπέρογκα ποσά από ποσοστά των τραγουδιών. Όμως και η έφεσή του αυτή απορρίφθηκε, αφού δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία.

Με την πιανίστα του, Ευαγγελία Μαργαρώνη (κέντρο) και τη «φωνή» του, Μαρίκα Νίνου, στην Κωνσταντινούπολη το 1951

Αυτός ο κλεφτοπόλεμος Ρούτσου - Τσιτσάνη συνεχιζόταν έως τα τέλη του 1980. Τότε είχα συναντήσει τον Βασίλη Τσιτσάνη ­ κατόπιν επιθυμίας του ­ στο σπίτι του, στην οδό Αχιλλέως 1-3 στη Γλυφάδα. Σε μια μαραθώνια συζήτηση για την πατρότητα των στίχων ορισμένων τραγουδιών του, μου είχε καταγγείλει, μεταξύ άλλων, ότι η σύζυγος του Ρούτσου, Αστέρω, προχωρούσε επί πέντε χρόνια, τότε (1975-1980) σε δικαστικούς αγώνες.

Ο Τσιτσάνης εκείνη την ημέρα (24 Νοεμβρίου 1980) μου μίλησε για τη γνωριμία του με τον Νίκο Ρούτσο και την ιστορία του τραγουδιού «Ντερμπεντέρισσα»: «Γνώρισα τον Ρούτσο το 1947. Μου συστήθηκε σαν στιχουργός και μου ζήτησε να τον βοηθήσω. Τότε του έδωσα ένα δικό μου θέμα και το δίστιχο:

«Εγώ είμαι γυναίκα φίνα ντερμπεντέρισσα / και τους άνδρες σαν τα ζάρια τους μπεγλέρισα». Ύστερα από μήνες μού παρέδωσε το παρακάτω κείμενο, γραμμένο από τα ίδια του τα χέρια:

Είμ' εγώ γυναίκα φίνα / ντερμπεντέρισσα, / που τους άνδρες σαν τα ζάρια / τους μπεγλέρισα. / Θηλυκό πολύ μυστήριο / μαγγιώρικο / αλειτούργητο, σκληρόκαρδο / και ζόρικο .

Ανάμεσα στους ερμηνευτές Τάκη Μπίνη (δεξιά) και Μιχάλη Μενιδιάτη

Δεν γουστάρω τις παρόλες / και τα φούμαρα, / σε ταβέρνες και σε καμπαρέ / τα φούμαρα. / Απ' τους άνδρες εχτιμώ / τα πορτοφόλια τους / κι αν μου κάνουν καρμιριές / θα φαν τη φόλα τους.

Κάθε βράδυ να τραβάω / το ποτήρι μου / και να σφάζονται λεβέντες / για χατήρι μου. / Όλη μέρα να μου κάνετε / τα γούστα μου / και τη νύχτα να κουρνιάζετε / στη φούστα μου».

Πέρασαν πολλοί μήνες ­ μου είπε τότε ο Βασίλης Τσιτσάνης ­ «αναζητώντας λέξεις και εντυπωσιακά ευρήματα (πράγμα που συνηθίζω) και τελικά αυτό το δίστιχο το πάντρεψα μ' ένα άλλο τραγούδι που είχα γράψει στην Κατοχή, το "Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις" για να γίνει μετά η θρυλική "Ντερμπεντέρισσα" με δύο τίτλους. Τότε φυσικά ο Ρούτσος δεν ζήτησε αντάλλαγμα, αφού στο πρώτο τεστ που του έκανα ήταν αρνητικός. Το μόνο που έκανε ήταν να σπεύσει σαν καλός νοικοκύρης να κατοχυρώσει το τραγούδι, εν αγνοία μου, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, μετά τη φωνογράφηση» .

Με την παρτενέρ του στο πάλκο τα τελευταία 15 χρόνια, Ελένη Γεράνη, η οποία τραγουδά μαζί του και στον διπλό δίσκο της UNESCO

Τελικά το τραγούδι γραμμοφωνήθηκε το 1949 και το τραγούδησαν ο Τσιτσάνης, η Στέλλα Χασκίλ και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Ήταν (και παραμένει) ένα από τα ωραιότερα ζεϊμπέκικα. Κυκλοφορεί ακόμη με δύο τίτλους:

«Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις» ή «Η Ντερμπεντέρισσα»

Τρέξε μάγκα να ρωτήσεις να σου πουν ποια είμ' εγώ / Είμαι 'γω γυναίκα φίνα ντερμπεντέρισσα / που τους άντρες σαν τα ζάρια τους μπεγλέρισα.

Δεν με συγκινούν αγάπες, φτάνει να καλοπερνώ / κάθε βράδυ να τραβάω το ποτήρι μου / και να σφάζονται λεβέντες για χατήρι μου.

Πως θα γίνω 'γω δική σου, πάψε να το συζητάς / δεν γουστάρω τις παρόλες σου ξηγήθηκα / στις ταβέρνες και στα καμπαρέ γεννήθηκα.