Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Ο άρχοντας του αρχοντορεμπέτικου

Γιώργος Βιδάλης, εφ. Ελευθεροτυπία, 21/3/2005

Ένα βιβλίο για τον Μ. Σουγιούλ, το συνθέτη 650 τραγουδιών, μουσικής για 50 οπερέτες κι επιθεωρήσεις καθώς και για 10 ταινίες

Σε νυχτερινό κέντρο με το ακορντεόν του, τη Ζωζώ Σαπουντζάκη και τους μουσικούς του

Ένα βιογραφικό βιβλίο για τον Μιχάλη Σουγιούλ (1906-1958), αυτόν τον κορυφαίο Ελληνα συνθέτη, που τα τραγούδια του (είτε τα ελαφρά είτε τα αρχοντορεμπέτικα) έχουν έρθει στα χείλη γενιών και γενιών, κυκλοφορεί σε λίγες μέρες με τίτλο «Ας ερχόσουν για λίγο...» από τις εκδόσεις «Άγκυρα».

Γνώστης, λάτρης κι ερευνητής του ελληνικού τραγουδιού, ο Γιώργος Τσάμπρας καταγράφει τη διαδρομή του Σουγιούλ «ζωντανεύοντας την εποχή, τη ζωή, τη μουσική του εργασία, με όσα στοιχεία, πειστήρια και μαρτυρίες μπορούσαμε να βρούμε σήμερα». Κύριες πηγές του, οι μνήμες και το αρχειακό υλικό από τις τρεις κόρες του συνθέτη Μαρία, Ηρώ, Αλίκη, οι μαρτυρίες καλλιτεχνών, όπως οι Δανάη, Αννα Καλουτά, Φώτης Πολυμέρης, Ζωζώ Σαπουντζάκη, Μπέμπα Κυριακίδου, Σπεράντζα Βρανά κ.ά., τα γραφτά βασικών συνεργατών του-στιχουργών, όπως οι Αλέκος Σακελλάριος, Χρήστος Γιαννακόπουλος, Γιώργος Γιαννακόπουλος, παλιά μουσικά περιοδικά κ.λπ.

Παράλληλα ο συγγραφέας σκιαγραφεί το κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής των δεκαετιών'20, '30, '40 και '50 όπου το ελαφρό τραγούδι και το αρχοντορεμπέτικο ψυχαγωγούν τον κόσμο στα κέντρα, στις θεατρικές επιθεωρήσεις και στον κινηματογράφο. Τραγούδι ερωτικό, ρομαντικό και γλεντζέδικο που γνώρισε μεγάλες δόξες, για να παραγκωνιστεί και να υποβαθμιστεί στις αρχές του '60 κι ύστερα με την άνοδο του έντεχνου και λαϊκού τραγουδιού.

 

Με τον τραγουδιστή Νίκο Γούναρη στο Αϊδίνι

Πρώτο από τα τέσσερα τέκνα μεγαλοαστικής οικογένειας με ευρωπαϊκή μουσική παιδεία (ο πατέρας του ήταν έμπορος), ο Μιχάλης Σουγιουλτζόγλου πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Αϊδίνι και στην κοντινή Σμύρνη (ήρθαν στην Αθήνα πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή).

Κάνοντας οικογενειακές καλοκαιρινές διακοπές το 1924 στην Τρίπολη, ο 19χρονος Μιχάλης ανακαλύπτει στο καφεζυθεστιατόριο «Αίγλη» ένα ξεκούρδιστο πιάνο που το φτιάχνει και παίζει με τις ώρες. Οταν του προτείνει ο ιδιοκτήτης να παίξει επί πληρωμή, θα παραμυθιάσει τους γονείς του λέγοντας ότι σ' αυτό το χώρο θα εμφανιστεί ο Γάλλος πιανίστας... Μικαέλ ντε Σολέιγ. Ανύποπτοι εκείνοι θα πάνε. Να τι διηγείται η κόρη του Μαρία μέσα από τις μνήμες της γιαγιάς, της μητέρας του Μιχάλη:

«Βλέπει στο παλκοσένικο το γιο της... τα μαζεύει και φεύγει. Σηκώνεται και του λέει "ή θα μας ακολουθήσεις ή δεν θέλω να σε ξέρω. Δεν θα δεχτώ ποτέ να γίνει ο γιος μου... παιχνιδιάτορας". Τον άφησαν και φύγανε. Εμεινε μόνος του». Το επόμενο καλοκαίρι ύστερα από πρόσκληση, ο νεαρός αυτοδίδακτος μουσικός θα επανέλθει στην Τρίπολη δημιουργώντας μάλιστα στην «Αίγλη» την πρώτη του ορχήστρα, την τετραμελή «Gold Star Band».

Στην Αθήνα θ' αρχίσει να εμφανίζεται σε χορευτικά κέντρα της εποχής (Πεντελικόν, Καπρίς) και το '29 θα παντρευτεί μια 18χρονη, τη Χριστίνα Παπαδοπούλου, με την οποία θ' αποκτήσει τη Μαρία και την Ηρώ (το '35 χωρίζουν, τα παιδιά τα κρατάει η μητέρα του συνθέτη, ενώ η Χριστίνα θα σκοτωθεί σε αυτοκινητικό δυστύχημα έπειτα από μερικά χρόνια). Θα συνεργαστεί με την ορχήστρα του Εντουάρντο Μπιάνκο, του «βασιλιά του τανγκό» που έρχεται και ξανάρχεται στην Αθήνα, όπως και μ' εκείνη του Θόδωρου Παπαδόπουλου. Εκείνη την εποχή γράφει ένα τανγκό που ποτέ δεν θ' ακουστεί. «Είναι το μυστικό της ζωής μου και δεν πρόκειται να το βγάλω ποτέ στην κυκλοφορία» είχε πει στις κόρες του.

Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία έρχεται το '37 με το τανγκό «Κάτι με τραβάει κοντά σου» σε στίχους Μιχάλη Γαϊτάνου με ερμηνεύτρια τη Σοφία Βέμπο, με την οποία θα έχουν μια λαμπρή συνεργασία. Τον ίδιο χρόνο θα ξαναπαντρευτεί με την Ευδοκία Παπαλεοντίου με την οποία θ' αποκτήσει άλλα δύο παιδιά, την Αλίκη και τον Θάνο. Οι επιτυχίες έρχονται η μία μετά την άλλη («Ασε τον παλιόκοσμο να λέει», «Ζεχρά», «Για μας κελαηδούν τα πουλιά»), συνεργάζεται με τη Βέμπο, τη Δανάη, τον Γούναρη, κάνει εμφανίσεις είτε σε θέατρα είτε σε κέντρα με την ορχήστρα του και το ακορντεόν του να κελαηδάει.

Χρόνια του Πολέμου, της Κατοχής, της Απελευθέρωσης και του Εμφυλίου. Ο πληθωρικός Σουγιούλ εξακολουθεί να δημιουργεί ακατάπαυστα μέσα από τα αντιπολεμικά του τραγούδια (δεσπόζει το «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά» σε στίχους Αιμίλιου Σαββίδη-Μίμη Τραϊφόρου), εκείνα των επιθεωρήσεων και τα δισκογραφημένα. Συνεργάζεται με τον Τώνη Μαρούδα («Λίγες καρδιές αγαπούνε»), την Αννα Καλουτά (η σκαμπρόζικη «Μπέμπα» που θα τραγουδήσει σ'επιθεωρησιακό νούμερο είναι δική του δημιουργία), τη Στέλλα Γκρέκα, «Πού να 'σαι τώρα»), κ.ά.

Αφίσα από την ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Σωφεράκι» με τον Μίμη Φωτόπουλο και σε μουσική Σουγιούλ Πλάκες και τραγούδια

Τα μεταπολεμικά χρόνια στο μπαράκι «Ματζέστικ» της οδού Πανεπιστημίου, ανάμεσα σε ποτά και μεζεδάκια γίνονταν κουβέντες κι αστεία σε φιλικές παρέες που τις αποτελούσαν ο Σουγιούλ, οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι, ο Σακελλάριος, ο Παπαδούκας, ο Τζαβέλλας κ.ά. Καλλιτέχνες με μια τρομερή ευχέρεια να σκαρώνουν όχι μόνο πλάκες αλλά και όμορφα τραγούδια για τη δισκογραφία, το θέατρο και το σινεμά.

Το '48 θα γράψει το πρώτο του «αρχοντορεμπέτικο», το περίφημο «Το τραμ το τελευταίο» που θα ερμηνεύσει η Σπεράντζα Βρανά στην επιθεώρηση «Ανθρωποι, άνθρωποι» και θα χαλάσει κόσμο. Γράφει σχετικά ο Γιώργος Τσάμπρας:

«Το αρχοντορεμπέτικο είναι δημιούργημα κορυφαίων συνθετών του "ελαφρού' τραγουδιού της εποχής πάνω στους πλέον αντιπροσωπευτικούς λαϊκούς ρυθμούς. Παίζεται με κιθάρες και ελαφρές ορχήστρες και τραγουδιέται από σολίστες, ντουέτα και τρίο, ενώ η μουσική του φυσιογνωμία "θυμίζει" μπουζούκια και λαϊκές φωνές. Προσπαθεί να προσεγγίσει τη γλώσσα και τη θυμοσοφία του ρεμπέτικου, αλλά θέλει να κρατήσει και το "φως", τη "χαρούμενη διάθεση" όσων "νίκησαν" τις αντιξοότητες της προηγούμενης δεκαετίας και αντιμετωπίζουν με αισιοδοξία το μέλλον».

Η άκρατη... καλοφαγία του ευτραφούς Σουγιούλ είχε αποτέλεσμα να του κάνουν διάφορα αστεία και πλάκες οι φίλοι και συνεργάτες του. Κι αυτός τα δεχόταν πράος και χαμογελαστός. Ο Χρήστος Γιαννακόπουλος έγραφε γι' αυτόν: «Ητανε πρωταθλητής του πενταγράμμου, πρωταθλητής του πιρουνιού και του ποτηριού, πρωταθλητής της ευγένειας και της καλοσύνης».

Δουλεύοντας συνεχώς για να αποκαταστήσει τα τέσσερα παιδιά του κι έχοντας το άλυτο πρόβλημα των κιλών του, θα πάθει δύο εγκεφαλικά σε διαφορετικά διαστήματα. Το δεύτερο ύστερα από ένα φαγοπότι στο κέντρο «Πεταλούδα» όπου ετοίμαζε το καινούργιο του χειμερινό πρόγραμμα. Γύρισε σπίτι, αισθάνθηκε άσχημα και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Πέθανε στις 16 Οκτωβρίου 1958 και η κηδεία του έγινε στο Α' Νεκροταφείο.

Εγραψε περίπου 650 τραγούδια, μουσική για 50 οπερέτες κι επιθεωρήσεις καθώς και για δέκα ταινίες. Οταν έφυγε, έγραψε γι' αυτόν ο Γιώργος Γιαννακόπουλος: «Η ορχήστρα του αποτελούσε εγγύηση για μια ευχάριστη και διασκεδαστική βραδιά ... Πάντα γελαστός, γλυκομίλητος, καλόκαρδος, ειλικρινής φίλος, στοργικός πατέρας, υποδειγματικός οικογενειάρχης. Τα τρία πάθη του υπήρξαν η καλή μουσική, ο πικάντικος μεζές και το εκλεκτό ποτό... Είχε τον τρόπο, την τέχνη, να κρατάει για τον εαυτό του τις στενοχώριες του. Στην παρέα παρουσιαζόταν πάντα εύθυμος και χαρούμενος».

«Άσ' τα τα μαλλάκια σου»

Η κόρη του συνθέτη Ηρώ Σουγιούλ θυμάται μια επεισοδιακή «πρώτη δημόσια εκτέλεση» του τραγουδιού «Ασ' τα τα μαλλάκια σου» σε στίχους Αλέκου Σακελλάριου. Μαθήτρια Γυμνασίου άκουσε κρυφά τον πατέρα της να το προβάρει στο σπίτι το βράδυ παίζοντας στο πιάνο. Και την άλλη μέρα στο σχολείο πιάνει τη διπλανή της:

«Χτες ο μπαμπάς μου έγραψε ένα καινούργιο πολύ ωραίο. Ακου... Θα σ' το πω ψιθυριστά». Είχα γραμμένο και το στίχο κι αρχίζω να της το τραγουδάω. Εν ώρα μαθήματος. Είχαμε φυσική. Για μια στιγμή ο καθηγητής σταμάτησε... Συνεπαρμένη από το τραγούδι, δεν πήρα είδηση. Σε μια στιγμή ακούω: «Σουγιούλ! Τι κάνεις εκεί;». Σουγιουλτζόγλου ήμασταν βέβαια γραμμένες εμείς, αλλά όλοι μας ξέρανε Σουγιούλ. «Τίποτα, κύριε καθηγητά». «Για φέρε το χαρτί που τραγουδάς». Ανεβαίνω στην έδρα. «Ξέρετε, κ. καθηγητά, είναι του πατέρα μου. Το 'γραψε χτες και...». «Και το τραγουδάς, εν ώρα μαθήματος, στη Χουτοπούλου;». «Με συγχωρείτε, κ. καθηγητά, αλλά μ' άρεσε πάρα πολύ και παρασύρθηκα». «Για έλα λοιπόν να το πούμε όλοι μαζί». Για μια στιγμή σκέφτηκα ότι με κοροϊδεύει. Αλλά επέμενε... Αρχισα λοιπόν να το τραγουδώ, κι έτσι το «Ασ' τα τα μαλλάκια σου» ακούστηκε για πρώτη φορά δημόσια στο σχολείο μου, το 9ο Γυμνάσιο στην οδό Λιοσίων. Ο καθηγητής μου λεγόταν Φωτόπουλος. Φυσικός, αλλά... φιλόμουσος. «Κάθισε κάτω», μου λέει στο τέλος, «και άλλη φορά, τα τραγούδια του πατέρα σου να τα λες στο διάλειμμα».

Τα πιο δημοφιλή

Ενδεικτικά αναφέρουμε 17 δημοφιλή τραγούδια του Μιχάλη Σουγιούλ. Εννιά ελαφρά και οκτώ αρχοντορεμπέτικα (σε παρένθεση, τα ονόματα των στιχουργών):

ΕΛΑΦΡΑ

* Κάτι με τραβά κοντά σου (Μιχάλης Γαϊτάνος)

* Για μας κελαηδούν τα πουλιά (Νίκος Φατσέας)

* Ασε τον παλιόκοσμο να λέει (Αλέκος Σακελλάριος)

* Πού να 'σαι τώρα (Χ. Γιαννακόπουλος-Α. Σακελλάριος)

* Λίγες καρδιές αγαπούνε (Κ. Κοφινιώτης)

* Πάμε σαν άλλοτε (Σουγιούλ, Γιαννίδης, Γιαννακόπουλος, Σακελλάριος)

* Αθήνα και πάλι Αθήνα (Μ. Τραϊφόρος)

* Ασ' τα τα μαλλάκια σου (Χρ. Γιαννακόπουλος-Αλ. Σακελλάριος)

* Μπέμπα (Θ. Παπαδόπουλος-Χρ. Γιαννακόπουλος-Αλ. Σακελλάριος)

ΑΡΧΟΝΤΟΡΕΜΠΕΤΙΚΑ

* Το τραμ το τελευταίο

* Ο Τραμπαρίφας

* Κι έφυγες αγάπη μου

* Βρε πώς μπατιρίσαμε

* Αλα, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα

* Αρχισαν τα όργανα (Ολα τα προαναφερθέντα, σε στίχους Χρήστου Γιαννακόπουλου-Αλέκου Σακελλάριου)

* Μια ζωή την έχουμε (Γιώργος Τζαβέλλας)

* Σβήστε με απ' το χάρτη (Γιώργος Γιαννακόπουλος)

«Να ήμουν μάγειρος»

Το Μάρτιο του '52 στο περιοδικό «Καινούργιο τραγούδι» απαντούν σε μια έρευνα διάφοροι συνθέτες μεταξύ των οποίων και ο Σουγιούλ. Ιδού τι λέει:

- Εάν κερδίζατε τον πρώτο αριθμό του λαχείου, τι θα κάνατε;

«Θα αγόραζα σπίτια για τις κόρες μου».

- Τις ελεύθερες ώρες σας πού τις διαθέτετε;

«Δεν έχω δυστυχώς ελεύθερες ώρες».

- Αν δεν ήσασταν καλλιτέχνης, τι θα θέλατε να είστε;

«Μάγειρος».

- Πώς έτυχε και γίνατε καλλιτέχνης;

«Αυτό είναι ολόκληρη ιστορία που καλά καλά κι εγώ δεν τη θυμάμαι».

- Είστε υπέρ ή κατά του γάμου;

«Υπέρ».