Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

14 χρόνια από το θάνατο του Τάσου Χαλκιά

Γιώργος Παπαδάκης, εφ. Ελευθεροτυπία, 16/8/2006

Αν και επιφανής, τουλάχιστον στα χρόνια της ωριμότητάς του, αν και αναγνωρίστηκε ως ένας ξεχωριστός εκπρόσωπος της μουσικής παράδοσης, η φήμη και η αναγνώριση ήρθαν από διάφορες κατευθύνσεις, εκτός από μία, τη γνωστή, και πάντοτε μειοδοτούσα σε θέματα πολιτισμού, μίζερη και άχαρη ελληνική πολιτεία. «Είναι από εκείνους που μια πραγματικά λαοπρόβλητη πολιτεία», είπε κάποτε για τον Τάσο Χαλκιά ο Μίκης Θεοδωράκης, «θα έπρεπε να τους έχει στο Εθνικό Μουσείο των ζωντανών...». Ούτε στων ζωντανών, ούτε και στων νεκρών το μουσείο ή άλλο ίδρυμα τον έβαλε η πολιτεία. Αντ' αυτού έφυγε κιόλας με το μεγάλο παράπονο ότι δεν πήρε μια σύνταξη που είχε ζητήσει. Οι «αρμόδιοι» του υπουργείου Πολιτισμού απέρριπταν τις αιτήσεις που έκανε, διότι (θαυμάστε τους) δεν είχε τα τυπικά προσόντα.

Ο Τάσος Χαλκιάς ήταν ένας από τους επιφανέστερους εμπειροτέχνες μουσικούς, μέλος μιας μεγάλης και ιστορικής οικογένειας μουσικών από την Ήπειρο. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της Ηπείρου και διαδόθηκε σ' όλη την Ελλάδα, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν το συγκρότημα των Χαλκιάδων ήρθε στην Αθήνα και άρχισε να ηχογραφεί δίσκους. Η κομπανία, εκτός από τον Τάσο, περιελάμβανε και τους δύο αδελφούς του, που ήσαν σπουδαίοι μουσικοί: τον Φώτη, που έπαιζε λαούτο και τραγουδούσε όσο λίγοι τραγουδιστές, και τον Κυριάκο, που έπαιζε βιολί. Όπως ο ίδιος μου διηγήθηκε, σε συνέντευξη που μου παραχώρησε το 1981, είχαν την τύχη να τους ακούσει στα 1947 (όταν πρωτοήρθαν στην Αθήνα και έπαιζαν σ' ένα καφενείο) ο βιολιστής Δημήτρης Σέμσης, που ήταν τότε υπεύθυνος στη φωνογραφική εταιρεία «Κολούμπια». Ο Σέμσης γοητεύτηκε από το παίξιμό τους, αλλά και από τη φωνή του Φώτη κι έτσι άρχισε η δισκογραφική καριέρα των Χαλκιάδων. Οι δίσκοι τούς έκαναν γνωστούς παντού. Το 1950 πήγαν στην Αίγυπτο, όπου έπαιζαν και στο ραδιοφωνικό σταθμό του Καΐρου, που ακουγόταν στην Ελλάδα.

Στα 1960 ο Τάσος Χαλκιάς ταξίδεψε στην Αμερική. Στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε σε ελληνικά κέντρα. Εκεί έγινε και η περίφημη συνάντησή του με τον διάσημο Αμερικανό συνάδελφό του Μπένι Γκούντμαν, ο οποίος τον θαύμασε και τον προσκάλεσε να παίξει σ' ένα έργο του. Όπως διηγείται ο ίδιος, το περιστατικό αυτό στην παραπάνω συνέντευξη, «'κείνο το βράδυ μού είπαν πως θα έρθει να με ακούσει ένας σπουδαίος, το τέρας του κλαρίνου της Αμερικής ονόματι Μπένι Γκούντμαν. Ποιον, λέω, εμένα θ' ακούσει; (...) Να μη σ' τα πολυλογώ, εγώ φοβήθηκα λιγάκι και πριν βγω στο πάλκο να παίξω πήρα ένα-δυο ποτά. Όταν βγήκα λοιπόν και κάθισα στη θέση μου, είδα ένα γεροντάκι που καθότανε μπροστά μπροστά. Πριν αρχίσω να παίζω, σηκώθηκε, ήρθε κοντά μου και μου λέει: "Από πού 'σαι παλικάρι;", "Απ' τα Γιάννενα" του λέω. "Απ' τα Γιάννενα είσαι; Παίζεις ρε μοιργιολόι;", με ρωτάει. "Πώς δεν παίζω" του λέω. "Ε, παίξε, γεια σου, ένα μοιργιολόι". Πιάνω το λοιπόν να κάνω μοιρολόι και 'κεί που έπαιζα, βλέπω το γεροντάκι να κλαίει. Ε, τότες συγκινήθηκα κι εγώ και με πήρανε τα δάκρυα παίζοντας...».

Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς τι θα έπαιζε ένας μουσικός σαν τον Τάσο Χαλκιά, σ' αυτή την κατάσταση της έντονης συγκίνησης. Επειδή το μοιρολόι είναι μορφή αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής, ό,τι έπαιξε εκείνη την ώρα χάθηκε, αφού δεν γράφτηκε. Αργότερα, στην Αθήνα, προσπάθησε να το θυμηθεί και ηχογράφησε το περίφημο «Βορειοηπειρώτικο μοιρολόι» σε δίσκο 45 στροφών.

Ο Τάσος Χαλκιάς αντιπροσώπευε μια «σχολή» παιξίματος του ηπειρώτικου κλαρίνου, ένα παίξιμο που το χαρακτήριζε το λιτό και δωρικό ύφος, σε αντίθεση με το γενικώς γρήγορο, περισσότερο «διακοσμημένο» και τεχνικό παίξιμο άλλων μεγάλων οργανοπαικτών, όπως π.χ. ο Κίτσος Χαρισιάδης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στον τομέα της τεχνικής ο Τάσος Χαλκιάς υστερούσε. Αντίθετα, μάλιστα, τα πολλά στολίδια ήταν γι' αυτόν περισσότερο εργαλείο, παρά σκοπός. Γνώση εμπειρική μεν, σοφή δε.

Ο Τάσος Χαλκιάς γεννήθηκε στο χωριό Γρανιτσοπούλα της Ηπείρου το 1914 και πέθανε στην Αθήνα στις 12 Αυγούστου 1992. Ένα ηπειρώτικο μοιρολόι τον συνόδεψε στην τελευταία του κατοικία στο Γ' Νεκροταφείο.