Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

Μια φωτογραφία από νησιώτικα

Γιώργος Παπαδάκης, εφ. Ελευθεροτυπία, 8/8/2007

Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε (1982) που ο καθιερωθείς και ως ερωτικός τραγουδιστής Γιάννης Πάριος έκανε ρεκόρ πωλήσεων με το δίσκο «Τα νησιώτικα» που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν είχε μόνο νησιώτικα αλλά και μικρασιάτικα καθώς και νεότερα ψευτοδημοτικά.

Ίσως χρονολογείται από τότε, ίσως όμως και από παλαιότερα, η σύγχυση που ταυτίζει τα νησιώτικα με τα τραγούδια της θάλασσας. Θαλασσινά όμως δεν είναι μόνο (ούτε και όλα) τα νησιώτικα. Σχέση με τη θάλασσα δεν έχουν μόνο οι κάτοικοι των νησιών. Η Ελλάδα ολόκληρη είναι θαλασσινή χώρα. Μια χερσόνησος με τον πολιτισμό της συνδεδεμένο με τη θάλασσα. Η ξενιτιά, ο πλούτος, ο κίνδυνος, το άγνωστο και ό,τι άλλο παρέπεται της θάλασσας δεν απασχολούν μόνο τους νησιώτες. Ακόμα και οι ορεινές περιοχές έχουν σχέσεις, και τραγούδια, με τη θάλασσα παρά το ότι η «κουλτούρα» τους δεν είναι πρωτίστως θαλασσινή. Η θάλασσα υπήρξε πάντα ο μεγάλος δρόμος που ανοιγόταν διάπλατος στην αναζήτηση και την επικοινωνία. Αντιπροσωπεύει τη δυναμική της ζωής. Το κάθε τι (ακόμα και η ίδια η στεριά) προέρχεται (αναδύεται) από τη θάλασσα.

Στα θαλασσινά δημοτικά τραγούδια αποτυπώνεται τόσο η βιωματική όσο και η υπερβατική σχέση με τη θάλασσα και μάλιστα από την προϊστορική εποχή, αν λογαριάσουμε το πλήθος των θαλασσινών συμβόλων που βλέπουμε στις απεικονίσεις, από τον Πόντο, τον Νηρέα και τον Ποσειδώνα, μέχρι τη σύγχρονη Γοργόνα της νεοελληνικής μυθολογίας.

Η σημερινή κοινή αντίληψη, διαμορφωμένη από τα ΜΜΕ και κυρίως από τους δίσκους, θεωρεί «νησιώτικο» ό,τι κυκλοφορεί σε δίσκους με αυτή την επιγραφή. Ενα είδος στο οποίο περισσεύουν η ερωτική θεματολογία, ο ευτελισμός των προτύπων, η κακογουστιά, ο κενός φορμαλισμός.

Αν πιστέψει κανείς αυτό που η μόδα προβάλλει ως νησιώτικο τραγούδι έχει την εντύπωση πως τα ελληνικά νησιά υπήρξαν, λίγο ώς πολύ στην Ιστορία τους, γραφικά και εξωτικά τουριστικά θέρετρα, όπου ανέμελοι ταξιδιώτες απολάμβαναν τις ομορφιές της φύσης, ενώ γύρω χαρούμενοι ιθαγενείς χόρευαν σε πανηγύρια και ξεφαντώσεις. Η χαρά της ζωής και του έρωτα, ως μόνη και μοναδική έκφραση του λαϊκού δημιουργού, αποτελεί τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή μπορεί μεν να μην ικανοποιεί τους όρους της οργανωμένης διασκέδασης ή του εμπορίου της μουσικής, αλλά αυτό δεν δικαιώνει καμιά, έστω και αθέλητη, πλαστογράφηση της Ιστορίας και της παράδοσης.

Είναι ίσως άγνωστο στους «δημιουργούς» της σύγχρονης θαλασσινής παράδοσης της πίστας πως η Ιστορία των ελληνικών νησιών, όσο και των παραλίων, υπήρξε, από τα ομηρικά χρόνια ώς την εθνική αποκατάσταση, μια συνεχής κόλαση κάτω από τη φωτιά και το μαχαίρι ληστών, κατακτητών και κουρσάρων. Και ακόμα, πως τα γεγονότα -και αυτά ακόμα τα απώτατα- μεταδίδουν την ενέργειά τους μέχρι το παρόν. Οποιος νομίζει πως όσα έχουν γίνει σε μακρινές εποχές δεν έχουν καμιά βαθύτερη συνάρτηση με ό,τι κάνει σήμερα ο εαυτός του δεν θα αποκομίσει και πολλά πράγματα από το δίδαγμα της Ιστορίας.

Η θαλασσινή μουσική παράδοση του τόπου χρειάζεται εκτός από τον σημερινό «ερωτικό» (που ήδη τον έχει) και τον «τραγικό» τραγουδιστή της, για να συμπληρωθεί η εικόνα, για να μην πάθουμε (αν δεν έχουμε ήδη πάθει) αμνησία, για να ακούσουμε και τις θαλασσινές παραλογές, τα μοιρολόγια, τα ιστορικά και λατρευτικά τραγούδια κι όχι μόνο τα «Ποιος μωρό μου ποιος», τα «Ντάρι ντάρι» και τα τοιαύτα. Οπως έλεγε κι ο στρατηγός Μακρυγιάννης, «για να μην καταφρονούνται τα αίματα όπου εχύθηκαν...».