Αρχική σελίδα → Προσωπικά Ενδιαφέροντα → Μουσική

«Mες στου Tσαμπίκου τον τεκέ...»

Λευτέρης Παπαδόπουλος, εφ. Τα Νέα, 23/10/2004

TPIANTAΔYΟ XPΟNIA KPATΟYΣE ΣTA ΣYPTAPIA TΟY Ο ΛEYTEPHΣ ΠAΠAΔΟΠΟYΛΟΣ TIΣ ΣYNENTEYΞEIΣ TΟY ME TΟYΣ ΠPΩTAΓΩNIΣTEΣ TΟY PEMΠETIKΟY. TIΣ ΔHMΟΣIEYEI ΣHMEPA AΠΟKAΛYΠTΟNTAΣ TIΣ BAΘEIEΣ PIZEΣ TΟY ΣΠΟYΔAIΟY AYTΟY TPAΓΟYΔIΟY KAI MIA ΣEIPA ΣYNTAPAKTIKEΣ IΣTΟPIEΣ

Οι πρωταγωνιστές του ρεμπέτικου θυμούνται ιστορίες παλιές και αποκαλύπτουν τις ρίζες του τραγουδιού

«Την άνοιξη του 1972, λίγο μετά τον θάνατο του Μάρκου Βαμβακάρη, αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο για το ρεμπέτικο τραγούδι. Ένα βιβλίο που φιλοδοξούσα να φωτίσει αυτό το τραγούδι απ' όλες του τις πλευρές: να υπογραμμίσει τις σπουδαίες στιγμές του, αλλά και τις αδυναμίες του, και συγχρόνως να δώσει έμφαση στις συνθήκες κάτω από τις οποίες γράφτηκε, στους πρωταγωνιστές του και τις συνήθειές τους, στον βαθμό της αποδοχής του από τον κόσμο κ.λπ.

Πίσω από την απόφασή μου, ένιωθα τη μάνα μου, που είχε 'ρθει το '24 προσφυγοπούλα από το Νοβοροσίσκι - οι γονείς της ήταν Πόντιοι - και, στο σπίτι μας, όλη τη μέρα, σφουγγαρίζοντας, πλένοντας, μαγειρεύοντας, σιδερώνοντας, άλλο δεν έκανε παρά να τραγουδάει, ρεμπέτικα κυρίως, τραγούδια. Ήθελα, δηλαδή, ν' αγγίξω, να "μυρίσω", ν' αγκαλιάσω, να γνωρίσω, αυτό το είδος τραγουδιού, που τόσο πολύ αγαπούσε, το πιο προσφιλές μου πρόσωπο.

Πίστευα - και πιστεύω - ότι, για να γραφτεί ένα τέτοιο βιβλίο, θα έπρεπε να βασιστεί σε λεπτομερείς αφηγήσεις όλων των δημιουργών του ρεμπέτικου - συνθετών, στιχουργών, τραγουδιστών, οργανοπαικτών - όπως επίσης και σε αφηγήσεις τεκετζήδων - αφού το χασίσι έδινε κι έπαιρνε στο ρεμπέτικο σόι - κι από κει και πέρα, να το πάρει ο ειδικός, ο κοινωνιολόγος, ο μουσικολόγος, ο φιλόλογος κ.λπ. και να το μελετήσει από κάθε πλευρά. Αυτό προϋπέθετε δημοσιογραφικό ρεπορτάζ εξονυχιστικό και απροκατάληπτο. Και τονίζω το "απροκατάληπτο" γιατί απ' όσα άκουγα και διάβαζα εκείνη την εποχή για το ρεμπέτικο, έβγαινε εύκολα το συμπέρασμα ότι υπήρχε ένας τυφλός θαυμασμός γι' αυτό το τραγούδι και τίποτ' άλλο.

Ευτυχώς, το 1972, βρισκόντουσαν εν ζωή - πλην του Μάρκου - όλοι οι παλιοί ρεμπέτες. Ευτυχώς, εκείνη την εποχή είχα έναν φίλο - τον έχω και τώρα -, τον Γιώργο Ψώνη, που τον ενδιέφερε το ζήτημα, ήξερε να παίζει καλό μπουζούκι και οδηγούσε και αυτοκίνητο! Έτσι, δεν μας φάγανε οι δρόμοι.

Οι Μικρασιάτες μουσικοί διασταυρώθηκαν με τους περιθωριακούς από τους τεκέδες και εδραίωσαν το ρεμπέτικο

Ακούγοντας τις κασέτες μου, μόλις τελείωσε η έρευνά μου, το 1972, έφριξα! Το βιβλίο που θα έβγαζα είχε πολλούς τεκέδες, μαχαιρώματα, νταηλίκια, "καρφώματα", χασίσια και ντουμάνι! Τέτοιο βιβλίο, φυσικά, δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει, με τους συνταγματάρχες λογοκριτές στην οδό Ζαλοκώστα. Και ας έφερνε στην επιφάνεια ένα πλήθος από άγνωστα στοιχεία για το ρεμπέτικο. Αίφνης, κανείς δεν είχε γράψει ως τότε ότι, πριν από τον Μάρκο, τον Μπαγιαντέρα κ.λπ., έπαιζαν μπουζούκι στην Ελλάδα του 1910, διάφοροι γυρολόγοι, κατά κανόνα, όπως και άνθρωποι της φυλακής. Ονόματα: Απόστολος Ζυμαρίτης, Θανάσης Τρελλός, Θρούμπας, Μανέτας, Επιτροπάκης. Όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι μεγάλης ηλικίας. Πράγμα που σημαίνει ότι άκουσαν μπουζούκι στα τέλη του 19ου αιώνα. Και ίσως και πιο παλιά.

Κανείς, επίσης, δεν είχε γράψει ποτέ για τις σχέσεις αστυνομίας και τεκετζήδων, οι οποίοι, για να εξασφαλίζουν το ακαταδίωκτο, συχνά "κάρφωναν" στην Ασφάλεια κάθε ύποπτο που εμφανιζόταν στα μαγαζιά τους! Κι αυτός ο "ύποπτος" μπορεί να ήταν κλέφτης ή φονιάς. Αλλά ποιος μας λέει ότι δεν ήταν Αριστερός, την εποχή που όταν έλεγες μια κουβέντα για "το δίκιο του εργάτη", διέπραττες σχεδόν ποινικό αδίκημα; Κατάπληξη, επίσης, μου έκανε το γεγονός ότι όλοι οι τεκετζήδες γνώριζαν καλά τον εκάστοτε επικεφαλής της Ασφάλειας, τους λιμενάρχες κ.λπ. για τους οποίους μάλιστα έτρεφαν μεγάλο σεβασμό. Και είχαν λατρεία για τον διαβόητο αξιωματικό της Χωροφυλακής Νίκο Μουσχουντή, πασίγνωστο κομμουνιστοφάγο και αρχισκευωρό στην πολύκροτη "υπόθεση Πολκ"· επειδή ο κύριος αυτός σύχναζε στα "μπουζούκια", έκανε τα στραβά μάτια για ποινικά αδικήματα ρεμπέτηδων και το σπίτι του ήταν γεμάτο από ρεμπέτικους δίσκους.

Θα διαβάσουν πολλά οι αναγνώστες αυτού του βιβλίου, για τεκέδες, χασίσια κ.λπ. Αλλ' αυτό δεν θα πρέπει να τους τρομάξει: το χασίσι, ώς το 1936, ουσιαστικά ήταν ελεύθερο, παρά την ύπαρξη του νόμου 2107-11-14/3/1920, και η Τρίπολη παρήγαγε τεράστιες ποσότητες "μαύρο". Και είναι εντυπωσιακό αυτό που γράφει στο τελευταίο του βιβλίο, Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών, ο Παναγιώτης Κουνάδης: "Οι έμποροι και οι καλλιεργητές, σε πολύ καλή συνεργασία με το κράτος, κατόρθωσαν το 1935 να πουλήσουν 85 τόνους χασίς, εισπράττοντας 75.000.000 δραχμών (βλ. Σπ. Παξινού: Έγκλημα - Κοινωνία - Αστυνομία, σελ. 102)". Επίσης, δεν θα πρέπει να τους κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι γραφόντουσαν συνεχώς τραγούδια με χασικλίδικο περιεχόμενο. (Ο Κουνάδης τα υπολογίζει σε 600!). Διότι εκείνη την εποχή πολύς κόσμος τράβαγε χασίσι, στον Πειραιά ιδίως. Γι' αυτό και οι τεκέδες ήταν πάρα πολλοί.

Για να συγκεντρώσω το υλικό μου, μίλησα με πάρα πολλούς ρεμπέτες και τεκετζήδες. Επίσης, με τη Ρόζα Εσκενάζυ, τον ενωμοτάρχη Γιάννη Κανακάρη (η φωτογραφία του, στο εξώφυλλο), ο οποίος υπήρξε πρωτοπαλίκαρο του αξιωματικού της Χωροφυλακής Γιάννη Γαλιγάλη,(...) κ.ά. Το υλικό που μάζεψα μ' αυτές τις συνομιλίες δίνει το κλίμα της εποχής, "φωτογραφίζει" τους πρωταγωνιστές του ρεμπέτικου, και γίνεται ένα αφήγημα με πολλές μεν αντιφάσεις αλλά και με δυνατές, "καυτές" γεύσεις, από μιαν άλλη ζωή, άλλων καιρών και άλλων ανθρώπων, που έγραψαν ιστορία στον λαϊκό μας πολιτισμό.

(Απόσπασμα από τον πρόλογο)

«Άγιο πράγμα το χασίσι...»

Τσιτσάνης - Νίνου στον «Τζίμη τον Χοντρό» το 1953. H πιο γόνιμη σύμπραξη της εποχής για το ρεμπέτικο

Σάββατο 15 Απριλίου 1972. Απόγευμα κατά τις 6. Είναι ένα καφενεδάκι στην Πειραϊκή. Διάφοροι, γύρω γύρω, παίζουν χαρτιά και τάβλι. Κάπου, προς τη μέση, γύρω από ένα τραπεζάκι κουβεντιάζουν τέσσερα γεροντάκια. Ο πιο μεγάλος δείχνει κουρασμένος. Είναι και κομμάτι χοντρός. Φοράει μαύρα και καπνίζει. Πλησιάζουμε με τον συνεργάτη μου.

Γεια σου, μπαρμπα-Γιάννη... Πόσων ετών είσαι;

Εβδομήντα τέσσερα. Εσείς ποιοι είσαστε;

Δημοσιογράφοι. Θέλουμε να μας πεις μερικά πράγματα για το παλιό ρεμπέτικο τραγούδι... Και για το μπουζούκι. Πού το πρωτάκουσες, πού το είδες για πρώτη φορά, πότε πρωτόπαιξες;

Αφού είχα μαγαζί εγώ... και στον τοίχο είχα κρεμασμένα δεκατρία όργανα. Εκεί μέσα σπουδάξανε ο Μπαγιαντέρας, ο Μάρκος, ο Μπάτης, ο Στράτος... Τον Στράτο τον είχα ψυχογιό, μέσα στο μαγαζί. Εκεί μέσα σπούδαξαν. Παίρνανε τα όργανα κι αρχινάγανε. Από κει μέσα βγήκανε οι πιο πολλοί μπουζουκτσήδες.

Τι μαγαζί είχες;

Καφενείο, με διάφορα πιοτά πολυτελείας.

Σε ποιο σημείο;

Στα Βούρλα, που λέγανε τότες. Εκεί που ήταν οι πόρνες. Από κάτω στο Γκάζι. Στην οδό Ταπητουργείου ήτανε το μαγαζί μου.

Ωραία... Πού πρωτάκουσες μπουζούκι;

Από μικρό παιδί μπουζούκι άκουγα. (...) Παγαίναμε στον τεκέ, πιάναμε το μπουζούκι και παίζαμε μόνοι μας. Σ' ένα στενό, εκεί πιο πέρα, έπαιζε κι ο γερο-Μπλέτσας. (...) Μπουζούκι μάθαμε όλοι στην Τερψιθέα. Στον τεκέ του Τσαμπίκου, στη Φραγκόκλησα. Εκεί τα μάθαμε όλα. Και να παίζουμε και να το πίνουμε.(...)

Πότε γίνονται αυτά;

Τι μου ζητάς τώρα να σου πω, Χριστιανέ μου;... Το 1910 πρέπει να 'τανε, το '11, το '12.

Θυμάσαι κάνα τραγούδι εκείνης της εποχής; Όχι τη μουσική. Τα λόγια.

Αμέ... «Τι σου κάνω όλη την ώρα και με βρίζεις και μου σκούζεις / δεν εσκότωσα κανένα ούτε φίλησα καμιά...»

Δεν είχε τότε ρεμπέτικα τραγούδια;

Αυτά ήταν τα ρεμπέτικα τότε. Το '10. Τα παίζαμε στο μπουζούκι...

Μου είπες ότι τον Στράτο τον είχες παραγιό...

Ναι. Αυτός ήτανε βαρκάρης στο Τελωνείο και αποζημιωθήκανε το '30. Και ήρθε και τον πήρα παραγιό. Βαρκάρης στο Τελωνείο...

Πέθανε.

Πέθανε κι αυτός; Πέθανε κι ο Μάρκος, λέει...

Τον Μάρκο την ήξερες;

Αφού μες στο μαγαζί μου ήτανε, σου λέω, μωρέ! Ερχόντουσαν, γυρεύανε να φάνε, αν είχα τους έδινα, αν δεν είχα, μένανε νηστικοί. Ο Μάρκος δούλευε στα Σφαγεία, χασάπης, αλλ' αντί να πηγαίνει στη δουλειά, ερχότανε σε μένα, την άραζε κι άρπαζε το μπουζούκι.

Βρίσκατε εύκολα χασίσι, τότε;

Ελεύθερο ήτανε. Όλη η Τρίπολη ήταν γεμάτη χασίσι! Εκεί έβγαζε χιλιάδες οκάδες μαύρο.

Κι αν σε πιάνανε να φουμέρνεις;

Σε πηγαίνανε στο Τμήμα, καθόσουνα δυο μέρες, δεν κάπνιζες κι ύστερα σε διώχνανε.

Θέλω να μου πεις, τώρα που ξανοιχτήκαμε, πόσους τεκέδες είχε ο Πειραιάς εκείνη την εποχή;

Πολλούς. Πάρα πολλούς.

Οι άνθρωποι που συχνάζανε στους τεκέδες, είχανε πάρε δώσε με την αστυνομία;

Εκείνα τα χρόνια, άκου να σου πω, υπήρχε ένας αστυνόμος στον Πειραιά, που ήτανε σπουδαίος. Ο Γαλιγάλης, με το όνομα! Έμπαινε στον τεκέ, έβλεπε που πίνανε τον αργιλέ και δε μίλαγε καμιανού. Άμα, όμως, έβλεπε κάποιον ξένο, κάποιον κλέφτη, κάποιον διαρρήκτη, τον σήκωνε αμέσως επάνω και τον έστελνε στο Τμήμα. Ο καλύτερος αστυνόμος.

Στους τεκέδες συχνάζανε και νταήδες, μαχαιροβγάλτες κ.λπ.;

Μην ακούς τέτοια πράγματα. Καλύτεροι άνθρωποι από τους χασικλήδες δεν υπάρχουνε! Όταν τραβάς χασίσι, καλμάρουνε τα νεύρα σου. Ζαλίζεσαι λιγάκι και κάθεσαι ήσυχος στη γωνιά σου. Δεν πειράζεις άνθρωπο...

Εκείνα τα χρόνια, λέγανε πως εδώ, στην Πειραϊκή, οι χασικλήδες κάνανε, δείχνανε...

Ψέματα όλα! Το χασίσι είναι άγιο πράγμα...

(Από την αφήγηση του Γιάννη Πολυκανδριώτη)

«Μπροστά μου σκότωσαν ένα νέο»

Ρόζα Εσκενάζυ. Έμαθε από τον Τσιτσάνη το μπουζούκι και με τη φωνή της σφράγισε τη δισκογραφία του ρεμπέτικου

"Τη συνέντευξη αυτή, από την ξακουστή Ρόζα Εσκενάζυ, την πήρα στο σπίτι της, Βασιλικών 40, στην Κηπούπολη, την Κυριακή 16 Απριλίου 1972. Το σπίτι ήταν πολύ παλιό, με αυλή και είχε μέσα... ένα εκατομμύριο σκύλους και γάτες! H Ρόζα, 62 χρόνων, τότε, όπως έλεγε, ήταν φριχτά σταφιδιασμένη στο πρόσωπο, μου μιλούσε συνεχώς με ολοφάνερη καχυποψία, και η μνήμη της ήταν γεμάτη τρύπες.

«... Άρχισα να τραγουδάω στα 15 μου χρόνια. Ήμανε μικρή. Στη Σαλονίκη. Χόρευα. Τέσσερα παιδιά ήμασταν στην οικογένεια. Δυο αγόρια και δυο κορίτσια. Εκείνη την εποχή τραγούδαγα μόνο τούρκικα. Δεν ήξερα ελληνικά. Στην Πόλη, όλο τούρκικα μιλάγαμε. Και ο μπαμπάς και η μαμά. Κάτι καρσιλαμάδες, κάτι τσιφτετέλια, τέτοια πράγματα. Τραγουδούσαμε και ζεϊμπέκικα. Τα ζεϊμπέκικα αποκεί, απ' τους Τούρκους είναι. Τα μερακλίδικα. Το "μπαμ" που λένε, κείνο κει. Γράμματα δεν ξέρω. Είμαι το '10 γεννηθείς. Στην Πόλη. Ελληνικά τραγούδια έμαθα μεγάλη. Έλεγα τη "Λειβαδιά". Άρχισα να εμφανίζομαι το '25. Εμείς δεν ήμαστε πρόσφυγοι. Ο μπαμπάς μου ήταν σαράφης. Έκανε λίρες. Όταν τραγουδούσα, δεν είχαμε ορχήστρα. Στο θέατρο ήμανε. Κι έλεγα στο πόδι δύο - τρία τραγουδάκια. Το πρώτο κέντρο που πήγα ήταν στις Τζιτζιφιές. Είχαμε οργανοπαίχτες Αρμενέους. Ήταν και ο συχωρεμένος ο Τομπούλης. Έπαιζε ούτι. Ήταν ο Λάμπρος με τη λύρα και με το κανονάκι, ο άλλος Λάμπρος...».

Μπουζούκια είχατε;

Μπουζούκια; Μπουζούκια ύστερα βγήκανε, τελευταία. Δεν έχει πολλά χρόνια που βγήκανε τα μπουζούκια. Εγώ, δεν είχα ξαναδεί μπουζούκι.

Στην Πόλη;

A πα πα! Στην Πόλη, ποιος θα έπαιζε μπουζούκι; Παίζανε άλλα πράγματα. Ούτια, βιολιά, κλαρίνα. Μπουζούκι, εγώ πρωτάκουσα από τον Τσιτσάνη. Ήρθε εδώ μια μέρα, σε μένα. Γιατί τότες εγώ βγήκα πια τραγουδίστρια. Πήγα στις «Τζιτζιφιές»... Και ήρθε και ρωτούσε εμένα. Αν μπορεί να παίξει ένα τραγούδι στην Όντεον, ήμουν στην Όντεον εγώ... Ήταν φαντάρος ακόμα, με κάτι δέρματα εδώ πέρα στα πόδια του... Είχα φασολάδα κείνη τη μέρα... Του 'κανα το τραπέζι και μιλήσαμε. (...)

Ποιο ρεμπέτικο πρωτοτραγουδήσατε;

«Μες στου Τσαμπίκου τον τεκέ». Τότες, ήταν μόδα αυτά. Ύστερα έλεγα τη «Μοντέρνα χήρα», πολύ ωραίο, του Τούντα. Ο Τούντας ήταν ο καλύτερος συνθέτης μας. Έλεγα τα «Λεμονάδικα», «H δύναμη στον άνθρωπο είναι το πορτοφόλι», τη «Δημητρούλα». Το '32 πρέπει νάτανε.

Στα κέντρα που πηγαίνατε, γινόντουσαν καυγάδες, μαχαιρώματα;

Πω πω πω... Μπροστά μου σκοτώσαν έναν νέο... Θεός να φυλάει... Στη Σαλονίκη. Δεν ξέρω τι είχανε αναμεταξύ τους..."

(Από την αφήγηση της Ρόζα Εσκενάζυ)

«ΕΦΥΓΕΣ KAI ΜΟΥΡΘΕΣ ΠΑΛΙ / ΡΟΥΦΙΑΝΙΑ TOY ΓΑΛΙΓΑΛΗ»

"Κύριε Κανακάρη, εσείς που υπήρξατε επί χρόνια υπασπιστής του Γαλιγάλη, μπορείτε να μου πείτε τι σόι ήταν αυτός ο άνθρωπος;

Ο Ιωάννης Γαλιγάλης γεννήθηκε το 1879 στον Πύργο της Ηλείας. Κατετάγη στη Χωροφυλακή Πειραιώς. Υπηρέτησε στην Ασφάλεια, με τον βαθμό του υπομοιράρχου. Από το 1917 ως το 1920, κλείστηκε στις φυλακές στο Ιτζεδίν, για τα φρονήματά του (αντιβενιζελικός). Μετά την αποφυλάκισή του, η κυβέρνηση Γούναρη τον επανέφερε στην υπηρεσία. Πέθανε το 1924.

Από πού βγήκε το τραγουδάκι «Έφυγες και μού 'ρθες πάλι / ρουφιανιά του Γαλιγάλη», που λέγαν οι κακοποιοί της εποχής, αλλά και οι χασικλήδες;

Όταν έμπαινε κάποιος χαφιές δικός μας στον τεκέ, έκοβε κίνηση, ενημέρωνε τον Γαλιγάλη και επέστρεφε. Κι αυτό σήμαινε ότι όπου νάναι θα μπουκάρει και η αστυνομία.

H αστυνομία συνεργαζόταν με τους τεκετζήδες;

Αρκετές φορές. Όχι, όμως, για να πιάνει τους χασικλήδες, αλλά για να συλλαμβάνει τους κλέφτες. Γιατί, τότε, ο Πειραιάς ήταν γεμάτος κλέφτες και μαχαιροβγάλτες. Μόλις, λοιπόν, ο τεκετζής έβλεπε στον τεκέ κάποιο άγνωστο πρόσωπο που είχε πάει εκεί για να φουμάρει δήθεν, αλλά στην πραγματικότητα για να κρυφτεί προσωρινά από την Ασφάλεια, που τον κυνηγούσε για κάποια κλοπή ή άλλη αξιόποινη πράξη, έκανε το εξής κόλπο: κούναγε στο παράθυρο του τεκέ μια μικρή σημαιούλα που την είχε δεμένη μ' ένα σπάγκο. Κάποιος πιτσιρίκος που τον είχαμε επιτούτου έξω απ' τον τεκέ, έβλεπε τη σημαιούλα που κουνιόταν κι έτρεχε αμέσως και μας ειδοποιούσε...

Εσείς πηγαίνατε μαζί με τον Γαλιγάλη στις εξορμήσεις του;

Ο Γαλιγάλης πήγαινε και μόνος του, με την μπαστούνα του, κι έμπαινε μέσα στον τεκέ κι όταν ήθελε, τι έκανε; Τους έλεγε, σηκωθείτε πάνω, ρε, όλοι! Σηκωνόνταν όλοι. Βγάλτε τα σιδερικά σας τι έχετε. Και τραβούσανε τα μαχαίρια και τραβούσανε και τα πιστόλια και τα βάζανε πάνω στο τραπέζι. Βρε, γαμώ το, το Θεό σας κερατάδες, έλεγε, βρε γαμώ το, τη φυλή σας, βρε κανένας δεν έχει το φιλότιμο, τόσα πιστόλια, να εναντιωθεί εναντίον μου; Ναι, βρε, κανένας! Καπ, με το μπαστούνι. (...)"

(Από την αφήγηση του Γιάννη Κανακάρη)