Αρχαία ΕλληνικάΓραμματική
Α’ κλίση: Ασυναίρετα ουσιαστικά
Ενικός Αριθμός |
|||||
νεᾱνίᾱ- | πολῑτᾱ- | κριτᾱ- | Ἀτρείδᾱ- | ||
Ονομαστική | ὁ | νεᾱνίᾱς | πολίτης | κριτής | Ἀτρείδης |
Γενική | τοῦ | νεανίου | πολίτου | κριτοῦ | Ἀτρείδου |
Δοτική | τῷ | νεᾱνίᾳ | πολίτῃ | κριτῇ | Ἀτρείδῃ |
Αιτιατική | τὸν | νεανίᾱν | πολίτην | κριτήν | Ἀτρείδην |
Κλητική | (ὦ) | (νεανίᾱ | πολίτᾰ | κριτά | Ἀτρείδη |
Πληθυντικός Αριθμός |
|||||
Ονομαστική | οἱ | νεανίαι | πολῖται | κριταί | Ἀτρεῖδαι |
Γενική | τῶν | νεανιῶν | πολιτῶν | κριτῶν | Ἀτρειδῶν |
Δοτική | τοῖς | νεανίαις | πολίταις | κριταῖς | Ἀτρείδαις |
Αιτιατική | τοὺς | νεανίᾱς | πολίτᾱς | κριτάς | Ἀτρείδας |
Κλητική | (ὦ) | νεανίαι | πολῖται | κριταί | Ἀτρεῖδαι |
Δυικός Αριθμός |
|||||
Ονοματική Αιτιατική Κλητική |
νεᾱνίᾱ | πολί̄τᾱ | κριτά | Ἀτρείδᾱ | |
Γενική Δοτική |
νεᾱνίαιν | πολί̄ταιν | κριταῖν | Ἀτρείδαιν |
Ενικός Αριθμός |
|||||||
χωρᾱ- | νῑκᾱ- | φυγᾱ- | μοιρᾱ- | γλωττᾱ- | θαλαττᾱ- | ||
Ονομαστική | ἡ | χώρᾱ | νί̄κη | φυγή | μοῖρα | γλῶττα | θάλαττα |
Γενική | τῆς | χώρᾱς | νί̄κης | φυγῆς | μοίρᾱς | γλώττης | θαλάττης |
Δοτική | τῇ | χώρᾳ | νί̄κῃ | φυγῇ | μοίρᾳ | γλῶττα-ν | θαλάττῃ |
Αιτιατική | τὴν | χώρᾱ-ν | νί̄κη-ν | φυγή-ν | μοῖρα-ν | γλῶττα-ν | θάλαττα-ν |
Κλητική | (ὦ) | χώρᾱ | νί̄κη | φυγή | μοῖρα | γλῶττα | θάλαττα |
Πληθυντικός Αριθμός |
|||||||
Ονομαστική | αἱ | χῶραι | νῖκαι | φυγαί | μοῖραι | γλῶτται | θάλατται |
Γενική | τῶν | χωρῶν | νῑκῶν | φυγῶν | μοιρῶν | γλωττῶν | θαλαττῶν |
Δοτική | ταῖς | χώραις | νί̄καις | φυγαῖς | μοίραις | γλώτταις | θαλάτταις |
Αιτιατική | τὰς | χώρᾱς | νί̄κᾱς | φυγά̄ς | μοίρᾱς | γλώττᾱς | θαλάττᾱς |
Κλητική | (ὦ) | χῶραι | νῖκαι | φυγαί | μοῖραι | γλῶτται | θάλατται |
Δυικός Αριθμός |
|||||||
Ονοματική Αιτιατική Κλητική |
χώρᾱ | νί̄κᾱ | φυγά̄ | μοίρᾱ | γλώττᾱ | θαλάττᾱ | |
Γενική Δοτική |
χώραιν | νί̄καιν | φυγαῖν | μοίραιν | γλώτταιν | θαλάτταιν |
- Οι καταλήξεις των αρσενικών και των θηλυκών στον πληθυντικό είναι ίδιες.
- Το α στην κατάληξη -ας (οποιασδήποτε πτώσης) είναι μακρόχρονο: ὁ Αἰνείᾱς, τῆς χώρᾱς, τοὺς στρατιώτᾱς.
- Η γενική του πληθυντικού τονίζεται πάντα στη λήγουσα και παίρνει περισπωμένη. Εξαίρεση: τῶν ἐτησίων.
- Η κλητική του ονόματος δεσπότης (=κύριος) είναι: δέσποτᾰ.
- Τα περισσότερα αρσενικά πρωτόκλιτα σχηματίζουν την κλητική σε ᾰ. Μόνο τα ουσιαστικά σε -δης (π.χ. εὐπατρίδης) και το κύριο όνομα Αἰσχίνης διατηρούν την κατάληξη -η. [Από τα πρωτόκλιτα αρσενικά σε -ης σχηματίζουν την κλητική του ενικού σε ᾰ και όχι σε η: α)Τα εθνικά: ὦ Πέρσᾰ, ὦ Σκύθᾰ β)Όσα λήγουν σε -της και τα σύνθετα με β’ συνθετικό ρήμα (σε -άρχης, -μέτρης, -πώλης, -τρίβης, -ώνης κ.λπ.): ὦ στρατιῶτᾰ…]
- Το α στην κατάληξη των θηλυκών:
- είναι βραχύχρονο, αν πριν από την κατάληξη υπάρχει σύμφωνο (εκτός από ρ). Στη γενική και δοτική του ενικού τρέπεται σε –η. π.χ. ἡ μοῦσᾰ, τῆς μούσης, τῇ μούσῃ…
- είναι μακρόχρονο, αν πριν από την κατάληξη υπάρχει φωνήεν ή ρ. Στη γενική και δοτική του ενικού το ᾱ αυτό φυλάσσεται. π.χ. ἡ πολιτείᾱ, τῆς πολιτείᾱς, τῇ πολιτείᾳ…, ἡ ὥρᾱ, τῆς ὥρᾱς, τῇ ὥρᾳ…
- Εξαίρεση 1: Το καθαρό ᾰ είναι βραχύχρονο: α)στα προπαροξύτονα: π.χ. ἡ ἀλήθειᾰ. β)στα ακόλουθα δέκα δισύλλαβα (με αλφαβητική σειρά): γαῖᾰ, γραῖᾰ, μαῖᾰ, μοῖρᾰ, μυῖᾰ, πεῖρᾰ, πρῷρᾰ, σπεῖρᾰ, σφαῖρᾰ, σφῦρᾰ.
- Εξαίρεση 2: Το μη καθαρό α μερικών κυρίων ονομάτων (Ἀνδρομέδα, Γέλα, Φιλομήλα…) είναι μακρόχρονο και φυλάσσεται σ’ όλες της πτώσεις του ενικού: π.χ. ἡ Ἀνδρομέδᾱ, τῆς Ἀνδρομέδᾱς, τῇ Ἀνδρομέδᾳ…
- Το α της κατάληξης στην αιτιατική και κλητική ενικού των θηλυκών είναι ό,τι και το αντίστοιχο στην ονομαστική: π.χ. ἡ πολιτείᾱ, τὴν πολιτείᾱν, ὦ πολιτείᾱ, ἡ γλῶττᾰ, τὴν γλῶττᾰν, ὦ γλῶττᾰ.
- Τα αρσενικά σε -ας έχουν το ᾱ στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική μακρόχρονο: ὁ Αἰνείᾱς, τὸν Αἰνείᾱν, ὦ Αἰνείᾱ.
- Το ῐ και το ῠ στην παραλήγουσα των ονομάτων σε -ιας/-υας είναι κατά κανόνα βραχύ: π.χ. λοχίας, μανδύας.
- Τα παρώνυμα σε -ῑτης και -ῡτης έχουν το ι & υ μακρό: π.χ. ὁπλῑ´της, πρεσβῡ´της. Ενώ τα ρηματικά έχουν τα αντίστοιχα φωνήεντα βραχέα: π.χ. δῠ´της.
Α’ κλίση: Συνηρημένα ουσιαστικά
Και μετά την συναίρεση έχουν τις καταλήξεις των ασυναίρετων τύπων. Όμως το -εα στις καταλήξεις του ενικού το συναιρούν σε -η: π.χ. ὁ Ἑρμέας-Ἑρμῆς, ἡ συκέα-συκῆ. Αλλά: τοὺς Ἑρμέας-Ἑρμᾶς, τὰς συκέας-συκᾶς.
Το ουσιαστικό ὁ βορέας βρίσκεται σε όλες τις πτώσεις και ασυναίρετο και συνηρημένο, αλλά το συνηρημένο παρουσιάζει διπλό ρ:
Ενικός Αριθμός |
||
Ονομαστική | ὁ βορέας | ὁ βορρᾶς |
Γενική | τοῦ βορέου | τοῦ βορρᾶ |
Δοτική | τῷ βορέᾳ | τῷ βορρᾷ |
Αιτιατική | τὸν βορέαν | τὸν βορρᾶν |
Κλητική | (ὦ) βορέα | (ὦ) βορρᾶ |