Ενεργητική φωνή

Αόριστος β' (ἔχω)

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτική

Απαρέμφατο

Μετοχή

ἔσχον σχῶ σχοίην - σχεῖν σχὼν
ἔσχες σχῇς σχοίης σχὲς   σχοῦσα
ἔσχε σχῇ σχοίη σχέτω   σχὸν
ἔσχομεν σχῶμεν σχοίημεν (σχοῖμεν) -    
ἔσχετε σχῆτε σχοίητε (σχοῖτε) σχέτε    
ἔσχον σχῶσι(ν) σχοίησαν (σχοῖεν) σχόντων (σχέτωσαν)    

Αόριστος β' (μετέχω)

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτική

Απαρέμφατο

Μετοχή

μετέσχον μετάσχω μετάσχοιμι - μετασχεῖν μετασχὼν
μετέσχες μετάσχῃς μετάσχοις μετάσχες   μετασχοῦσα
μετέσχε μετάσχῃ μετάσχοι μετασχέτω   μετασχὸν
μετέσχομεν μετάσχωμεν μετάσχοιμεν -    
μετέσχετε μετάσχητε μετάσχοιτε μετάσχετε    
μετέσχον μετάσχωσι(ν) μετάσχοιεν μετασχόντων (μετασχέτωσαν)    

Αόριστος β' (προσέχω)

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτική

Απαρέμφατο

Μετοχή

προσέσχον πρόσσχω πρόσσχοιμι - προσσχεῖν προσσχὼν
προσέσχες πρόσσχῃς πρόσσχοις πρόσσχες   προσσχοῦσα
προσέσχε πρόσσχῃ πρόσσχοι προσσχέτω   προσσχὸν
προσέσχομεν πρόσσχωμεν πρόσσχοιμεν -    
προσέσχετε πρόσσχητε πρόσσχοιτε πρόσσχετε    
προσέσχον πρόσσχωσι(ν) πρόσσχοιεν προσσχόντων (προσσχέτωσαν)    

Μέση Φωνή

Αόριστος β' (ἔχομαι)

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτική

Απαρέμφατο

Μετοχή

ἐσχόμην σχῶμαι σχοίμην - σχέσθαι σχόμενος
ἔσχου σχῇ σχοῖο σχοῦ   σχομένη
ἔσχετο σχῆται σχοῖτο σχέσθω   σχόμενον
ἐσχόμεθα σχώμεθα σχοίμεθα -    
ἔσχεσθε σχῆσθε σχοῖσθε σχέσθε    
ἔσχοντο σχῶνται σχοῖντο σχέσθων    

Αόριστος β' (προσέχομαι)

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτική

Απαρέμφατο

Μετοχή

προσεσχόμην πρόσσχωμαι προσσχοίμην - προσσχέσθαι προσσχόμενος
προσέσχου πρόσσχῃ πρόσσχοιο προσσχοῦ*   προσσχομένη
προσέσχετο πρόσσχηται πρόσσχοιτο προσσχέσθω   προσσχόμενον
προσεσχόμεθα προσσχώμεθα προσσχοίμεθα -    
προσέσχεσθε πρόσσχησθε πρόσσχοισθε πρόσσχεσθε    
προσέσχοντο πρόσσχωνται πρόσσχοιντο προσσχέσθων    

Αόριστος β' (παρέχω-παρέχομαι)

Οριστική

Υποτακτική

Ευκτική

Προστακτική

Απαρέμφατο

Μετοχή

παρεσχόμην παράσχωμαι παρασχοίμην - παρασχέσθαι προσσχόμενος
παρέσχου παράσχῃ παράσχοιο παράσχου*   προσσχομένη
παρέσχετο παράσχηται παράσχοιτο παρασχέσθω   προσσχόμενον
παρεσχόμεθα παρασχώμεθα παρασχοίμεθα -    
παρέσχεσθε παράσχησθε παράσχοισθε παράσχεσθε    
παρέσχοντο παράσχωνται παράσχοιντο παρασχέσθων    

*Στη λήγουσα τονίζεται μόνο αν είναι σύνθετο με μονοσύλλαβη πρόθεση