Πλάτωνος Πρωταγόρας

Τελικά, η αρετή είναι διδακτή;

Κ. Μπαλάσκας, περιοδικό Διάλογος, 13, 1994, σελ. 4-12

Συμβολή στην ανάγνωση του πλατωνικού Πρωταγόρα

Τρεις «σκηνές» με σημασία

Μπορεί βέβαια να κάνει κανείς μια σύντομη εισαγωγή στο έργο, το θέμα, τα πρόσωπα, τη σοφιστική ως κίνημα παιδευτικό και πνευματικό, αλλά όλα αυτά θα προκύψουν καθ’ οδόν μέσα από το ίδιο το κείμενο και ιδιαίτερα μέσα από τρεις «σκηνές» στην αρχή, που, εκτός των άλλων, φανερώνουν τη θεατρικότητα, την αφηγηματική γοητεία και την περιγραφική χάρη του Πλάτωνα.

Σκηνή πρώτη. Ο νεαρός Ιπποκράτης καταφθάνει έναγχος και χαράματα στο σπίτι του Σωκράτη. Οι πόρτες προφανώς ανοιχτές. Ο Σωκράτης ακόμα κοιμάται. Ο νεαρός τον ξυπνάει για να του αναγγείλει την άφιξη στην Αθήνα του Πρωταγόρα, του διάσημου σοφιστή από τα Άβδηρα. Πρωταγόρας ἀφῖκται. Ο νεαρός επιθυμεί διακαώς να γίνει μαθητής του. Αν μεσολαβήσει ο Σωκράτης, αν πει έναν καλό λόγο, μπορεί η επιθυμία του να εκπληρωθεί. Αυτός είναι ο σκοπός της τόσο πρωινής επίσκεψης.

Σ' αυτή τη σκηνή μπορούμε να επισημάνουμε: α) τη μεγάλη (και καλή) φήμη του σοφιστή, ιδιαίτερα στη νεολαία, φήμη που δεν συνάδει με την πλατωνική πολεμική. β) τη μεγάλη ζήτηση που είχε η παιδεία του, έτσι ώστε να μην είναι εύκολο να γίνει κανείς μαθητής του, παρ’ όλο που ήταν διατεθειμένος και εις θέση να πληρώσει τα δίδακτρα. γ) την ανάγκη παιδείας που διακατείχε τους νέους, προκειμένου να αναλάβουν ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι η διεύρυνση της δημοκρατίας στην Αθήνα έδινε σε όλους τους πολίτες τη δυνατότητα πρόσβασης στα πολιτικά αξιώματα. Για να το επιτύχει όμως αυτό ο νέος είχε ανάγκη από παιδεία, κυρίως πολιτική. Σ' αυτή την ανάγκη πολιτικής παιδείας των νέων ανταποκρίνεται το κίνημα της σοφιστικής, ένα από τα πιο λαμπρά πνευματικά κινήματα της αρχαιότητας.

Η σοφιστική είναι πνευματικό και παιδευτικό κίνημα ενιαίο στο σκοπό αλλά πολυτασικό και πολύμορφο στο περιεχόμενο και στις μεθόδους. Η δημοκρατία ευνοούσε την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Επομένως ο κάθε σοφιστής είχε (και πρόβαλλε) τις απόψεις του για τα διάφορα πνευματικά και κοινωνικά ζητήματα. Συχνά οι απόψεις του ενός αποτελούσαν πολεμική στις απόψεις του άλλου.

Έτσι ο Σωκράτης διαφοροποιείται με το «ουδέν οίδα», και επομένως δεν διδάσκει (τι να διδάξω, αφού δεν ξέρω, δεν έχω μαθητές, δεν παίρνω χρήματα, τι χρήματα να πάρω, αφού δε διδάσκω τίποτα, ρωτάω μόνο, απορώ, συζητάω). Ωστόσο είναι φανερό ότι και ο ίδιος ανήκει στο πνευματικό κίνημα της σοφιστικής (είναι ενδεικτικό ότι ο Αριστοφάνης το Σωκράτη χτυπάει στις Νεφέλες ως εκπρόσωπο του σοφιστικού πνεύματος) και αποσκοπεί στη λογική και στην ηθική προαγωγή των ανθρώπων. Ο Πρωταγόρας επιμένει στα κοινωνικά θέματα, ο Γοργίας διδάσκει τη ρητορική και τη δύναμη του λόγου (που είναι όπλο), ο Ιππίας διαθέτει και μεταδίδει γνώσεις πολλές και ποικίλες (για τον πολιτικό αγώνα η γνώση είναι δύναμη), ο Πρόδικος καταπιάνεται με γλωσσικά και ηθικά κυρίως θέματα (ορισμός εννοιών) και άλλοι με άλλα. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται μια έντονη πνευματική ζύμωση, που επηρεάζει και τους άλλους συγγραφείς, ιδιαίτερα τον Ευριπίδη και το Θουκυδίδη, και, φυσικά, το νεαρό Πλάτωνα.

Τελικά: Δημοκρατία, πολιτική και παιδεία πάνε μαζί. Το ένα ενισχύει και ενισχύεται από το άλλο. Επομένως η σοφιστική είναι φυσική και γνήσια έκφραση της αθηναϊκής δημοκρατίας, είναι ο αρχαίος ελληνικός διαφωτισμός.

Σκηνή δεύτερη. Συζήτηση στην αυλή. Ώσπου να φέξει, ο Σωκράτης συζητάει για λίγο με το νεαρό στην αυλή. Γιατί, θέλεις, του λέει, τόσο πολύ να γίνεις μαθητής του Πρωταγόρα; Τι θα μάθεις κοντά του; Αν πας π.χ. να μαθητέψεις στο συνονόματο σου τον Ιπποκράτη, το γιατρό, και σε ρωτήσω τι μαθαίνεις κοντά στον Ιπποκράτη, θα μου απαντήσεις «μαθαίνω ιατρική, για να γίνω γιατρός». Αν πας κοντά στο Φειδία, θα μου απαντήσεις «μαθαίνω αγαλματοποιός». Στον Πρωταγόρα κοντά τι θα μάθεις, τι θα γίνεις; σοφιστής. Εδώ κοκκίνισε ο νεαρός, κατά τον Πλάτωνα, και μάλλον δυσκολεύεται να απαντήσει. Βέβαια, όποιος παρακολουθεί τα μαθήματα ενός φιλοσόφου, δεν το κάνει αυτό για να γίνει κι ο ίδιος φιλόσοφος. Σ' αυτή την περίπτωση δεν πηγαίνει «επί τέχνη» (για να μάθει δηλαδή και να ασκήσει το επάγγελμα) αλλά «επί παιδεία» (για μόρφωση δηλαδή, για καλλιέργεια του πνεύματος), όπως ο ίδιος ο Σωκράτης τελικά απαντάει για λογαριασμό του νεαρού, που τον ρωτάει απλώς για να διαγνώσει τη σκέψη του. Εντούτοις, το ερώτημα ευσταθεί, είναι θεμιτό, όπως και η διάκριση «επί τέχνη» και «επί παιδεία» είναι χρήσιμη και ενδεικτική.

Το κοκκίνισμα του νεαρού όμως, εντάσσεται στην πολεμική του Πλάτωνα, γιατί ο Πλάτων έδωσε το μειωτικό περιεχόμενο στη λέξη σοφιστής, που αρχικά σήμαινε σοφός άνθρωπος, ικανός να σκέπτεται και να βρίσκει λύσεις. Ως γνωστόν, η σοφιστική ερέθισε εξαιρετικά και γονιμοποίησε ουσιαστικά τη σκέψη του νεαρού Πλάτωνα, για να την οδηγήσει τελικά σε μια έντονη πολεμική. Η πολεμική στρέφεται εξίσου και κατά της δημοκρατίας. Όχι μόνο γιατί ο Πλάτων είναι αριστοκράτης, όχι μόνο γιατί η δημοκρατία θανάτωσε τον αγαπημένο του δάσκαλο, το Σωκράτη, αλλά διότι η δημοκρατία, ενισχύοντας την ατομική ελευθερία, εξαπολύει δυνάμεις που κλονίζουν την κατεστημένη τάξη και τις καθιερωμένες αξίες. Τέτοιες δυνάμεις βλέπει ο Πλάτων να καλλιεργεί η σοφιστική παιδεία, γι' αυτό στρέφεται εναντίον της.

Σκηνή τρίτη: Στο σπίτι του Καλλία. Στο σπίτι του πλούσιου Καλλία, που έχει εγκατασταθεί ο Πρωταγόρας, φτάνουν σε λίγο ‑έχει ξημερώσει πια‑ ο Σωκράτης με τον Ιπποκράτη. Εδώ βλέπουμε τη χαριτωμένη ειρωνεία της πλατωνικής περιγραφής. Ο θυρωρός δεν τους αφήνει να μπουν. Τελικά μπαίνουν και βρίσκουν εκεί συναγμένους όλους του μεγάλους σοφιστές. Λείπει ο Γοργίας αλλά ο Πρωταγόρας, ο Ιππίας, ο Πρόδικος είναι εκεί και έχουν πιάσει ήδη δουλειά. Ο Πρωταγόρας διδάσκει βαδίζοντας, συνοδευόμενος και ακολουθούμενος. Ο Ιππίας καθιστός παραδίδει στους μαθητές μαθήματα αστρονομίας. Ο Πρόδικος μιλάει κι αυτός, αλλά καθώς η φωνή του είναι βαριά, γίνεται μια βουή και δεν ακούγεται καθαρά. Ο Σωκράτης δηλώνει ότι θέλει να μιλήσει στον Πρωταγόρα.

Σχετικά με τον σκοπό της επίσκεψης

Ανακοινώνει λοιπόν το σκοπό και διατυπώνει μια επιφύλαξη του: Αυτός εδώ ο Ιπποκράτης, λέει, που είναι από καλή και εύπορη οικογένεια, επιθυμεί «ελλόγιμος γενέσθαι». Έχει δηλαδή τη (θεμιτή) φιλοδοξία να γίνει πολίτης σημαντικός και επιφανής, και για το σκοπό αυτό θέλει να γίνει μαθητής του Πρωταγόρα. Θέλει ο Πρωταγόρας να συζητηθεί το θέμα δημόσια, μπροστά σε όλους ή ιδιαιτέρως;

Ο Πρωταγόρας εκτιμά και επαινεί αυτή την πρόνοια του Σωκράτη. Πρώτο, διότι είναι «ξένος». Πράγματι, όλοι οι μεγάλοι σοφιστές ήταν ξένοι. Ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα της Θράκης (απ’ όπου και ο Δημόκριτος), ο Γοργίας από τους Λεοντίνους της Σικελίας (απώτερη αποικία των Χαλκιδέων), ο Ιππίας από την Ηλεία, ο Πρόδικος από την Κέα. Περιόδευαν σε διάφορες πόλεις παρουσιάζοντας (επαγγελματικά) την τέχνη και τη σοφία τους, όπως παλιότερα οι ραψωδοί. Ήταν περιοδεύοντες διδάσκαλοι, «οι πρώτοι πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι της ιστορίας», κατά τον Η. Marrou. Ήταν λοιπόν φυσικό στη δουλειά τους να δημιουργούνται φθόνοι, δυσμένειες και επιβουλές, τόσο λόγω του ασκούμενου κοινωνικού ελέγχου στα λεγόμενα τους, όσο και λόγω επαγγελματικού ανταγωνισμού και αντιζηλίας. Σωστή λοιπόν η πρόνοια του Σωκράτη.

Ο Πρωταγόρας όμως δεν έχει να κρύψει τίποτε. Πιστεύει πως η σοφιστική είναι «τέχνη παλαιά», αλλά όσοι την ασκούσαν την κάλυπταν με διάφορα «προπετάσματα». Άλλος δηλαδή έλεγε πως διδάσκει μουσική, άλλος ζωγραφική, άλλος γυμναστική, μη θέλοντας να πουν πως είναι σοφιστές. Ο Πρωταγόρας δεν έχει κανένα λόγο να χρησιμοποιεί προσχήματα. Δηλώνει ευθαρσώς: Ὁμολογῶ σοφιστής εἶναι καὶ παιδεύειν ἀνθρώπους. Και είναι, πράγματι, αυτή η ομολογία η πρώτη (ιστορικά) συνειδητή δήλωση για την ανθρωποποιητική δύναμη της παιδείας και της δια του λόγου διδαχής. Οι σοφιστές πιστεύουν απόλυτα όχι μόνο στη δυνατότητα αλλά και στην αποτελεσματικότητα του διδακτικού έργου.

Επομένως το θέμα της επίσκεψης μπορεί να συζητηθεί ανοιχτά, μπορεί μάλιστα να συγκληθεί ένα «συνέδριον» και να λάβουν μέρος σ' αυτό και οι άλλοι παρόντες σοφιστές, καθώς και όλοι οι παρευρισκόμενοι.

Ερώτηση και απάντηση σχετικά με το μάθημα

Αφού μαζεύτηκαν όλοι, ο Σωκράτης διατυπώνει τη βασική ερώτηση, που είδαμε να συζητάει με τον Ιπποκράτη στην αυλή. Τώρα θέτει την ερώτηση στον ίδιο τον Πρωταγόρα και πρώτα τη θέτει με πλάγιο τρόπο. Αναρωτιέται τι θα μάθει, τι θα αποκομίσει ο Ιπποκράτης (ὅ,τι αὐτῷ ἀποβήσεται) μαθητεύοντας κοντά στον Πρωταγόρα. Πλάγια και γενική είναι και η απάντηση του σοφιστή: Μαθητεύοντας κοντά του ο νεαρός θα προοδεύει κάθε μέρα προς το καλύτερο, θα γίνεται συνεχώς και καλύτερος: Ἀεὶ ἐπὶ τὸ βέλτιον ἐπιδιδόναι.

Σ' αυτό το σημείο, κι επειδή το «βέλτιον» είναι γενικό και αόριστο, ο Σωκράτης θέτει ευθέως την ερώτηση: Είς τι; Σε τι πράγμα θα γίνεται καλύτερος ο Ιπποκράτης; Κοντά σ' ένα γιατρό θα γίνεται καλύτερος στην ιατρική, κοντά σ' ένα ζωγράφο στη ζωγραφική κτλ. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, σε τι; Ποιο είναι το μορφωτικό αγαθό, θα λέγαμε, το οποίο παραδίδει (μεταδίδει) ο Πρωταγόρας, και δια του οποίου βελτιώνει τους μαθητές του; Ποιο είναι τελικά το μάθημα;

Το μάθημα εστίν ευβουλία, απαντά ευθέως τώρα ο Πρωταγόρας. Είναι δηλαδή η φρόνηση, η ορθή κρίση, ο νους. Την ευβουλία τη βρίσκουμε στα κείμενα να αντιστρατεύεται το ολέθριο πάθος, που οδηγεί σε ακραίες καταστάσεις. Ευβουλία συνιστά π.χ. ο Ερμής (και ο χορός) στον Προμηθέα (1035, 1038), ευβουλία συνιστά και στον Κρέοντα ο χορός (Αντιγόνη, 1098).

Για τον Πρωταγόρα, η ευβουλία, ως μάθημα, κινείται σε δύο επίπεδα: α) Στο ιδιωτικό επίπεδο, όπου ο νέος μαθαίνει να διαχειρίζεται σωστά στο σπίτι του και τα υπάρχοντα του (ὅπως ἄριστα τὴν αὐτοῦ οἰκίαν διοικοῖ) και β) στο δημόσιο επίπεδο, όπου ο νέος μαθαίνει να συμμετέχει ενεργά στην πολιτική ζωή μιλώντας και πράττοντας (ὅπως δυνατώτατος πράττειν καὶ λέγειν). Η ευβουλία λοιπόν του Πρωταγόρα είναι μάθημα πολιτικής αρετής. Αυτός δεν διδάσκει «τέχνες», όπως οι άλλοι σοφιστές (π.χ. ο Ιππίας που διδάσκει αστρονομία), αλλά αυτό ακριβώς που θέλουν οι νέοι: Την ορθή πολιτική στάση. Την επιστήμη της πολιτείας των συνοικούντων (Πλ. Αλκιβ. 124Ε-125).

Είναι φανερό ότι ο Πρωταγόρας κινείται μέσα στην ελληνική παράδοση και συγκεκριμένα στην παρούσα μορφή της αρετής, όπως εξελισσόμενη διαμορφώθηκε παράλληλα με την εξέλιξη της ελληνικής πόλης. Ενώ δηλαδή στον Όμηρο η αρετή δηλώνει την ιδιότητα του «αριστοκράτη» και ταυτιζόμενη με τη σωματική ρώμη και την τόλμη εκφράζεται ως ικανότητα του «επιτελείν αριστείες» αφενός, αλλά και του «λέγειν και πράττειν» αφετέρου, κατά τα ομηρικά παιδευτικά ιδεώδη, στη συνέχεια εξελίσσεται σε πνευματική ιδιότητα (σοφία) και τέλος σε πολιτική (ιδιότητα του καλού πολίτη και πολιτικού) στα πλαίσια της διεύρυνσης της δημοκρατίας στην ελληνική πόλη. Εδώ βρίσκεται και η ευβουλία του Πρωταγόρα ως φρόνησις. Ηθική έννοια στην αρετή θα δώσει, δια του Σωκράτη, ο Πλάτων, ο μεγάλος ανατροπέας, που δίνει στη ζωή, στις αξίες, στην παιδεία γενικά, μια καθαρά ηθική κατεύθυνση, με περιεχόμενο συνειδησιακό και μεταφυσικό.

Δεν ξέρουμε σε τι συνίσταται η ευβουλία του Πρωταγόρα, με ποιους δηλαδή διδακτικούς τρόπους ο σοφιστής οδηγεί τους μαθητές του στη πολιτική αρετή. Ίσως, όπως υποστήριξε ο Heinimann, ο Πρωταγόρας να είχε επεξεργαστεί μια θεωρία για την επιτυχία στη ζωή και αυτή να ήταν το περιεχόμενο της «τέχνης» του. Προς το παρόν, πάντως, ο Σωκράτης αμφισβητεί το ίδιο το μάθημα και αναρωτιέται αν αυτή η (πολιτική) αρετή είναι διδακτή στον άνθρωπο, αν διδάσκεται.

Η σωκρατική απορία: Η πολιτική αρετή είναι διδακτή;

Διδακτή είναι η γνώση. Η πολιτική αρετή, όμως, είναι γνώση που να μπορεί να τη μάθει κανείς, όπως μαθαίνει μια τέχνη; Ο Σωκράτης δεν το πιστεύει και διατυπώνει την άποψή του σε άρτια δομημένο λόγο. Θεματική πρόταση: «Ἡγοῦμαι οὐ διδακτόν εἶναι (τὴν ἀρετήν)». Προς στήριξη της άποψής του επικαλείται δύο επιχειρήματα, που ξεκινούν από την εμπειρία.

α) Οι Αθηναίοι (που είναι σοφοί) όταν πρόκειται να λάβουν αποφάσεις, για τα ειδικά θέματα (οικοδομές κ.ά.) συμβουλεύονται τους ειδικούς, αυτούς που έχουν τις ειδικές γνώσεις για το συγκεκριμένο θέμα· για τα πολιτικά ζητήματα όμως, καλούνται όλοι (σιδεράδες, τσαγκάρηδες, βυρσοδέψες κτλ.) να πουν τη γνώμη τους και να αποφασίσουν. Άρα δεν υπάρχουν «ειδικοί» στα πολιτικά, δεν υπάρχει ειδική πολιτική γνώση. Αν υπήρχε κι αν διδασκόταν, θα καλούσαν και για τα πολιτικά τους ειδικούς να αποφασίσουν. Εδώ βέβαια βλέπουμε μια έμμεση βολή του Σωκράτη (Πλάτωνα) προς τη δημοκρατική διαδικασία στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Αυτή ακριβώς η δημοκρατική διαδικασία φανερώνει ότι η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή, αφού όλοι έχουν γνώμη ισότιμη. (Ο Σωκράτης βέβαια δεν λέει για το ποια τελικά γνώμη πείθει τους άλλους και επικρατεί στην αγορά).

β) Οι άριστοι πολιτικοί (ο Περικλής π.χ.) δεν κατάφεραν να μεταδώσουν και στα παιδιά τους την πολιτική αρετή τους. Αν όμως αυτή ήταν διδακτή, θα την είχαν μεταδώσει. Το συμπέρασμα είναι ίδιο θεματική πρόταση: Οὐχ ἡγοῦμαι διδακτόν εἶναι ἀρετήν ὅπερ ἔδει δεῖξαι).

Ο αντίλογος του Πρωταγόρα. Η απόδειξη του μύθου

Είναι γνωστές οι «αντιλογίες» κι οι αγώνες λόγων στους Έλληνες. Η διπλή όψη των πραγμάτων ξεκινάει από τις αντιθέσεις στη φύση (μερόνυχτα, χειμώνας-καλοκαίρι κτλ.) περνάει στα δικαστήρια (μηδενὶ δίκην δικάσῃς πρὶν ἀμφοῖν μύθον ἀκοῦσῃς) και θεμελιώνει τη διαλεκτική (άρα τη σχετικότητα των πραγμάτων και τη δύναμη του λόγου). Ο Ηράκλειτος έθεσε τις βάσεις για μια συστηματική διαλεκτική, που την υιοθέτησε πλήρως ο Hegel. Ο Πρωταγόρας έλεγε την περίφημη φράση Περὶ παντός πράγματος δύο λόγοι εἰσὶν ἀντικείμενοι ἀλλήλοις και αυτές ακριβώς οι «δισσολογίες» (τὸν αὐτὸν λόγον ψέγειν καὶ ἐπαινεῖν) ήταν η βασική μέθοδος της σοφιστικής διδασκαλίας, κατά τα κελεύσματα της ρητορικής. Το ζητούμενο είναι ο ισχυρότερος λόγος, ο «κρείσσων», που θα πείσει και θα επιβληθεί ως (προσωρινή) αλήθεια, έως ότου ανατραπεί. Εδώ έχουμε λοιπόν μια τυπική «αντιλογία».

Ο Πρωταγόρας, αντίθετα από το Σωκράτη, θα υποστηρίξει ότι η πολιτική αρετή είναι διδακτή. Στην «επίδειξή» του θα προσπαθήσει να το αποδείξει πρώτα με το μύθο, που αφενός περικλείει την παλαιά εμπειρία, αφετέρου εντάσσει το σοφιστή στην ελληνική παράδοση. Κατά την έρευνα, ο μύθος (και ο λόγος) είναι αυθεντικό κείμενο του Πρωταγόρα από το (χαμένο) έργο του Περὶ τῆς ἐν ἀρχῇ καταστάσεως. Το έργο μάς δίνει συνοπτικά, και κατά στάδια, την ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας.

Πρώτο στάδιο. Υπάρχουν μόνο θεοί και όχι θνητά γένη. Παρά τον «αγνωστικισμό» του ως προς τους θεούς, ο Πρωταγόρας βλέπει το πρώτο στάδιο ως θεολογικό. Ο σοφιστής καλύπτει με θεούς (μυστηριώδεις δυνάμεις) το κενό της ιστορικής μας άγνοιας.

Το δεύτερο στάδιο είναι μια Γένεση των θνητών ειδών (από τους θεούς) και η ενίσχυση τους με στοιχεία επιβίωσης. Τη διανομή των στοιχείων ανέλαβε ο Επιμηθέας, ο οποίος, όπως δείχνει και το όνομα του, ενσαρκώνει την απρονοησία σε αντίθεση με τον αδελφό του Προμηθέα, που εκπροσωπεί την προνοητικότητα. Έτσι, μετά τη νομή (εκ των υστέρων) διαπιστώνεται ότι ο Επιμηθέας άφησε τελείως άοπλο και ανίσχυρο το ανθρώπινο γένος.

Στο τρίτο στάδιο, ο Προμηθέας, θέλοντας να διορθώσει το λάθος του αδελφού του, κλέβει και δωρίζει στους ανθρώπους την έντεχνη σοφία της Αθηνάς και τη φωτιά του Ηφαίστου. Ο Προμηθέας τιμωρήθηκε, ως γνωστό, για την πράξη του, αλλά έκτοτε ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας, απόκτησε κάτι θεϊκό: τη σπίθα του νου και της φωτιάς. Έτσι ιδρύθηκαν οι πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες με τα βασικά τους χαρακτηριστικά. Έλειπε όμως το κυριότερο: Η πολιτική τέχνη, η πολιτική οργάνωση. Οι άνθρωποι ζούσαν σε ημιάγρια κατάσταση και αλληλοσπαράζονταν, χωρίς αντίληψη δικαίου και ηθικής.

Στο τέταρτο στάδιο ο Ζευς, φοβούμενος μήπως αυτοκαταστραφεί το ανθρώπινο γένος, έστειλε τον Ερμή να δώσει σε όλους τους ανθρώπους την Αιδώ και τη Δίκη, στοιχεία που αποτελούν τη βάση της πολιτικής οργάνωσης. Από τότε αρχίζουν οι πολιτικές κοινωνίες και η πολιτική τέχνη. Δωρεά θεϊκή, του ίδιου του Δία, για την επιβίωση (=ειρηνική διαβίωση) των ανθρώπων. Το περί δικαίου και ηθικής αίσθημα λοιπόν, που καθορίζει το πολιτικώς ορθό, είναι κοινό σε όλους, γι' αυτό και σωστά οι Αθηναίοι καλούν όλους να λάβουν μέρος στη λήψη των αποφάσεων. Όλοι μπορούν να κρίνουν.

Με το μύθο του Πρωταγόρα:

α) Διαγράφει την ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας ως συνεχή πορεία εξανθρωπισμού και βελτίωσης της ζωής.

β) Υπερασπίζεται τη δημοκρατική αντίληψη στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων ανατρέποντας το επιχείρημα του Σωκράτη.

γ) Δείχνει ότι η πολιτική αρετή είναι διδακτή, διότι στηρίζεται σε υπόβαθρο φυσικό και κοινό (αίσθημα αιδούς και δίκης), άρα επιδεκτικό βελτιώσεως. Οι παρεχόμενες νουθεσίες και οι επιβαλλόμενες (ἀποτροπῆς ἕνεκα) ποινές, τείνουν προς αυτή την κατεύθυνση και αποδεικνύουν το διδακτόν της αρετής.

Η απόδειξη του λόγου

Ο Πρωταγόρας συμπληρώνει τη μυθική απόδειξη του διδακτού της αρετής με απόδειξη λογικής. Ο λόγος συμπληρώνει και συγκεκριμενοποιεί εδώ τον ανθρωπολογικό μύθο, εν αντιθέσει προς τον Πλάτωνα, όπου ο μεταφυσικός μύθος αποτελεί συνήθως προέκταση και έσχατη καταφυγή του λόγου.

Με το «λόγο» του ο Πρωταγόρας υπογραμμίζει ότι η όλη διαδικασία της αγωγής μέσα σε μια πολιτική κοινωνία, αποτελεί ορατή απόδειξη του διδακτού της αρετής. Και όλη η ζωή του ανθρώπου είναι μια διαδικασία αγωγής: Πρώτα η τροφός, η μήτηρ, ο παιδαγωγός, ο πατήρ. Έπειτα ο διδάσκαλος και ο παιδοτρίβης. Έπειτα η πόλις ολόκληρη ως παιδευτική κοινότητα με τους νόμους, τους θεσμούς, τα παραδείγματα της. Όλοι και όλα διδάσκουν την πολιτική αρετή μέσα από την διάκριση του πρέπει‑δεν πρέπει, ποίει‑μη ποίει, αυτό είναι καλό‑το άλλο είναι κακό, αποβλέποντας στην ορθή κοινωνικοποίηση (κοινωνική ένταξη) του ανθρώπου, που είναι συγχρόνως και ηθικοποίηση.

Η αγωγή όμως προαπαιτεί τη φύση, λέει ο Πρωταγόρας. Όσο η φύση (οι κληρονομημένες ιδιότητες) είναι καλύτερη, τόσο η δυνατότητα της αγωγής είναι μεγαλύτερη, και σ' αυτό οφείλεται ότι τα παιδιά των μεγάλων πολιτικών δεν είναι και αυτά μεγάλοι πολιτικοί π.χ. τα παιδιά του Περικλή, που πάντως είναι μικρά ακόμη και επομένως έχουν ελπίδες. Αλλά και μικρή να είναι η επίδραση της αγωγής, είναι πολύ καλύτερη από την παντελή έλλειψη αγωγής, που αφήνει τον άνθρωπο σε άγρια κατάσταση. Όπως και όσοι γυμνάζονται δεν γίνονται βέβαια όλοι αθλητές ή πρωταθλητές διατηρούν όμως το σώμα τους σε καλύτερη κατάσταση από αυτούς που δεν γυμνάζονται καθόλου.

Κατά τον Πρωταγόρα, λοιπόν, η αρετή είναι διδακτή, επειδή η αγωγή είναι δυνατή, επειδή ο άνθρωπος είναι ον αγώγιμο. Ο αισιόδοξος ανθρωπισμός του Πρωταγόρα απορρέει από τη δύναμη και την επίδραση της αγωγής και της παιδείας του ανθρώπου. Αύριο όλα θα είναι καλύτερα, γιατί η γνώση μας θα είναι περισσότερη και περισσότερο διαδεδομένη.

«Η θέση του Πρωταγόρα για την αρχική κατάσταση του ανθρώπου»

W. K. C. Guthrie, Οι Σοφιστές, μτφρ. Δ. Τσεκουράκης, Αθήνα (Μ.Ι.Ε.Τ.) 21991, σελ. 90-95

Ένας υποστηρικτής της θεωρίας της προόδου που μπορεί πραγματικά να αξιώσει για τον εαυτό του τον τίτλο του φιλοσόφου είναι ο Πρωταγόρας, ο πρώτος και ο μεγαλύτερος από τους Σοφιστές. Στον κατάλογο των έργων του υπάρχει ένας τίτλος που μπορεί να μεταφραστεί “Για την αρχική κατάσταση του ανθρώπου”, και θα υποθέσουμε εδώ ότι, όταν ο Πλάτων βάζει στο στόμα του Πρωταγόρα ένα λόγο πάνω σ’ αυτό το θέμα, επαναλάμβανε τις απόψεις του, που πολύ πιθανό να τις πήρε από το έργο που προαναφέραμε. Πρόκειται για το χωρίο Πρωτ. 320e κ.ε. Ο Πρωταγόρας έχει ισχυριστεί ότι διδάσκει την πολιτική αρετή και ο Σωκράτης έχει εκφράσει τις αμφιβολίες του σχετικά με το αν αυτή μπορεί να διδαχτεί.

Οι αντιρρήσεις του είναι οι εξής: α)Σε θέματα που τα διδάσκει κανείς ή τα μαθαίνει, όπως λ.χ. η αρχιτεκτονική και η ναυπηγική, οι Αθηναία δέχονται τη συμβουλή μόνο των ειδικών, αλλά για τη γενική πολιτική επιτρέπουν στον καθένα να δίνει συμβουλές, προφανώς γιατί δεν τη θεωρούν τεχνική γνώση που απαιτεί εκπαίδευση. β)Οι καλοί και σοφοί πολιτικοί αποδεικνύονται ανίκανοι να μεταδώσουν τις πολιτικές τους αρετές σε άλλους, ακόμη και στους ίδιους τους γιους τους.

Ο Πρωταγόρας προσφέρεται να εκφράσει τις απόψεις του με τη μορφή είτε τεκμηριωμένου διαλόγου είτε μιας διήγησης ή παραβολής, και, όταν οι ακροατές του τον αφήνουν να διαλέξει ο ίδιος, προτιμά τη διήγηση, γιατί είναι πιο πιθανό να προκαλέσει μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Αυτό αποτελεί σαφή προειδοποίηση για μας ότι η αναφορά στους θεούς δεν είναι ανάγκη να ληφθεί στα σοβαρά, και μπορεί να αφαιρεθεί ως στολίδι του μύθου. Ο Πλάτων γνώριζε καλά ότι ο Πρωταγόρας ήταν αγνωστικιστής σε θέματα θρησκείας (πρβλ. Θεαίτ. 162d), και δεν είχε την πρόθεση να εξαπατήσει τους αναγνώστες του. Στην πραγματικότητα μετά το μύθο ακολουθεί μια ορθολογιστική εξήγηση των κύριων σημείων του, από την οποία απουσιάζει εντελώς ο θεϊκός παράγοντας.

Ο Πρωταγόρας αναλαμβάνει να υποστηρίξει μια δύσκολη θέση, και το κατορθώνει με αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα. Αν δεχόταν ότι η αρετή είναι φυσικό προσόν ολόκληρου του ανθρώπινου γένους και όχι κάτι που αποκτάται με τη μάθηση, θα επιχειρηματολογούσε για την κατάργηση του ίδιου του επαγγέλματος του, γιατί μόλις πριν από λίγο ισχυρίστηκε ότι δουλειά του είναι η διδασκαλία της αρετής. Από την άλλη μεριά, έχει αναλάβει να δικαιολογήσει την αρχή πάνω στην οποία βασίζεται η αθηναϊκή δημοκρατία, ότι δηλαδή τα ζητήματα της πολιτικής δεν είναι καθόλου τεχνικά θέματα, έτσι ώστε η συμβουλή του ‘σιδηρουργού ή του υποδηματοποιού’ μπορεί να είναι εξίσου καλή με οποιουδήποτε άλλου, πράγμα που φαίνεται να υποδηλώνει ότι οι απαραίτητες αρετές είναι έμφυτες σε όλους τους ανθρώπους, και όχι κάτι που μεταδίδεται με τη διδασκαλία. Στο μύθο και στην ερμηνεία που τον ακολουθεί υποστηρίζονται και οι δύο θέσεις.

Η σοφία στις τέχνες (έντεχνος σοφία) είναι έμφυτη στον άνθρωπο από την αρχή, γιατί στο μύθο ο Προμηθέας τη χαρίζει στους πρώτους ανθρώπους τη στιγμή της δημιουργίας τους. Δεν είναι παρά μια διαφορετική έκφραση για τη δεξιοτεχνία (σύνεση στον Ευριπίδη), που κατά τον Ευριπίδη και τον Αισχύλο είναι το πρώτο δώρο των θεών. Από την αρχή επίσης οι άνθρωποι έχουν μέσα τους την έμφυτη ορμή για λατρεία, επειδή, όπως διατυπώνεται στο μύθο, ‘συμμετέχουν στο θείο’. Αυτό συμβαίνει και επειδή το λογικό ήταν δώρο του Προμηθέα, που ήταν θεϊκό ον, και επειδή η κατοχή του θεωρούνταν απόδειξη της συγγένειας με τους θεούς. Ο ίδιος ο Πρωταγόρας κατά πάσα πιθανότητα αναγνώριζε ότι η λατρεία προσιδιάζει στον άνθρωπο και ίσως είναι κάτι το απαραίτητο, χωρίς όμως να παίρνει θέση σχετικά με την ύπαρξη του αντικειμένου της.

Χρησιμοποιώντας την έμφυτη νοημοσύνη τους, οι άνθρωποι γρήγορα βρήκαν τροφή, στέγη και ενδυμασία, και έμαθαν να μιλούν. Ζούσαν όμως ακόμη ‘διασκορπισμένοι’, χωρίς πόλεις, γιατί, μολονότι κατείχαν ‘την τέχνη να δημιουργούν’, εντούτοις στερούνταν την ‘πολιτική τέχνη’. Κατά συνέπεια πολλοί σκοτώθηκαν από άγρια θηρία, απέναντι στα οποία η μόνη άμυνα για το ανθρώπινο γένος, που ήταν σωματικά πιο αδύνατο, ήταν η συνδυασμένη ενέργεια. Από φόβο λοιπόν μήπως εξαφανιστεί εντελώς το ανθρώπινο γένος, ο Δίας (κατά το μύθο) έστειλε τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους δύο ηθικές αρετές, που ήταν η αιδώς και η δίκη, ‘για να μπορέσει να αναπτυχθεί η πολιτική τάξη και να δημιουργηθεί ένας δεσμός φιλίας και ένωσης’ (322c). Δίκη είναι η αίσθηση του σωστού ή της δικαιοσύνης, ενώ η αιδώς είναι μια πιο περίπλοκη ιδιότητα, που σε γενικές γραμμές συνδυάζει τα αισθήματα της ντροπής, της σεμνότητας και του σεβασμού προς τους άλλους. Γενικά δεν απέχει πολύ από τη "συνείδηση". Αυτά τα δώρα δεν πρέπει να περιορίζονται σε ορισμένους εκλεκτούς ανθρώπους, όπως συμβαίνει με τις τέχνες, όπου κάποιος μπορεί να είναι γιατρός, ένας άλλος μουσικός κ.τ.λ., και η ζωή πρέπει να οργανώνεται με βάση την κατανομή της εργασίας. Αυτές τις αρετές πρέπει να τις έχουν όλοι, γιατί ‘ποτέ δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν πόλεις, αν αυτές τις αρετές τις είχαν μόνο λίγοι, όπως συμβαίνει με τις τέχνες’. Ωστόσο, από την άλλη μεριά, ούτε και ο Δίας δεν μπορεί να εξασφαλίσει την καθολικότητα τους, γιατί δεν αποτελούσαν μέρος της αρχικής φύσης του ανθρώπου. Γι' αυτό προσθέτει ότι όποιος αποδειχτεί ανίκανος να τις αποκτήσει, πρέπει να θανατώνεται ως καρκίνωμα στο σώμα της πολιτείας.

Το θέσπισμα του Δία αντιστοιχεί με αυτό που σε ανθρωπολογίες που δεν στηρίζονται στο μύθο (και σύμφωνα με τον ίδιο τον Πρωταγόρα) ήταν έργο του χρόνου, της πικρής πείρας και της ανάγκης. Ο μύθος διδάσκει δύο πράγματα σχετικά με τις "πολιτικές αρετές": α)στον πολιτισμένο κόσμο τις κατέχουν ως ένα βαθμό (323c) όλοι, αλλά β)δεν είναι έμφυτες στον άνθρωπο από την αρχή. Στην εξήγηση που ακολουθεί μετά το μύθο υποστηρίζονται και οι δύο αυτές θέσεις. Η πρώτη δικαιολογεί τους Αθηναίους, που απαιτούν να είναι κανείς ειδικός στις πρακτικές τέχνες αλλά όχι και στην πολιτική τέχνη, για την οποία οι απαραίτητες προϋποθέσεις είναι η δικαιοσύνη και η μετριοπάθεια. Στην πραγματικότητα ο καθένας πιστεύει ότι αυτές οι αρετές υπάρχουν σε όλους. Ένας άνθρωπος που στερείται εντελώς το ταλέντο για κάποια τέχνη, π.χ. τη μουσική, είναι κάτι το συνηθισμένο, αλλά ένας άνθρωπος χωρίς καθόλου ηθικές αρετές θα ήταν αδύνατο να θεωρηθεί άνθρωπος, και αν κανένας δήλωνε πως αυτό συμβαίνει με τον εαυτό του θα θεωρούνταν τρελός (322a-c). Αν κάποτε ο Σωκράτης συναντούσε έναν τέτοιο άνθρωπο ‑που εξ υποθέσεως θα ζούσε σε απομόνωση, χωρίς εκπαίδευση, δικαστήρια, νόμους ή οποιονδήποτε άλλον περιορισμό της πολιτισμένης ζωής‑ θα θεωρούσε τους πιο στυγνούς εγκληματίες της Αθήνας συγκριτικά ενάρετους. Από την άλλη μεριά όμως, μολονότι οι Αθηναίοι, όπως όλοι οι άλλοι, πιστεύουν ότι κάθε άνθρωπος έχει ως ένα βαθμό τις πολιτικές αρετές, δεν τις θεωρούν έμφυτες ή αυτόματες, αλλά πιστεύουν ότι αποκτούνται με διδασκαλία και προσπάθεια (323c: επομένως, στην πραγματικότητα αντιστοιχούν με το θέσπισμα του Δία στο μύθο). Η εκπαίδευση αρχίζει από τη βρεφική ηλικία, με τη μητέρα, την τροφό και τον πατέρα, και συνεχίζεται με τους δασκάλους και, όταν μεγαλώσει κανείς, με την πολιτεία, που με τους νόμους της καθορίζει έναν τρόπο ζωής. Επιπλέον οι πολίτες παροτρύνουν ο ένας τον άλλο, γιατί στον καθένα συμφέρει να αντιλαμβάνονται οι γείτονες του τους κανόνες της οργανωμένης κοινωνικής ζωής (327a-b). Σ’ αυτήν τη διαρκή διαδικασία είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς μια τάξη δασκάλων της αρετής, αλλά αυτό δεν αποτελεί απόδειξη ότι η αρετή δεν μπορεί να διδαχτεί, όπως η έλλειψη δασκάλων της μητρικής μας γλώσσας δεν αποδεικνύει κάτι παρόμοιο για την ομιλία.

Σε σχέση με αυτά ο Πρωταγόρας διατυπώνει τη θεωρία του για τις ποινές, που δίκαια έγινε πασίγνωστη, με τη φωτισμένη απόρριψη των κινήτρων της εκδίκησης ή της ανταπόδοσης.[...]

Βέβαια η άποψη του Πρωταγόρα για τις έννοιες αρετή, δίκη και νόμος προϋποθέτει ότι η ανθρώπινη φύση, πριν επηρεαστεί από την εκπαίδευση, έχει μέσα της τη δυνατότητα για ηθική πρόοδο, αν και η πραγματοποίηση αυτής της προόδου είναι θέμα πείρας και αγωγής. Όπως έλεγε αργότερα ο Αριστοτέλης (Ἠθ. Νικ. 1103a24) ‘Η φύση μάς έδωσε τα εφόδια για την απόκτηση των αρετών, αλλά αυτές φτάνουν στην τελειότητα μόνο με την άσκηση (ἔθος)’. Ο ίδιος ο Πρωταγόρας έλεγε (απ. 3 DK): ‘Η διδασκαλία χρειάζεται τόσο τη φύση όσο και την εξάσκηση (άσκηση δηλαδή του μαθητή)’. Αυτή την προϋπάρχουσα ικανότητα, που ποικίλλει από το ένα άτομο στο άλλο, προβάλλει ως επιχείρημα έναντι του άλλου ισχυρισμού του Σωκράτη, ότι μερικοί εξέχοντες πολιτικοί φαίνονται να μην είναι σε θέση να μεταδώσουν την αρετή τους ακόμη και στους ίδιους τους γιους τους. Αν η αρετή μεταδιδόταν στους ανθρώπους όπως ακριβώς και οι τέχνες (326e κ.ε.), όπου ένας τεχνίτης διδάσκει πολλούς μη ειδικούς, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, μολονότι και σ’ αυτή την περίπτωση οι γιοι πολλών καλλιτεχνών, παρά την εκπαίδευση που πήραν από τους πατέρες τους, δεν αξίζουν τίποτε μπροστά τους (328c). Στην πραγματικότητα όμως όλοι έχουν κάποια ικανότητα να αποκτήσουν την αρετή και όλοι την αναπτύσσουν συνέχεια με διάφορες παιδευτικές διαδικασίες, που καμιά φορά περνούν απαρατήρητες. Σε μια τέτοια περίπτωση το πλεονέκτημα της συναναστροφής με ένα διαπρεπή πατέρα δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία όσο τα φυσικά χαρίσματα του γιου, που ενδέχεται να είναι πολύ κατώτερα.

Σχετικά με το γεγονός ότι ο ίδιος διακήρυσσε ότι είναι Σοφιστής, αν θεωρηθεί δεδομένο ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί, και μεταδίδεται συνεχώς με χίλιους δυο τρόπους απλώς με την εμπειρία που έχει κανείς μεγαλώνοντας σε μια ευνομούμενη πολιτεία, πρέπει, συμπεραίνει με μετριοφροσύνη, να είμαστε ευχαριστημένοι αν μπορούμε να βρούμε κάποιον κάπως καλύτερο από τους άλλους για να μας χειραγωγήσει. Κι αυτό μόνο ισχυρίζεται ότι είναι ο ίδιος.