Πλάτων, Πρωταγόρας*

317e–328d

(Το διδακτό της αρετής) Η αρχή της συζήτησης

Ο Σωκράτης αναπαράγει σε ένα φιλικό του πρόσωπο τον διάλογό του με τον σοφιστή Πρωταγόρα με θέμα το διδακτό της αρετής. Στις εισαγωγικές παραγράφους ο φιλόσοφος αφηγήθηκε πώς βρέθηκε στο σπίτι του Καλλία εξαιτίας της επιθυμίας του νεαρού Ιπποκράτη να γίνει μαθητής του διάσημου σοφιστή.

Πλάτων, Πρωταγόρας, 317e–328d

Μτφρ. Η.Σ. Σπυρόπουλος. 1992. Πλάτωνος Πρωταγόρας. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια. 4η έκδ. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)

Μτφρ. Κ.Ν. Πετρόπουλος. 1981. Πλάτωνα Πρωταγόρας. Κείμενο, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Πατάκης

Ἐπεὶ δὲ πάντες συνεκαθεζόμεθα, ὁ Πρωταγόρας, Νῦν δὴ ἄν, ἔφη, λέγοις, ὦ Σώκρατες, ἐπειδὴ καὶ οἵδε πάρεισιν, περὶ ὧν ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐποιοῦ πρὸς ἐμὲ ὑπὲρ τοῦ νεανίσκου.

[318a] Καὶ ἐγὼ εἶπον ὅτι Ἡ αὐτή μοι ἀρχή ἐστιν, ὦ Πρωταγόρα, ἥπερ ἄρτι, περὶ ὧν ἀφικόμην. Ἱπποκράτης γὰρ ὅδε τυγχάνει ἐν ἐπιθυμίᾳ ὢν τῆς σῆς συνουσίας· ὅτι οὖν αὐτῷ ἀποβήσεται, ἐάν σοι συνῇ, ἡδέως ἄν φησι πυθέσθαι. τοσοῦτος ὅ γε ἡμέτερος λόγος.

Ὑπολαβὼν οὖν ὁ Πρωταγόρας εἶπεν· Ὦ νεανίσκε, ἔσται τοίνυν σοι, ἐὰν ἐμοὶ συνῇς, ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐμοὶ συγγένῃ, ἀπιέναι οἴκαδε βελτίονι γεγονότι, καὶ ἐν τῇ ὑστεραίᾳ ταὐτὰ ταῦτα· καὶ ἑκάστης ἡμέρας ἀεὶ ἐπὶ τὸ βέλτιον ἐπιδιδόναι.

[318b] Καὶ ἐγὼ ἀκούσας εἶπον· Ὦ Πρωταγόρα, τοῦτο μὲν οὐδὲν θαυμαστὸν λέγεις, ἀλλὰ εἰκός, ἐπεὶ κἂν σύ, καίπερ τηλι- κοῦτος ὢν καὶ οὕτως σοφός, εἴ τίς σε διδάξειεν ὃ μὴ τυγ- χάνοις ἐπιστάμενος, βελτίων ἂν γένοιο. ἀλλὰ μὴ οὕτως, ἀλλ’ ὥσπερ ἂν εἰ αὐτίκα μάλα μεταβαλὼν τὴν ἐπιθυμίαν Ἱπποκράτης ὅδε ἐπιθυμήσειεν τῆς συνουσίας τούτου τοῦ νεανίσκου τοῦ νῦν νεωστὶ ἐπιδημοῦντος, Ζευξίππου τοῦ Ἡρακλεώτου, καὶ ἀφικόμενος παρ’ αὐτόν, ὥσπερ παρὰ σὲ [318c] νῦν, ἀκούσειεν αὐτοῦ ταὐτὰ ταῦτα ἅπερ σοῦ, ὅτι ἑκάστης ἡμέρας συνὼν αὐτῷ βελτίων ἔσται καὶ ἐπιδώσει, εἰ αὐτὸν ἐπανέροιτο· «Τί δὴ φῂς βελτίω ἔσεσθαι καὶ εἰς τί ἐπιδώ- σειν;» εἴποι ἂν αὐτῷ ὁ Ζεύξιππος ὅτι πρὸς γραφικήν· κἂν εἰ Ὀρθαγόρᾳ τῷ Θηβαίῳ συγγενόμενος, ἀκούσας ἐκείνου ταὐτὰ ταῦτα ἅπερ σοῦ, ἐπανέροιτο αὐτὸν εἰς ὅτι βελτίων καθ’ ἡμέραν ἔσται συγγιγνόμενος ἐκείνῳ, εἴποι ἂν ὅτι εἰς αὔλησιν· οὕτω δὴ καὶ σὺ εἰπὲ τῷ νεανίσκῳ καὶ ἐμοὶ ὑπὲρ [318d] τούτου ἐρωτῶντι, Ἱπποκράτης ὅδε Πρωταγόρᾳ συγγενόμενος, ᾗ ἂν αὐτῷ ἡμέρᾳ συγγένηται, βελτίων ἄπεισι γενόμενος καὶ τῶν ἄλλων ἡμερῶν ἑκάστης οὕτως ἐπιδώσει εἰς τί, ὦ Πρωταγόρα, καὶ περὶ τοῦ;

Καὶ ὁ Πρωταγόρας ἐμοῦ ταῦτα ἀκούσας, Σύ τε καλῶς ἐρωτᾷς, ἔφη, ὦ Σώκρατες, καὶ ἐγὼ τοῖς καλῶς ἐρωτῶσι χαίρω ἀποκρινόμενος. Ἱπποκράτης γὰρ παρ’ ἐμὲ ἀφικό- μενος οὐ πείσεται ἅπερ ἂν ἔπαθεν ἄλλῳ τῳ συγγενόμενος τῶν σοφιστῶν. οἱ μὲν γὰρ ἄλλοι λωβῶνται τοὺς νέους· [318e] τὰς γὰρ τέχνας αὐτοὺς πεφευγότας ἄκοντας πάλιν αὖ ἄγοντες ἐμβάλλουσιν εἰς τέχνας, λογισμούς τε καὶ ἀστρονομίαν καὶ γεωμετρίαν καὶ μουσικὴν διδάσκοντες ―καὶ ἅμα εἰς τὸν Ἱππίαν ἀπέβλεψεν― παρὰ δ’ ἐμὲ ἀφικόμενος μαθήσεται οὐ περὶ ἄλλου του ἢ περὶ οὗ ἥκει. τὸ δὲ μάθημά ἐστιν εὐβουλία περὶ τῶν οἰκείων, ὅπως ἂν ἄριστα τὴν αὑτοῦ οἰκίαν διοικοῖ, [319a] καὶ περὶ τῶν τῆς πόλεως, ὅπως τὰ τῆς πόλεως δυνατώτατος ἂν εἴη καὶ πράττειν καὶ λέγειν.

Ἆρα, ἔφην ἐγώ, ἕπομαί σου τῷ λόγῳ; δοκεῖς γάρ μοι λέγειν τὴν πολιτικὴν τέχνην καὶ ὑπισχνεῖσθαι ποιεῖν ἄνδρας ἀγαθοὺς πολίτας.

Αὐτὸ μὲν οὖν τοῦτό ἐστιν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, τὸ ἐπάγγελμα ὃ ἐπαγγέλλομαι.

Ἦ καλόν, ἦν δ’ ἐγώ, τέχνημα ἄρα κέκτησαι, εἴπερ κέκτησαι· οὐ γάρ τι ἄλλο πρός γε σὲ εἰρήσεται ἢ ἅπερ νοῶ. ἐγὼ γὰρ τοῦτο, ὦ Πρωταγόρα, οὐκ ᾤμην διδακτὸν [319b] εἶναι, σοὶ δὲ λέγοντι οὐκ ἔχω ὅπως [ἂν] ἀπιστῶ. ὅθεν δὲ αὐτὸ ἡγοῦμαι οὐ διδακτὸν εἶναι μηδ’ ὑπ’ ἀνθρώπων παρα- σκευαστὸν ἀνθρώποις, δίκαιός εἰμι εἰπεῖν. ἐγὼ γὰρ Ἀθη- ναίους, ὥσπερ καὶ οἱ ἄλλοι Ἕλληνες, φημὶ σοφοὺς εἶναι. ὁρῶ οὖν, ὅταν συλλεγῶμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἐπειδὰν μὲν περὶ οἰκοδομίας τι δέῃ πρᾶξαι τὴν πόλιν, τοὺς οἰκοδόμους μεταπεμπομένους συμβούλους περὶ τῶν οἰκοδομημάτων, ὅταν δὲ περὶ ναυπηγίας, τοὺς ναυπηγούς, καὶ τἆλλα πάντα οὕτως, [319c] ὅσα ἡγοῦνται μαθητά τε καὶ διδακτὰ εἶναι· ἐὰν δέ τις ἄλλος ἐπιχειρῇ αὐτοῖς συμβουλεύειν ὃν ἐκεῖνοι μὴ οἴονται δη- μιουργὸν εἶναι, κἂν πάνυ καλὸς ᾖ καὶ πλούσιος καὶ τῶν γενναίων, οὐδέν τι μᾶλλον ἀποδέχονται, ἀλλὰ καταγελῶσι καὶ θορυβοῦσιν, ἕως ἂν ἢ αὐτὸς ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς, ἢ οἱ τοξόται αὐτὸν ἀφελκύσωσιν ἢ ἐξάρωνται κελευόντων τῶν πρυτάνεων. περὶ μὲν οὖν ὧν οἴονται ἐν τέχνῃ εἶναι, οὕτω διαπράττονται· ἐπειδὰν δέ τι περὶ τῶν τῆς [319d] πόλεως διοικήσεως δέῃ βουλεύσασθαι, συμβουλεύει αὐτοῖς ἀνιστάμενος περὶ τούτων ὁμοίως μὲν τέκτων, ὁμοίως δὲ χαλκεὺς σκυτοτόμος, ἔμπορος ναύκληρος, πλούσιος πένης, γενναῖος ἀγεννής, καὶ τούτοις οὐδεὶς τοῦτο ἐπιπλήττει ὥσπερ τοῖς πρότερον, ὅτι οὐδαμόθεν μαθών, οὐδὲ ὄντος διδασκάλου οὐδενὸς αὐτῷ, ἔπειτα συμβουλεύειν ἐπιχειρεῖ· δῆλον γὰρ ὅτι οὐχ ἡγοῦνται διδακτὸν εἶναι. μὴ τοίνυν ὅτι τὸ κοινὸν τῆς [319e] πόλεως οὕτως ἔχει, ἀλλὰ ἰδίᾳ ἡμῖν οἱ σοφώτατοι καὶ ἄριστοι τῶν πολιτῶν ταύτην τὴν ἀρετὴν ἣν ἔχουσιν οὐχ οἷοί τε ἄλλοις παραδιδόναι· ἐπεὶ Περικλῆς, ὁ τουτωνὶ τῶν νεανίσκων πατήρ, τούτους ἃ μὲν διδασκάλων εἴχετο καλῶς καὶ εὖ ἐπαίδευσεν, [320a] ἃ δὲ αὐτὸς σοφός ἐστιν οὔτε αὐτὸς παιδεύει οὔτε τῳ ἄλλῳ παραδίδωσιν, ἀλλ’ αὐτοὶ περιιόντες νέμονται ὥσπερ ἄφετοι, ἐάν που αὐτόματοι περιτύχωσιν τῇ ἀρετῇ. εἰ δὲ βούλει, Κλεινίαν, τὸν Ἀλκιβιάδου τουτουῒ νεώτερον ἀδελφόν, ἐπιτρο- πεύων ὁ αὐτὸς οὗτος ἀνὴρ Περικλῆς, δεδιὼς περὶ αὐτοῦ μὴ διαφθαρῇ δὴ ὑπὸ Ἀλκιβιάδου, ἀποσπάσας ἀπὸ τούτου, κατα- θέμενος ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε· καὶ πρὶν ἓξ μῆνας γεγονέναι, [320b] ἀπέδωκε τούτῳ οὐκ ἔχων ὅτι χρήσαιτο αὐτῷ. καὶ ἄλλους σοι παμπόλλους ἔχω λέγειν, οἳ αὐτοὶ ἀγαθοὶ ὄντες οὐδένα πώποτε βελτίω ἐποίησαν οὔτε τῶν οἰκείων οὔτε τῶν ἀλλοτρίων. ἐγὼ οὖν, ὦ Πρωταγόρα, εἰς ταῦτα ἀποβλέπων οὐχ ἡγοῦμαι διδακτὸν εἶναι ἀρετήν· ἐπειδὴ δέ σου ἀκούω ταῦτα λέγοντος, κάμπτομαι καὶ οἶμαί τί σε λέγειν διὰ τὸ ἡγεῖσθαί σε πολλῶν μὲν ἔμπειρον γεγονέναι, πολλὰ δὲ μεμαθηκέναι, τὰ δὲ αὐτὸν ἐξηυρηκέναι. εἰ οὖν ἔχεις ἐναργέστερον ἡμῖν ἐπιδεῖξαι ὡς [320c] διδακτόν ἐστιν ἡ ἀρετή, μὴ φθονήσῃς ἀλλ’ ἐπίδειξον.

Ἀλλ’, ὦ Σώκρατες, ἔφη, οὐ φθονήσω· ἀλλὰ πότερον ὑμῖν, ὡς πρεσβύτερος νεωτέροις, μῦθον λέγων ἐπιδείξω ἢ λόγῳ διεξελθών;

Πολλοὶ οὖν αὐτῷ ὑπέλαβον τῶν παρακαθημένων ὁποτέρως βούλοιτο οὕτως διεξιέναι. Δοκεῖ τοίνυν μοι, ἔφη, χαριέ- στερον εἶναι μῦθον ὑμῖν λέγειν.

Όταν όλοι μας πήραμε θέση, ο Πρωταγόρας είπε: Θα είχες την καλοσύνη, Σωκράτη, τώρα που όλοι μας είμαστε συγκεντρωμένοι, να μας μιλήσεις για όσα πριν από λίγο είπες σε μένα για το νεαρό; Και εγώ είπα: Πρωταγόρα, θ' αρχίσω με τα ίδια λόγια που είπα εδώ και λίγη ώρα, δηλαδή για ποιο ζήτημα ήρθα: τον Ιπποκράτη από δω τον έπιασε λαχτάρα να συναναστραφεί μαζί σου· λέει λοιπόν ότι θα χαιρόταν αν μάθαινε ποιο κέρδος θα έχει με το να μαθητεύσει κοντά σου. Όλο κι όλο αυτά είχαμε να πούμε.

Πήρε τότε το λόγο ο Πρωταγόρας και είπε: Λοιπόν, νεαρέ μου, αν γίνεις μαθητής μου, να τι θα πάρεις: κάθε μέρα που θ' ακούς τη διδασκαλία μου θα γυρίζεις στο σπίτι σου καλύτερος ― και την επομένη πάλι το ίδιο, και κάθε μέρα, συνέχεια, θα προοδεύεις στο καλύτερο.

Κι εγώ ακούοντας αυτά του είπα: Δεν λες τίποτα το παράξενο, αλλά συνηθισμένα πράγματα, Πρωταγόρα· γιατί ακόμα κι εσύ ―που είσαι τόσο μεγάλος στα χρόνια και τόσο σοφός― θα μπορούσες να γίνης καλύτερος, αν βρισκόταν κάποιος να σε διδάξει κάτι που τυχαίνει να μην το ξέρεις. Μην απαντάς λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο, αλλά πες ότι αυτή τη στιγμή αλλάζει ξαφνικά την επιθυμία του τούτος ο Ιπποκράτης, και τον πιάνει πόθος να μαθητεύσει κοντά σ' αυτόν το νεαρό, που βρίσκεται στην πόλη μας εδώ και λίγες μέρες, τον Ζεύξιππο από την Ηράκλεια. Τον επισκέπτεται λοιπόν ―όπως εσένα καλή ώρα― και παίρνει κι απ' αυτόν απάντηση ίδια με τη δική σου: δηλαδή ότι με τη συναναστροφή του κάθε μέρα θα γίνεται καλύτερος και θα προοδεύει. Αν του έκανε δεύτερη ερώτηση: Σε τι λοιπόν θα γίνω καλύτερος και ποια θα είναι η προκοπή μου; ο Ζεύξιππος θα του έλεγε ότι, στη ζωγραφική. Πάλι, αν πήγαινε να βρει τον Ορθαγόρα τον Θηβαίο κι έπαιρνε απάντηση ίδια με τη δική σου, και του έκανε δεύτερη ερώτηση ―σε τι θα γίνεται καλύτερος κάθε μέρα με τη συναναστροφή του―, θα του απαντούσε ότι, στο παίξιμο του αυλού. Μια τέτοια απάντηση δώσε λοιπόν κι εσύ στο νεαρό και σε μένα, που ρωτώ για χάρη του: ο Ιπποκράτης μας, με το να συναναστρέφεται τον Πρωταγόρα, κάθε μέρα που θα τον συναναστρέφεται θα γυρίζει στο σπίτι του καλύτερος, και καθεμιά απ' τις επόμενες μέρες την ίδια πρόοδο θα έχει· σε ποια κατεύθυνση όμως, και πάνω σε τι, Πρωταγόρα;

Κι ο Πρωταγόρας ακούοντας τα λόγια μου είπε: Σωκράτη, κι εσύ με ωραίο τρόπο με ρωτάς, κι εγώ χαίρομαι ν' απαντώ σ' ανθρώπους που ρωτούν ωραία· λοιπόν ο Ιπποκράτης, αν έρθει κοντά μου, δε θα πάθει ό,τι θα πάθαινε, αν συναναστρεφόταν κανέναν άλλο σοφιστή· γιατί, έξω από μένα, οι άλλοι βλάπτουν τους νέους: την ώρα που οι νέοι πάνε να ξεφύγουν από τις πρακτικές γνώσεις, οι σοφιστές τούς φέρνουνε πάλι πίσω με το στανιό, και τους μπερδεύουν με πρακτικές γνώσεις, διδάσκοντάς τους πρακτική αριθμητική και αστρονομία και γεωμετρία και μουσικά όργανα ―και λέγοντας αυτά έριξε μια ματιά στον Ιππία―, όμως αν έρθη κοντά μου, δε θα σπουδάσει τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτό για το οποίο ήρθε. Η διδασκαλία μου σε κάνει μυαλωμένο για τις υποθέσεις του σπιτιού σου (πώς να κυβερνάς με τον καλύτερο τρόπο το νοικοκυριό σου), και για τις υποθέσεις της πολιτείας (πώς να γίνεις ασυναγώνιστος πολιτικός και στα έργα και στους λόγους).

Αν καταλαβαίνω καλά τα λόγια σου, του είπα, μου φαίνεται ότι κάνεις λόγο για την αρετή και υπόσχεσαι να κάνεις τους ανθρώπους υποδειγματικούς πολίτες.

Ακριβώς αυτή είναι η υποχρέωση που αναλαμβάνω, Σωκράτη.

Τότε κατέχεις στ' αλήθεια θαυμάσια τέχνη, αν την κατέχεις, του είπα· γιατί θα σου πω ακριβώς αυτό που σκέφτομαι. Εγώ δηλαδή δεν πιστεύω ότι η τέχνη αυτή μπορεί να διδαχτεί, Πρωταγόρα· όμως μια και το λες εσύ, δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να αμφιβάλλει. Είμαι όμως υποχρεωμένος να σου εξηγήσω πώς σχημάτισα τη γνώμη ότι αυτή δεν μπορεί να διδαχτεί ούτε να μεταδοθεί από τον ένα στον άλλον.

Δηλαδή εγώ, όπως κι οι άλλοι Έλληνες, έχω τη γνώμη ότι οι Αθηναίοι είναι λαός σοφός. Παρατηρώ λοιπόν ότι, όταν μαζευόμαστε στην εκκλησία του δήμου, κάθε φορά που είναι να καταπιαστεί η πολιτεία με κάποιο οικοδομικό έργο, φωνάζουν τους αρχιτέκτονες να δώσουν τη συμβουλή τους για τα οικοδομήματα· όταν πάλι είναι να ναυπηγήσουν πλοία, τους ναυπηγούς, το ίδιο και για όλα τ' άλλα, όσα πιστεύουν ότι μπορεί κανείς να τα μάθει και να τα διδάξει. Όμως αν μπει στη μέση για να δώσει συμβουλή κάποιος άλλος, που εκείνοι δεν τον ξέρουν για άνθρωπο της δουλειάς (ας είναι όμορφος και πλούσιος και αριστοκράτης όσο θες), δεν δίνουν καμιά προσοχή στα λεγόμενά του, αλλά τον παίρνουν στο ψιλό και χαλούν τον κόσμο, ώσπου ή ο ίδιος που ανάλαβε να δώσει συμβουλές σαστίσει και παραμερίσει, ή οι τοξότες τον τραβήξουν από το βήμα ή τον πετάξουν έξω με διαταγή των πρυτάνεων. Λοιπόν, όσα θέματα απαιτούν ειδίκευση, έτσι τ' αντιμετωπίζουν· αντίθετα, κάθε φορά που το θέμα της συνεδρίασης έχει σχέση με τα γενικά συμφέροντα της πολιτείας, παίρνει το λόγο και δίνει τη συμβουλή του χωρίς καμιά διάκριση ο ξυλουργός, ο χαλκιάς κι ο τσαγκάρης, ο εισαγωγέας κι ο καραβοκύρης, ο πλούσιος και ο φτωχός, ο αριστοκράτης κι ο άνθρωπος του λαού· τώρα όμως κανείς δεν τους βάζει μπροστά γι' αυτό, όπως στην προηγούμενη περίπτωση ―επειδή δηλαδή μπαίνουν στη μέση και δίνουν συμβουλές, ενώ σε κανένα σχολείο δεν πήγαν ούτε είχαν κανένα δάσκαλο, ολοφάνερα επειδή πιστεύουν ότι αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να διδαχτούν. Και μη μου πεις ότι αυτό γίνεται μόνο στις δημόσιες υποθέσεις, γιατί και στην ιδιωτική τους ζωή οι πιο σοφοί κι οι πιο άξιοι πολίτες την αρετή αυτή που έχουν δεν μπορούν να τη μεταδώσουν σ' άλλους· να, ο πατέρας των νεαρών από δω, ο Περικλής, τους έδωσε καλή και γερή μόρφωση πάνω σ' ό,τι μπορούσαν να πάρουν απ' τους δασκάλους· όμως πάνω σ' αυτό που ο ίδιος του είναι σοφός ούτε ο ίδιος τούς μορφώνει ούτε σε κανέναν άλλον τούς εμπιστεύεται, αλλά γυρνούν εδώ κι εκεί μόνοι τους και βόσκουν σαν τα απολυτά ζωά ― μήπως κάπου στην τύχη συναπαντήσουν την αρετή. Και δεύτερο παράδειγμα: ο ίδιος αυτός άντρας, ο Περικλής, ανάλαβε να μεγαλώσει τον Κλεινία, τον μικρότερο αδερφό του Αλκιβιάδη από δω. Λοιπόν, επειδή φοβόταν μήπως ο Αλκιβιάδης ―τον ξέρουμε δα― τον παρασύρει στη διαφθορά, τον ξέκοψε απ' αυτόν, τον έβαλε οικότροφο στο σπίτι του Αρίφρονα και προσπαθούσε να τον μορφώσει. Δεν πέρασαν έξι μήνες ― και ο Αρίφρονας του τον έφερε πίσω, γιατί δεν ήξερε τι να κάμει μ' αυτόν. Μπορώ να σου αναφέρω κι ένα σωρό άλλους, που οι ίδιοι τους ήταν άξιοι, όμως κανέναν ποτέ δεν έκαναν καλύτερον, ούτε συγγενή τους ούτε ξένο. Αυτά λοιπόν παρατηρώ, Πρωταγόρα, και βγάζω το συμπέρασμα ότι η αρετή δεν διδάσκεται· αλλά, όταν ακούω από σένα να λες το αντίθετο, κλονίζομαι, και πιστεύω ότι τα λόγια σου κρύβουν κάποιαν αλήθεια· γιατί σχημάτισα τη γνώμη ότι πολλά πράγματα έμαθες από την πείρα, πολλά από τους δασκάλους, κι άλλα μόνος σου τ' ανακάλυψες. Λοιπόν, αν σου είναι εύκολο να μας αποδείξεις πιο καθαρά ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί, μην αρνηθείς, αλλά απόδειξέ το.

Καλά, Σωκράτη, δε θα αρνηθώ, είπε. Μόνο τι προτιμάτε, να σας το αποδείξω λέγοντας ένα μύθο, σαν μεγαλύτερος σε νέους, ή να το αναπτύξω με λόγο;

Που λες, πολλοί από τους ακροατές τού έδωσαν το ελεύθερο να πραγματευθεί το θέμα του όπως θέλει.

Ε τότε, είπε εκείνος, νομίζω πως είναι πιο ευχάριστο να σας διηγηθώ ένα μύθο.

Όταν πια όλοι καθίσαμε ολόγυρα, πήρε το λόγο ο Πρωταγόρας:

― «Τώρα» είπε «που είναι και οι άλλοι εδώ, θα μπορούσες, Σωκράτη, να μιλήσεις για όσα μου ανέφερες πριν από λίγο για το νεαρό».

― Κι εγώ είπα: «Θ' αρχίσω, Πρωταγόρα, να λέω πάλι όπως και πριν, ποιος είναι ο σκοπός που ήρθα. Δηλαδή να, ο Ιπποκράτης από 'δω συμβαίνει να έχει την έφεση να μπει στον κύκλο της συντροφιάς σου. Θα τον ευχαριστούσε λοιπόν να πληροφορηθεί, λέει, τι όφελος θα έχει, αν μείνει κοντά σου. Από την πλευρά μας αυτά είχαμε να πούμε».

― Τότε ο Πρωταγόρας πήρε πάλι το λόγο κι είπε: «Λοιπόν νεαρέ, αν έρθεις μαζί μου, το αποτέλεσμα θα είναι, την ίδια μέρα που θα μπεις στον όμιλό μου, να γυρίσεις σπίτι σου βελτιωμένος. Και την επόμενη πάλι το ίδιο. Και κάθε μέρα θα προοδεύεις όλο προς το καλύτερο».

― Κι εγώ σαν τ' άκουσα είπα: «Ως εδώ, Πρωταγόρα, δε λες βέβαια τίποτε απροσδόκητο, αλλά κάτι που είναι αυτονόητο. Αφού κι εσύ ακόμα, έστω και σε τέτοια ηλικία και με την τόση σοφία σου, αν κανείς σε δίδασκε κάτι που συμβαίνει να μην το ξέρεις, θα γινόσουν καλύτερος. Όμως μην το παίρνεις έτσι. Αλλά παρ' το σαν να μεταβλήθηκε ξαφνικά η επιθυμία του Ιπποκράτη από δω και θέλει τώρα να μπει στην ομάδα του γνωστού εκείνου νεαρού που τώρα τελευταία έχει έρθει στην πόλη μας, του Ζεύξιππου από την Ηράκλεια. Τον πλησιάζει, ας πούμε, όπως πλησίασε και σένα τώρα, κι από το στόμα του ακούει τα ίδια επίσης όπως κι από σένα, "κάθε μέρα που θα είναι μαζί του θα γίνεται καλύτερος και θα προοδεύει". Αν τον ρωτούσε ακόμα: "Και σε τι λες τέλος πάντων πως θα γίνομαι καλύτερος και πάνω σε τι θα προοδεύω;" να τι θα του απαντούσε ο Ζεύξιππος: "στη ζωγραφική". Και πες πως είναι πάλι σα να βρέθηκε κοντά στον Ορθαγόρα το Θηβαίο κι ακούει από το στόμα κι εκείνου τα ίδια όπως κι από σένα. Αν επιπλέον τον ρωτούσε, κάθε μέρα που θα μένει μαζί του σε τι θα γίνεται καλύτερος, αυτός θα του 'λεγε: "στην τέχνη του αυλού". Το ίδιο τώρα και συ, απάντησε στο νεαρό και σε μένα που ρωτώ γι' αυτόν: " Ο Ιπποκράτης από 'δω, αν πάει με τον Πρωταγόρα, την ίδια μέρα που θα μείνει κοντά του θα γυρίσει κιόλας πίσω βελτιωμένος. Και κάθε μέρα επίσης από κει και πέρα όμοια θα προοδεύει. Αλλά η πρόοδός του, Πρωταγόρα, πού θα αναφέρεται και με τι θα έχει σχέση;"»

― Και ο Πρωταγόρας, σαν άκουσε τα λόγια μου, είπε: «Και ωραία ερωτήματα μου θέτεις, Σωκράτη, κι εγώ χαίρομαι να απαντώ σε όποιους ωραία ρωτούν. Δηλαδή, αν ο Ιπποκράτης έρθει σε μένα, δε θα δοκιμάσει τις εμπειρίες που θα δοκίμαζε αν πήγαινε κοντά σε οποιονδήποτε άλλο σοφιστή. Οι άλλοι βλέπεις τους καταπιέζουν τους νέους. Πράγματι, ενώ τα παιδιά έχουν φτάσει να απωθούν τις τεχνικές τους μεθόδους, αυτοί τα σέρνουν πάλι πίσω και τα στρώνουν, θέλουν δε θέλουν εκείνα, σε τεχνικές μεθόδους. Κι έτσι τους διδάσκουν λογιστικά, αστρονομία, γεωμετρία και μουσική». Κι εκεί που μιλούσε, ξαφνικά έριξε ένα βλέμμα στον Ιππία. «Ενώ αν έρθει κοντά μου, η μάθησή του δε θα κατευθύνεται σε τίποτε άλλο παρά σ' αυτό που έρχεται να μάθει. Και το αντικείμενο μάθησης είναι σε μας: η σωστή λήψη αποφάσεων και για τα ιδιαίτερα δικά του ενδιαφέροντα, ώστε να διαχειρίζεται όσο πιο επιτυχημένα γίνεται την οικονομική κατάσταση του σπιτιού του, και για τα θέματα της πολιτείας, ώστε να είναι όσο γίνεται πιο ικανός σε δράση και σε λόγο για τα συμφέροντα της πολιτείας».

― «Σε παρακολουθώ άραγε σωστά» είπα «σε όσα λες; Μένω δηλαδή με την ιδέα ότι εννοείς την πολιτική τέχνη και πως αναλαμβάνεις να κάνεις τους ανθρώπους άρτιους πολίτες».

― «Ε λοιπόν, ακριβώς αυτή, Σωκράτη μου, είναι η ειδίκευση που εγώ προσφέρω» είπε.

― «Αλήθεια, ωραίο επάγγελμα θα έχεις άρα στην κατοχή σου, αν βέβαια κατέχεις κανένα. Γιατί ξέρεις, εγώ άλλο δεν έχω να σου πω, παρά ό,τι σκέφτομαι. Πραγματικά, Πρωταγόρα, ποτέ μου δε φανταζόμουν πως αυτό είναι κάτι που διδάσκεται, αλλά τώρα που το λες εσύ, δεν μπορώ να αμφιβάλλω. Χρέος μου είναι πια να πω, από πού το υποθέτω πως δεν πρόκειται για κάτι που διδάσκεται ούτε για κάτι που μεταδίδεται στους ανθρώπους από άλλους ανθρώπους. Υποστηρίζω ασφαλώς κι εγώ, όπως και οι άλλοι Έλληνες, πως ο αθηναϊκός λαός είναι σοφός. Λοιπόν, όποτε συγκεντρωθούμε στην εκκλησία του δήμου, να τι βλέπω: Εφόσον χρειάζεται να διεκπεραιώσει το κράτος μας κάτι σχετικό με οικοδομική δραστηριότητα, προσκαλούμε για συμβούλους στα οικοδομικά έργα τους κατασκευαστές οικοδομών. Εφόσον όμως χρειάζεται κάτι σχετικό με ναυπηγική δραστηριότητα, προσκαλούμε τους ναυπηγούς. Το ίδιο κάνουμε και σε καθετί άλλο, από αυτά που θεωρούμε ότι είναι προσιτά στη μάθηση και προσφέρονται για διδασκαλία.

»Κι αν επιμένει να μας δίνει συμβουλές κανένας άλλος, που εμείς δεν τον έχουμε για αναγνωρισμένο τεχνίτη, κι ας είναι όσο θέλει ωραίος και πλούσιος κι από μεγάλη γενιά, με κανέναν τρόπο δεν τον παραδεχόμαστε. Μάλιστα γελάμε σε βάρος του και ξεσηκώνουμε θόρυβο, ως την ώρα που ή θα ενοχληθεί αυτός που επέμενε να μιλήσει και θα αποσυρθεί μόνος του, ή θα 'ρθουν οι τοξότες να τον απομακρύνουν ή θα τον πετάξουν έξω με διαταγή των πρυτάνεων. Έτσι ενεργούμε λοιπόν για ό,τι θεωρούμε ότι είναι θέμα κάποιας τέχνης. Κι όμως, όσες φορές χρειάζεται να αποφασίσουμε για κάτι που αναφέρεται στη διαχείριση των συμφερόντων του κράτους, βγαίνει και μας δίνει συμβουλές πάνω σ' αυτά με την ίδια ευκολία ένας τεχνικός, με όση ένας σιδεράς ή βυρσοδέψης, εμπορευόμενος ή ναυτικός, πλούσιος ή φτωχός, ευγενής ή άσημος. Και κανείς μας δεν την προσβάλλει αυτή την τακτική σε τούτους εδώ, έτσι όπως στους προηγούμενους: Πώς εσύ, ενώ από πουθενά δεν έμαθες και κανένας δεν υπήρξε δάσκαλός σου, όμως εννοείς τώρα να μας δίνεις συμβουλές! Είναι φανερό πραγματικά ότι δεν πιστεύουμε πως είναι κάτι που διδάσκεται.

»Φυσικά, όχι πως αυτό το ιδίωμα το έχει μόνο η πολιτικά συγκροτημένη κοινωνία μας, αλλά και στον ιδιωτικό μας χώρο οι μεγαλύτεροι σοφοί και πιο αξιόλογοι πολίτες απ' όλους δεν είναι σε θέση να μεταβιβάσουν σε άλλους την αξία αυτή ακριβώς που έχουν. Γιατί να ο Περικλής, ο πατέρας των νεαρών από 'δω, τους έδωσε μόρφωση ωραία και σωστή, σε όσα εξαρτώνται από δασκάλους. Ενώ σε όσα είναι αυτός σοφός, ούτε ο ίδιος τους μορφώνει ούτε τους παραδίνει σε άλλους να τους μορφώσουν. Αλλά γυρνούν μονάχοι τους και βόσκουν σαν τίποτε απολυτά ζώα, μήπως τους έρθει κάπου τυχαία και πέσουν απάνω στην αξιοσύνη. Κι αν θέλεις σου λέω και τούτο. Ο ίδιος ο Περικλής τον Κλεινία, το μικρότερο αδερφό του Αλκιβιάδη από 'δώ, τον είχε στην κηδεμονία του ο ίδιος προσωπικά. Φοβήθηκε ωστόσο για το παιδί, μην το χαλάσει ο Αλκιβιάδης ασφαλώς, και το πήρε από κοντά του. Το εμπιστεύθηκε στου Αρίφρονα τα χέρια κι έτσι συνέχιζε τη μόρφωσή του. Εκείνος πριν περάσουν έξι μήνες τού το επέστρεψε, γιατί δεν ήξερε πώς να τα βγάλει πέρα μαζί του. Έχω ακόμα να σου αναφέρω κι άλλους πάρα πολλούς, που ήταν οι ίδιοι άξιοι, όμως κανέναν δεν έκαναν καλύτερον από ό,τι ήταν πριν ούτε δικό τους ούτε άλλον απ' έξω.

»Αυτά λοιπόν έχω υπόψη μου εγώ, Πρωταγόρα, και δε θεωρώ πως η αξιοσύνη είναι κάτι που διδάσκεται. Όταν όμως ακούω να το υποστηρίζεις αυτό εσύ, κλονίζομαι και φαντάζομαι πως κάποιο λόγο θα 'χεις, επειδή σε εκτιμώ έτσι που σε πολλά έχεις πείρα προσωπική, αλλά και πολλά έχεις διδαχτεί κι άλλα επίσης επινόησες μόνος σου. Λοιπόν, αν μπορείς να μας το αναλύσεις ακόμα καθαρότερα, πως η αξιοσύνη διδάσκεται, μη μας το αρνηθείς. Ανάλυσέ μας το».

― «Αλλά πώς να σας αρνηθώ, Σωκράτη; Όχι δε γίνεται» είπε. «Μόνο με τι τρόπο να σας κάνω την ανάλυση αυτή: μύθο να σας παρουσιάσω ―σαν γεροντότερος σε νεότερους― ή ν' αναπτύξω το θέμα με μια ομιλία;»

― Τότε πολλοί από τα πίσω καθίσματα πετάχτηκαν και του είπαν να το διαπραγματευθεί με όποιον τρόπο θέλει.

― «Εμένα λοιπόν μου φαίνεται» είπε «ότι θα 'χει πιο πολλή χάρη να σας πω ένα μύθο».

320c–324d

(Το διδακτό της αρετής) Απάντηση στην πρώτη αντίρρηση του Σωκράτη: ο μύθος για τη δημιουργία της ανθρώπινης κοινωνίας

Προκειμένου να απαντήσει στην πρώτη αντίρρηση του Σωκράτη αναφορικά με το διδακτό της πολιτικής αρετής (ότι, δηλαδή, ενώ για τα άλλα ζητήματα οι Αθηναίοι συμβουλεύονται τους ειδικούς, για τα πολιτικά θέματα ακούν οποιονδήποτε, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν απαιτείται ειδική διδασκαλία για την απόκτησή της – βλ. σχετικά ΠΛ Πρωτ 317e–320c), ο Πρωταγόρας καταφεύγει στην αφήγηση και ερμηνεία του μύθου για τη δημιουργία της ανθρώπινης κοινωνίας.

Πλάτων, Πρωταγόρας, 320c–324d

Μτφρ. Η.Σ. Σπυρόπουλος. 1992. Πλάτωνος Πρωταγόρας. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια. 4η έκδ. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)

Μτφρ. Κ.Ν. Πετρόπουλος. 1981. Πλάτωνα Πρωταγόρας. Κείμενο, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Πατάκης

Ἦν γάρ ποτε χρόνος ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν, θνητὰ δὲ γένη [320d] οὐκ ἦν. ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως, τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ γῆς ἔνδον ἐκ γῆς καὶ πυρὸς μείξαντες καὶ τῶν ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται. ἐπειδὴ δ’ ἄγειν αὐτὰ πρὸς φῶς ἔμελλον, προσέταξαν Προμηθεῖ καὶ Ἐπιμηθεῖ κοσμῆσαί τε καὶ νεῖμαι δυνάμεις ἑκάστοις ὡς πρέπει. Προμηθέα δὲ παραιτεῖται Ἐπιμηθεὺς αὐτὸς νεῖμαι, «Νείμαντος δέ μου», ἔφη, «ἐπίσκεψαι»· καὶ οὕτω πείσας νέμει. νέμων δὲ τοῖς μὲν ἰσχὺν ἄνευ τάχους προσῆπτεν, [320e] τοὺς δ’ ἀσθενεστέρους τάχει ἐκόσμει· τοὺς δὲ ὥπλιζε, τοῖς δ’ ἄοπλον διδοὺς φύσιν ἄλλην τιν’ αὐτοῖς ἐμηχανᾶτο δύναμιν εἰς σωτηρίαν. ἃ μὲν γὰρ αὐτῶν σμικρότητι ἤμπισχεν, πτηνὸν φυγὴν ἢ κατάγειον οἴκησιν ἔνεμεν· ἃ δὲ ηὖξε μεγέθει, τῷδε [321a] αὐτῷ αὐτὰ ἔσῳζεν· καὶ τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμεν. ταῦτα δὲ ἐμηχανᾶτο εὐλάβειαν ἔχων μή τι γένος ἀϊστωθείη· ἐπειδὴ δὲ αὐτοῖς ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς ἐπήρκεσε, πρὸς τὰς ἐκ Διὸς ὥρας εὐμάρειαν ἐμηχανᾶτο ἀμφιεννὺς αὐτὰ πυκναῖς τε θριξὶν καὶ στερεοῖς δέρμασιν, ἱκανοῖς μὲν ἀμῦναι χειμῶνα, δυνατοῖς δὲ καὶ καύματα, καὶ εἰς εὐνὰς ἰοῦσιν ὅπως ὑπάρχοι τὰ αὐτὰ ταῦτα στρωμνὴ οἰκεία τε καὶ αὐτοφυὴς ἑκάστῳ· καὶ [321b] ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, τὰ δὲ [θριξὶν καὶ] δέρμασιν στερεοῖς καὶ ἀναίμοις. τοὐντεῦθεν τροφὰς ἄλλοις ἄλλας ἐξεπόριζεν, τοῖς μὲν ἐκ γῆς βοτάνην, ἄλλοις δὲ δένδρων καρπούς, τοῖς δὲ ῥίζας· ἔστι δ’ οἷς ἔδωκεν εἶναι τροφὴν ζῴων ἄλλων βοράν· καὶ τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῖς δ’ ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν, σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων.

Ήταν κάποτε μια εποχή, που υπήρχαν θεοί, αλλά δεν υπήρχαν ζώα καμιάς ράτσας πάνω στη γη. Και όταν ήρθε η ώρα που όρισε και γι αυτά η μοίρα να 'ρθουν στον κόσμο, τα πλάθουν οι θεοί μέσα στη γη από ένα μείγμα που έκαναν από χώμα και φωτιά και απ' ό,τι μπορεί να ενωθεί με χώμα και φωτιά. Λοιπόν, την ώρα που ήταν να τ' ανεβάσουν στο φως του ήλιου, έδωσαν εντολή στον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα φροντίσουν και να τους μοιράσουν αξιοσύνες, τέτοιες που να ταιριάζουν στο καθένα τους. Τότε ο Επιμηθέας ζητά από τον Προμηθέα τη χάρη, μόνος του να κάμει τη μοιρασιά: «Κάνω εγώ τη μοιρασιά, του είπε, κι εσύ έρχεσαι μετά και κάνεις επιθεώρηση». Μ' αυτά τον πείθει, και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Αρχίζει λοιπόν αυτός τη μοιρασιά, και σε μερικά έδινε δύναμη, όχι όμως και γρηγοράδα, ενώ τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με γρηγοράδα· σ' άλλα έδινε όπλα, για όσα όμως άφηνε χωρίς αρματωσιά σοφιζόταν κάποια άλλη ικανότητα, για να κρατιούνται στη ζωή. Δηλαδή αυτά που τα έκλεισε μέσα σε μικρό σώμα, τους χάριζε γοργά φτερά ή υπόγεια κατοικία· όσα πάλι τα προίκιζε με μεγάλο σώμα, σ' αυτό το ίδιο εμπιστεύθηκε να τα διαφεντεύει· και τις άλλες χάρες τις μοίραζε κρατώντας αυτό το δίκαιο μέτρο. Και αν τα σοφιζόταν ολ' αυτά, ήταν γιατί είχε την έγνοια μήπως καμιά ράτσα χαθεί από το πρόσωπο της γης. Ύστερα, αφού τα εφοδίασε μ' όσα χρειάζονταν, για να μην αφανίσουν το ένα το άλλο, σοφιζόταν τρόπους να τα προστατέψει από τις αλλαγές του καιρού ―που είναι στο χέρι του Δία― ντύνοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και χοντρές προβιές, που να μπορούν να τα φυλάξουν από το κρύο, μα μπορούν κι από τη ζέστη· κι όταν ήταν να πάνε για ύπνο, φρόντισε πάλι το καθένα τους να έχει σκεπάσματα ταιριαστά και δοσμένα από τη φύση· και τα παπούτσωσε άλλα με οπλές, άλλα με δέρματα χοντρά και χωρίς αίμα. Νοιάστηκε ακόμη το καθένα τους να βρίσκει διαφορετική τροφή, άλλο χόρτα της γης, άλλο καρπούς δέντρων κι άλλο ρίζες· μάλιστα σε μερικά έδωσε για τροφή τη σάρκα άλλων ζώων· τα 'φερε έτσι, ώστε αυτά τα τελευταία να γεννούν από ένα δυο, τα θύματά τους όμως να γεννοβολούν πολλά μικρά ― αυτόν τον τρόπο βρήκε για να σωθεί η ράτσα τους.

«Είμαστε στα χρόνια τα παλιά, τότε που θεοί μόνο υπήρχαν. Πλάσματα θνητά δεν ήταν ακόμα. Σαν ήρθε όμως και γι' αυτά ο καιρός ο προορισμένος για να γεννηθούν, τα ρίχνουν οι θεοί σε μήτρες, μέσα στης γης τα έγκατα, πιάνοντας μείγμα από γη και φωτιά κι από τα άλλα όσα δένουν με φωτιά και με γη. Αλλά την ώρα που ήταν πια να τα βγάλουν στο φως, πρόσταξαν τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να τα συναρμόσουν με τάξη και να τους μοιράσουν ιδιαίτερες δυνατότητες, ό,τι απαιτείται στο καθένα. Τότε ο Επιμηθέας ζητάει από τον Προμηθέα να τον αφήσει να μοιράσει αυτός. "Κι όταν εγώ κάνω τη μοιρασιά ―είπε― έλα να τα ελέγξεις". Έτσι τον έπεισε και κάνει αυτός τη μοιρασιά. Εκεί που μοίραζε όμως, σε μερικά χάρισε τη δύναμη χωρίς ευκινησία, μερικά άλλα πιο αδύναμα τα στόλισε με την ευκινησία. Άλλα έφτιαξε με φυσικά όπλα, σε άλλα άφησε άοπλη τη φυσική κατασκευή, μηχανεύτηκε όμως κάποιαν άλλη ικανότητα αυτοπροστασίας. Όσα δηλαδή από αυτά περιέβαλε με σώμα μικροκαμωμένο, τους χάρισε λυτρωμό με το πέταγμα ή κατοικία κρυμμένη στο έδαφος. Όσα εξάλλου έπλασε μεγαλόσωμα, με το ίδιο το μέγεθός τους τα προστάτεψε. Έτσι αντιστάθμιζε και τα υπόλοιπα και συνέχιζε τη μοιρασιά. Κι όλα αυτά τα μηχανευόταν έχοντας το νου του μήπως κανένα από τα είδη εξοντωθεί.

»Όταν πια τους εξασφάλισε τρόπους να γλιτώνουν τον αλληλοσπαραγμό, μηχανεύτηκε μέσα για την προσαρμογή τους στις καιρικές εναλλαγές του Δία. Έτσι τα έντυσε με πυκνό τρίχωμα και με ανθεκτικό δέρμα, αρκετό για να συγκρατεί το κρύο, κατάλληλο επίσης και για τις ζέστες κι ακόμα για να χρησιμεύει αυτό το ίδιο για σκέπασμά τους όταν κοιμούνται, αχώριστο και σύμφυτο με το κορμί του καθενός. Και τέλος τα υπόδεσε, άλλα με οπλές κι άλλα με δέρμα σκληρό κι αναισθητοποιημένο. Από κει και πέρα τους εξασφάλισε πόρους διατροφής, για το καθένα κι άλλους. Για άλλα το χόρτο που φυτρώνει από τη γη, για άλλα τους καρπούς από τα δέντρα, για άλλα τις ρίζες. Σε μερικά μάλιστα επέτρεψε η διατροφή τους να συνίσταται στην καταβρόχθιση άλλων ζωντανών. Και σε άλλα πάλι έδωσε γεννητικότητα περιορισμένη, ενώ στα άλλα που εξολοθρεύονται από αυτά χάρισε αυξημένη γεννητικότητα, διασφαλίζοντας έτσι τη διατήρηση του είδους τους.

ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεὺς ἔλαθεν αὑτὸν [321c] καταναλώσας τὰς δυνάμεις εἰς τὰ ἄλογα· λοιπὸν δὴ ἀκό- σμητον ἔτι αὐτῷ ἦν τὸ ἀνθρώπων γένος, καὶ ἠπόρει ὅτι χρήσαιτο. ἀποροῦντι δὲ αὐτῷ ἔρχεται Προμηθεὺς ἐπισκεψό- μενος τὴν νομήν, καὶ ὁρᾷ τὰ μὲν ἄλλα ζῷα ἐμμελῶς πάντων ἔχοντα, τὸν δὲ ἄνθρωπον γυμνόν τε καὶ ἀνυπόδητον καὶ ἄστρωτον καὶ ἄοπλον· ἤδη δὲ καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν, ἐν ᾗ ἔδει καὶ ἄνθρωπον ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς. ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι, [321d] κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί ―ἀμήχανον γὰρ ἦν ἄνευ πυρὸς αὐτὴν κτητήν τῳ ἢ χρησίμην γενέσθαι― καὶ οὕτω δὴ δωρεῖται ἀνθρώπῳ. τὴν μὲν οὖν περὶ τὸν βίον σοφίαν ἄνθρωπος ταύτῃ ἔσχεν, τὴν δὲ πολιτικὴν οὐκ εἶχεν· ἦν γὰρ παρὰ τῷ Διί. τῷ δὲ Προμηθεῖ εἰς μὲν τὴν ἀκρόπολιν τὴν τοῦ Διὸς οἴκησιν οὐκέτι ἐνεχώρει εἰσελθεῖν ―πρὸς δὲ καὶ αἱ Διὸς φυλακαὶ φοβεραὶ ἦσαν― εἰς δὲ τὸ τῆς Ἀθηνᾶς καὶ Ἡφαίστου οἴκημα τὸ κοινόν, ἐν ᾧ [321e] ἐφιλοτεχνείτην, λαθὼν εἰσέρχεται, καὶ κλέψας τήν τε ἔμπυρον τέχνην τὴν τοῦ Ἡφαίστου καὶ τὴν ἄλλην τὴν τῆς Ἀθηνᾶς δίδωσιν ἀνθρώπῳ, καὶ ἐκ τούτου εὐπορία μὲν ἀνθρώπῳ τοῦ [322a] βίου γίγνεται, Προμηθέα δὲ δι’ Ἐπιμηθέα ὕστερον, ᾗπερ λέγεται, κλοπῆς δίκη μετῆλθεν.

Που λες, ο Επιμηθέας βέβαια δεν ήταν και πολύ σοφός· έτσι δεν πήρε είδηση πως ξόδεψε όλες τις χάρες στα άλογα ζώα· του έμενε ωστόσο αφρόντιστη ακόμα η ράτσα των ανθρώπων ― και δεν ήξερε τι να κάνει. Την ώρα που εκείνος καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έρχεται ο Προμηθέας για να επιθεωρήσει τη μοιρασιά. Και βλέπει τα άλλα ζώα εφοδιασμένα με όλα κι όπως τους ταίριαζε, τον άνθρωπο όμως γυμνό και ξυπόλυτο, δίχως σκεπάσματα και αρματωσιά· είχε φτάσει κιόλας η μέρα που όρισε η μοίρα να βγει κι ο άνθρωπος από τη γη στο φως του ήλιου. Τότε, καθώς έζωνε τον Προμηθέα η δυσκολία, ποιον τρόπο να βρει για να κρατηθεί ο άνθρωπος στη ζωή, του ήρθε στο νου να κλέψει του Ηφαίστου και της Αθηνάς την τεχνική γνώση μαζί και τη φωτιά ―γιατί δίχως φωτιά η τέχνη αυτή δεν μπορεί να γίνει κτήμα κανενός ούτε να του σταθεί χρήσιμη― και έτσι την κάνει δώρο στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο πήρε στα χέρια του την τέχνη που τον βοηθά για να ζήσει, αλλά του έλειπε η άλλη τέχνη, η πολιτική· γιατί αυτή βρισκόταν δίπλα στον θρόνο του Δία. Όμως ο Προμηθέας δεν είχε πια καιρό να μπει στην ακρόπολη του Δία ― ας μην ξεχνάμε ότι ο Δίας είχε φοβερούς καστροφύλακες. Μπήκε όμως κρυφά στο συνεταιρικό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ηφαίστου, που μέσα εκεί δούλευαν ―με τι μεράκι!― τις τέχνες τους· κλέβει λοιπόν και του Ηφαίστου την τέχνη, που δουλεύει με τη φωτιά, και τις υπόλοιπες τέχνες, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει στον άνθρωπο. Και έτσι ο άνθρωπος απόχτησε εφόδια για να ζήσει, ο Προμηθέας όμως, όπως λεν, εξαιτίας του Επιμηθέα σε λίγο δικάστηκε για κλοπή.

Έτσι που ήταν λοιπόν ο Επιμηθέας όχι και πολύ σπουδαία διάνοια, δεν κατάλαβε για πότε εξάντλησε τις δυνατότητες στα άλογα ζώα. Του απόμενε τελικά ασυμπλήρωτο ακόμα το ανθρώπινο γένος και δεν ήξερε πώς να τα βγάλει πέρα με αυτό.

»Εκεί που συλλογιόταν έρχεται ο Προμηθέας να κάνει έλεγχο στη μοιρασιά και βλέπει τα άλλα ζώα να έχουν από όλα σύμμετρα, τον άνθρωπο όμως γυμνό και με τα πόδια του απροστάτευτα, δίχως καλυπτήριο περίβλημα και δίχως οπλισμό φυσικό. Εντωμεταξύ όμως πλησίαζε η μέρα η προορισμένη, που τότε ο άνθρωπος έπρεπε μέσα από τη γη να βγει στο φως. Ο Προμηθέας λοιπόν ήταν σε μεγάλη συλλογή, τι μέσο προστασίας να εφεύρει για τον άνθρωπο. Κλέβει τότε κι αυτός την τεχνολογική σοφία του Ήφαιστου και της Αθηνάς και τη φωτιά μαζί ―γιατί χωρίς τη φωτιά είναι αδύνατο να τη διατηρήσει κανένας ή να κάνει χρήση της― και τη δωρίζει στον άνθρωπο. Με αυτό τον τρόπο επομένως ο άνθρωπος απόχτησε τη σοφία γύρω από τα ωφέλιμα για τη ζωή του. Την πολιτική σοφία όμως δεν την είχε. Αυτή βρισκόταν ακόμα στην κατοχή του Δία. Κι ο Προμηθέας δεν είχε πια ευκαιρία να εισχωρήσει ως μέσα στην ακρόπολη στην κατοικία του Δία. Πέρα από αυτό και οι φρουρές που είχε εκεί ο Δίας έφερναν φόβο. Περνάει όμως κρυφά και μπαίνει στο κοινό εργαστήρι της Αθηνάς και του Ήφαιστου, όπου βρίσκονταν κι οι δυο σκυμμένοι με αγάπη στην τέχνη τους. Από κει έκλεψε και του Ήφαιστου την τέχνη, που έχει για βάση τη φωτιά, και κάθε άλλης μορφής τέχνη, που είναι της Αθηνάς, και τις δίνει όλες στον άνθρωπο. Από τότε υπάρχει στον άνθρωπο βιοτική ευημερία. Αργότερα όμως τον Προμηθέα ―λένε― τον περίμενε δίκη για κλοπή κι αίτιος ήταν ο Επιμηθέας.

Ἐπειδὴ δὲ ὁ ἄνθρωπος θείας μετέσχε μοίρας, πρῶτον μὲν διὰ τὴν τοῦ θεοῦ συγγένειαν ζῴων μόνον θεοὺς ἐνόμισεν, καὶ ἐπεχείρει βωμούς τε ἱδρύεσθαι καὶ ἀγάλματα θεῶν· ἔπειτα φωνὴν καὶ ὀνόματα ταχὺ διηρθρώσατο τῇ τέχνῃ, καὶ οἰκήσεις καὶ ἐσθῆτας καὶ ὑποδέσεις καὶ στρωμνὰς καὶ τὰς ἐκ γῆς τροφὰς ηὕρετο. οὕτω δὴ παρεσκευασμένοι κατ’ ἀρχὰς [322b] ἄνθρωποι ᾤκουν σποράδην, πόλεις δὲ οὐκ ἦσαν· ἀπώλλυντο οὖν ὑπὸ τῶν θηρίων διὰ τὸ πανταχῇ αὐτῶν ἀσθενέστεροι εἶναι, καὶ ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς μὲν τροφὴν ἱκανὴ βοηθὸς ἦν, πρὸς δὲ τὸν τῶν θηρίων πόλεμον ἐνδεής ―πολιτικὴν γὰρ τέχνην οὔπω εἶχον, ἧς μέρος πολεμική― ἐζήτουν δὴ ἁθροίζεσθαι καὶ σῴζεσθαι κτίζοντες πόλεις· ὅτ’ οὖν ἁθροισθεῖεν, ἠδίκουν ἀλλήλους ἅτε οὐκ ἔχοντες τὴν πολιτικὴν τέχνην, ὥστε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο. [322c] Ζεὺς οὖν δείσας περὶ τῷ γένει ἡμῶν μὴ ἀπόλοιτο πᾶν, Ἑρμῆν πέμπει ἄγοντα εἰς ἀνθρώπους αἰδῶ τε καὶ δίκην, ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί. ἐρωτᾷ οὖν Ἑρμῆς Δία τίνα οὖν τρόπον δοίη δίκην καὶ αἰδῶ ἀνθρώ- ποις· «Πότερον ὡς αἱ τέχναι νενέμηνται, οὕτω καὶ ταύτας νείμω; νενέμηνται δὲ ὧδε· εἷς ἔχων ἰατρικὴν πολλοῖς ἱκανὸς ἰδιώταις, καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοί· καὶ δίκην δὴ καὶ αἰδῶ [322d] οὕτω θῶ ἐν τοῖς ἀνθρώποις, ἢ ἐπὶ πάντας νείμω;» «Ἐπὶ πάντας», ἔφη ὁ Ζεύς, «καὶ πάντες μετεχόντων· οὐ γὰρ ἂν γένοιντο πόλεις, εἰ ὀλίγοι αὐτῶν μετέχοιεν ὥσπερ ἄλλων τεχνῶν· καὶ νόμον γε θὲς παρ’ ἐμοῦ τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς καὶ δίκης μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως». οὕτω δή, ὦ Σώκρατες, καὶ διὰ ταῦτα οἵ τε ἄλλοι καὶ Ἀθηναῖοι, ὅταν μὲν περὶ ἀρετῆς τεκτονικῆς ᾖ λόγος ἢ ἄλλης τινὸς δημιουργικῆς, ὀλίγοις οἴονται μετεῖναι συμβουλῆς, καὶ ἐάν [322e] τις ἐκτὸς ὢν τῶν ὀλίγων συμβουλεύῃ, οὐκ ἀνέχονται, ὡς σὺ φῄς ―εἰκότως, ὡς ἐγώ φημι― ὅταν δὲ εἰς συμβουλὴν πολι- [323a] τικῆς ἀρετῆς ἴωσιν, ἣν δεῖ διὰ δικαιοσύνης πᾶσαν ἰέναι καὶ σωφροσύνης, εἰκότως ἅπαντος ἀνδρὸς ἀνέχονται, ὡς παντὶ προσῆκον ταύτης γε μετέχειν τῆς ἀρετῆς ἢ μὴ εἶναι πόλεις. αὕτη, ὦ Σώκρατες, τούτου αἰτία.

Λοιπόν, μια και ο άνθρωπος πήρε κι αυτός μερίδιο από τον κλήρο των θεών, πρώτα πρώτα αυτός μόνο απ' όλα τα ζωντανά, σαν συγγενής των θεών βέβαια, πίστεψε σε θεούς και άρχισε να χτίζει βωμούς και αγάλματα των θεών· κατόπι, με την αξιοσύνη του γρήγορα σχημάτισε γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές, και βρήκε και κατοικίες και ρούχα και υποδήματα και στρώματα και τις τροφές που δίνει η γη. Μ' αυτά λοιπόν τα εφόδια οι άνθρωποι τον πρώτο καιρό ζούσαν σκόρπιοι, πολιτείες όμως δεν υπήρχαν. Έτσι τους αφάνιζαν τα θηρία, γιατί, σ' όλα τα σημεία ήταν πιο δυνατά απ' αυτούς· κι η βιοτεχνία τους τούς βοηθούσε βέβαια σ' ό,τι χρειάζονταν για να βρουν την τροφή τους, όμως δεν μπορούσε να τους σώσει στον πόλεμο με τα θηρία· κι αιτία ήταν που δεν κάτεχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, που ένα μέρος της είναι η τέχνη του πολέμου· τότε ένιωσαν την ανάγκη να συγκεντρώνονται και να χτίζουν πολιτείες, για να σωθούν. Όμως, όποτε συγκεντρώνονταν, αδικούσε ο ένας τον άλλο, μια και δεν είχαν την πολιτική τέχνη, κι έτσι πάλι σκορπίζονταν και τους έτρωγαν τα θηρία.

Τότε ο Δίας ανησύχησε μήπως χαθεί η ράτσα μας από το πρόσωπο της γης και στέλνει τον Ερμή να φέρει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη, για να δημιουργηθούν μονιασμένες πολιτείες και δεσμοί που να δένουν με φιλία τους ανθρώπους. Όμως ρωτά ο Ερμής τον Δία με ποιον τρόπο τέλος πάντων να δώσει στους ανθρώπους την αιδώ και τη δικαιοσύνη: «Με ποιο τρόπο, όπως έχουν μοιραστεί τα επαγγέλματα, έτσι να τις μοιράσω κι αυτές; Ξέρεις πώς έχουν μοιραστή εκείνα: ένας γιατρός εξυπηρετεί πολύν κόσμο, το ίδιο και οι άλλοι τεχνίτες. Με τον ίδιο τρόπο να βάλω στους ανθρώπους και τη δικαιοσύνη και την αιδώ, ή να τις μοιράσω σ' όλους;». «Σε όλους, είπε ο Δίας, και ο καθένας να έχει το μερίδιό του· γιατί πώς θα σταθούν πολιτείες, αν ―όπως έγινε με τα άλλα επαγγέλματα― λίγοι έχουν μερίδιο απ' αυτές; Και βάλε ένα νόμο με τη σφραγίδα μου: όποιος είναι ανίκανος να κρατήσει το μερίδιό του στην αιδώ και τη δικαιοσύνη, να τον σκοτώνουν, γιατί είναι πανούκλα της πολιτείας.»

Να λοιπόν, Σωκράτη, πώς και γιατί και οι άλλοι και οι Αθηναίοι, όταν γίνεται συζήτηση για θέμα που χρειάζεται αξιοσύνη αρχιτέκτονα ή κάποιου άλλου τεχνίτη, νομίζουν ότι λίγοι έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύουν· κι αν πάει να δώσει συμβουλή κάποιος έξω απ' αυτούς τους λίγους, χαλούν τον κόσμο, όπως λες ― με το δίκιο τους, νομίζω. Όταν όμως είναι να δώσουν γνώμη για θέμα που χρειάζεται πολιτικήν αξιοσύνη, και που πρέπει απ' την αρχή ως το τέλος να το πραγματευθούν με δικαιοσύνη και σωφροσύνη, δίνουν το ελεύτερο να μιλήσει ο καθένας, και μ' όλο τους το δίκαιο· γιατί όλοι πρέπει να 'χουν το μερίδιό τους σ' αυτή την αρετή· αλλιώς δεν στέκονται οι πολιτείες. Αυτή είναι η αιτία για ό,τι συμβαίνει, Σωκράτη.

»Κι αφού πια ο άνθρωπος πήρε και κάποιο θεϊκό μερίδιο, πρώτα πρώτα ―από αυτή τη συγγένεια που έχει με το θεό― υπήρξε το μόνο πλάσμα που αναγνώρισε θεούς και πάντα νοιαζόταν να στήνει βωμούς και αγάλματα των θεών. Παράλληλα κατάρτισε νωρίς γλώσσα και πλήθος λέξεις με την τεχνική του ικανότητα κι επινόησε οικοδομήματα και φορέματα και υποδήματα και κλινοσκεπάσματα και τους πόρους διατροφής του από προϊόντα της γης. Οι άνθρωποι λοιπόν στην αρχή εφοδιασμένοι με αυτά τα μέσα ζούσαν διάσπαρτοι και πολιτείες δεν υπήρχαν. Έτσι αφανίζονταν από τα θηρία, γιατί όπως ήταν παντού σκορπισμένοι, έμεναν παντού πιο αδύναμοι εμπρός σ' αυτά. Η παραγωγική τους τεχνική εξάλλου τους ήταν βέβαια εξυπηρετική αρκετά για συντήρηση, αλλά δεν τους εξυπηρετούσε για τον πόλεμο με τα θηρία. Γιατί δεν είχαν ακόμα την πολιτική τέχνη, που αποτελεί μέρος της η πολεμική τεχνική. Επιδίωκαν λοιπόν να συγκεντρώνονται και να προστατεύονται μέσα σε πόλεις που έχτιζαν. Έτσι, σε όποια ευκαιρία συγκεντρώθηκαν, έκαναν αδικίες ο ένας στον άλλο, μια και δεν είχαν την τέχνη της πολιτικής οργάνωσης, με αποτέλεσμα πάλι να διασπώνται και να χάνονται.

»Ο Δίας τότε ανησύχησε για το είδος μας, μήπως και χαθεί ολόκληρο, και στέλνει τον Ερμή. Μαζί του αυτός έφερε στους ανθρώπους το σέβας και την απαίτηση για δικαιοσύνη, ώστε να αποτελέσουν δυνάμεις συγκρότησης των πολιτειών και συνεκτικούς δεσμούς ανθρώπινης φιλίας. Τότε ο Ερμής ρωτάει το Δία να του πει με τι τρόπο τέλος πάντων θα έδινε στους ανθρώπους τη δικαιοσύνη και το σέβας. "Με ποιον από τους δύο τρόπους; Έτσι όπως είναι κατανεμημένες οι τέχνες, αυτό τον καταμερισμό να κάνω κι εδώ; Κι ο καταμερισμός είναι ο εξής: ένας έχει για ειδικότητά του την ιατρική κι εξυπηρετεί πολλούς μη ειδικούς. Έτσι κάνουν κι όσοι άλλοι προσφέρουν στο κοινό την εργασία τους. Ώστε και τη δικαιοσύνη και το σεβασμό με τέτοιο τρόπο να θεσμοθετήσω ανάμεσα στους ανθρώπους ή να κάνω τη μοιρασιά σε όλους;" ―"Σε όλους ―είπε ο Δίας― και όλοι να πάρουν μέρος. Γιατί πολιτείες δε θα μπορούσαν να σχηματιστούν αν στους θεσμούς αυτούς μετείχαν λίγοι, όπως γίνεται σε άλλες τέχνες. Και θέσπισέ τους ακόμα ένα νόμο από μένα: όποιος δεν είναι ικανός να συμμετέχει στην τήρηση του σεβασμού και της δικαιοσύνης, να θανατώνεται ως νοσηρό στοιχείο της πολιτείας".

»Να λοιπόν, Σωκράτη, πώς και για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και στους άλλους λαούς και στο λαό της Αθήνας. Όποτε είναι ο λόγος για θέμα που απαιτεί δεξιοσύνη κατασκευαστική ή άλλη παραγωγική ικανότητα, νομίζει ο λαός ότι λίγοι έχουν τα εφόδια για να προσφέρουν συμβουλή. Κι αν βγει για συμβουλή κανένας άλλος έξω από αυτούς τους λίγους, ο λαός δεν τον αφήνει, καθώς λες. Πολύ δικαιολογημένα, λέω εγώ. Εξάλλου, όποτε έρθει ώρα για συμβουλή πάνω σε θέμα πολιτικής ικανότητας, που απαιτείται να είναι συνυφασμένη ολοκληρωτικά με τη δικαιοσύνη και με την αυτοκυριαρχία, δικαιολογημένα πάλι αφήνουν να μιλάει ο καθένας, με την ιδέα ότι είναι στα μέτρα του καθενός να διαθέτει από αυτή την αρετή, αλλιώς δε θα υπάρχουν πολιτείες. Η αιτιολόγηση του γεγονότος, Σωκράτη, είναι αυτή.

Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον. ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν [323b] ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον· ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν, καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους, ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή, ἢ μαίνεσθαι τὸν μὴ προσποιούμενον [δικαιοσύνην]· ὡς ἀναγ- [323c] καῖον οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.

Ὅτι μὲν οὖν πάντ’ ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω· ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ’ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγί- γνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι. ὅσα γὰρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακὰ ἔχειν ἄνθρωποι [323d] φύσει ἢ τύχῃ, οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας, ἵνα μὴ τοιοῦτοι ὦσιν, ἀλλ’ ἐλεοῦσιν· οἷον τοὺς αἰσχροὺς ἢ σμικροὺς ἢ ἀσθενεῖς τίς οὕτως ἀνόητος ὥστε τι τούτων ἐπιχειρεῖν ποιεῖν; ταῦτα μὲν γὰρ οἶμαι ἴσασιν ὅτι φύσει τε καὶ τύχῃ τοῖς ἀνθρώποις γίγνεται, τὰ καλὰ καὶ τἀναντία τούτοις· ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις, [323e] ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ, ἀλλὰ τἀναντία τούτων κακά, ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις. ὧν ἐστιν ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ [324a] συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς·

Και, για να μη σου μπει στο μυαλό ότι σ' εξαπάτησα λέγοντας πως όλοι πιστεύουν πραγματικά ότι ο κάθε άνθρωπος έχει μερίδιο στη δικαιοσύνη και γενικά σε κάθε πολιτικήν αρετή, άκουσε αυτή την καινούρια απόδειξη. Δηλαδή στ' άλλα χαρίσματα ―κατά τα λεγόμενά σου― αν κάποιος λόγου χάρη καμαρώνει ότι είναι καλός στο παίξιμο του αυλού ή σε κάθε άλλη τέχνη, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, οι άλλοι ή τον παίρνουν στο ψιλό ή θυμώνουν, και οι συγγενείς του τον παίρνουν κατά μέρος και τον συμβουλεύουν, σαν να είναι τρελός. Το αντίθετο όμως συμβαίνει με τη δικαιοσύνη και τις άλλες πολιτικές αρετές: πες ότι ξέρουν πως κάποιος είναι άδικος·ε, μολοντούτο, αν αυτός λέει την αλήθεια για το άτομό του μπροστά σ' όλον τον κόσμο, αυτό το οποίο στην προηγούμενη περίπτωση το θεωρούσαν φρονιμάδα ―το να λέει κανείς την αλήθεια― τώρα το θεωρούν τρέλα· και λένε ότι όλοι πρέπει να ισχυρίζονται πως είναι δίκαιοι ―είναι δεν είναι― διαφορετικά, ότι είναι τρελός αυτός που δεν παριστάνει τον δίκαιο. Τόσο πολύ είναι απαραίτητο όλοι χωρίς εξαίρεση να έχουν με κάποιο τρόπο το μερίδιό τους σ' αυτήν ή, στην αντίθετη περίπτωση, ν' αποκλειστούν από την κοινωνία.

Λοιπόν, πάνω στο ότι οι Αθηναίοι δέχονται με τον πιο φυσικό τρόπο να τους συμβουλεύει ο καθένας για πράγματα που έχουν σχέση μ' αυτήν την αρετή, επειδή πιστεύουν ότι όλοι έχουν το μερίδιό τους σ' αυτήν, αυτά είχα να πω. Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να αποδείξω τούτο: ότι δηλαδή πιστεύουν πως αυτήν δεν μας την δίνει η φύση ή η τύχη, αλλά μπορεί να διδαχτεί και να γίνει κτήμα ύστερ' από φροντίδες, σ' όποιον την κάνει κτήμα του. Γιατί, για όσα ελαττώματα πιστεύουν οι άνθρωποι ότι οι όμοιοί τους τα έχουν από τη φύση ή από την τύχη, κανένας δεν θυμώνει ούτε τους δίνει συμβουλές ή μαθήματα, ούτε τιμωρεί αυτούς πού τα έχουν, για να πάψουν να είναι τέτοιοι, αλλά τους συμπονούν· έτσι, ποιος είναι τόσο άμυαλος, ώστε να τολμήσει να κάμει κάτι τέτοιο στους άσχημους, τους κοντούληδες ή τους αρρωστιάρηδες; Επειδή βέβαια ξέρουν, νομίζω, ότι η φύση ή η τύχη δίνουν στους ανθρώπους τα χαρίσματα και τ' αντίθετά τους. Αν όμως κάποιος δεν έχει τα προτερήματα, που κατά την κοινή αντίληψη οι άνθρωποι τα αποχτούν με φροντίδα και άσκηση και διδασκαλία, αλλά έχει τα αντίθετά τους ελαττώματα, σ' αυτή την περίπτωση έχουμε θυμούς, τιμωρίες και συμβουλές. Σ' αυτά τα τελευταία ελαττώματα ανήκουν η αδικία και η ασέβεια, και με δυο λόγια καθετί το αντίθετο με την πολιτική αρετή.

»Και για να μη νομίζεις πως πέφτουμε έξω στο ότι πράγματι όλοι θεωρούν πως κάθε άνθρωπος έχει συμμετοχή και στη δικαιοσύνη και σε κάθε άλλη πολιτική αρετή, πάρε για τεκμήριο και το εξής ακόμα. Όταν πρόκειται για τις άλλες ικανότητες, συμβαίνει αυτό που λες: αν κανένας ισχυρίζεται πως είναι ικανός αυλητής ή τίποτε άλλο, γενικά ικανός σε κάποια τέχνη που πραγματικά δεν είναι, ή γελούν όλοι μαζί του ή τον εχθρεύονται. Και οι δικοί του πάνε και τον κατευνάζουν σαν άνθρωπο που παραλογίζεται. Όταν όμως πρόκειται για τη δικαιοσύνη και για την πολιτική αρετή γενικά, κοίτα τι συμβαίνει στην περίπτωση που ένας γίνεται αντιληπτός ότι έχει κάνει αδικία. Αν αυτός καταγγέλλει αληθινά τον εαυτό του μόνος του μπροστά στον κόσμο, κάτι που οι άλλοι το θεωρούσαν αυτοεπίγνωση στην προηγούμενη περίπτωση, δηλαδή το να λέει κανείς αληθινά τι είναι, ακριβώς στην περίπτωση αυτή εδώ το θεωρούν παραλογισμό. Και συμφωνούν ότι ο καθένας θα πρέπει για τον εαυτό του να υποστηρίζει πως είναι δίκαιος, άσχετα αν είναι ή όχι. Αλλιώτικα, όποιος δεν επικαλείται το χαρακτηρισμό του δίκαιου, θα παραλογίζεται. Κάτι που υποδηλώνει την ανάγκη καθένας ανεξαίρετα να μετέχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη δικαιοσύνη, αλλιώς να μην έχει θέση ανάμεσα σε ανθρώπους.

»Αυτά λοιπόν έχω να πω για το ζήτημά σου: ότι δικαιολογημένα οι άνθρωποι παραδέχονται για σύμβουλο πάνω σ' αυτή την αρετή τον καθένα, επειδή πιστεύουν πως ο καθένας έχει συμμετοχή σ' αυτήν. Μετά από αυτό τώρα θα προσπαθήσω να σου αποδείξω το άλλο: πως το φανέρωμά της, σ' όποιον έχουμε τέτοιο φανέρωμα, δεν το νομίζουν ότι γίνεται από έμφυτο ούτε έτσι ανεξέλεγκτα, αλλά ότι είναι κάτι που διδάσκεται και βγαίνει έπειτα από φροντίδα. Πράγματι, με όσα ελαττώματα πιστεύουν οι άνθρωποι πως τα 'χει ο διπλανός τους έμφυτα ή τυχερά του, κανένας δεν αγανακτεί. Ούτε κανένας συμβουλεύει όποιους τα έχουν ούτε τους δασκαλεύει να μην είναι όπως είναι ούτε τους παιδεύει. Αντίθετα, τους βλέπουν με οίκτο. Πάρε ας πούμε τους άσχημους, τους μικρόσωμους, τους αδύνατους ― ποιος θα 'χε τόση απερισκεψία ώστε να θέλει πάνω τους να εφαρμόσει τέτοια μεταχείριση! Γιατί θαρρώ ξέρουν πως αυτά όλα, και τα προτερήματα εξίσου και τα αντίθετά τους, έρχονται από έμφυτο στους ανθρώπους και από το τυχερό τους. Ενώ πάλι όσα καλά νομίζουν οι άνθρωποι πως τους έρχονται έπειτα από φροντίδα κι από άσκηση και διδαχή, αν τύχει και δεν τα 'χει κανείς παρά έχει τα αντίθετά τους ελαττώματα, με αυτά έχουν να κάνουν οι πιο πολλές σκηνές αγανάκτησης, τιμωρίες ή οδηγίες.

»Ανάμεσα σ' αυτά είναι και η αδικία κι η ασέβεια και μ' ένα λόγο κάθε αντίθετο στην αρετή του σωστού πολίτη.

 ἔνθα δὴ πᾶς παντὶ θυμοῦται καὶ νουθετεῖ, δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας καὶ μαθήσεως κτητῆς οὔσης. εἰ γὰρ ἐθέλεις ἐννοῆσαι τὸ κολάζειν, ὦ Σώκρατες, τοὺς ἀδικοῦντας τί ποτε δύναται, αὐτό σε διδάξει ὅτι οἵ γε ἄνθρωποι ἡγοῦνται παρασκευαστὸν εἶναι ἀρετήν. οὐδεὶς γὰρ κολάζει τοὺς ἀδικοῦντας πρὸς τούτῳ τὸν νοῦν ἔχων καὶ τούτου ἕνεκα, ὅτι ἠδίκησεν, ὅστις [324b] μὴ ὥσπερ θηρίον ἀλογίστως τιμωρεῖται· ὁ δὲ μετὰ λόγου ἐπιχειρῶν κολάζειν οὐ τοῦ παρεληλυθότος ἕνεκα ἀδικήματος τιμωρεῖται ―οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη― ἀλλὰ τοῦ μέλλοντος χάριν, ἵνα μὴ αὖθις ἀδικήσῃ μήτε αὐτὸς οὗτος μήτε ἄλλος ὁ τοῦτον ἰδὼν κολασθέντα. καὶ τοιαύτην διάνοιαν ἔχων διανοεῖται παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν· ἀποτροπῆς γοῦν ἕνεκα κολάζει. ταύτην οὖν τὴν δόξαν πάντες ἔχουσιν ὅσοιπερ [324c] τιμωροῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ. τιμωροῦνται δὲ καὶ κολά- ζονται οἵ τε ἄλλοι ἄνθρωποι οὓς ἂν οἴωνται ἀδικεῖν, καὶ οὐχ ἥκιστα Ἀθηναῖοι οἱ σοὶ πολῖται· ὥστε κατὰ τοῦτον τὸν λόγον καὶ Ἀθηναῖοί εἰσι τῶν ἡγουμένων παρασκευαστὸν εἶναι καὶ διδακτὸν ἀρετήν. ὡς μὲν οὖν εἰκότως ἀποδέχονται οἱ σοὶ πολῖται καὶ χαλκέως καὶ σκυτοτόμου συμβουλεύοντος τὰ πολιτικά, καὶ ὅτι διδακτὸν καὶ παρασκευαστὸν ἡγοῦνται ἀρετήν, ἀποδέδεικταί σοι, ὦ Σώκρατες, ἱκανῶς, ὥς γέ μοι [324d] φαίνεται. Λοιπόν σ' αυτές τις περιπτώσεις ο καθένας θυμώνει με τον άλλον ή του δίνει συμβουλές, ολοφάνερα επειδή έχει τη γνώμη ότι η αρετή μπορεί να γίνει κτήμα με φροντίδα και διδασκαλία. Γιατί, αν θέλεις να σκεφτείς ποια σημασία μπορεί να έχει η τιμωρία των αδικητών, Σωκράτη, η καθημερινή ζωή θα σου δείξει ότι οι άνθρωποι πιστεύουν πως η αρετή μπορεί να μεταδοθεί. Γιατί ποιος τιμωρεί τους αδικητές, στρέφοντας τη σκέψη του σ' αυτό, κι αυτό έχοντας κίνητρο: το ότι έκαμαν το αδίκημα; (μη λογαριάζεις εκείνον που τιμωρεί ασυλλόγιστα, σαν θηρίο). Αντίθετα, εκείνος που έχει έγνοια να τιμωρήσει μυαλωμένα, δεν τιμωρεί για το αδίκημα που έγινε και πάει ―γιατί ό,τι έγινε δεν ξεγίνεται― αλλά προνοώντας για το μέλλον, για να μην αδικήσει άλλη φορά ούτε ο ίδιος ο αδικητής ούτε άλλος κανείς από όσους είδαν την τιμωρία του· με το να σκέφτεται λοιπόν έτσι, σκέφτεται ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί· όπως και να 'χει, σκοπός της τιμωρίας είναι η φοβέρα. Άρα όλοι, όσοι τιμωρούν και στη δημόσια και στην ιδιωτική ζωή, αυτή τη γνώμη έχουν. Έτσι και οι άλλοι άνθρωποι και πρώτοι απ' όλους οι Αθηναίοι, οι συμπολίτες σου, τιμωρούν αυτούς που νομίζουν ότι κάνουν αδικήματα, και για να βρει το δίκιο του ο αδικημένος και για να πλήρωσει ο αδικητής. Απ' αυτό βγαίνει ότι οι Αθηναίοι είναι απ' εκείνους που πιστεύουν ότι η αρετή μπορεί και να διδαχτεί και να μεταδοθεί. Τώρα μου φαίνεται πως σου δόθηκε ικανοποιητική απόδειξη, Σωκράτη, ότι καλά κάνουν οι συμπολίτες σου και αφήνουν να τους δίνει συμβουλές πάνω σε θέματα της πολιτείας και ο χαλκιάς και ο τσαγκάρης, και ότι πιστεύουν πως η αρετή μπορεί να διδαχτεί και να μεταδοθεί. Εδώ λοιπόν είναι που αγανακτούμε όλοι με όλους κι όλοι συμβουλεύουμε, προφανώς με την ιδέα πως είναι μια ιδιότητα που αποκτιέται έπειτα από φροντίδα κι αγωγή. Αλήθεια, Σωκράτη, αν έχεις τη διάθεση να αναλύσεις τι νόημα μπορεί να έχουν οι τιμωρίες εκείνων που κάνουν αδικίες, μόνο του το πράγμα θα σου δώσει να καταλάβεις πως οι άνθρωποι, οποιοιδήποτε άνθρωποι, πιστεύουν ότι αρετή είναι μια ιδιότητα που μεταδίδεται. Γιατί όταν κανένας τιμωρεί αυτούς που αδικοπραγούν, ποτέ δεν έχει στο νου του κάτι τέτοιο: επειδή έκανε αδικία ο τάδε. Κανείς δεν παρακινείται από αυτό, εκτός βέβαια όποιος γυρεύει παράφορα ικανοποίηση, σαν θηρίο. Αλλά όποιος επιζητεί να έχει κάποιο λόγο η τιμωρία που επιβάλλει, δε γυρεύει την επανόρθωση αδικήματος που ανήκει στο παρελθόν ―πώς να ξεγίνει αλήθεια κάτι που έτσι κι αλλιώς έγινε―, αλλά πηγαίνει για χάρη του μέλλοντος: για να μην ξανακάνει αδικία ούτε ο πρώτος εκείνος ούτε ο άλλος που θα τον δει πως τιμωρήθηκε. Κι έτσι με αυτό το πνεύμα έχει γενικά τη γνώμη πως η αρετή είναι θέμα παιδείας. Τελικά η τιμωρία που βάζει έχει σκοπό αποτρεπτικό. Λοιπόν αυτή την αντίληψη έχουν όλοι οι άνθρωποι, όσοι απαιτούν μια ικανοποίηση με ποινές ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα. Και τέτοια απαίτηση για ικανοποίηση και για τιμωρία γενικά, όπως έχουν και οι άλλοι άνθρωποι για όποιους τυχόν θα κρίνονταν ότι κάνουν αδικίες, έτσι έχουν και οι συμπατριώτες σου οι Αθηναίοι. Άρα, σύμφωνα με το συλλογισμό μας αυτό, είναι και οι Αθηναίοι από κείνους που δέχονται ότι η αρετή είναι κάτι που μεταδίδεται και που διδάσκεται. Έτσι που τα βλέπω λοιπόν, Σωκράτη, έχεις κιόλας ικανοποιητική απόδειξη πως δικαιολογημένα οι συμπατριώτες σου παραδέχονται να τους δίνει συμβουλές ένας σιδεράς κι ένας βυρσοδέψης πάνω σε θέματα της πολιτείας κι ακόμα ότι δέχονται πως η αρετή μπορεί και διδάσκεται και μεταδίδεται.

Πλάτων, Πρωταγόρας, 317e–328d

 Μια ακόμη απόδειξη του διδακτού της αρετής – Απάντηση στη δεύτερη αντίρρηση του Σωκράτη: για την ευδοκίμηση στον πολιτικό στίβο απαιτείται και φυσικό τάλαντο

Στο δεύτερο μέρος του λόγου του για την αναίρεση της πρώτης σωκρατικής αντίρρησης σχετικά με το διδακτό της πολιτικής αρετής (βλ. σχετικά ΠΛ Πρωτ 320c–324d), ο σοφιστής Πρωταγόρας επιλέγει ως μέθοδο τη διάλεξη.

Πλάτων, Πρωταγόρας, 324d–328d

Μτφρ. Η.Σ. Σπυρόπουλος. 1992. Πλάτωνος Πρωταγόρας. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, ερμηνευτικά σχόλια. 4η έκδ. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη)

Μτφρ. Κ.Ν. Πετρόπουλος. 1981. Πλάτωνα Πρωταγόρας. Κείμενο, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Πατάκης

Ἔτι δὴ λοιπὴ ἀπορία ἐστίν, ἣν ἀπορεῖς περὶ τῶν ἀνδρῶν τῶν ἀγαθῶν, τί δήποτε οἱ ἄνδρες οἱ ἀγαθοὶ τὰ μὲν ἄλλα τοὺς αὑτῶν ὑεῖς διδάσκουσιν ἃ διδασκάλων ἔχεται καὶ σοφοὺς ποιοῦσιν, ἣν δὲ αὐτοὶ ἀρετὴν ἀγαθοὶ οὐδενὸς βελ- τίους ποιοῦσιν. τούτου δὴ πέρι, ὦ Σώκρατες, οὐκέτι μῦθόν σοι ἐρῶ ἀλλὰ λόγον. ὧδε γὰρ ἐννόησον· πότερον ἔστιν τι ἓν ἢ οὐκ ἔστιν οὗ ἀναγκαῖον πάντας τοὺς πολίτας μετέχειν, [324e] εἴπερ μέλλει πόλις εἶναι; ἐν τούτῳ γὰρ αὕτη λύεται ἡ ἀπορία ἣν σὺ ἀπορεῖς ἢ ἄλλοθι οὐδαμοῦ. εἰ μὲν γὰρ ἔστιν, καὶ τοῦτό ἐστιν τὸ ἓν οὐ τεκτονικὴ οὐδὲ χαλκεία οὐδὲ κεραμεία [325a] ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ τὸ ὅσιον εἶναι, καὶ συλλήβδην ἓν αὐτὸ προσαγορεύω εἶναι ἀνδρὸς ἀρετήν ―εἰ τοῦτ’ ἐστὶν οὗ δεῖ πάντας μετέχειν καὶ μετὰ τούτου πάντ’ ἄνδρα, ἐάν τι καὶ ἄλλο βούληται μανθάνειν ἢ πράττειν, οὕτω πράττειν, ἄνευ δὲ τούτου μή, ἢ τὸν μὴ μετέχοντα καὶ δι- δάσκειν καὶ κολάζειν καὶ παῖδα καὶ ἄνδρα καὶ γυναῖκα, ἕωσπερ ἂν κολαζόμενος βελτίων γένηται, ὃς δ’ ἂν μὴ ὑπα- κούῃ κολαζόμενος καὶ διδασκόμενος, ὡς ἀνίατον ὄντα τοῦτον [325b] ἐκβάλλειν ἐκ τῶν πόλεων ἢ ἀποκτείνειν― εἰ οὕτω μὲν ἔχει, οὕτω δ’ αὐτοῦ πεφυκότος οἱ ἀγαθοὶ ἄνδρες εἰ τὰ μὲν ἄλλα διδάσκονται τοὺς ὑεῖς, τοῦτο δὲ μή, σκέψαι ὡς θαυμασίως γίγνονται οἱ ἀγαθοί. ὅτι μὲν γὰρ διδακτὸν αὐτὸ ἡγοῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, ἀπεδείξαμεν· διδακτοῦ δὲ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ τὰ μὲν ἄλλα ἄρα τοὺς ὑεῖς διδάσκονται, ἐφ’ οἷς οὐκ ἔστι θάνατος ἡ ζημία ἐὰν μὴ ἐπίστωνται, ἐφ’ ᾧ δὲ ἥ τε ζημία θάνατος αὐτῶν τοῖς παισὶ καὶ φυγαὶ μὴ μαθοῦσι [325c] μηδὲ θεραπευθεῖσιν εἰς ἀρετήν, καὶ πρὸς τῷ θανάτῳ χρη- μάτων τε δημεύσεις καὶ ὡς ἔπος εἰπεῖν συλλήβδην τῶν οἴκων ἀνατροπαί, ταῦτα δ’ ἄρα οὐ διδάσκονται οὐδ’ ἐπι- μελοῦνται πᾶσαν ἐπιμέλειαν; οἴεσθαί γε χρή, ὦ Σώκρατες. ἐκ παίδων σμικρῶν ἀρξάμενοι, μέχρι οὗπερ ἂν ζῶσι, καὶ διδάσκουσι καὶ νουθετοῦσιν. ἐπειδὰν θᾶττον συνιῇ τις τὰ λεγόμενα, καὶ τροφὸς καὶ μήτηρ καὶ παιδαγωγὸς καὶ αὐτὸς [325d] ὁ πατὴρ περὶ τούτου διαμάχονται, ὅπως <ὡς> βέλτιστος ἔσται ὁ παῖς, παρ’ ἕκαστον καὶ ἔργον καὶ λόγον διδάσκοντες καὶ ἐνδεικνύμενοι ὅτι τὸ μὲν δίκαιον, τὸ δὲ ἄδικον, καὶ τόδε μὲν καλόν, τόδε δὲ αἰσχρόν, καὶ τόδε μὲν ὅσιον, τόδε δὲ ἀνόσιον, καὶ τὰ μὲν ποίει, τὰ δὲ μὴ ποίει. καὶ ἐὰν μὲν ἑκὼν πείθη- ται· εἰ δὲ μή, ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον καὶ καμπτόμενον εὐθύνουσιν ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς. μετὰ δὲ ταῦτα εἰς δι- δασκάλων πέμποντες πολὺ μᾶλλον ἐντέλλονται ἐπιμελεῖσθαι [325e] εὐκοσμίας τῶν παίδων ἢ γραμμάτων τε καὶ κιθαρίσεως· οἱ δὲ διδάσκαλοι τούτων τε ἐπιμελοῦνται, καὶ ἐπειδὰν αὖ γράμματα μάθωσιν καὶ μέλλωσιν συνήσειν τὰ γεγραμμένα ὥσπερ τότε τὴν φωνήν, παρατιθέασιν αὐτοῖς ἐπὶ τῶν βάθρων ἀναγιγνώσκειν ποιητῶν ἀγαθῶν ποιήματα καὶ ἐκμανθάνειν [326a] ἀναγκάζουσιν, ἐν οἷς πολλαὶ μὲν νουθετήσεις ἔνεισιν πολ- λαὶ δὲ διέξοδοι καὶ ἔπαινοι καὶ ἐγκώμια παλαιῶν ἀνδρῶν ἀγαθῶν, ἵνα ὁ παῖς ζηλῶν μιμῆται καὶ ὀρέγηται τοιοῦτος γενέσθαι. οἵ τ’ αὖ κιθαρισταί, ἕτερα τοιαῦτα, σωφροσύνης τε ἐπιμελοῦνται καὶ ὅπως ἂν οἱ νέοι μηδὲν κακουργῶσιν· πρὸς δὲ τούτοις, ἐπειδὰν κιθαρίζειν μάθωσιν, ἄλλων αὖ ποιητῶν ἀγαθῶν ποιήματα διδάσκουσι μελοποιῶν, εἰς τὰ [326b] κιθαρίσματα ἐντείνοντες, καὶ τοὺς ῥυθμούς τε καὶ τὰς ἁρ- μονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῦσθαι ταῖς ψυχαῖς τῶν παίδων, ἵνα ἡμερώτεροί τε ὦσιν, καὶ εὐρυθμότεροι καὶ εὐαρμοστότεροι γιγνόμενοι χρήσιμοι ὦσιν εἰς τὸ λέγειν τε καὶ πράττειν· πᾶς γὰρ ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου εὐρυθμίας τε καὶ εὐαρμοστίας δεῖται. ἔτι τοίνυν πρὸς τούτοις εἰς παιδοτρίβου πέμπουσιν, ἵνα τὰ σώματα βελτίω ἔχοντες ὑπηρετῶσι τῇ διανοίᾳ χρηστῇ [326c] οὔσῃ, καὶ μὴ ἀναγκάζωνται ἀποδειλιᾶν διὰ τὴν πονηρίαν τῶν σωμάτων καὶ ἐν τοῖς πολέμοις καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις πράξεσιν. καὶ ταῦτα ποιοῦσιν οἱ μάλιστα δυνάμενοι <μά- λιστα> ―μάλιστα δὲ δύνανται οἱ πλουσιώτατοι― καὶ οἱ τούτων ὑεῖς, πρῳαίτατα εἰς διδασκάλων τῆς ἡλικίας ἀρξά- μενοι φοιτᾶν, ὀψιαίτατα ἀπαλλάττονται. ἐπειδὰν δὲ ἐκ διδασκάλων ἀπαλλαγῶσιν, ἡ πόλις αὖ τούς τε νόμους ἀναγ- κάζει μανθάνειν καὶ κατὰ τούτους ζῆν κατὰ παράδειγμα, [326d] ἵνα μὴ αὐτοὶ ἐφ’ αὑτῶν εἰκῇ πράττωσιν, ἀλλ’ ἀτεχνῶς ὥσπερ οἱ γραμματισταὶ τοῖς μήπω δεινοῖς γράφειν τῶν παίδων ὑπογράψαντες γραμμὰς τῇ γραφίδι οὕτω τὸ γραμ- ματεῖον διδόασιν καὶ ἀναγκάζουσι γράφειν κατὰ τὴν ὑφή- γησιν τῶν γραμμῶν, ὣς δὲ καὶ ἡ πόλις νόμους ὑπογράψασα, ἀγαθῶν καὶ παλαιῶν νομοθετῶν εὑρήματα, κατὰ τούτους ἀναγκάζει καὶ ἄρχειν καὶ ἄρχεσθαι, ὃς δ’ ἂν ἐκτὸς βαίνῃ τούτων, κολάζει· καὶ ὄνομα τῇ κολάσει ταύτῃ καὶ παρ’ ὑμῖν [326e] καὶ ἄλλοθι πολλαχοῦ, ὡς εὐθυνούσης τῆς δίκης, εὐθῦναι. τοσαύτης οὖν τῆς ἐπιμελείας οὔσης περὶ ἀρετῆς ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, θαυμάζεις, ὦ Σώκρατες, καὶ ἀπορεῖς εἰ διδακτόν ἐστιν ἀρετή; ἀλλ’ οὐ χρὴ θαυμάζειν, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον εἰ μὴ διδακτόν.

Διὰ τί οὖν τῶν ἀγαθῶν πατέρων πολλοὶ ὑεῖς φαῦλοι γίγνονται; τοῦτο αὖ μάθε· οὐδὲν γὰρ θαυμαστόν, εἴπερ ἀληθῆ ἐγὼ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν ἔλεγον, ὅτι τούτου τοῦ πρά- [327a] γματος, τῆς ἀρετῆς, εἰ μέλλει πόλις εἶναι, οὐδένα δεῖ ἰδιω- τεύειν. εἰ γὰρ δὴ ὃ λέγω οὕτως ἔχει ―ἔχει δὲ μάλιστα πάντων οὕτως― ἐνθυμήθητι ἄλλο τῶν ἐπιτηδευμάτων ὁτιοῦν καὶ μαθημάτων προελόμενος. εἰ μὴ οἷόν τ’ ἦν πόλιν εἶναι εἰ μὴ πάντες αὐληταὶ ἦμεν ὁποῖός τις ἐδύνατο ἕκαστος, καὶ τοῦτο καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ πᾶς πάντα καὶ ἐδίδασκε καὶ ἐπέπληττε τὸν μὴ καλῶς αὐλοῦντα, καὶ μὴ ἐφθόνει τούτου, ὥσπερ νῦν τῶν δικαίων καὶ τῶν νομίμων οὐδεὶς φθονεῖ οὐδ’ [327b] ἀποκρύπτεται ὥσπερ τῶν ἄλλων τεχνημάτων ―λυσιτελεῖ γὰρ οἶμαι ἡμῖν ἡ ἀλλήλων δικαιοσύνη καὶ ἀρετή· διὰ ταῦτα πᾶς παντὶ προθύμως λέγει καὶ διδάσκει καὶ τὰ δίκαια καὶ τὰ νόμιμα― εἰ οὖν οὕτω καὶ ἐν αὐλήσει πᾶσαν προθυμίαν καὶ ἀφθονίαν εἴχομεν ἀλλήλους διδάσκειν, οἴει ἄν τι, ἔφη, μᾶλλον, ὦ Σώκρατες, τῶν ἀγαθῶν αὐλητῶν ἀγαθοὺς αὐλητὰς τοὺς ὑεῖς γίγνεσθαι ἢ τῶν φαύλων; οἶμαι μὲν οὔ, ἀλλὰ ὅτου ἔτυχεν ὁ ὑὸς εὐφυέστατος γενόμενος εἰς αὔλησιν, οὗτος [327c] ἂν ἐλλόγιμος ηὐξήθη, ὅτου δὲ ἀφυής, ἀκλεής· καὶ πολλάκις μὲν ἀγαθοῦ αὐλητοῦ φαῦλος ἂν ἀπέβη, πολλάκις δ’ ἂν φαύλου ἀγαθός· ἀλλ’ οὖν αὐληταί γ’ ἂν πάντες ἦσαν ἱκανοὶ ὡς πρὸς τοὺς ἰδιώτας καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντας. οὕτως οἴου καὶ νῦν, ὅστις σοι ἀδικώτατος φαίνεται ἄνθρωπος τῶν ἐν νόμοις καὶ ἀνθρώποις τεθραμμένων, δίκαιον αὐτὸν εἶναι καὶ δημιουργὸν τούτου τοῦ πράγματος, εἰ δέοι αὐτὸν κρίνεσθαι [327d] πρὸς ἀνθρώπους οἷς μήτε παιδεία ἐστὶν μήτε δικαστήρια μήτε νόμοι μηδὲ ἀνάγκη μηδεμία διὰ παντὸς ἀναγκάζουσα ἀρετῆς ἐπιμελεῖσθαι, ἀλλ’ εἶεν ἄγριοί τινες οἷοίπερ οὓς πέρυσιν Φερεκράτης ὁ ποιητὴς ἐδίδαξεν ἐπὶ Ληναίῳ. ἦ σφόδρα ἐν τοῖς τοιούτοις ἀνθρώποις γενόμενος, ὥσπερ οἱ ἐν ἐκείνῳ τῷ χορῷ μισάνθρωποι, ἀγαπήσαις ἂν εἰ ἐντύχοις Εὐρυβάτῳ καὶ Φρυνώνδᾳ, καὶ ἀνολοφύραι’ ἂν ποθῶν τὴν τῶν ἐνθάδε ἀνθρώ- [327e] πων πονηρίαν. νῦν δὲ τρυφᾷς, ὦ Σώκρατες, διότι πάντες διδάσκαλοί εἰσιν ἀρετῆς καθ’ ὅσον δύνανται ἕκαστος, καὶ οὐδείς σοι φαίνεται· εἶθ’, ὥσπερ ἂν εἰ ζητοῖς τίς διδάσκαλος [328a] τοῦ ἑλληνίζειν, οὐδ’ ἂν εἷς φανείη, οὐδέ γ’ ἂν οἶμαι εἰ ζητοῖς τίς ἂν ἡμῖν διδάξειεν τοὺς τῶν χειροτεχνῶν ὑεῖς αὐτὴν ταύτην τὴν τέχνην ἣν δὴ παρὰ τοῦ πατρὸς μεμαθή- κασιν, καθ’ ὅσον οἷός τ’ ἦν ὁ πατὴρ καὶ οἱ τοῦ πατρὸς φίλοι ὄντες ὁμότεχνοι, τούτους ἔτι τίς ἂν διδάξειεν, οὐ ῥᾴδιον οἶμαι εἶναι, ὦ Σώκρατες, τούτων διδάσκαλον φανῆναι, τῶν δὲ ἀπείρων παντάπασι ῥᾴδιον, οὕτω δὲ ἀρετῆς καὶ τῶν ἄλλων πάντων· ἀλλὰ κἂν εἰ ὀλίγον ἔστιν τις ὅστις διαφέρει [328b] ἡμῶν προβιβάσαι εἰς ἀρετήν, ἀγαπητόν. ὧν δὴ ἐγὼ οἶμαι εἷς εἶναι, καὶ διαφερόντως ἂν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ὀνῆσαί τινα πρὸς τὸ καλὸν καὶ ἀγαθὸν γενέσθαι, καὶ ἀξίως τοῦ μισθοῦ ὃν πράττομαι καὶ ἔτι πλείονος, ὥστε καὶ αὐτῷ δοκεῖν τῷ μαθόντι. διὰ ταῦτα καὶ τὸν τρόπον τῆς πράξεως τοῦ μισθοῦ τοιοῦτον πεποίημαι· ἐπειδὰν γάρ τις παρ’ ἐμοῦ μάθῃ, ἐὰν μὲν βούληται, ἀποδέδωκεν ὃ ἐγὼ πράττομαι ἀργύριον· [328c] ἐὰν δὲ μή, ἐλθὼν εἰς ἱερόν, ὀμόσας ὅσου ἂν φῇ ἄξια εἶναι τὰ μαθήματα, τοσοῦτον κατέθηκε.

Τοιοῦτόν σοι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἐγὼ καὶ μῦθον καὶ λόγον εἴρηκα, ὡς διδακτὸν ἀρετὴ καὶ Ἀθηναῖοι οὕτως ἡγοῦνται, καὶ ὅτι οὐδὲν θαυμαστὸν τῶν ἀγαθῶν πατέρων φαύλους ὑεῖς γίγνεσθαι καὶ τῶν φαύλων ἀγαθούς, ἐπεὶ καὶ οἱ Πολυκλείτου ὑεῖς, Παράλου καὶ Ξανθίππου τοῦδε ἡλικιῶται, οὐδὲν πρὸς τὸν πατέρα εἰσίν, καὶ ἄλλοι ἄλλων δημιουργῶν. τῶνδε δὲ [328d] οὔπω ἄξιον τοῦτο κατηγορεῖν· ἔτι γὰρ ἐν αὐτοῖς εἰσιν

ἐλπίδες· νέοι γάρ.

Ωστόσο μένει ακόμα η απορία που έχεις για τους άξιους ανθρώπους: τέλος πάντων γιατί οι άξιοι άνθρωποι όλα τ' άλλα, που είναι στα χέρια των δασκάλων, τα μαθαίνουν στα παιδιά τους και τα κάνουν παντογνώστες, όμως στην αρετή, όπου οι ίδιοι τους ξεχωρίζουν, δεν τα κάνουν ανώτερα από τον άλλο κόσμο; Πάνω σ' αυτό δε θα σου πω πια ένα μύθο, Σωκράτη, αλλά ένα λόγο. Λοιπόν κάνε αυτόν το συλλογισμό: υπάρχει άραγε ή δεν υπάρχει ένα ορισμένο πράγμα, που σ' αυτό οπωσδήποτε πρέπει όλοι οι πολίτες να έχουν μερίδιο, αν βέβαια είναι να σταθεί η πολιτεία; Εδώ βρίσκεται η λύση αυτής της απορίας σου, και πουθενά αλλού. Γιατί αν αληθινά υπάρχει αυτό το ένα, και αυτό δεν είναι ούτε του ξυλουργού ούτε του χαλκιά ούτε του κεραμιδά η τέχνη, αλλά η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και η οσιότητα ―που όλα μαζί μ' ένα όνομα τα λέω αρετή του ανθρώπου― αν αυτό είναι εκείνο, στο όποιο πρέπει όλοι να έχουν το μερίδιό τους, κι ο καθένας σ' αυτό να βασίζεται, αν θέλει και κάτι άλλο να μάθει ή να κάμει, και όχι να το παραμερίζει· αλλιώς, πρέπει να συμβουλεύουμε και να τιμωρούμε όποιον δεν έχει το μερίδιό του σ' αυτό, είτε είναι παιδί είτε άντρας είτε γυναίκα, ώσπου να γίνει καλύτερος με την τιμωρία, κι αν πρέπει να πετάμε έξω από τις πολιτείες και να σκοτώνουμε ―μια και δεν παίρνει γιατρειά― όποιον δε βάζει μυαλό με τις τιμωρίες και τις συμβουλές· αν λοιπόν ολ' αυτά είναι έτσι, και ενώ έτσι τα κανόνισε η φύση, οι άξιοι άντρες μαθαίνουν στα παιδιά τους όλα τ' άλλα, αυτό όμως όχι, βάλε με το νου σου πόσο παράξενα φέρνονται στην περίπτωση αυτή οι άξιοι. Γιατί αποδείξαμε ότι και στη δημόσια και στην ιδιωτική τους ζωή πιστεύουν ότι αυτό μπορεί να διδαχτεί. Και την ώρα που μπορεί να διδαχτεί και να καλλιεργηθεί, τα άλλα βέβαια τα μαθαίνουν στα παιδιά τους, που ―κι αν δεν τα μάθουν― κανείς νόμος δεν τα τιμωρεί με θάνατο, κι από την άλλη, εκεί που ο νόμος τιμωρεί με θάνατο και μ' εξορία τα παιδιά τους ―αν δεν μάθουν κι αν δεν καλλιεργηθούν στην αρετή― και, σαν να μην έφτανε αυτό, με δήμευση της περιουσίας και, ας το πούμε έτσι με δυο λόγια, με ξερίζωμα της γενιάς, τι λες, αυτό δεν τους το μαθαίνουν και σ' αυτό δεν αφιερώνουν όλες τους τις φροντίδες; Γίνεται να πιστεύεις κάτι τέτοιο, Σωκράτη;

Αρχίζουν από τότε που τα παιδιά τους είναι μικρά και, όσο αυτοί βρίσκονται στη ζωή, τα διδάσκουν και τα συμβουλεύουν. Από τη στιγμή κιόλας που το παιδί καταλαβαίνει τι του λένε, και η παραμάνα και η μητέρα και ο παιδαγωγός κι ο πατέρας ακόμη πασχίζουν για τούτο: με ποιον τρόπο το παιδί θα γίνει αψεγάδιαστο· έτσι, πάνω σε κάθε πράξη και λόγο το διδάσκουν και του εξηγούν, ότι το ένα είναι δίκαιο, το άλλο άδικο, το ένα ωραίο, το άλλο άσχημο, το ένα όσιο, το άλλο ανόσιο ― και τα πρώτα να τα κάνεις, τα δεύτερα να μην τα κάνεις. Κι αν το παιδί υπακούει με τη θέλησή του, πάει καλά· ειδάλλως, σαν βέργα που στραβώνει και καμπουριάζει το σιάζουν με φοβέρες και ξυλιές. Αργότερα το στέλνουν στο δάσκαλο, που του παραγγέλνουν να δώσει πολύ περισσότερη προσοχή στην καλή διαγωγή του παιδιού παρά στα γράμματα και την τέχνη της λύρας. Με τη σειρά τους οι δάσκαλοι γι' αυτό φροντίζουν. Και όταν πια τα παιδιά μάθουν γράμματα και είναι σε θέση να καταλαβαίνουν τα όσα βλέπουν γραμμένα ―όπως τότε τα λόγια―, οι δάσκαλοι τα βάζουν όρθια από τη θέση τους να διαβάζουν ποιήματα καλών ποιητών και τ' αναγκάζουν να τα μαθαίνουν απ' έξω. Μες στα ποιήματα αυτά βρίσκει κανείς ένα σωρό συμβουλές κι ένα σωρό διηγήσεις και παινέματα και ύμνους για τους ενάρετους ανθρώπους του παλιού καιρού, για να τους ζηλέψει το παιδί και να τους μιμηθεί και να λαχταρήσει να τους μοιάσει. Απ' τη μεριά τους πάλι οι δάσκαλοι της λύρας κάτι παρόμοιο κάνουν, δηλαδή κάνουν ό,τι μπορούν, για να γίνουν οι νέοι φρόνιμοι και να μην κάνουν κανένα κακό· κοντά σ' αυτά, αφού τους μάθουν την τέχνη της λύρας, στη συνέχεια τους διδάσκουν ποιήματα καλών ποιητών, διαφορετικών από τους προηγούμενους ―των λυρικών ποιητών― ταιριάζοντας τη μουσική τους στη φωνή της λύρας· έτσι, υποχρεώνουν τους ρυθμούς και τις αρμονίες να συγγενέψουν με την ψυχή του παιδιού, ώστε να γίνουν και πιο ήμερα και χρήσιμα στα λόγια και στις ενέργειές των, με το να ποτιστούν με το ρυθμό και την αρμονία· γιατί η ζωή του ανθρώπου σε κάθε εκδήλωσή της έχει ανάγκη από ρυθμό και αρμονία. Λοιπόν σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα στέλνουν ακόμα και στους γυμναστές, για να κάμουν κορμί δυνατότερο, κι έτσι το μυαλό τους το φωτισμένο να έχει βοηθό, και να μην αναγκάζονται να δείχνουν δειλία στους πολέμους και στις άλλες πράξεις, επειδή το σώμα τούς προδίνει. Κι αυτά τα κάνουν με το παραπάνω εκείνοι που έχουν στη διάθεσή τους περισσότερα μέσα· και τα περισσότερα μέσα τα διαθέτουν οι πιο πλούσιοι. Αυτών λοιπόν οι γιοι πρώτοι πρώτοι απ' τα παιδιά της ηλικίας τους αρχίζουν να πηγαίνουν στο σχολείο και σταματούν τις σπουδές χρόνια αργότερα από τους άλλους. Κι όταν πια φύγουν από τα χέρια των δασκάλων, η πολιτεία με τη σειρά της τα αναγκάζει να μάθουν τους νόμους και να ζουν σύμφωνα μ' αυτούς, για να μην κάνει το καθένα του κεφαλιού του, αλλά ακριβώς όπως οι δάσκαλοι (για τα παιδιά που ακόμα δεν τα καταφέρνουν στο γράψιμο) πρώτα με το κοντύλι χαράζουν απαλές γραμμές, και κατόπι τούς δίνουν την πλάκα και τα υποχρεώνουν να γράφουν καταπώς τους δείχνουν οι γραμμές, έτσι και η πολιτεία χαράζει τους νόμους, που τους βρήκαν οι καλοί νομοθέτες του παλιού καιρού· τα αναγκάζει και να δίνουν και να παίρνουν διαταγές σύμφωνα μ' αυτούς. Όποιος όμως παραστρατίζει απ' αυτούς, τον τιμωρεί, και η τιμωρία αυτή και στην πόλη σας αλλά και σε πολλά άλλα μέρη ονομάζεται ευθύνες, γιατί η τιμωρία φέρνει τον παραβάτη στον ευθύ δρόμο. Οικογένεια και πολιτεία λοιπόν τόση φροντίδα δείχνουν για την αρετή ― κι εσένα δεν το χωρεί το μυαλό σου, Σωκράτη, και αναρωτιέσαι αν η αρετή μπορεί να διδαχτεί; Πολύ περισσότερο θα 'πρεπε να σαστίζεις, αν δεν μπορούσε να διδαχτεί ― όχι τώρα.

Μια κι έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί από πολλούς άξιους πατέρες βγαίνουν παιδιά παρακατιανά; Άκουσε ποιαν εξήγηση δίνω: αν τα όσα είπα παραπάνω είναι σωστά (δηλαδή ότι δεν πρέπει κανένας να μένει αμέτοχος σ' αυτό το πράγμα, την αρετή, αν είναι να σταθεί μια πολιτεία), δεν έχει θέση καμιά απορία. Γιατί, αν η άποψή μου βρίσκεται κοντά στην αλήθεια ―και δεν υπάρχει άποψη πιο κοντά στην αλήθεια απ' αυτήν― διάλεξε οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα ή μάθημα και σκέψου: Ας υποθέσουμε ότι, αν δεν γινόμασταν όλοι αυλητές, ο καθένας μας όπως μπορούσε, θα ήταν αδύνατο να σταθεί μια πολιτεία· ποιος τότε δε θα προσπαθούσε να διδάξει αυτή την τέχνη στον καθένα και στο σπίτι και δημόσια, και ποιος δεν θα μάλωνε εκείνον πού θα έπαιζε άσχημα τον αυλό; ποιος θ' αρνιόταν να τη μεταδώσει ― όπως καληώρα ποιος αρνιέται και ποιος κρατά κρυφούς τους γραφτούς και τους άγραφους νόμους, όπως τα μυστικά από τις άλλες τέχνες; (γιατί ο καθένας μας, νομίζω, έχει κέρδος από τη δικαιοσύνη και την αρετή του άλλου· γι' αυτό κι ο καθένας μας στον καθένα με προθυμία και λέει και διδάσκει τους γραφτούς και τους άγραφους νόμους). Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι και στην τέχνη του αυλού με τον ίδιο τρόπο είχαμε όλη την προθυμία και την απλοχεριά να δίνουμε μαθήματα ο ένας στον άλλο, πιστεύεις, Σωκράτη, ότι τα παιδιά των άξιων αυλητών θα είχαν περισσότερες πιθανότητες να βγουν άξιοι αυλητές απ' ό,τι τα παιδιά των παρακατιανών; Η γνώμη μου είναι ότι όχι ― αλλά εκείνου που ο γιος έτυχε να γεννηθεί πιο προικισμένος για αυλητής, θα ξεχώριζε και θ' αποχτούσε φήμη· το παιδί όμως εκεινού που το αδίκησε η φύση, θα 'μενε στην αφάνεια. Και πολλές φορές από άξιον αυλητή θα έβγαινε γιος παρακατιανός, πολλές φορές πάλι από παρακατιανόν άξιος· όπως και να 'χε όμως, όλοι θα ήταν αρκετά καλοί αυλητές απέναντι στους ανίδεους κι αυτούς που έχουν μεσάνυχτα από την τέχνη του αυλού. Πίστεψε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωσή μας· πάρε όποιον νομίζεις τον πιο άδικο απ' όλους όσοι μεγάλωσαν ανάμεσα σ' ανθρώπους που ζουν με νόμους· ε λοιπόν, τούτος είναι δίκαιος και δάσκαλος πάνω σ' αυτό, αν είχαμε να τον συγκρίνουμε με ανθρώπους που δεν έχουν ούτε μόρφωση ούτε δικαστήρια ούτε κανέναν τρόπο επιβολής, που να τους επιβάλλει απ' το πρωί ως το βράδυ να φροντίζουν για την αρετή ― αλλά αν ήταν τίποτα άγριοι, σαν και αυτούς που παρουσίασε ο Φερεκράτης ο ποιητής στο θέατρο πέρσι, στη γιορτή των Ληναίων. Αλήθεια, αν όπως οι μισάνθρωποί μας σ' εκείνη την κωμωδία, βρεθείς ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους, θα 'λεγες «δόξα σοι, ο θεός!» συντυχαίνοντας τον Ευρύβατο και τον Φρυνώνδα και θα στέναζες νοσταλγώντας την κακοψυχία των ανθρώπων του τόπου μας. Αλλά τώρα κάνεις τον δύσκολο, Σωκράτη, γιατί όλοι είναι δάσκαλοι της αρετής ―καθένας κατά τη δύναμή του― και σου φαίνεται ότι κανένας δεν είναι. Να, είναι σαν να ψάχνεις ποιος διδάσκει την ελληνική γλώσσα· θα παρουσιαζόταν κανείς; Ή πάλι ψάξε να βρεις, φαντάζομαι, ποιος θα δίδασκε στα παιδιά των μαστόρων μας την ίδια τους την τέχνη, που βέβαια την έχουν μάθει από τον πατέρα τους, όσο μπορούσε ο πατέρας κι οι φίλοι του πατέρα που είναι του σιναφιού του· πιστεύω ότι δεν είναι εύκολο να βρεθεί δάσκαλος τους, Σωκράτη, που να τους μάθει περισσότερα, ενώ είναι το ευκολότερο πράγμα να βρεθεί για τους ανίδεους· το ίδιο συμβαίνει και με την αρετή και μ' όλα τ' άλλα. Άρα πρέπει να 'μαστε ευχαριστημένοι, αν βρίσκεται κάποιος κάπως ανώτερος από μας στο να φέρνει τους άλλους πιο κοντά στην αρετή. Λοιπόν πιστεύω πως κι εγώ είμαι ένας απ' αυτούς ― και ότι μπορώ να βοηθήσω έναν άνθρωπο να γίνει καλός και αγαθός, καλύτερα από κάθε άλλον, και ότι μου αξίζει ο μισθός που ζητώ και ακόμη μεγαλύτερος, έτσι που και ο μαθητής ο ίδιος να το παραδέχεται. Για τούτο κοίταξε πώς κανόνισα τον τρόπο της είσπραξης του μισθού: όταν ένας μαθητής τελειώνει τις σπουδές του κοντά μου, πληρώνει αμέσως τα χρήματα που του ζήτησα, αν θέλει· αν όχι, πηγαίνει σ' ένα ναό, ορκίζεται πόσα χρήματα κατά τη γνώμη του αξίζουν τα μαθήματά μου, και τόσα αφήνει για πληρωμή.

Τέτοιο μύθο και λόγο είχα να σου πω, Σωκράτη, μου είπε, για να καταλάβεις ότι η αρετή μπορεί να διδαχτεί και ότι αυτήν τη γνώμη έχουν οι Αθηναίοι· τώρα λοιπόν δεν πρέπει ν' αναρωτιέσαι πώς από άξιους πατέρες βγαίνουν παιδιά παρακατιανά κι από παρακατιανούς άξια· δες, και τα παιδιά του Πολυκλείτου, συνομήλικοι με τον Πάραλο κι αυτόν εδώ τον Ξάνθιππο, δεν αξίζουν τίποτα κοντά στον πατέρα τους, όπως και άλλα παιδιά άλλων τεχνιτών. Όσο γι' αυτούς εδώ, ας μη βιαστούμε ακόμη να τους κατηγορήσουμε· μπορούμε να έχουμε ακόμη ελπίδες σ' αυτούς· γιατί είναι νέοι.

»Απομένει τώρα ένα θέμα ακόμα για εξέταση. Είναι αυτό που θέτεις εσύ σχετικά με τους άξιους ανθρώπους: τι τρέχει λοιπόν κι οι άξιοι άνθρωποι, ενώ μορφώνουν τα παιδιά τους σε ό,τι εξαρτάται από δασκάλους και τα κάνουν σοφά, ωστόσο στην αρετή εκείνη όπου είναι οι ίδιοι άξιοι δεν τα κάνουν καθόλου πιο καλά από οποιονδήποτε; Τώρα, Σωκράτη, πάνω σ' αυτό θα σου αναπτύξω πια όχι μύθο αλλά ένα λόγο. Κοίταξε, αλήθεια, πώς να τοποθετήσεις το ζήτημα: υπάρχει άραγε ή δεν υπάρχει κάτι κοινό που να απαιτείται σ' αυτό να έχουν όλοι οι πολίτες συμμετοχή, αν πρόκειται να υπάρξει πολιτεία; Πράγματι, σ' αυτή την τοποθέτηση βρίσκει τη λύση του το πρόβλημα που θέτεις για εξέταση. Ειδεμή πουθενά αλλού. Θα υποθέσω δηλαδή πως κάτι τέτοιο κοινό υπάρχει και πως αυτό δεν είναι η τεχνοδομική ούτε η μεταλλουργία ούτε η κεραμική, αλλά είναι η δικαιοσύνη και η αυτοκυριαρχία και ο σεβασμός της θεϊκής βουλής, και για να ολοκληρώσω το χαρακτηρίζω ότι είναι όλο αυτό ένα: η αρετή του ώριμου ανθρώπου. Κατά την υπόθεσή μου, σ' αυτό είναι που πρέπει να μετέχουν όλοι και καθένας με αυτά να ενεργεί, αν αποβλέπει καθόλου και σε άλλες πιο πέρα επιδόσεις η ενέργειες, και ποτέ δίχως αυτό το εφόδιο. Αλλιώς, αν ένας δε μετέχει σ' αυτό, είτε παιδί είναι είτε άντρας είτε γυναίκα, χρειάζεται διδαχή και τιμωρία, ώσπου να γίνει καλύτερος με την τιμωρία την πολλή. Όποιος πάλι δε συμμορφώνεται με όλες τις τιμωρίες και τις διδαχές, αυτός πρέπει, μια και δεν παίρνει θεραπεία, να διώχνεται από τις πολιτείες ή να θανατώνεται.

»Αυτή είναι η υπόθεσή μου. Αν τώρα τέτοια είναι η φύση των πραγμάτων κι ωστόσο οι άξιοι άνθρωποι για όλα τα άλλα εξασφαλίζουν διδασκαλία στα παιδιά τους, όχι όμως γι' αυτή την αρετή, πρόσεξε να δεις τι παράδοξα όντα γίνονται οι άξιοί μας! Αυτή την αξιοσύνη αποδείξαμε βέβαια ότι άτομα κι ολότητα τη δέχονται ως κάτι που διδάσκεται. Αλλά ενώ είναι αυτό ένα αντικείμενο για διδαχή και καλλιέργεια, εκείνοι νοιάζονται να τους μάθουν τάχα των παιδιών τους όλα τ' άλλα, που και να μην τα ξέρουν δεν απειλούνται με θάνατο, και για ό,τι έρχεται στα παιδιά τους σαν τιμωρία ο θάνατος, τους έρχονται κι εκπατρισμοί, αν δεν το διδαχτούν και δεν καλλιεργηθούν σ' αυτό, στην αρετή ακριβώς, ακόμα πέρα κι από τη θανάτωσή τους έρχεται δήμευση των περιουσιών και γενικά, για να τα πούμε όλα, διάλυση των οικογενειών τους ―ε, τι λες;― τάχα δεν τους τα μαθαίνουν κι αυτά ούτε τα κοιτάζουν με κάθε τους φροντίδα; Ίσα ίσα έτσι πρέπει να πιστέψουμε ότι κάνουν, Σωκράτη!

»Οι άνθρωποι αρχίζουν από την πιο μικρή ηλικία των παιδιών τους κι όσο που ζουν οι ίδιοι συνέχεια τα διδάσκουν και τα καθοδηγούν. Με το πρώτο που θ' αρχίσει ένα παιδί να καταλαβαίνει από ομιλίες, αμέσως παραμάνα, μάνα, παιδαγωγός κι ο ίδιος ο πατέρας του για ένα συναγωνίζονται: πώς θα γίνει το παιδί τους ό,τι καλύτερο. Το μαθαίνουν μία μία τις δουλειές και τις φράσεις και παράλληλα το διαφωτίζουν: εδώ έχεις δίκιο, εκεί άδικο ή αυτό είναι ωραίο, εκείνο άσχημο ή πάλι αυτό αρέσει στο θεό, το άλλο δεν του αρέσει και τελικά τούτα κάνε, τα άλλα μην τα κάνεις. Και καλά να πειθαρχεί από μόνο του. Αλλιώτικα το φοβερίζουν και το χτυπούν: έτσι το ευθυγραμμίζουν σαν κανένα δέντρο που λυγίζει και γέρνει.

»Έπειτα έρχεται ο καιρός και στέλνουν τα παιδιά στους δασκάλους με την εντολή να προσέχουν πιο πολύ την άψογη στάση τους παρά τα γράμματα και την κιθάρα. Οι δάσκαλοι εξάλλου κι αυτά προσέχουν κι άλλα ακόμα: μόλις τα παιδιά εκπαιδευτούν στη γραφή κι ειν' έτοιμα τότε να καταλαβαίνουν από γραφτά κείμενα, όπως την πρώτη φορά από λόγο προφορικό, τους βάζουν στις θέσεις τους απάνω ποιητικά κείμενα από καλούς ποιητές, να κάνουν ανάγνωση. Και τα υποχρεώνουν να τα αποστηθίζουν. Σ' αυτά τα κείμενα βρίσκει κανείς πολλές σοφές συμβουλές, πολλές διηγήσεις που προβάλλουν και τιμούν ανθρώπους καταξιωμένους από παλιά. Ο σκοπός είναι να γεννηθεί στο παιδί ο ζήλος να τους μιμηθεί κι η έφεση για να γίνει σαν κι εκείνους.

»Από το άλλο μέρος πάλι είναι και οι κιθαριστές. Άλλο τόσο κι αυτοί προσέχουν τους νέους να αυτοπειθαρχούν κι επίσης πώς να μην ξεπέφτουν σε κανένα κακό. Όμως πέρα από αυτό, μόλις οι νέοι εκπαιδευτούν στην κιθάρα, τους μαθαίνουν ποιητικά έργα από καλούς ποιητές, άλλους αυτή τη φορά, λυρικούς. Τους τα βάζουν μελοποιημένα πάνω στη μουσική της κιθάρας και κάνουν αναγκαστικά τους ρυθμούς και τις αρμονίες να στεριώνουν μέσα στις παιδικές ψυχές. Ο σκοπός είναι να γίνονται τα παιδιά πιο εκλεπτυσμένα και με την εξοικείωσή τους στο ρυθμό και στην αρμονία να βγαίνουν επιτυχημένα και στην έκφραση και στη δράση τους. Γιατί πραγματικά η ανθρώπινη ζωή, όλη ανεξαίρετα, χρειάζεται ρυθμό μέσα της και αρμονικές σχέσεις. Έπειτα λοιπόν υπάρχει και συνέχεια. Οι νέοι στέλνονται στο γυμναστή: ο σκοπός εδώ είναι με τα φτιαγμένα τους πια σώματα να αντέχουν στην εξυπηρέτηση του πνεύματός τους, έτσι εύρωστο που είναι, κι όχι να τους υποχρεώνει τα καχεκτικό τους σώμα να κυριεύονται από τη δειλία είτε στους πολέμους είτε στις άλλες τους εκδηλώσεις. Και φυσικά πιο πολύ καταγίνονται σ' αυτά όσοι έχουν και τα μέσα τα πιο πολλά. Τα περισσότερα μέσα όμως τα έχουν οι πιο πλούσιοι. Γι' αυτό και τα δικά τους τα παιδιά όσο αρχίζουν από την πρωιμότερή τους ηλικία να παρακολουθούν τα μαθήματα στους δασκάλους, άλλο τόσο αργούν και να τα εγκαταλείψουν.

»Αλλά και μόλις σταματούν από τους δασκάλους, έρχεται πάλι το κράτος. Αυτό τώρα υποχρεώνει τους νέους να μελετούν τους νόμους και να κανονίζουν τη ζωή τους με αυτούς. Ο σκοπός είναι να μην ενεργούν αυθαίρετα μονάχοι τους όπως να 'ναι, αλλά όπως ακριβώς γίνεται με τους πρώτους δασκάλους στα γράμματα. Όταν ακόμα τα παιδιά δεν έχουν πάρει τον αέρα στο γράψιμο, οι ίδιοι πρώτα οι γραμματιστές τούς χαράζουν γραμμές από κάτω κι έπειτα τους δίνουν την πινακίδα τους να γράψουν, έτσι χαρακωμένη. Και τα υποχρεώνουν να γράφουν πάνω στην ευθεία όπου τα οδηγούν οι γραμμές. Το ίδιο κάνει και το κράτος. Μας έχει από κάτω χαραγμένους νόμους, όπως τους επινόησαν άξιοι νομοθέτες από παλιά. Και μας υποχρεώνει σύμφωνα με αυτούς να κυβερνάμε και να κυβερνιόμαστε. Εκείνον που θα πατήσει απ' έξω, τον υποβάλλει σε τιμωρία. Και αυτό το είδος τιμωρίας έχει κι εδώ σε σας και σε πολλά άλλα μέρη την ονομασία ευθύνες, σαν να μας λέει πως οι δικαστικές κυρώσεις ξαναφέρνουν στην ευθεία.

»Τόση φροντίδα λοιπόν γίνεται με κέντρο την αρετή, στον ιδιωτικό αλλά και στο δημόσιο βίο, κι εσένα Σωκράτη σου κάνει κιόλας εντύπωση και σε προβληματίζει αν η αρετή διδάσκεται; Ίσα ίσα το αντίθετο. Έπρεπε να σου 'κανε ακόμα πιο πολλή εντύπωση αν δεν ήταν κάτι που διδάσκεται.

»Γιατί λοιπόν από τους άξιους πατέρες γεννιούνται πολλές φορές ανάξια παιδιά; Να το καταλάβεις τώρα κι αυτό. Δεν είναι βέβαια κανένα παράδοξο, αν ήταν αλήθεια αυτά που έλεγα πιο πριν: ότι κανένας δηλαδή δεν πρέπει να είναι αμέτοχος από αυτή την πραγματική ιδιότητα που λέγεται αρετή, αν πρόκειται να υπάρξει πολιτεία. Γιατί αν είναι έτσι όπως τα λέω ―και με την πιο μεγάλη βεβαιότητα είναι έτσι― φέρε στη σκέψη σου κανένα άλλο από τα τεχνικά προσόντα ή από τα μορφωτικά εφόδια, όποιο προτιμάς. Υπόθεσε ότι πολιτεία δε θα μπορούσε να υπάρχει αν τάχα δεν είμαστε όλοι τεχνίτες στον αυλό, ως εκεί που θα μπορούσε να 'ναι τεχνίτης ο καθένας. Την τέχνη αυτή κι ανεπίσημα και δημόσια καθένας θα τη δίδασκε σε κάθε άλλον. Και παρατηρήσεις θα 'κανε σε όποιον δε θα 'παιζε καλά τον αυλό. Ούτε θα κρατούσε για τον εαυτό του την αποκλειστικότητα της τέχνης. Δηλαδή θα γινόταν όπως τώρα γίνεται στα θέματα της δικαιοσύνης και των νόμων. Κανείς δεν κρατά για τον εαυτό του την αποκλειστικότητά τους ούτε καμιά μυστικότητα σαν αυτή που κρατάμε στα διάφορα τεχνικά επαγγέλματα. Αυτό συμβαίνει θαρρώ γιατί του ενός η δικαιοσύνη κι η αρετή είναι ωφέλιμη και στον άλλο. Γι' αυτό καθένας μιλάει με όλη του τη διάθεση στον άλλο και τον κατατοπίζει στα θέματα του δικαίου και της νομιμότητας. Λοιπόν το ίδιο και στην τέχνη του αυλού, αν είχαμε κάθε καλή διάθεση και ελευθεροφροσύνη να διδάσκουμε ο ένας τον άλλο, τι θεωρείς πιο πιθανό, Σωκράτη: να γίνονταν άξιοι τεχνίτες του αυλού τα παιδιά των άξιων στην τέχνη του αυλού ή των ανάξιων; Εγώ βέβαια δε νομίζω τίποτε από αυτά, παρά όποιου το παιδί θα τύχαινε να γεννηθεί πιο προικισμένο από το φυσικό του για την τέχνη του αυλού θα ευδοκιμούσε μεγαλώνοντας κι όποιου δε θα 'χε τέτοιο φυσικό θα έμενε άσημο. Κι έτσι θα συνέβαινε πολύ συχνά να βγαίνει ένας ανάξιος από έναν άξιο τεχνίτη στον αυλό κι άλλο τόσο συχνά ένας άξιος από τεχνίτη ανάξιο. Πάντως όμως όλοι τους θα ήταν αρκετά καλοί τεχνίτες στον αυλό σε σύγκριση με τους αμέτοχους και τελείως ανίδεους από την τέχνη του αυλού.

»Με τον ίδιο τρόπο να φανταστείς τώρα και την άλλη περίπτωση: ότι κι ο άνθρωπος που εσύ θα τον έβλεπες να είναι ο πιο άδικος απ' όσους είναι αναθρεμμένοι μέσα σε ανθρώπινη συμβίωση με νόμους, είναι κι αυτός δίκαιος κι είναι ένας μάστορης στο είδος, δηλαδή σ' αυτή την πραγματικότητα. Έτσι θα 'πρεπε να τον εκτιμήσουμε σε σύγκριση με ανθρώπους χωρίς καθόλου παιδεία, δικαστήρια, νόμους ανάμεσά τους, που να μην έχουν καμιά δέσμευση να τους υποχρεώνει διαρκώς να φροντίζουν την αρετή, αλλά σαν να 'ταν τίποτε άγριοι. Τέτοιους «Άγριους» μας παρουσίασε ο ποιητής Φερεκράτης πέρσι, ξέρεις, στην παράσταση για τα Λήναια. Να βρισκόσουν αλήθεια κι εσύ ανάμεσα στους ανθρώπους αυτού του είδους, όπως βρέθηκαν τότε ανάμεσα στο χορό τους και κάτι άλλοι, οι μισάνθρωποι, και να δεις πώς θα παρακαλούσες να σ' έριχνε καλύτερα η τύχη σου πάνω σε καθάρματα τύπου Ευρύβατου ή Φρυνώνδα και με σπαραγμό θ' αναπολούσες την κακότητα που ξέρουμε στη δική μας ανθρώπινη συμβίωση. Τώρα βέβαια δείχνεις να σου κοστίζει, Σωκράτη, γιατί δάσκαλοι της αρετής είναι όλοι, καθένας ως εκεί που μπορεί, κι εσύ δε βρίσκεις κανένα. Επόμενο είναι: όπως κι αν ζητούσες "ποιος διδάσκει να μιλάμε ελληνικά;" δε θα 'βρισκες ούτε έναν. Θαρρώ επίσης ούτε αν ζητούσες "του κάθε χειροτέχνη μας τα παιδιά ποιος θα μπορούσε να τα διδάξει την ίδια τέχνη που τους την έχει μάθει κιόλας ο πατέρας τους, ως εκεί που ήταν σε θέση ο ίδιος ο πατέρας ή άλλοι από τους δικούς του, αν είναι ομότεχνοι ― αυτά τα παιδιά ποιος θα μπορούσε να τα διδάξει κι άλλο;" λέω λοιπόν, Σωκράτη, πως δε θα 'ταν εύκολο να βρεις έναν δάσκαλο γι' αυτά, ενώ είναι εύκολο να βρεις για τα τελείως ανίδεα. Το ίδιο και με την αρετή και με οτιδήποτε άλλο. Αλλά ας υπήρχε κάποιος που έστω και λίγο να ήταν ικανότερος από τους υπόλοιπους εμάς για να μας προχωρήσει στην αρετή, και να 'μαστε τότε κι ευχαριστημένοι!

»Τέτοιον θεωρώ λοιπόν τον εαυτό μου και ικανό μάλιστα πολύ περισσότερο από άλλους να βοηθήσω κάποιον για να γίνει ολοκληρωμένος κι άξιος. Κι όσο για το μισθό που ζητάω, μου αξίζει, κι ακόμα υψηλότερος μάλιστα, ως εκεί που φτάνει και του ίδιου του μαθητή μου η επιδοκιμασία. Με τέτοια κριτήρια έχω κανονίσει και τον τρόπο πληρωμής του μισθού μου ως εξής: μόλις ένας συμπληρώσει τα μαθήματά του κοντά μου, αν δεν έχει αντίρρηση, μου πληρώνει κιόλας την αμοιβή που ζητάω εγώ. Αν όμως έχει αντίρρηση, τότε πηγαίνει σ' ένα ναό, δηλώνει εκεί με όρκο ποια είναι η αξία των μαθημάτων μου κι αυτό το ποσόν το καταθέτει αμέσως.

»Σωκράτη, αυτός ήταν ο μύθος» είπε «κι αυτός ήταν ο λόγος που είχα να σου αναπτύξω, σχετικά με το ότι η αρετή είναι κάτι που διδάσκεται και έτσι παραδέχονται οι Αθηναίοι, κι επίσης ότι δεν αποτελεί παράδοξο να γεννιούνται από άξιους πατέρες ανάξια παιδιά κι από ανάξιους άξια, αφού και τα παιδιά του Πολύκλειτου, συνομήλικοι από 'δω του Πάραλου και του Ξάνθιππου, δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στον πατέρα τους, το ίδιο μάλιστα συμβαίνει και με άλλων τεχνιτών τα παιδιά. Για τους αγαπητούς μας βέβαια από 'δω, εύστοχο δεν είναι από τώρα να τους το καταλογίσουμε αυτό. Ακόμα υπάρχουν γι' αυτούς ελπίδες. Είναι στ' αλήθεια νέοι».