Α'. Σχεδιάγραμμα, Β'. Κείμενα, Γ'. Βιβλιογραφία

Θέμα: Τέχνη

Α'. Σχεδιάγραμμα

Θέμα: Από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του ανθρώπου πάνω στη γη η Τέχνη με διάφορες εκφάνσεις έκανε την παρουσία της αισθητή σε ποικίλες ανθρώπινες εκδηλώσεις, χωρίς όμως σε κάθε εποχή να είναι ξεκαθαρισμένα εντελώς κι ούτε να συμφωνούν όλοι ως προς την αιτία ύπαρξής της, την αξία της καθώς και τη θέση του καλλιτέχνη, του εκφραστή της, μέσα στην κοινωνία.

Πρόλογος

Κυρίως Θέμα

Ε1. Αίτια ύπαρξης Τέχνης

Η τέχνη γεννήθηκε (αλλά και εξακολουθεί να υφίσταται), γιατί εξυπηρετούσε (και εξυπηρετεί) ποικίλες ανάγκες:

Ε2. Αξία Τέχνης

Το περιεχόμενο και η αξία της Τέχνης έγκειται και εστιάζεται στους παραπάνω και παρακάτω σκοπούς που αυτή υπηρετεί και πραγματώνει:

α)Ατομικό επίπεδο

β)Κοινωνικό επίπεδο

Ε2. Κοινωνική θέση καλλιτέχνη

βλ. Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Τόμος 1ος (1937 1947), εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 51984, σελ. 265 κ.ε. (=Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα, ζ'1988, σελ. 230 232)./Δ.Π. Διαμαντόπουλος, Λεξικό βασικών εννοιών, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 111988, σελ. 360 362.

Ε?. Προϋποθέσεις Τέχνης

Ε?. Άσχημα επιφαινόμενα τέχνης

Επίλογος

Β'. Κείμενα

Τι είναι τέχνη;

Γεράσιμος Θεοδόσης, εφ. Τα Νέα, 7/8/2006

Τι είναι τέχνη; Ίσως ένα από τα δυσκολότερα ερωτήματα που άφησε αναπάντητα ο αιώνας που πέρασε. Όσο καιρό η τέχνη εθεωρείτο «απο-μίμηση» της φύσης ή ως ανθρώπινη προσπάθεια προσέγγισης του ωραίου, όλα έβαιναν καλώς. Όταν όμως κάποιοι Γερμανοί φιλόσοφοι, με πρώτο και καλύτερο τον Χέγκελ και τις γνωστές παραδόσεις του περί Αισθητικής, άρχισαν να ζητούν από την τέχνη την αποκάλυψη της αλήθειας, τα πράγματα δυσκόλεψαν.

H τέχνη δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει απο-μίμηση της φύσης, δήλωνε ο Σοπενχάουερ, αφού την ξεπερνά. Ο Νίτσε, δε, έβλεπε στην τέχνη την οριστική αποδοχή, ευλογία και θεοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης· θεωρούσε την τέχνη ξελογιάστρα και ελιξίριο ζωής. Από τότε οι ορισμοί της τέχνης δίνουν και παίρνουν. Δεν υπήρξε καλλιτέχνης που να μην έχει έναν δικό του ορισμό της τέχνης. Υπάρχουν, λοιπόν, τόσοι ορισμοί όσο και καλλιτέχνες. Το λιγότερο.

Είναι γεγονός πάντως ότι η τέχνη εξελίσσεται τόσο γρήγορα, ώστε συχνά είμαστε αναγκασμένοι να αποδεχθούμε μορφές της, για τις οποίες δεν έχουμε προλάβει καν να δημιουργήσουμε έννοιες. Πέραν τούτου, κάτι που σήμερα προκαλεί την οργή ή το γέλιο, αύριο ενδεχομένως να αποκαλείται αριστούργημα και να θαυμάζεται από εκατομμύρια ανθρώπους. H ιστορία της τέχνης είναι γεμάτη τέτοια περιστατικά. Ας θυμηθούμε τα έργα των Ντεγκά, Μανέ, Μονέ, Ρενουάρ, που η κριτική της εποχής τους τα χαρακτήρισε «ιμπρεσιονιστικά», μια έννοια που σήμερα αποτελεί σταθμό στην ιστορία της τέχνης, ενώ τότε εθεωρείτο «βρισιά».

Με τα χρόνια φαίνεται πάντως πως οι καλλιτέχνες κουράστηκαν· κατάλαβαν ότι με το να προσπαθούν να ορίσουν την τέχνη, μοιάζουν με τους χωρικούς του μεσαιωνικού παραμυθιού που ήθελαν να γεμίσουν τον ήλιο σε σακιά. H αλήθεια είναι ότι κατέληξαν να ασχολούνται με κάτι διαφορετικό από το καλλιτεχνίζειν, δηλαδή το φιλοσοφείν. Άφησαν, λοιπόν, αυτή την επίπονη δουλειά στους ειδικούς, τους φιλοσόφους, και έπαυσαν να απαιτούν αναγνώριση για το έργο τους, αμφισβητώντας ακόμη και τον ίδιο τους τον εαυτό. Με αυτό το σκεπτικό, από τον Μεσοπόλεμο και έπειτα, οι καλλιτέχνες δηλώνουν ότι το κάθε αντικείμενο αξίζει να γίνει τέχνη· με το που το κοιτάζει κανείς γίνεται έργο τέχνης. Ήγουν, το καθετί μπορεί να είναι τέχνη και ο καθένας μας καλλιτέχνης. Γιατί, λοιπόν, να επιμένουμε να ορίσουμε «τι είναι τέχνη»; Τι θα κερδίσουμε; Δεν είναι καλύτερα να εμμένουμε στην όποια θέση έχουμε ή δεν έχουμε και να υπολογίζουμε ότι ακόμη και αυτοί που συμφωνούν μαζί μας, είναι πολύ πιθανόν να μη μας καταλαβαίνουν;

Αν εγώ, για παράδειγμα, σας έλεγα ότι «η τέχνη είναι η φωτιά που κάνει το μηδέν στάχτη», πολύ πιθανόν να μου λέγατε ότι σας αρέσει ο ορισμός μου, θα τον καταλαβαίνατε όμως;

Απόλυτη η ελευθερία της τέχνης

Φωτεινή Μπάρκα, εφ. Ελευθεροτυπία, 21/3/2005

Τι υποστηρίχθηκε στην ημερίδα για τη λογοκρισία

Τι θεωρούμε σήμερα λογοκρισία; Τις περιπτώσεις όπου το κράτος αποφασίζει για ζητήματα ηθικής και αισθητικής τάξης; Και με τη θριαμβεύουσα κοινωνική πλειοψηφία τι γίνεται; Υπό τη βαριά σκιά της μήπως κι εμείς οι ίδιοι δεν αυτολογοκρινόμαστε; Πόσες φορές δεχόμαστε κάποιους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και (κυρίως) της τέχνης για το κοινό καλό; Και στην καθημερινότητά μας; Στις παρέες μας, στο συνάφι μας, σε περιβάλλοντα φιλελευθεροποιημένα και εκσυγχρονισμένα, όπως το πανεπιστήμιο, η τηλεόραση, η δημοσιογραφία, το πεδίο του λόγου είναι όντως ελεύθερο;

Το πρώτο πάνελ της ημερίδας. Από αριστερά: ο δημοσιογράφος Στέλιος Κούλογλου (συντονιστής), ο εικαστικός -εκ των διοργανωτών- Γιάννης Ζιώγας, ο συγγραφέας-νομικός Γεράσιμος Θεοδόσης, ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης και ο δημοσιογράφος της «Ε» Τάσος Κωστόπουλος Τα καίρια αυτά ερωτήματα τέθηκαν την περασμένη Παρασκευή στην ενδιαφέρουσα ημερίδα «Ελευθερίες/Λογοκρισίες» που διοργάνωσαν στο κατάμεστο θέατρο της Σχολής Καλών Τεχνών η ένωση πολιτών «Πλατφόρμες» και η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Αφορμή αποτέλεσε η απάντηση του Συνηγόρου του Πολίτη (Μάρτιος 2004) στην προσφυγή ομάδας πολιτών (μέλη των «Πλατφορμών») σχετικά με την «αποκαθήλωση» του έργου του Τιερί Ντε Κορντιέ από την έκθεση «Outlook». Γι' αυτό και στην ημερίδα συμμετείχαν τόσο ο συνήγορος του Πολίτη Γιώργος Καμίνης όσο και ο βοηθός συνήγορος Ανδρέας Τάκης.

Ξεκαθαρίζοντας ο Ανδρέας Τάκης ότι ο Συνήγορος του Πολίτη είναι το κράτος και αναμένει τους φορείς να προσφύγουν σε αυτόν, υποστήριξε ότι στην περίπτωση του «Outlook» και με δεδομένο το γεγονός ότι ο ίδιος ο θιγόμενος καλλιτέχνης δεν ζήτησε την έννομη προστασία του θεσμού, αυτό που περιορίστηκε είναι η «παθητική όψη της ελευθερίας της τέχνης», το δικαίωμα του καθενός να έχει πρόσβαση σε ένα γεγονός στην πλήρη του όμως έκφραση.

Τρία τυπικά προληπτικά μέτρα περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης χρησιμοποίησε ο νομικός Χριστόφορος Αργυρόπουλος:

- Τη συνταγματική πρόβλεψη του 1975 (άρθρο 15 παρ. 2) σύμφωνα με την οποία τα ΜΜΕ υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του κράτους και τους επιβάλλεται ως δεδομένη η κοινωνική τους αποστολή.

- Την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών το 1988 για την απαγόρευση της ταινίας του Σκορσέζε «Τελευταίος πειρασμός», σύμφωνα με την οποία «η θρησκεία δεν είναι ατομική υπόθεση αλλά αποτελεί βάση του Κράτους»!

- Και την απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (1998) για την απαγόρευση της κυκλοφορίας του Λεξικού του Γ. Μπαμπινιώτη, σύμφωνα με την οποία «ένα καλό λεξικό έχει αποστολή και να διδάσκει»!

«Η ελεύθερη έκφραση με κρατικές προδιαγραφές και ελέγχους οδηγεί κατευθείαν στη χειρότερη μορφή ελέγχου, την αυτολογοκρισία. Ο πατερναλισμός δεν ανήκει στο ρόλο του κράτους», τόνισε ο κ. Αργυρόπουλος για να καταλήξει: «Η κοινωνία των πολιτών υπάρχει ως αντίλογος, ως αντίσταση, ως άσκηση ελευθερίας. Περιορίζει το ποιοτικό έλλειμμα της δημοκρατίας. Μετά από μια περίοδο μακράς ιστορικής αδράνειας, η κοινωνία των πολιτών δεν είναι ουτοπία αλλά ξεκίνημα πρωινό...».

«Η ελευθερία της τέχνης είναι απόλυτη» ξεκίνησε την ομιλία του ο επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σταύρος Τσακιράκης. Και το υποστήριξε μέχρι το τέλος στον χειμαρρώδη λόγο του, ακόμη κι αν ορισμένοι από το κοινό εξέφρασαν κάποιες επιφυλάξεις.

Ποιος βλάπτεται

«Υπάρχει έργο τέχνης που μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε κάποιον και τι βλάβη;» αναρωτήθηκε για να τονίσει ότι η προσβολή της προσωπικότητας κάποιου είναι «προφανώς προσχηματική». «Οσοι ζητούν την απαγόρευση έργου είναι συνήθως βράχοι ηθικής. Για την υποτιθέμενη βλάβη των άλλων νοιάζονται. Η προσβολή των ιδεών, των απόψεων, των πεποιθήσεων κάποιου δεν συνιστά προσβολή της προσωπικότητάς του. Αντίθετα, όσοι το υποστηρίζουν θέτουν σε αμφισβήτηση την ατομική ελευθερία του άλλου».

«Η τέχνη και η ελευθερία της έκφρασης πρέπει να χαίρει της ελευθερίας που έχει ο πολιτικός λόγος», κατέληξε και υπερασπίστηκε τον διάλογο που είναι «ελεύθερος, ανοικτός, χωρίς αποκλεισμούς και αναστολές».

Για την τέχνη και την κριτική μίλησε ο καθηγητής Πολιτικής Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Θάνος Λίποβατς.

Αναφέρθηκε στο «διφορούμενο των καλλιτεχνών και της τέχνης» υποστηρίζοντας ότι η «λογική του σκανδάλου στη σύγχρονη τέχνη είναι καθεστωτική λογική που αναπαράγει την ιδέα της τάξης που θέλει να ανατρέψει», προκαλώντας τις παρεμβάσεις καθηγητών της Σχολής Καλών Τεχνών.

Στην ημερίδα μίλησαν ακόμη ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης («για το πρόβλημα των υπερβάσεων στους μύθους»), ο δημοσιογράφος Τάσος Κωστόπουλος (για την αυτολογοκρισία δημοσιογράφων για εθνικά θέματα), η δημοσιογράφος Μαριάννα Τζιαντζή (για τις εκλεπτυσμένες μορφές λογοκρισίας που υπαγορεύονται από την αγορά), ο συγγραφέας-νομικός Γεράσιμος Θεοδόσης, ο επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Νίκος Παναγιωτόπουλος, η ανθρωπολόγος Αθηνά Αθανασίου, ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου Νικόλας Σεβαστάκης, ο εικαστικός-ιδρυτικό μέλος των «Πλατφορμών» Γιάννης Ζιώγας, ο πρόεδρος της ΕΕΔΑ Δημήτρης Χριστόπουλος κ.ά. (Για περισσότερες πληροφορίες www.platformes.com)

Φιλοτεχνία είναι και να φτιάχνεις

Μαίρη Αδαμοπούλου, εφ. Τα Νέα, 18/4/2001

Οι σταθμοί του Μετρό κοσμούνταν μέχρι χθες με έργα σύγχρονης τέχνης και αρχαιολογικά ευρήματα. Δειλά δειλά έκαναν την εμφάνισή τους όμως και οι πρώτες διαφημιστικές πινακίδες. Βιντεοπαιχνίδια, προϊόντα ζύμης και σοκολάτες θα μπορέσουν να συνυπάρξουν με τα έργα σημαντικών Ελλήνων δημιουργών; Ο Αλέκος Φασιανός, που κόσμησε με έργα του τον Σταθμό του Μεταξουργείου, καταθέτει στα «ΝΕΑ» τη δική του άποψη και αναλύει τη σχέση της τέχνης με τη διαφήμιση και τους Νεοέλληνες.

ΕΡ.: Μπορούν να συνυπάρχουν τα μηνύματα τέχνης και διαφήμισης στον ίδιο χώρο;

ΑΠ.: Ναι, επειδή είναι σχετικές τέχνες.

ΕΡ.: Υπό ποιους όρους;

ΑΠ.: Όταν χρωματικά συνδέονται μεταξύ τους.

ΕΡ.: Μπορεί η διαφήμιση να υποβιβάσει ένα έργο τέχνης;

ΑΠ.: Και βέβαια, όταν η διαφήμιση δεν έχει εικαστικό χαρακτήρα.

ΕΡ.: Τι ποσοστό τέχνης έχει η διαφήμιση;

ΑΠ.: Παλαιότερα είχε 80%. Σήμερα 5%.

ΕΡ.: Σε τι μοιάζει και σε τι διαφέρει ένα έργο τέχνης και μια διαφήμιση;

ΑΠ.: Το έργο τέχνης εκφράζει το πάθος του καλλιτέχνη, ενώ η διαφήμιση προτρέπει προς κατανάλωση. Όταν όμως η διαφήμιση έχει εικαστικό χαρακτήρα κατά 50%, τότε μοιάζουν.

ΕΡ.: Υπάρχει φιλική προς την τέχνη διαφήμιση;

ΑΠ.: Παλαιότερα υπήρχε, γιατί δεν υπήρχαν τα εξελιγμένα τεχνικά μέσα που την καταστρέφουν, όπως συμβαίνει σήμερα.

ΕΡ.: Η διαφήμιση έχει μπει στην υπηρεσία της τέχνης;

ΑΠ.: Κατά 80% θα έλεγα. Είναι κακό όμως να προβάλλεται ένας καλλιτέχνης μέσω της διαφήμισης. Δείχνει την αδυναμία της τέχνης.

ΕΡ.: Θα προσφέρατε τον χρωστήρα σας για να διαφημίσετε ένα προϊόν ή μια ιδέα;

ΑΠ.: Το έχω κάνει. Αρκεί να μου δίνεται η ελευθερία να εκφράζομαι όπως θέλω.

ΕΡ.: Θα σας ενοχλούσε η συνύπαρξη διαφημίσεων με το έργο σας;

ΑΠ.: Θα με ενοχλούσε, γιατί θα προκαλούσε σύγχυση στο κοινό. Από την σύγκριση όμως θα υπερτερούσε το έργο τέχνης.

ΕΡ.: Σταθμοί Μετρό-μικρά μουσεία. Πώς κρίνετε το σύνολο των παρεμβάσεων;

ΑΠ.: Καταπληκτικό και αναγκαίο, καθώς δεν υπάρχει στην Ελλάδα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.

ΕΡ.: Μπορεί ο βιαστικός επιβάτης του Μετρό να μάθει από ένα έργο τέχνης που βλέπει στον σταθμό;

ΑΠ.: Μαθαίνει με την άμεση επαφή, με το δικό του βλέμμα, χωρίς να τον υποχρεώσει κανείς.

ΕΡ.: Είναι υποβαθμισμένη η τέχνη στην Ελλάδα;

ΑΠ.: Όταν οι καλλιτέχνες μιμούνται τα όσα συμβαίνουν στο εξωτερικό, ναι. Όταν είναι αυθόρμητοι και αυτούσιοι, μεγαλουργούν. Είναι λίγοι όμως οι αυτόχθονες.

ΕΡ.: Τι θα ζητούσατε από τον υπουργό Πολιτισμού;

ΑΠ.: Να αναδεικνύει τους ανθρώπους που κρύβουν μέσα τους τον πραγματικό πολιτισμό.

ΕΡ.: Οι Έλληνες είναι φιλότεχνοι;

ΑΠ.: Πάρα πολύ. Παλαιότερα ήταν περισσότερο. Διακοσμούσαν ακόμα και τις γλάστρες τους. Γιατί «φιλοτεχνία» είναι και να φτιάχνεις, όχι μόνο να βλέπεις. Σήμερα παίρνουν διακοσμητές...

ΕΡ.: Η Ελλάδα είναι μια αναπτυσσόμενη αγορά τέχνης;

ΑΠ.: Είναι, θα μπορούσα να πω. Μέσα στην πληθώρα των υλικών αγαθών οι άνθρωποι αναζητούν αναλλοίωτες πνευματικές αξίες.

ΕΡ.: Έχει τιμή ένα έργο τέχνης;

ΑΠ.: Η αξία του έργου εξαρτάται από τη σπουδαιότητά του. Όσο σπουδαιότερο είναι, οι άνθρωποι δίνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν.

ΕΡ.: Επιτυχημένος είναι ο εμπορικός καλλιτέχνης;

ΑΠ.: Όχι βέβαια, αλλά ο επιτυχημένος μπορεί να είναι και εμπορικός, όπως ο Πικάσο.

ΕΡ.: Μόνο το ταλέντο αρκεί;

ΑΠ.: Όχι βέβαια. Χρειάζεται επεξεργασία. Ο Αριστοτέλης έλεγε «γεννιέσαι άνθρωπος, αλλά γίνεσαι καλλιτέχνης». (...)

ΕΡ.: Τι γνώμη έχετε για την Πολιτιστική Ολυμπιάδα;

ΑΠ.: Είναι μια ευκαιρία να γίνουν πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν με άλλο τρόπο. Οι συμμετέχοντες όμως θα πρέπει να επιλεγούν τελείως αξιοκρατικά για να γίνει κάτι μοναδικό.

Τέχνη: Απόψεις περί της αποστολής της

Σπυρίδων Βλιώρας, Καλαμπάκα, 18/12/1995

Η θέση της Τέχνης -των «καλών τεχνών» εννοείται- καθώς και του δημιουργού και εκφραστή της μέσα στην κοινωνία αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων αλλά και αντεγκλήσεων μεταξύ των πρεσβευτών διαφόρων απόψεων. Ας θυμηθούμε τις προστριβές Πλάτωνα-Σοφιστών στην Αθήνα του 4ου αι. π.Χ. ή τις αντιδράσεις στη «χρήση» της Τέχνης από το Χίτλερ στη Ναζιστική Γερμανία. Οι απόψεις βασικά είναι τρεις:

1. Η πρώτη άποψη συνοψίζεται στην έκφραση Ars gratia artis=η Τέχνη για την Τέχνη. Οι υποστηρικτές της άποψης αυτής ενδιαφέρονται πρωτίστως και αποκλειστικά για την αναζήτηση του ωραίου μέσω της Τέχνης, για τη μορφή (forma>φορμαλισμός) των έργων Τέχνης, καθώς και για την αισθητική συγκίνηση που αυτά αναδεικνύουν. Η Τέχνη γι' αυτούς είναι αυτοσκοπός κι όχι μέσο για την επίτευξη άλλων στόχων. Η ενασχόληση μ' αυτήν προϋποθέτει γνώσεις αρκετές τόσο ως προς την ιστορία της Τέχνης όσο και ως προς τις τεχνικές της. Ενίοτε η άποψη αυτή φτάνει στα άκρα, προκρίνοντας τον αριστοκρατισμό στην Τέχνη και αποκλείοντας ρατσιστικά όλους τους αδαείς, που δεν είναι ικανοί να μετέχουν σε κάτι ανώτερο.

2. Η δεύτερη άποψη έχει να κάνει με τη στρατευμένη Τέχνη. Οι θιασώτες της υποστηρίζουν πως η Τέχνη μπορεί να αποτελέσει ένα θαυμάσιο και αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη κάποιου άλλου σκοπού/στόχου, που τις περισσότερες φορές έχει κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο. Έτσι, κάποιοι μιλούν για σοσιαλιστικό ρεαλισμό, για στράτευση δηλαδή της Τέχνης και για εξυπηρέτηση των επαναστατικών σοσιαλιστικών αρχών, άλλοι για στράτευση της Τέχνης σε ποικίλες άλλες ιδεολογίες και ιδεολογήματα. Τέλος ορισμένοι έχουν αναγάγει σε επιστήμη τη χρήση της Τέχνης για προπαγανδιστικούς σκοπούς (για να θυμηθούμε το Μαικήνα, «υπουργό προπαγάνδας» του Οκταβιανού στην αρχαία Ρώμη ή τον Γκέμπελς με μια ανάλογη θέση αλλά διαφορετικό ρόλο στη ναζιστική Γερμανία του Χίτλερ).

3. Τέλος, η τρίτη άποψη προσπαθεί να συνθέσει τις ως άνω απόψεις και μιλά για το συναμφότερον (Ζουράρις). Υποστηρίζουν δηλαδή όσοι την πρεσβεύουν πως και τα δύο μπορούν να συνυπάρχουν στην ενασχόληση με την Τέχνη. Πρωτίστως βέβαια η αναζήτηση/έκφραση του ωραίου, όποιο κι αν κατά καιρούς ή κατά τόπους είναι αυτό. Αφετέρου, η σωστή και συνετή χρήση της Τέχνης για ποικίλους «καλούς» σκοπούς είναι, λένε, θεμιτή. Το πρόβλημα είναι ακριβώς αυτά τα επίθετα που προσδιορίζουν τη χρήση της Τέχνης, «σωστή και συνετή», και οι -αναγκαστικά υποκειμενικές- ερμηνείες που μπορεί να δώσει ο καθένας σ' αυτά. Αρκεί να αναλογιστούμε τη χρήση της Τέχνης στη διαφημιστική διαδικασία...

Πολύτιμα τεκμήρια

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, εφ. Τα Νέα, 22/11/1997

Λέγεται, και θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι ανέκδοτο, πως όταν ο Κωστής Παλαμάς ανέλαβε υπηρεσία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, του είπαν: «Τώρα που πιάσατε μιαν αξιοπρεπή εργασία, κύριε Παλαμά, καιρός είναι να σταματήσετε να γράφετε ποιήματα». Η καχυποψία απέναντι στους ποιητές, που τους θέλει αμήχανους μπροστά στις δυσκολίες και ανίκανους για πρακτικά προβλήματα, συνεπικουρούμενη από ορισμένες ιδιαιτερότητες στη συμπεριφορά τους, μπορεί να μην έχει εκλείψει ολοσχερώς στις μέρες μας. Σε γενικές όμως γραμμές ποιητές και πεζογράφοι αντιμετωπίζονται σήμερα από το ευρύ κοινό με μεγαλύτερο από άλλοτε σεβασμό. Ίσως έτσι εξηγείται η μεγάλη συρροή κόσμου σε αναγνώσεις ποιημάτων από τους ίδιους τους ποιητές, σε βραδιές, όπου πεζογράφοι παρουσιάζουν τα βιβλία τους και συζητούν με τους παρευρισκόμενους ή σε κάθε είδους και μορφής ανάλογες δημόσιες εκδηλώσεις, στις οποίες δεν συναντά πια κανείς μόνον τα ίδια, επαναλαμβανόμενα και γνωστά πρόσωπα. Και τα Πανεπιστήμια, εξάλλου, έχουν ανοίξει τις άλλοτε σφραγισμένες πύλες τους και διδάσκουν ζώντες και εντελώς σύγχρονους συγγραφείς, ενώ παράλληλα ανακηρύσσουν επίτιμους διδάκτορες ποιητές και πεζογράφους. Θα ήταν αδιανόητο, λόγου χάριν, στη δεκαετία του ’50 να σκεφθεί κανείς ότι θα μπορούσαν να τύχουν τέτοιας τιμής ο Σικελιανός ή ο Καζαντζάκης. Ο συγγραφέας έχει γίνει οικείο και προσιτό πρόσωπο σε μεγάλη μερίδα του κοινού. Τον έχουμε, ίσως, επιφορτίσει με την υποχρέωση να συλλαμβάνει και να μας αποδίδει με την τέχνη του πλευρές της καθημερινής ζωής που δεν είναι ορατές από όλους μας· τον θεωρούμε ως μια δρώσα συνισταμένη όσων θα θέλαμε να βιώσουμε και να συμμεριστούμε, ως ένα πρόσωπο που εκφράζει καλύτερα από μας τους καημούς, τα πάθη και την ιδιαίτερη γεύση της ζωής. Του έχουμε, τέλος, αναγνωρίσει ότι ασκεί, όπως θα έλεγε ο Έζρα Πάουντ, «το κερατένιο τούτο επάγγελμα του λογοτέχνη, που όλη την ώρα σου ζητά να ’χεις μυαλό». Από την πλευρά του αναγνώστη τώρα, όσοι διαβάζουν λογοτεχνία ή όσοι ασχολούνται φιλολογικώς περί τη λογοτεχνία έχουν σήμερα στη διάθεσή τους πολύ περισσότερα από άλλοτε βοηθήματα και τεκμήρια για να προσεγγίσουν και, μακάρι, να κατανοήσουν καλύτερα τους συγγραφείς και τα έργα τους. Δεν υπαινίσσομαι μόνον τη μικρή ή μεγάλη φιλολογία που μπορεί να αναπτυχθεί γύρω από έναν συγκεκριμένο συγγραφέα, αλλά κυρίως ορισμένα επικουρικά και παράπλευρα τεκμήρια: τη φωνή του ποιητή ή του πεζογράφου που διαβάζει κείμενά του· την κινούμενη εικόνα του στην τηλεόραση ή το video· την πιστότατη, πανομοιότυπη αναπαραγωγή χειρογράφων του, θέμα που οδήγησε τον Σεφέρη κάτω από άλλα γενικότερα συμφραζόμενα να μιλήσει για κατάργηση της τυπογραφίας (…).

Όταν η τέχνη λέει ψέματα

Νίκος Χατζηνικολάου*, εφ. Το Βήμα, 26/5/1996

Μια από τις πιο εντυπωσιακές μεταλλαγές στην ιστορία της πρόσληψης των εννοιών παρουσιάζει η έννοια της προπαγάνδας. Από κει που ήταν αυτονόητη και κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα πρακτικών, μερικές από τις οποίες θα χαρακτηρίζοταν «αναπόφευκτες» ή ουδέτερες, άλλες ως ανεπιφύλακτα «θετικές» και άλλες «αρνητικές», η λέξη προσέλαβε από μια στιγμή και μετά ένα αποκλειστικά αρνητικό περιεχόμενο. Πόσες φορές άραγε δεν ακούσαμε τη φράση «αυτό είναι προπαγάνδα» ως συνώνυμη της φράσης «αυτό δεν αληθεύει»; Και πόσες άλλες φορές δεν εκτοξεύθηκε ως τελικός καταπέλτης προς ένα έργο των εικαστικών ή άλλων τεχνών η καταγγελία «αυτό δεν είναι τέχνη, είναι προπαγάνδα»; Είναι σαφές ότι για το δημόσιο αίσθημα (έτσι όπως αυτό έχει διαμορφωθεί στα τέλη του 20ού αιώνα, δηλαδή σε μεγάλο βαθμό ως τηλεκατευθυνόμενη συνείδηση) «προπαγάνδα» και «αλήθεια» ή «προπαγάνδα» και «τέχνη» είναι έννοιες αντιθετικές. Φαίνεται πως, όταν το Μάιο του 1945 το Γ’ Ράιχ κατέρρευσε και ο υπουργός Λαϊκής Διαφώτισης & Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς αυτοκτόνησε στα υπόγεια της Καγκελαρίας, η έννοια της προπαγάνδας καταδικάστηκε τελεσίδικα μαζί τους. Παρ’ όλα αυτά αξιωματούχοι μιας ιδιαίτερα φημισμένης ειδικής υπηρεσίας.

* Ο Ν.Χ. είναι καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Το ταλέντο, η τέχνη και η παιδεία

Ριβέλλης Πλάτων*, εφ. Τα Νέα, 11/10/1995

Τα πράγματα που δεν καταλαβαίνουμε τα βαπτίζουμε στην αίγλη και στο σκότος του μυστηρίου, ώστε να ησυχάσουμε μια για πάντα. Η διαδικασία αυτή μας εξασφαλίζει τόσο τη γοητεία του αγνώστου όσο και την ασφάλεια της περιθωριοποίησής του. Η κοινωνία μας σήμερα έχει μια παράξενη σχέση με την τέχνη. Το σίγουρο είναι ότι δεν την αποδέχεται, παρά μόνο αν ενταχθεί σε χώρους παραγωγικούς όπως η ψυχαγωγία ή οι γκαλερί. Συμβιβάζεται όμως με την ύπαρξή της μέσα από τυποποιημένες αντιλήψεις, κυριότερη των οποίων είναι ότι με την τέχνη ασχολείται μόνο όποιος νιώθει την ανάγκη της δημιουργίας και διαθέτει το ανάλογο ταλέντο. Με τον τρόπο αυτό δεν πιεζόμαστε να συμβιώσουμε με κάτι που δεν κατανοούμε, ενώ ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της περιρρέουσας δημοκρατικής ανοχής, επιτρέπουμε στον «εξαρτημένο» ταλαντούχο να ζει παράλληλα μια ζωή, που αν δε χαρακτηρίζεται πάντοτε παρασιτική, θεωρείται τουλάχιστον γραφική. Κάτω από μια τέτοια αντιμετώπιση οι τέχνες δεν έχουν θέση στο οικοδόμημα της παιδείας μας, η οποία απευθύνεται σε ομοιόμορφα άτομα, με παρόμοιες ανάγκες, με σκοπό να τους μεταδώσει γνώσεις, που θα χρησιμεύσουν σε γενικώς αποδεκτές δραστηριότητες. Η σχέση μου με τη διδασκαλία μιας τέχνης με δίδαξε όμως ορισμένα πράγματα που διαψεύδουν στην πράξη τις εδραιωμένες αυτές αντιλήψεις. Κατ’ αρχάς, η γοητευτική έννοια του ταλέντου, του ειδικού εκείνου δώρου που κάποιος προνομιακά κατέχει και που νομίζουμε πως του επιτρέπει με ευκολία την παραγωγή υψηλού καλλιτεχνικού έργου. Το ταλέντο υπάρχει. Αλλά από τη στιγμή που το παραδεχτούμε, πρέπει να το αγνοήσουμε. Γιατί, αν μας ενδιαφέρει το έργο και η υψηλή ποιότητά του, δε χρειάζεται να αναρωτηθούμε αν η πραγμάτωσή του κρύβει ή όχι ταλαντούχο δημιουργό. Μας αρκεί η ποιότητα του αποτελέσματος. Αν πάλι μας ενδιαφέρει ο καλλιτέχνης και ο αγώνας του, τότε κανείς μα κανείς ποτέ δεν ξέρει ούτε ο δάσκαλος ούτε ο ίδιος ο δημιουργός αν το ταλέντο υπάρχει στο συγκεκριμένο άτομο, σε τι ακριβώς συνίσταται, αν πρόκειται για ένα κίνητρο εξίσου σοβαρό με την ευφυία και την αφοσίωση, αν ο συνδυασμός των δύο τελευταίων αρετών εξασφαλίζει σημαντικότερο καλλιτεχνικό έργο από την ύπαρξη του ταλέντου ή αν το ταλέντο μπορεί να γίνει και τροχοπέδη της δημιουργίας. Υπάρχουν άπειρα κακά δημιουργήματα από ανθρώπους με ταλέντο και άλλα τόσα καλά από ανθρώπους που το στερήθηκαν. Άλλωστε, η πορεία ενός καλλιτέχνη είναι η συνεχής αναζήτηση των ορίων του, κατά συνέπεια το κυνήγι του ταλέντου του. Η ύπαρξη του τελευταίου καθιστά το κυνήγι πιο δύσκολο και αγχώδες, αφού κινδυνεύει συχνότερα να δραπετεύσει από την τέχνη. Όσο για την ανάγκη που σπρώχνει το άτομο στην καλλιτεχνική δημιουργία, χρειάζεται να παρατηρήσουμε πως δεν πρόκειται για ανάγκη βιοτική αλλά πνευματική. Πρέπει το άτομο να γνωρίσει αυτό που υπάρχει, δηλαδή το έργο και τη δημιουργία, για να το επιθυμήσει. Για να το γνωρίσει όμως απαιτείται και η κατοχή της καλλιτεχνικής γλώσσας. Και εκεί το λόγο έχει η παιδεία. Μια παιδεία που μας έμαθε ίσως πολλά, αλλά που αγνόησε πλήρως το καλλιτεχνικό γεγονός. Αφήνοντας εκεί, κατά παράβαση των δημοκρατικών της αρχών, τα άτομα τελείως μόνα και αβοήθητα, μπροστά σ' ένα μέγιστο και ανεξήγητο γεγονός της περιπέτειας του πνεύματος. Ο άνθρωπος των σπηλαίων ανακάλυψε τη γλώσσα, τη φωτιά, αλλά και την τέχνη, ζωγραφίζοντας σε σκοτεινές σπηλιές. Η παιδεία σήμερα διδάσκει τη γλώσσα και τις επιστήμες, αλλά σταματάει, ίσως φοβισμένη, μπροστά στον άβουλο ανθρωπάκο που μουντζούρωνε τις σπηλιές. Εμείς όμως τον χρειαζόμαστε. Είτε έχουμε ταλέντο είτε όχι. Αρκεί μια φορά να τον συναντήσουμε.

* Ο Π.Ρ. είναι καθηγητής φωτογραφίας

Τέχνη

Δ.Π. Διαμαντόπουλος, Λεξικό βασικών εννοιών, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 198811, σελ. 361-362

Τα γενεσιουργά αίτια της τέχνης χάνονται στα βάθη των αιώνων. Από κοινωνιολογική άποψη η τέχνη γεννήθηκε μαζί με την κοινωνική ζωή. Στην περίπτωση αυτή η τέχνη εκφράζει τις σπουδαιότερες πλευρές της κοινωνικής ζωής, δηλαδή τη θρησκεία, τον πόλεμο, την εργασία, τη σχέση με τη φύση, τον έρωτα. Με τον τρόπο αυτό «εξασφαλίζονται η ενότητα και η συνοχή της κοινής συνείδησης, εκφράζεται η ιδεολογία κάθε δοσμένης κοινωνίας». Ο Ε. Παπανούτσος αναφέρει πως η θρησκεία «είναι το καθολικότερο και το πιο αρχέγονο, το πρωταρχικό φαινόμενο της πνευματικής ζωής του ανθρώπου και ότι η τέχνη βγήκε εξελικτικά από τους κόλπους της. Τα πρώτα πράγματα που ο άνθρωπος ζήτησε να κατασκευάσει καλλιτεχνικά, να διακοσμήσει, ήταν τα αντικείμενα της λατρείας του». Εκτός από τις απόψεις αυτές, που προσπαθούν να δώσουν μιαν εξήγηση, ιδιαίτερα στην προέλευση της τέχνης, υπάρχουν κι άλλες που, σύμφωνα με τις ιδέες και τα ρεύματα της εποχής, εκφράζουν οι αισθητικοί της τέχνης, οι φιλόσοφοι, οι ψυχολόγοι, οι καλλιτέχνες... Ένα άλλο θέμα που απασχολεί την Αισθητική είναι αν η τέχνη έχει σκοπό. Η τέχνη δηλαδή γίνεται για την τέχνη (ars gratia artis) ή γίνεται το μέσο για τη μετάδοση διαφόρων ιδεών και μηνυμάτων; Κατά τον Κ. Τσάτσο, «η τέχνη δεν μπορεί να επιδιώκει τη θεραπεία καμιάς άλλης αξίας παρά της αξίας του ωραίου. Όπου το ωραίο παύει να είναι σκοπός και γίνεται μέσο προς σκοπόν, εκεί παύει να υπάρχει τέχνη. Στο ίδιο περίπου πνεύμα κινείται και ο Ι. Θεοδωρακόπουλος τονίζοντας πως «η τέχνη δε γνωρίζει ιδεολογίες· φανερώνει αδέσμευτα την ομορφιά της ζωής». Διαμετρικά αντίθετες ήταν οι απόψεις του Γ. Σεφέρη: «Όταν λέω τέχνη, δεν εννοώ διόλου τη θεωρία που πρέσβευε 'η τέχνη για την τέχνη'. Η διδασκαλία αυτή, που δε χρησιμεύει πια σε τίποτα, κατάντησε να σημαίνει τη δουλειά ενός ανάπηρου ανθρώπου που φτιάχνει αδειανά κομψοτεχνήματα κλεισμένος μέσα σ' ένα αποστειρωμένο δωμάτιο. Εννοώ μόνο την πνευματική τάξη που δημιουργεί τα καλά έργα της τέχνης, περασμένα ή σημερινά, εκείνα που νομοθετούν, εκείνα που θα μας διδάξουν. Αν κοιτάξουμε λοιπόν τα συμπεράσματα που βγαίνουν απ' αυτά τα έργα, θα ιδούμε πως δεν είναι διόλου ξένα από τους αγώνες και τους πόθους της εποχής τους» (Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Τόμος 1ος (1937-1947), εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 19845, σελ. 265). Ανάλογες απόψεις διατύπωσε και ο Μάριος Πλωρίτης: «...Η τέχνη διαμορφώνεται απ' τις κοινωνικές συνθήκες αλλά και-αντίστροφα συντελεί κι αυτή στη διαμόρφωση εκείνων... Η κοινωνική αποστολή βρίσκεται μέσα στη φύση της τέχνης σαν κοινωνικού φαινομένου, αφού το καλλιτέχνημα αρδεύεται από την κοινωνία και απευθύνεται στο κοινό...» Ανάμεσα σ' αυτές τις θέσεις τοποθετείται κι ο Ε. Παπανούτσος, ο οποίος σημειώνει ότι «δεν είναι η επιστήμη σκοπός και δικαίωση της επιστήμης, ούτε η τέχνη σκοπός και δικαίωση της τέχνης· και της μιας και της άλλης σκοπός και δικαίωση είναι ο άνθρωπος και το αποτελείωμα, η ευτυχία του.» (Ε. Παπανούτσος, Πρακτική Φιλοσοφία, σελ. 317-318) Με το σκοπό σχετίζεται και ο χαρακτήρας της τέχνης. Οι περισσότεροι αισθητικοί δέχονται πως ο χαρακτήρας της τέχνης είναι υπερβατικός. Η τέχνη δηλαδή προσφέρει διέξοδο στην αιώνια διαλεκτική (η μέθοδος αναζητήσεως της αλήθειας με ερωτοαποκρίσεις/(φιλοσοφ.) η επιστήμη της λογικής και ιδίως της τυπικής) του λόγου-αντίλογου και συνθέτει τις αντιμαχόμενες δυνάμεις της ψυχής σε μια ενότητα. Έρχεται να ικανοποιήσει μια θεμελιώδη πνευματική ανάγκη: της ελευθερίας. Η επιθυμία του ανθρώπου να αποδεσμευτεί από τις πιέσεις που ασκούνται πάνω του τον οδηγεί στη δημιουργία έργων. Για το λόγο αυτό η τέχνη λυτρώνει τον άνθρωπο και τον παρηγορεί ιδιαίτερα και στη δυστυχία. Γενικά το έργο τέχνης αποδεσμεύει τις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, συντελεί στη συνειδητοποίηση της ύπαρξής του και οδηγεί στην ελευθερία. Πέρα απ' αυτό, η τέχνη μεταγγίζει στον άνθρωπο την αισθητική συγκίνηση, εξευγενίζει το συναίσθημα και δίνει στη ζωή μιαν ανώτερη αισθητική ποιότητα.

Η τέχνη είναι μέσο επικοινωνίας

Δημητρακόπουλος Γ., Εκθέσεις Γ' Λυκείου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1992, σελ. 247

Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα χαρίσματα του ανθρώπου είναι η ικανότητά του να επικοινωνεί. Και σ' αυτήν οφείλεται το ότι οι άνθρωποι μπορούν να συνδέονται με άλλους ανθρώπους κοντινούς ή μακρινούς μέσα στο χρόνο και το χώρο. Για να επικοινωνούν οι άνθρωποι ανακάλυψαν τα σύμβολα και η δημιουργία συμβόλων είναι μια από τις πρώτες δραστηριότητές τους. Ένα ολόκληρο σύστημα επικοινωνίας ξεπήδησε μέσα από τα πρωτόγονα σχέδια και ζωγραφιές. Το αλφάβητο και η γραφή δεν είναι παρά απόγονοι αυτών των πρώτων μέσων πληροφόρησης. Οι εικαστικές τέχνες και η μουσική προσφέρουν στον άνθρωπο ένα μέσον επικοινωνίας που προχωρεί πέρα από τους λόγους. (...) Η τέχνη σαν εργαλείο, σα μέσο επικοινωνίας, ενδιαφέρει από πολλές απόψεις τη ζωή και την εκπαίδευση του ανθρώπου. Στην εποχή μας, που η ανάπτυξη και η ίδια επιβίωση του ανθρώπου εξαρτώνται από την έκταση και την ποιότητα των πολιτιστικών επικοινωνιών, θα ήταν καταστροφικό να παραμεληθεί ένα όργανο ή μια οποιαδήποτε μορφή αυτών των επικοινωνιών. Η ανθρώπινη αλληλεπίδραση στο επίπεδο των αισθητικών αξιών είναι απαραίτητο στοιχείο στη ζωή κάθε ανθρώπινου όντος.

Γ'. Βιβλιογραφία