Οι νέοι χωρίζουν τώρα ευκολότερα

Μάρθα Καϊτανίδη, εφ. Τα Νέα, 22/11/2003

«H σχέση μεταξύ μας είχε φτάσει πλέον στο απροχώρητο. Δεν υπήρχε καμία επικοινωνία ανάμεσά μας. Έλειπαν βασικά πράγματα που ενώνουν ουσιαστικά δύο ανθρώπους, όπως η κατανόηση, ο σεβασμός... ο διάλογος.

’λλωστε δεν περνούσαμε και ουσιαστικό χρόνο μεταξύ μας, αφού εκείνος έλειπε συνεχώς λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Δεν ήταν εύκολη η απόφαση να πάρω διαζύγιο, δεν νομίζω όμως ότι θα μπορούσε να υπάρξει και άλλη λύση».Έχουν περάσει σχεδόν τρία χρόνια από την ημέρα που η κ. Αδαμαντία Κατσαρού χώρισε με τον άντρα της. Σήμερα ζει μόνη της μαζί με το παιδί της και όπως η ίδια τονίζει δεν μετανιώνει λεπτό για την απόφασή της.

Στις τελευταίες θέσεις. H τάση των Ευρωπαίων να παντρεύονται όλο και λιγότερο και να καταλήγουν στο διαζύγιο όλο και συχνότερα αγγίζει και την ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, ο συνολικός αριθμός των διαζυγίων το 1971 ήταν μόλις 3.675 ενώ το 2000 έφτασαν τα... 11.309 (!). Αναφορικά με τον συνολικό αριθμό των γάμων το 1971 ανήλθαν στους 73.350 ενώ το 2000 δεν ξεπέρασαν τους 49.000. Πρέπει να σημειωθεί ότι παρόλο που η χώρα μας ακολουθεί τα χνάρια των Ευρωπαίων, παραμένει μαζί με την Ιταλία και την Ισπανία στις τελευταίες θέσεις της λίστας που αφορά τα διαζύγια.

Ανασφάλεια. «Τα χαμηλά ποσοστά διαζυγίων σε σύγκριση με τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες δεν οδηγεί απαραίτητα στο συμπέρασμα ότι οι παραδοσιακές οικογενειακές αξίες παραμένουν ισχυρές και αμετάβλητες στην ελληνική κοινωνία. Σε μεγάλο βαθμό οι γυναίκες μειώνουν τις ώρες ή ακόμα και εγκαταλείπουν την εργασία τους μετά το γάμο, η απόφαση λοιπόν να πάρουν διαζύγιο γίνεται δυσκολότερη καθώς ύστερα από χρόνια αποχής είναι δύσκολο να βρουν και πάλι δουλειά. Ο φόβος της ανεργίας σε συνδυασμό με το νέο οικογενειακό δίκαιο που εισήχθη το 1983, σύμφωνα με το οποίο η διατροφή της συζύγου δεν είναι πλέον απαραίτητη, και το ελλιπές κράτος πρόνοιας αναγκάζει τις γυναίκες να παραμένουν σε έναν ίσως ανεπιθύμητο γάμο» εξηγεί στα «NEA» η κ. Χάρη Συμεωνίδου, οικονομολόγος-δημογράφος και διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (EKKE)

Μετά το 24ο έτος. Σύμφωνα με έρευνα του EKKE που διεξήχθη σε 4.000 ερωτωμένους - στην πλειονότητά τους γυναίκες - και εφαρμόστηκε η μέθοδος «της ανάλυσης του ιστορικού γεγονότων», οι νέες γυναίκες διστάζουν να περάσουν το κατώφλι της εκκλησίας, κυρίως όταν δεν έχουν ξεπεράσει το 24 έτος της ηλικία τους. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της έρευνας, ο μέσος όρος ηλικίας πρώτου γάμου χρόνο με τον χρόνο αυξάνεται. Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά τη διάρκεια της έρευνας οι γυναίκες που ανήκαν στην ηλικιακή κατηγορία μεταξύ των 25-29 ετών παντρεύτηκαν στην ηλικία των 24 χρόνων κατά μέσο όρο ενώ αντίστοιχα για τις γυναίκες ηλικίας άνω των 30 ετών η μέση ηλικία γάμου δεν ξεπερνούσε τα 22 χρόνια.

Οι νέοι. Όσο δυσκολότερη είναι για τις νεώτερες γενιές η απόφαση να ενωθούν με τα ιερά δεσμά του γάμου τόσο ευκολότερη είναι η απόφαση του χωρισμού. Όπως διαπιστώθηκε από την έρευνα του EKKE, ύστερα από 4 χρόνια συμβίωσης με ή χωρίς γάμο, το 17,4% και το 9,4% των γυναικών ηλικίας αντίστοιχα 20-24 ετών και 25-29 ετών κατά την εποχή της έρευνας είχαν χωρίσει. Το ποσοστό για τις γυναίκες ηλικίας 45-49 ετών ήταν μόλις 2,4%.

Τα μοναχοπαίδια πρώτα στη λίστα των διαζυγίων

Τα μοναχοπαίδια και κυρίως τα αγόρια έχουν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να οδηγηθούν σε έναν αποτυχημένο γάμο και να καταλήξουν στο διαζύγιο, συγκριτικά με τα αγόρια που μεγαλώνουν μαζί με άλλα αδέρφια.

Επιπλέον, οι πρωτότοκοι και οι δευτερότοκοι παρουσιάζεται να έχουν περισσότερες πιθανότητες να χωρίσουν από τη σύζυγό τους.

Τα συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από την έρευνα του Εργαστηρίου Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, «Χαρακτηριστικά της οικογένειας και οι πιθανότητες διαζυγίου», με επικεφαλής την κ. ’λκηστη Σκαλκίδου, ειδικευόμενη γιατρό στη γυναικολογία.

H έρευνα διενεργήθηκε σε 395 μαθητές από 15-17 ετών. Οι ερωτήσεις στις οποίες κλήθηκαν να απαντήσουν, αφορούσαν το αν οι γονείς τους είναι παντρεμένοι ή διαζευγμένοι, τη μόρφωση που έχουν και τον αριθμό μελών της οικογένειας των γονιών τους.