Ο νεοφασισμός, η παρακμή και η έκθεση ιδεών

Μίμης Σουλιώτης, εφ. Το Βήμα, 1/1/1995

Παίρνοντας τη σκυτάλη από δύο εύστοχα και ίσως ακόμη έγκαιρα άρθρα του κ. Ι.Κ. Πρετεντέρη που είχαν τίτλους «Οι έμποροι του έθνους» και «Ο νεοελληνικός (νεο)φασισμός» (βλ. τις Νέες Εποχές, 20 Νοεμβρίου και 11 Δεκεμβρίου αντίστοιχα), βιάζομαι να σχετίσω τη ρητορική της παρακμής του (νεο)φασισμού, ουχ ήττον δε και του παλαιού τοιούτου, με τις σχολικές εκθέσεις των ιδεών.

Αμέσως στο θέμα: στις εκθέσεις ιδεών του λυκείου ο σύγχρονος πολιτισμός στηλιτεύεται ασυστόλως και παντοιοτρόπως· η έκλυση των ηθών υπερβαίνει την έκλυση της θερμότητας· η πτώση των αξιών προσομοιάζει με αλεξιπτώτου που δεν άνοιξε· το περιβόητο «πνεύμα» κατατροπώνεται από τον διαβόητο «τεχνικό πολιτισμό»· η «ανθρωπιά» άμεπτη, και άλλα ηχηρά προσόμοια που μετατρέπουν την έκθεση, ιδίως όταν ευνοεί και το συγκεκριμένο αναπτυκτέο θέμα, σε κατηχητική κορόνα και υψίφωνο θρήνο για τη σημερινή παρακμή μας: αλήθεια, πώς μπορούμε και ζούμε;

Λείπει η διαλεκτική αντιμετώπιση: ο μαθητής πειθαναγκάζεται να δει αρνητικά τη σύγχρονη εποχή. Ασφαλώς τα αρνητικά δε λείπουν (ρύπανση, ναρκωτικά κ.ά.), πλην όμως φαντάζεται κανείς τι σήμαινε να έχεις σάπιο δόντι στα 1400 μ.Χ.; Και ναι, είναι πολύ επικίνδυνο να κυκλοφορήσεις στη Νέα Υόρκη αργά τη νύχτα, αλλά βγήκε κανείς στη Φλωρεντία χαράματα του 1500 μ.Χ., για να δει πώς μάζευαν τα πτώματα των σκοτωμένων με τα κάρα; Και ναι, η ανεργία είναι οξύτατο σύγχρονο πρόβλημα, αλλά συλλογίστηκε ο καθηγητής προτού αγορεύσει σχετικώς τι ώρα έπιαναν δουλειά και τι ώρα σχολνούσαν τον καιρό που η ανεργία δεν ήταν κοινωνικό πρόβλημα;

Έχω υπόψη ότι η Ομόνοια γέμισε Πακιστανούς. Δηλαδή οι πλατείες της Κωνσταντινούπολης από ποιο πλήθος έγεμαν στα 1400; Μα τώρα δεν ξέρεις ούτε ποιος μένει στο διπλανό διαμέρισμα. Παλιότερα όμως δεν ήξερες ποιος έμπαινε στο δικό σου διαμέρισμα. Κι ούτε μπορούσες ποτέ να το μάθεις, έστω εκ των υστέρων.

Θέλω να πω ότι η έκθεση ιδεών συχνά καταντά θύμα του ιδεολογήματος της παρακμής, καθώς δε ζυγιάζει σωστά τα θετικά και τα αρνητικά της καθυβρισμένης εποχής μας: παρασύρεται στον ολισθηρότατο δρόμο της οξείας κατάκρισης και από την άκριτη κατάκριση ως το (νεο)φασισμό η απόσταση δεν είναι παρασάγγες.

Τελευταία άφησα τα ηλίθια συμπτώματα όπου οι ποικίλοι ελευθεριάζοντες της δημόσιας ζωής αποτάσσονται με αναίδεια τους πολιτικούς και τα κόμματα στο όνομα μιας αδιευκρίνιστης υπερκομματικότητας (ποιος τους την χάρισε αυτήν την προνομία, άραγε, αν όχι οι αγώνες των «κομματικών» του παρελθόντος;). «Η πολιτική μας ζωή νοσεί» ‑σιγά τον πολυέλαιο· και επί πέμπτου και χρυσού αιώνος δηλαδή δε νοσούσε;

Η απόρριψη της κομματικότητας παρεισφρέει και στις εκθέσεις ιδεών εξίσου αβίαστα και αναιδώς, όπως και στις παμπ και στις καφετέριες. Σκέφτομαι «αντικειμενικά», σημαίνει σκέφτομαι έξω από τις κομματικές λογικές. Μακάρι να ήταν έτσι!

Στην πράξη, ο ιδιωτικός υποκειμενισμός είναι πολύ χειρότερος από τον κομματικό· διότι ο ιδιωτικός είναι πιο ανέλεγκτος, πιο ασύνειδος και πιο επικίνδυνος. Χοντραίνοντας την αντιπαράθεση, ας σκεφτούμε νηφάλια: τα περισσότερα δεινά τα έχουμε υποστεί διά μέσου των αιώνων από τους ιδιώτες ή από το κράτος; (Και αν το δίλημμα είναι πλαστό, τότε ποιος κουμαντάρει ποιον;).

Για την έκθεση ιδεών έχουν προταθεί τρόποι θεραπείας. Θυμίζω τις σχετικές προτάσεις που είχε δημοσιοποιήσει παλιότερα ο Δ. Μαρωνίτης. Ασκήσεις περιεχομένου, ασκήσεις πύκνωσης-αραίωσης του δοσμένου στους μαθητές κειμένου κ.ά. Γιατί δεν προχωρούμε;

Αλλά γιατί «η ρητορική της παρακμής», για να επανέλθω στη φράση του κ. Πρετεντέρη, βρίσκει έδαφος στους μαθητές των λυκείων και των φροντιστηρίων; Η απάντηση ανήκει στους ιστορικούς και στους κοινωνιολόγους. Ο γράφων περιορίζεται να παινέψει την εποχή του· το σπίτι του.