Α’. Σχεδιάγραμμα, Β’. Κείμενα, Γ’. Βιβλιογραφία

Θέμα: Γλώσσα

Α) Σχεδιάγραμμα

1)Κι οπού κατέχει και μιλεί με γνώση και με τρόπο κάνει να κλαίσιν και γελού τα μάτια των ανθρώπω. (Ερωτόκριτος)

Αν και η γλώσσα έχει θαυμαστή δύναμη (κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει), σήμερα όλο και πιο πολλοί παρατηρούν πως «πληθαίνουν οι ενδείξεις που δείχνουν ότι ο γλωσσικός κώδικας, όπως χρησιμοποιείται από τους νέους, διέρχεται κρίση. Αυτό συμβαίνει», ισχυρίζονται, «για πολλούς λόγους και δύσκολα θα ξεπεραστεί η διαφαινόμενη βαθιά κρίση».

Η άποψή σας;…

 

2)«…το μόνο μέσο που βρίσκεται στη διάθεσή μας, για να εκφράσουμε τη σκέψη μας και τα αισθήματά μας με χρώμα, με βάρος, με ενάργεια και με σκιές, είναι αυτή η γλώσσα που γράφουμε <και μιλάμε> όλοι μας, η σημερινή ελληνική γλώσσα*». Κάποιοι όμως ισχυρίζονται πως τα πράγματα όσον αφορά τη γλώσσα δεν πάνε και τόσο καλά. Μιλούν για συρρίκνωση, (παρα)φθορά και γενικά κακή χρήση του γλωσσικού οργάνου, όταν το χρησιμοποιούν κυρίως οι νέοι. Είναι μάλιστα πολύ απαισιόδοξοι ως προς το ξεπέρασμα της διαφαινόμενης κρίσης.

Βλέπετε κι εσείς να υπάρχει αυτή η γλωσσική κρίση σήμερα στην Ελλάδα; Αν ναι, πώς νομίζετε ότι θα μπορούσε να ξεπεραστεί;

* Γεώργιος Σεφέρης, Δοκιμές, Ελληνική Γλώσσα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 51984, σελ. 64-76

Πρόλογος

Κυρίως Θέμα

Ε1. Ενδείξεις κρίσης (περιγραφή)

Ε2. Αιτίες κρίσης

[Ε3. Συνέπειες κρίσης

Ε4. Ξεπέρασμα κρίσης

α)Το πρόβλημα μπορεί να ξεπεραστεί (αισιόδοξη προοπτική), γιατί η ελληνική είναι γλώσσα:

β)όμως χρειάζεται:

Επίλογος

Β) Κείμενα

Μητρικής γλώσσης εγκώμιον

Γιώργος Μπαμπινιώτης, εφ. Το Βήμα, 2/2/2014

Η Διεθνής Ημέρα για τη μητρική γλώσσα που θα εορτασθεΐ σε λίγες μέρες δίνει ευκαιρία για μερικές σκέψεις πάνω σ’ αυτό το καίριο θέμα. Κάθε άνθρωπος όπου γης διαθέτει ένα κοινό γνώρισμα: μαθαίνει εξ απαλών ονύχων τη μητρική του γλώσσα. Πρόκειται για ένα προνόμιο τού ανθρώπινου είδους που συμβαδίζει και ανατροφοδοτείται από το έτερο μεγάλο χάρισμα τού ανθρώπου, τον νου. Νόηση και μητρική γλώσσα ξεχωρίζουν τον άνθρωπο και μέσα από τη συγκρότηση κοινωνιών τού εξασφαλίζουν «ποιότητα ζωής». Αυτό το διπλό χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι, άλλωστε, αυτό που τον διαφοροποιεί ποιοτικά από όλα τα λοιπά έμβια όντα. Γιατί με τη μητρική του γλώσσα ο άνθρωπος μπορεί να εκφράσει τον κόσμο, αφού πρώτα τον συλλάβει με τον νου του. Το υπαρξιακό τρίπτυχο όντα τού κόσμου, έννοιες τού νου (με τις οποίες υπάρχουν για μας τα όντα) και σημασίες / λέξεις τής μητρικής γλώσσας (με τις οποίες δηλώνονται οι έννοιες) περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο συστατικό τη γλώσσα.

Μιλώντας για γλώσσα αναφερόμαστε πρωτίστως στη μητρική γλώσσα που είναι κτήμα όλων. Αυτό δε που διακρίνει τη μητρική γλώσσα από οποιαδήποτε άλλη, από μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες που μαθαίνει κανείς, είναι ότι μόνο τη μητρική γλώσσα κατακτά εις βάθος, τόσο σε λογικό επίπεδο (γραμματική και συντακτική δομή - λεξιλόγιο) όσο και σε βιωματικό (συνθήκες πραγματικής χρήσης στη χώρα όπου ομιλείται μια γλώσσα). Γι’ αυτό οι γλωσσολόγοι επιφυλάσσουν για τη μητρική γλώσσα τον όρο κατάκτηση (acquisition), ενώ για τη γνώση μιας ξένης γλώσσας χρησιμοποιούν σκόπιμα έναν πιο «ήπιο» όρο, τον όρο (εκ) μάθηση (learning). Κατακτάς μόνο τη μητρική σου γλώσσα, ενώ κάθε άλλη απλώς την μαθαίνεις, περισσότερο ή λιγότερο καλά.

Αυτό που πρέπει να τονιστεί και που κατεξοχήν διακρίνει τη μητρική από μια ξένη γλώσσα είναι ότι για κάθε φυσικό ομιλητή η γνώση τής μητρικής γλώσσας δεν είναι ένα απλό εργαλείο συνεννόησης («εργαλειακή αντίληψη»), αλλά είναι κύριο συστατικό τής ταυτότητάς του, είναι ο πολιτισμός του μέσα από το ιστορικό εννοιολογικό φορτίο των λέξεων που χρησιμοποιεί, είναι η ψυχοσύνθεσή του και η νοοτροπία τού λαού του, είναι ο τρόπος που βλέπει και εκφράζει τον κόσμο του, είναι η σκέψη του, είναι η πατρίδα του. Είναι δηλ. όλα τα στοιχεία που συνιστούν την «αξιακή αντίληψη» τής γλώσσας, μια έννοια που υπερβαίνει κάθε απλή χρηστική αντίληψη.

Ο αξιακός αυτός χαρακτήρας τής γλώσσας κάνει ώστε κάθε γλώσσα να είναι ένα ιδιαίτερο πολιτιστικό μέγεθος. Κάθε μητρική γλώσσα, ως διαχρονική έκφραση ενός ολόκληρου λαού, συνιστά αυταξία. Οι δε πολλές χιλιάδες γλώσσες τού κόσμου συνιστούν ένα σύνολο διαφορετικής σύλληψης, οργάνωσης και έκφρασης τού κόσμου, ένα σύνολο ισότιμων αλλά διαφορετικών εν πολλοίς γλωσσών που όλες μαζί συνθέτουν την οικολογία τής γλώσσας. Και είναι αυτή η διαφορετικότητα, η γλωσσική πολυμορφία που αποτελεί αναπαλλοτρίωτη γλωσσική περιουσία των λαών, την πιο πολύτιμη κληρονομιά, η οποία αξίζει τον σεβασμό μας. Οσο φυσική είναι η γλωσσική διαφοροποίηση (ακόμη και μεταξύ των ατόμων που μιλούν την ίδια γλώσσα) άλλο τόσο «αφύσικη» είναι κάθε τεχνητή «κοινή γλώσσα» (Εσπεράντο, Βολαπύκ κ.ά.) που φιλοδοξεί ουτοπικά να υποκαταστήσει τις φυσικές γλώσσες. Η «ύβρις» μιας δήθεν ενιαίας γλώσσας για όλα τα έθνη τού κόσμου, δηλ. μιας απόλυτα παγκοσμιοποιημένης γλώσσας, είναι μια άλλη έκφανση τής ανθρώπινης αλαζονείας, ανάλογη με εκείνη που προκάλεσε τη Βαβέλ, «τη σύγχυση γλωσσών». Η έννοια μιας «ενιαίας γλώσσας» για όλους ούτε υπήρξε ποτέ ούτε μπορεί να υπάρξει, γιατί θα προσκρούει πάντα σε μια αδήριτη γλωσσική πραγματικότητα, στην εγγενή διαφοροποίηση τής γλώσσας που διαμορφώνουν πάντα διαφορετικοί λαοί, με διαφορετικό πολιτισμό, ιστορία και νοοτροπία. Το μόνο που μπορεί να υπάρξει - και έχει υπάρξει κατά καιρούς - είναι μια ευρύτερης χρήσεως δεύτερη γλώσσα, μια ξένη δηλ. γλώσσα που χρησιμοποιείται ως lingua franca, γλώσσα επικοινωνίας για πρακτικές ανάγκες συνεννόησης, η οποία συχνά χαρακτηρίζεται υπεργενικευτικά και ως «κοινή γλώσσα».

Συνήθως θεωρούμε ως δεδομένη και συγκριτικά πιο εύκολη τη γνώση τής μητρικής γλώσσας από εκείνη μιας ξένης γλώσσας. Η άποψη αυτή ισχύει με την έννοια ότι μια σημαντική παράμετρος τής γλώσσας, το γλωσσικό περιβάλλον (οικογένεια, σχολείο, κοινωνία, MME κ.ά.), που παίζει καθοριστικό ρόλο στη γνώση τής γλώσσας, συνοδεύει κατά φυσικό τρόπο μόνο τη μητρική γλώσσα. Ετσι, δεν είναι τυχαίο που φυσικοί ομιλητές χαρακτηρίζονται μόνο οι ομιλητές τής μητρικής γλώσσας. Ωστόσο, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι, αν ζήσει κανείς επί μακρόν στη χώρα όπου ομιλείται μια γλώσσα και ασχοληθεί συστηματικά με τη μάθησή της, τότε αποκτά μια βιωματική γνώση τής μη μητρικής γλώσσας που μπορεί να εγγίσει τα όρια τής κατάχτησης.

Τέλος, ακόμη και προκειμένου για τη μητρική γλώσσα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε όλη τη ζωή μας, από την ώρα που γεννιόμαστε μέχρι βαθέος γήρατος, διατελούμε μονίμως «μαθητές» τής μητρικής μας γλώσσας, η δε κατάχτησή της σ’ ένα απαιτητικό επίπεδο είναι πάντα «έργο ζωής».

Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η μη προαναγγελθείσα παρακμή των γκρίκλις

https://sarantakos.wordpress.com, 16.11.2023

Θα θυμάστε ότι παλιότερα, πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, όλοι οι ανησυχούντες για την παρακμή της γλώσσας δεν παρέλειπαν να αναφέρουν, ανάμεσα στις απειλές για τη γλώσσα μας, και τη χρήση των γκρίκλις. Είχαμε κι εδώ συζητήσει κάμποσες φορές για το φλέγον αυτό θέμα και ενδεικτικό του ενδιαφέροντος είναι ότι το άρθρο μας του 2011 έχει φτάσει τα 567 σχόλια.

Ωστόσο, εδώ και κάμποσο καιρό έχουν λιγοστέψει τα άρθρα για το «μεγάλο πρόβλημα» των γκρίκλις -εγώ τουλάχιστον δεν θυμάμαι κανένα τα τελευταία 4-5 χρόνια.

Αυτό το συνειδητοποίησα προχτές, όταν ένας καλός φίλος, που είναι εκπαιδευτικός σε λύκειο, μου έστειλε ένα σύντομο καινούργιο άρθρο από το πολύ καλό ιστολόγιο I love linguistics, που το έχει η Kakia_ps, που αν δεν κάνω λάθος είναι μάχιμη φιλόλογος. Θα το παραθέσω λοιπόν και μετά θα γράψω δυο τρία πράγματα, αν και θα περιμένω κυρίως δικά σας σχόλια.

ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ ΝΑ ΤΑ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ;

Κάθε φορά στην έναρξη της σχολικής χρονιάς έχω το προνόμιο -συγκριτικά με τ@ς συναδέλφ@ς των άλλων ειδικοτήτων- να ξεστραβώνομαι σε σχέση με τις νέες τάσεις στη γλώσσα των νέων και να γίνομαι -γλωσσικά τουλάχιστον- η θεία που κάθεται με τη νεολαία! Η πρώτη ενότητα στην Α’ Λυκείου με τίτλο «Γλώσσα και γλωσσικές ποικιλίες» μας επιτρέπει να ασχοληθούμε ποικιλοτρόπως με τη γλώσσα αυτή και να μοιραστούν τα παιδιά μαζί μου ολοφρέσκα δείγματά της, τόσο φρέσκα που συχνά δεν είναι κατανοητά ούτε από τα παιδιά της Γ’ Λυκείου! Το χάσμα οφείλεται, νομίζω, κυρίως στα διαφορετικά social που χρησιμοποιούν. Φέτος τα νέα δείγματα γλώσσας είναι τα «αραού + τόπος» (=αράζω), «τσαγάκι» (=κουτσομπολιό, κατά το «spill the tea»), «ντελούλου» (=παρανοϊκ@), «έπαθα τσότσο» (=κόλλησα, εντυπωσιάστηκα).

Τη φετινή χρονιά συντελέστηκε όμως μία τεράστια αλλαγή: Το μικρό δείγμα των παιδιών του φροντιστηρίου -αυτών που λένε «τσότσο» και συνεννοούνται μια χαρά- δυσκολευόταν να διαβάσει greeklish! Τους δόθηκε ένα σύντομο πραγματικό κείμενο και για λίγα λεπτά τα παιδιά δεν μπορούσαν να καταλάβουν το περιεχόμενο του. Αρχικά απέδωσα την αδυναμία τους στο γεγονός ότι το διάβαζαν τυπωμένο στο χαρτί κι όχι στην οθόνη, ωστόσο σύντομα συνειδητοποίησα πως έκανα λάθος. Τα παιδιά δεν μπορούσαν να διαβάσουν, γιατί δεν τα χρησιμοποιούν πια. Προτιμούν τα ηχητικά μηνύματα!

Τα greeklish που γεννήθηκαν με την έκρηξη της τεχνολογίας των υπολογιστών, σήμερα πεθαίνουν με υπαιτιότητα της τεχνολογίας των smartphones και των πλατφορμών σύγχρονης επικοινωνίας. Όλες οι αντιεπιστημονικές καμπάνιες εναντίον των greeklish, οι υστερικές φωνές, οι τεχνοφοβικές υπερβολές, η προγονοπληξία και η καταστροφολογία δεν έφεραν το αποτέλεσμα που φέρνουν η τεχνολογία και οι ανάγκες των χρηστών. Τελικά καμιά γλώσσα και πολιτισμός δεν αλλοιώθηκαν, κανένα παιδί δεν ξέχασε τα ελληνικά του, καμία ξένη δύναμη δεν μας υποδούλωσε. Αυτό που γίνεται (καθώς πρόκειται για μια διαδικασία σε εξέλιξη) είναι ότι ο προφορικός νικάει τον γραπτό -έστω σε greeklish- όταν απαιτείται αμεσότητα, οικειότητα και ταχύτητα.

Η φιλόλογος λοιπόν διαπιστώνει ότι τα παιδιά δυσκολεύονται να διαβάσουν κείμενο σε γκρίκλις, προφανώς διότι δεν τα χρησιμοποιούν πια. Και δεν τα χρησιμοποιούν διότι για εκείνες τις ανάγκες επικοινωνίας που τα χρησιμοποιούσαν τώρα έχουν μια καλύτερη λύση, τα φωνητικά μηνύματα -ενώ για τις υπόλοιπες ανάγκες επικοινωνίας, τις πιο επίσημες, προφανώς χρησιμοποιούν το ελληνικό αλφάβητο.

Ήταν δηλαδή τα greeklish μια λύση ανάγκης, που την υπαγόρευαν οι τεχνολογικοί περιορισμοί πριν από 20-30 χρόνια, δηλαδή η έλλειψη ενιαίου προτύπου για τις ελληνικές γραμματοσειρές ή/και προγραμμάτων που να τις δέχονται και που διατηρήθηκαν για την πρόχειρη και γρήγορη, οιονεί προφορική επικοινωνία, ακόμα και όταν οι περιορισμοί αυτοί έπαψαν να υπάρχουν, επειδή εξακολουθούσαν να προσφέρουν το πλεονέκτημα της ταχύτητας -ίσως και την απαλλαγή από τη ρετσινιά του ανορθόγραφου.

Ήρθε όμως η τεχνολογία να προσφέρει λύσεις που κάνουν ακόμα πιο γρήγορη και εύκολη αυτού του είδους την επικοινωνία. Αφενός τα φωνητικά μηνύματα, αφετέρου η λειτουργία της αυτόματης συμπλήρωσης που υπάρχει στα σμαρτόφωνα.

Στη συζήτηση που έκανα με τον φίλο μου, που όπως είπα διδάσκει σε λύκειο κι έτσι έχει τη δυνατότητα (τι προνόμιο!) της άμεσης καθημερινής επαφής με τα παιδιά, μου είπε ότι παρακολουθεί τους μαθητές του την ώρα που πληκτρολογούν στο κινητό τους, με δαιμονιώδη πραγματικά ταχύτητα χρησιμοποιώντας τους δυο αντίχειρες. Κατά τους υπολογισμούς του φίλου μου, τα παιδιά αφιερώνουν ένα 10-15% του χρόνου πληκτρολόγησης στο να διαλέγουν κάποια από τις προτεινόμενες επιλογές αυτόματης συμπλήρωσης ή να τη διορθώνουν.

Και βέβαια, η ευκολία της αυτόματης συμπλήρωσης δεν ισχύει για τα γκρίκλις, ενώ εν μέρει λύνει και το πρόβλημα της ανορθογραφίας. Διότι αν πας να γράψεις χρησ… θα σου βγάλει το «χρήσιμο» και το «χρησιμοποιώ» για να διαλέξεις, αν όμως γράψεις xris δεν θα σου βγάλει τίποτα.

Κι έτσι, μάλλον θα εκλείψουν σιγά σιγά τα γκρίκλις και, όπως λέει και η Κάκια, να ζήσουμε να τα θυμόμαστε. Και η «αιωνίως θνήσκουσα» γλώσσα μας θα γλιτώσει από μιαν ακόμα θανάσιμη απειλή!

Η γλώσσα της εξουσίας + η εξουσία της γλώσσας

Δημήτρης Αγγελίδης, εφ. Ελευθεροτυπία, 20/9/2009

Κατηγορούμε συχνά τους πολιτικούς ότι χρησιμοποιούν γλώσσα «ξύλινη», μια έννοια μάλλον ασαφή, που σημαίνει συνήθως γλώσσα άκαμπτη, δυσνόητη και απομακρυσμένη από την πραγματικότητα.

Αν και σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό η κατηγορία αυτή ενδέχεται να ευσταθεί, ο πολιτικός λόγος, και μάλιστα σε προεκλογικές περιόδους, χρησιμοποιεί άλλους, πιο ενδια- φέροντες μηχανισμούς για να πετύχει το στόχο του. Με τη βοήθεια της Μάρως Κακριδή - Φερράρι, επίκουρης καθηγήτριας Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, αναζητήσαμε μερικούς από τους μηχανισμούς του πολιτικού λόγου σε προεκλογικές ομιλίες του Κ. Καραμανλή και του Γ. Παπανδρέου, λίγες ημέρες μετά την προκήρυξη των εκλογών.

Δεν είναι, βέβαια, μόνον ο πολιτικός λόγος που οργανώνεται με συγκεκριμένο τρόπο, προκειμένου να πετύχει έναν συγκεκριμένο σκοπό. Ολοι οι ομιλητές, κάθε φορά, κάνουν συγκεκριμένες επιλογές λεξιλογίου και γραμματικής. Αυτές οι επιλογές υποβάλλουν μια συγκεκριμένη οπτική της πραγματικότητας και αποκλείουν άλλες, οι οποίες θα προέκυπταν αν οι επιλογές των ομιλητών ήταν διαφορετικές. Αλλο είναι να πεις: «Απωθήθηκαν ταραχοποιά στοιχεία» και άλλο «Η αστυνομία χτύπησε διαδηλωτές». Οι δύο φράσεις νοηματοδοτούν τελείως διαφορετικά το ίδιο περιστατικό.

«Όταν επαναλαμβάνονται συγκεκριμένες επιλογές λεξιλογίου και γραμματικής, τότε όχι απλώς υποβάλλουν, αλλά ουσιαστικά επιβάλλουν εμμέσως την οπτική τού ομιλητή» λέει η Μάρω Κακριδή - Φερράρι. «Αυτή είναι η περίπτωση του πολιτικού λόγου, ενός κειμενικού είδους που αποκτά την οργάνωση και τις συμβάσεις του από την κοινωνική πρακτική της πολιτικής δραστηριότητας στις διάφορες εκφάνσεις της (συνέντευξη, κοινοβουλευτική ομιλία, προεκλογική ομιλία κ.ά.) και από τα υποκείμενα που εμπλέκονται σ' αυτήν: τους πολιτικούς και το ακροατήριό τους, ως πιθανούς ψηφοφόρους».

Στην προσπάθειά του να κερδίσει την ψήφο μας, ο πολιτικός δεν χρησιμοποιεί μόνο το λόγο. Ο λόγος συμβάλλει σε άλλες σημειωτικές πρακτικές, από το ντύσιμο ώς τις χειρονομίες που χρησιμοποιεί ο πολιτικός, στο πλαίσιο πάντα της δεδομένης πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Ο κόμπος της γραβάτας που έλυσε ο Κ. Καραμανλής στο τέλος της ομιλίας του προς τα μέλη της ΟΝΝΕΔ, στο Αιγάλεω, είναι ένα παράδειγμα.

Αλλο παράδειγμα είναι ο τρόπος που συνηθίζει να χτυπά τα χέρια του στο βάθρο ή ο τρόπος που κινείται στην εξέδρα, πηγαινοερχόμενος από τη μία άκρη στην άλλη, με το χέρι σηκωμένο να δείχνει κάπου μέσα στο ακροατήριο τη στιγμή που ένα χαμόγελο συνενοχής σχηματίζεται στο πρόσωπό του, μια κινησιολογία η οποία έχει αντιγραφεί από τις προεκλογικές εμφανίσεις της Χίλαρι Κλίντον. Αν κρίνουμε από τις διαφορές στον σωματότυπο των δύο πολιτικών, η επιλογή της συγκεκριμένης κινησιολογίας είναι μάλλον ατυχής για τον πρωθυπουργό, στοχεύει όμως στη δημιουργία συνοχής με το ακροατήριο.

Αν και η παράθεση επιχειρημάτων δίνει την εντύπωση ότι ο πολιτικός λόγος απευθύνεται στη λογική μας, στην πραγματικότητα απευθύνεται στο θυμικό μας με διπλό στόχο: από τη μια, να επιφέρει την ταύτιση του ακροατηρίου με τον ομιλητή· από την άλλη, να εμποδίσει την ορθολογική ανάλυση του λόγου, η οποία θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη μοναδική αλήθεια που ο πολιτικός λόγος διατείνεται ότι πρεσβεύει.

Για να επιτευχθεί η συναισθηματική φόρτιση του ακροατηρίου, επιστρατεύεται μια ολόκληρη σειρά λεξικών και γραμματικών επιλογών. Δεν είναι όλες τους ιδιαίτερα επιτυχημένες, πρέπει να ομολογήσουμε - έχουν, όμως, το σκοπό τους. Μεταφορές: «η καρδιά της Ελλάδας», «νοικοκύρεμα του τόπου», «η πρώτη γραμμή της μάχης», «ο ήλιος θα φωτίσει όλη την Ελλάδα», εικόνες οικείες, συναισθηματικά φορτισμένες, που μεταφέρουν, πέρα απ' αυτό που δηλώνουν, μιαν αύρα που απευθύνεται στο θυμικό. Παραλληλισμοί, δηλαδή η επανάληψη της δομής μιας φράσης με διαφοροποίηση ενός από τα δύο μέρη της: «Το ΠΑΣΟΚ αντιτάχθηκε -και αντιτάσσεται- σε όλες τις διαρθρωτικές αλλαγές. Αντιτάχθηκε -και αντιτάσσεται- στις πολιτικές για την εξυγίανση της Οικονομίας», ένα ρητορικό σχήμα με μεγάλη αποτελεσματικότητα, αν κρίνουμε από τη συχνότητα επανάληψής του. Ρυθμός: «Μαζί, σε κάθε μπόρα, για να φέρουμε τον ήλιο ξανά στη χώρα», μια προσπάθεια του Γ. Παπανδρέου να παρασύρει σε έξαρση το ακροατήριό του και μαζί μια υπόσχεση (θα τολμήσουμε να πούμε) ότι στη νέα κυβέρνηση δεν θα βρεθεί υπουργός να χαρακτηρίσει τους ποιητές λαπάδες. Παρηχήσεις: «...ποια ποιότητα θα έχει η παιδεία μας, η παιδεία των παιδιών μας», όπου με την παρήχηση του πι ο Γ. Παπανδρέου απλώνει αδιόρατα νήματα σαγήνης προς το ακροατήριό του και, γιατί όχι, κατακτά επιτέλους τα λυρικά εκφραστικά του μέσα.

Είναι φανερή η προσπάθεια και των δύο ομιλητών να δείξουν στο ακροατήριο ότι αποτελούν ένα μ' αυτό, σάρκα από τη σάρκα του - αποκρύπτοντας, βέβαια, την τεράστια απόσταση που τους χωρίζει λόγω της κοινωνικής τους θέσης ή έστω λόγω της διαφοράς τους στην κατοχή εξουσίας.

Την προσπάθεια αυτήν εξυπηρετούν οι τύποι της καθομιλουμένης που χρησιμοποιούν. Γ. Παπανδρέου: «να σηκώσουμε τα μανίκια», «κορβανάς», «λαμογιά», «μαγκιά», «κονέ». Κ. Καραμανλής: «κατεβατό», «χαλασμένη κασέτα», «νοικοκύρεμα».

Μάλιστα, ο Γ. Παπανδρέου κοιτάζει «απόψε, σήμερα, στα μάτια» τους ακροατές του στην Αλεξανδρούπολη, παρά την απόσταση που μεσολαβεί (όχι μόνο την κοινωνική, αλλά και τη γεωγραφική) και, σε μιαν αποστροφή του για την Ελλάδα που είναι «φάρος πολιτισμού», θα θυμηθεί και θα θυμίσει: «στο φάρο της Αλεξανδρούπολης, όπου κι εγώ φαντάρος έκανα τις βόλτες μου», αποφεύγοντας να πει ότι αυτός, όμως, στις άδειές του είχε το ελεύθερο να πηγαίνει στο Καστρί. Το ίδιο και ο Κ. Καραμανλής από τη Θεσσαλονίκη θα θυμίσει στους Μακεδόνες: «παρακολουθήσατε από κοντά όλα τα βήματα της πολιτικής μου πορείας» - αν και μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι η παρακολούθηση δεν πρέπει να ήταν δα και τόσο στενή, αφού τους χώριζαν τουλάχιστον οι τοίχοι του πολιτικού του γραφείου, μέσα στους οποίους έγιναν και κρίθηκαν πολλά από τα βήματα της πολιτικής του πορείας.

Ενα άλλο παράδειγμα έντεχνης αποσιώπησης εναλλακτικών οπτικών της πραγματικότητας είναι το απόσπασμα της ομιλίας του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ που αναφέρεται στη δημόσια ασφάλεια: «Σχεδιάζουμε ρυθμίσεις απέναντι σε εκδηλώσεις που παραλύουν τα κέντρα των πόλεων».

Ποιες είναι, όμως, αυτές οι εκδηλώσεις που παραλύουν τα κέντρα των πόλεων; Είναι ο στολισμός του χριστουγεννιάτικου δέντρου στο Σύνταγμα ή οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας - προϊόν του αδιεξόδου της Παιδείας και της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης; Ο πρωθυπουργός δεν το διευκρινίζει, και θα έχει τους λόγους του.

Ο βασικός λόγος που ο Κ. Καραμανλής, όπως και ο Γ. Παπανδρέου, αποφεύγει να διευκρινίσει ασαφείς όρους είναι ότι, προκειμένου να προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερους ψηφοφόρους, απευθύνεται σε όσο το δυνατόν ευρύτερο ακροατήριο και επιχειρεί να εξασφαλίσει τη συναίνεση όλων. Για να τα καταφέρει, χρειάζεται να αμβλύνει τις αντιθέσεις και να αποσιωπήσει τις εναλλακτικές οπτικές, ώστε η επιθυμητή για τον ομιλητή οπτική να παρουσιαστεί ως η μόνη δυνατή, άρα αυτονόητη και φυσική.

Από την άλλη πλευρά, ο ομιλητής πρέπει να συσπειρώσει τον πυρήνα των δικών του οπαδών και να παρουσιάσει έναν ισχυρό τόνο διαφοροποίησης από τον αντίπαλο, ώστε ο ίδιος να έχει λόγο ύπαρξης ως εναλλακτική πρόταση.

Τη στιγμή, λοιπόν, που ο πολιτικός λόγος αποσιωπά τις κοινωνικές αντιθέσεις, δημιουργεί και τονίζει άλλες αντιθέσεις, γενικές και ασαφείς, οι οποίες συνήθως αναφέρονται σε προσωπικά χαρακτηριστικά των πολιτικών αντιπάλων ή σε νεφελώδη στοιχεία της πολιτικής τους ιδεολογίας και πρακτικής.

«Για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, η κρίση είναι ευκαιρία δημαγωγίας. Για μας είναι εθνική υπόθεση» είπε ο Κ. Καραμανλής στη ΔΕΘ.

«Απέναντι σε μια εξουσία σήμερα εξαρτημένη από μικρά και μεγάλα συμφέροντα, δεσμεύομαι για μια ηγεσία που δεν χρωστάει σε κανέναν. Μόνο στον ίδιο το λαό» είπε ο Γ. Παπανδρέου.

...και η εξουσία της γλώσσας

Μας λένε κάποιοι, που δίνουν την εντύπωση ότι βρίσκονται σε κατάσταση μόνιμης ανησυχίας για την επιβίωση του ελληνικού έθνους, ότι η ελληνική γλώσσα κινδυνεύει να χαθεί.

Και σπεύδουν να μας δώσουν παραδείγματα λαθών που ψάρεψαν στο δημόσιο λόγο, οικτίροντας τους αμαθείς που λένε «ανταπεξέρχομαι» αντί για το σωστό «αντεπεξέρχομαι», «απανέκαθεν» αντί «ανέκαθεν», «όλους όσους» αντί «όλους όσοι».

Η γλωσσολογία τούς διαψεύδει. Η γλώσσα μας όχι μόνο δεν φαίνεται να χάνεται, αλλά συνεχίζει ακμαία την πορεία της στο χρόνο. Οπως κάθε γλώσσα, έτσι και η ελληνική εμπλουτίζεται, προσαρμόζεται και εξελίσσεται. Μας λέει, επίσης, η γλωσσολογία ότι το σωστό και το λάθος στη γλώσσα δεν είναι απόλυτες έννοιες και ότι η υπόδειξη του σωστού δεν είναι πάντα όσο αθώα φαίνεται. Συχνά η υπόδειξη του σωστού και ο στιγματισμός του λάθους λειτουργούν εξουσιαστικά, προάγοντας κοινωνικές ανισότητες.

«Η "σωστή" χρήση της γλώσσας» γράφει στο βιβλίο της «Γλώσσα και ιδεολογία» η Αννα Φραγκουδάκη, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών, «αποτελεί, κατά την κοινωνιογλωσσολογία, τυπικό σύστημα, προϊόν καθαρά κοινωνικής επεξεργασίας, που ορίζει ποιες επιλογές πρέπει να κάνει ο ομιλητής για να προσαρμόζεται στο αισθητικό ή κοινωνικό και μορφωτικό γλωσσικό ιδεώδες των κοινωνικών ομάδων που διαθέτουν κύρος και εξουσία».

Αυτό συμβαίνει διότι η γλώσσα δεν είναι ουδέτερη και αθώα. Κάθε γλωσσική ανταλλαγή, λέει ο ανθρωπολόγος Πιέρ Μπουρντιέ στο βιβλίο του «Γλώσσα και συμβολική εξουσία», εκτός από σχέση επικοινωνίας, «είναι επίσης μια οικονομική ανταλλαγή [...], η οποία είναι ικανή να προσπορίσει ένα ορισμένο κέρδος, υλικό ή συμβολικό». Ως χρήστες της γλώσσας, διαθέτουμε κατά τον Μπουρντιέ ένα γλωσσικό κεφάλαιο, μια ικανότητα να ελισσόμαστε μέσα στη γλώσσα. Οσο μεγαλύτερο είναι το γλωσσικό μας κεφάλαιο τόσο περισσότερο διακρινόμαστε από τους άλλους και άλλο τόσο περισσότερο καταφέρνουμε να ελιχθούμε στον κοινωνικό καταμερισμό.

«Δεν υπάρχουν για τη γλωσσολογία τυχαία ή ανόητα λάθη» λέει η Μάρω Κακριδή - Φερράρι. «Τα λάθη γίνονται σε σημεία του συστήματος που είτε είναι αδιαφανή είτε αποτελούν εξαιρέσεις στους γλωσσικούς κανόνες. Οταν κάποιος λέει: "Τα αποτελέσματα επεξεργάστηκαν από ειδικούς", το λέει επειδή παρασύρεται από την ενεργητική διάθεση του ρήματος επεξεργάζομαι, που όμως είναι αποθετικό και δεν έχει ενεργητική φωνή. Πιθανότατα αυτό το λάθος κάποια στιγμή να ενταχθεί στην πρότυπη γλώσσα και να μη θυμόμαστε ότι κάποτε ήταν λάθος. Οπως δεν θυμόμαστε σήμερα ότι κάποτε το "δείχνω" ήταν λάθος και το σωστό ήταν το "δεικνύω", και ότι ακόμη παλιότερα το σωστό ήταν το "δείκνυμι"».

Αλλο λάθος, για το οποίο έχει γίνει μεγάλος θόρυβος, είναι το «απανέκαθεν». Εξηγεί ο μεταφραστής Γιάννης Η. Χάρης, που αρθρογραφεί χρόνια για τη γλώσσα: «Το αρχαϊκό επίθημα "-θεν" δεν είναι διαφανές. Δεν μπορεί να το αναγνωρίσει κάποιος, να καταλάβει μόνος του ότι σημαίνει "από", παρά μόνο αν το έχει διδαχτεί ειδικά. Οταν θέλει, λοιπόν, να χρησιμοποιήσει το "ανέκαθεν" ως επίρρημα, βάζει μπροστά την πρόθεση "από", την οποία δεν αναγνωρίζει στο "-θεν" - όπως λέει "από μακριά", "από κοντά" ή "από παλιά", που έχει, μάλιστα, παραπλήσια σημασία με το ανέκαθεν».

Για όσους διαμαρτυρηθούν, ο Γιάννης Η. Χάρης επισημαίνει ότι αυτό το λάθος βρίσκεται μεταξύ άλλων στον Ομηρο («απ' ουρανόθεν», καθώς και «εξ ουρανόθεν»), στους Ευαγγελιστές («από μακρόθεν») και στον Ελύτη, έστω κι αν ο ποιητής το χρησιμοποίησε για λόγους προσωδίας («πάλι βγήκα εκεί / που το κολύμπι μ' έβγαζε απ' ανέκαθεν» («Τα ελεγεία της οξώπετρας»). Μάλιστα, ο Εμμανουήλ Κριαράς το έβαλε στο λεξικό του ως λαϊκό τύπο.

Πρέπει, λοιπόν, να σταματήσουμε να διορθώνουμε; «Αν δεν διορθώσουμε κάποιον», λέει η Μάρω Κακριδή - Φερράρι, «τον αφήνουμε εκτεθειμένο στην κριτική και στο στιγματισμό, μια που το σχολείο και η κοινωνία έχουν συγκεκριμένη αντίληψη για το "λάθος". Η διόρθωση είναι μια κοινωνική πράξη, όχι γλωσσολογική. Στοχεύει στο να μάθει κάποιος, για δικό του κέρδος, αυτό που είναι γενικότερα αποδεκτό σε μια συγκεκριμένη στιγμή».

«Διορθώνουμε και περιμένουμε να δούμε, γιατί απλούστατα δεν ξέρουμε τι, αν και πότε θα επικρατήσει» λέει ο Γιάννης Η. Χάρης. «Το θέμα είναι η ιδεολογία που διέπει τη διόρθωση, αν η διόρθωση έχει αυστηρά ρυθμιστικό χαρακτήρα, που αποκλείει δηλαδή, που απορρίπτει προγραμματικά την εξέλιξη της γλώσσας. Γε- νικότερα, ο ίδιος ο λόγος για τη γλώσσα μπορεί να θεωρηθεί εξουσιαστικός· ακόμη και η κουβέντα που κάνουμε εδώ».

Με εξουσιαστικό τρόπο λειτουργεί ως προς το ύφος η χρήση λόγιας και, κυρίως, αρχαΐζουσας γλώσσας, διότι εμφανίζει τον ομιλητή ως κάτοχο μιας ανώτερης, υποτίθεται, μορφής γλώσσας. Λέμε πολύ συχνά πια «λαμβάνω» αντί για «παίρνω» και όλο και συχνότερα «ουδείς» αντί για «κανένας». Στην τηλεόραση, στις πλημμύρες τα νερά δεν ξεχειλίζουν, αλλά «τα ύδατα υπερχειλίζουν»· ο ασθενής δεν μεταφέρεται στο νοσοκομείο, αλλά «διακομίζεται» και η νύφη δεν μπαίνει στην εκκλησία, αλλά «εισέρχεται του ναού» (που είναι και γραμματικό λάθος, διότι το εισέρχομαι δεν συντάσσεται με γενική, όπως το εξέρχομαι· λάθη τέτοιου είδους αφθονούν σ' αυτές τις περιπτώσεις βεβιασμένης χρήσης αρχαΐζουσας γλώσσας, ακριβώς διότι εκεί παραβιάζεται το γλωσσικό αίσθημα).

«Ο μορφωμένος ομιλητής της επίσημης παραλλαγής» γράφει η Αννα Φραγκουδάκη (αναφερόμενη στη μελέτη του Μιχαήλ Σετάτου για την παρεμβολή στοιχείων της καθαρεύουσας στην καθημερινή ομιλία) «που χρησιμοποιεί καθαρευουσιανισμούς, όπως "εκ προοιμίου", "δεδομένου του θέματος", "εις άγραν", "ουδενός εξαιρουμένου", "τας παρούσας συνθήκας", στοχεύει αλλά και πετυχαίνει την κοινωνική διάκριση, τη μετάδοση του έμμεσου μηνύματος της κοινωνικής του ανωτερότητας που αποδεικνύουν η γνώση και χρήση των καθαρευουσιανισμών». Αντίθετα, προσθέτει, ο λαϊκός ομιλητής χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα με διάθεση ειρωνείας, όταν λέει «η συμβία μου» και «στας διαταγάς σας».

Ο Γιάννης Η. Χάρης αποδίδει την τάση προς ένα ύφος λόγιο και αρχαϊκό στην ανασφάλεια που νιώθουμε για τη γλώσσα. «Γιατί πριν από 15 χρόνια καταργήσαμε το "Σαπφώς" και κρατήσαμε αποκλειστικά το "Σαπφούς"; Και, μάλιστα, επιβάλαμε την αρχαϊκή κατάληξη ακόμα και σε λαϊκά ονόματα: της Γωγούς, της Ζωζούς; Διότι κάποιος μας το υπέδειξε και επειδή νιώθουμε ανασφάλεια για τη γλώσσα μας, λόγω της συστηματικής απαξίωσής της. Καταφεύγουμε, λοιπόν, στον λόγιο τύπο όπου νιώθουμε ασφαλείς, γιατί αυτόν, ακόμα και λανθασμένο, δεν τον διορθώνει κανείς. Βέβαια, ακόμα και αυτά όλα ενδέχεται να επικρατήσουν, ακόμα κι όταν πρόκειται για αναντίλεκτα λάθη. Δεν θα πάθει τίποτα η γλώσσα. Εχει, όμως, σημασία να αναδεικνύεται ο κοινωνικός λόγος μιας τέτοιας αλλαγής».

Από τον αυστηρό έλεγχο για λάθη δεν έχουν ξεφύγει και κάποιοι πολιτικοί. Ο τρόπος ομιλίας του Κ. Σημίτη και του Γ. Παπανδρέου έχει γίνει αφορμή για ανέκδοτα, με τη βοήθεια σατιρικών τηλεοπτικών εκπομπών. «Είναι η εύκολη λύση» λέει ο Γιάννης Η. Χάρης. «Οπου δεν μας παίρνει να ασχοληθούμε σοβαρά με το λόγο κάποιου πολιτικού, κάνουμε κριτική της γλώσσας του σε επίπεδο γλωσσικών λαθών. Και, μάλιστα, κρίνουμε όχι τη γλώσσα του, αλλά την άρθρωσή του και τα σαρδάμ που κάνει, κάτι που είναι ουσιαστικά ρατσιστικό. Το δύσκολο είναι να κάνεις υφολογική ανάλυση και να δείξεις αν και γιατί ο λόγος ενός πολιτικού είναι, για παράδειγμα, τεχνοκρατικός ή παραπλανητικός. Η πολιτική εξουσία ασκείται και μέσω της γλώσσας και η ανάλυση του λόγου των πολιτικών θα είχε να μας αποκαλύψει πολλά. Ετσι, όμως, που γίνεται η κριτική, το μόνο που αποκαλύπτει είναι οι εξουσιαστικές τάσεις του κριτή».

Διαβάστε

  1. Άννα Φραγκουδάκη, «Γλώσσα και ιδεολογία», εκδ. Οδυσσέας, 1987 [Η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών προσεγγίζει την ελληνική γλώσσα από τη σκοπιά της κοινωνιογλωσσολογίας, αναλύοντας μεταξύ άλλων τις σχέσεις της γλώσσας με την κοινωνική και την πολιτική εξουσία.]
  2. Γιάννης Η. Χάρης, «Η γλώσσα, τα λάθη και τα πάθη», τόμοι Α-Β , εκδ. Πόλις [Κείμενα του Γιάννη Χάρη για την κινητικότητα της γλώσσας, για ορθογραφικά και συντακτικά ζητήματα, για τον γλωσσικό δανεισμό, για όλα δηλαδή όσα διαμορφώνουν και επηρεάζουν τη γλώσσα μας σήμερα.]
  3. Pierre Bourdieu, «Γλώσσα και συμβολική εξουσία», εκδ. Καρδαμίτσα [Ο διάσημος για τον ανατρεπτικό πολιτικό του λόγο και τις πολιτικές παρεμβάσεις του γάλλος ανθρωπολόγος αναλύει τη σχέση της εξουσίας με τη γλώσσα, την οποία αντιμετωπίζει ως πολιτιστικό κεφάλαιο που μπορεί να αποφέρει κύρος και εξουσία στους ομιλητές.
  4. Μισέλ Φουκό, «Η τάξη του λόγου», εκδ. Ηριδανός, 1977 [Ο γάλλος κοινωνιολόγος στο εναρκτήριο μάθημά του στο College de France μελετά το πώς ο λόγος δεν είναι μια απλή αναπαράσταση της επιθυμίας ή της εξουσίας, «αλλά αυτό για το οποίο και μέσω του οποίου αγωνίζεται κανείς, η εξουσία που ζητά να ιδιοποιηθεί».]

Ο Φρύνιχος βγαίνει από το μνήμα του

Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφ. Τα Νέα, 23/2/2008

Σαραντάκος Νίκος, Γλώσσα μετ' εμποδίων. Συμβολή στη χαρτογράφηση του γλωσσικού ναρκοπεδίου, εκδ. 21ος, 2007, σελ. 376

Τον 2ο αιώνα μ.Χ. ο λεξικογράφος Φρύνιχος ο Αράβιος έγραψε μια Εκλογή Αττικών ρημάτων και ονομάτων , ένα βιβλίο που σήμερα θα είχε έναν τίτλο σαν «Πώς να μιλάμε σωστά ελληνικά». Εκεί, ο ρέκτης λόγιος παρουσίασε έναν μακροσκελέστατο κατάλογο «λαθών» που έκαναν οι σύγχρονοί του στη χρήση της ελληνικής και υποδείκνυε σε κάθε περίπτωση τη «σωστή» λέξη, τον «σωστό» γραμματικό τύπο κ.λπ. Το λαθολόγιο του Φρύνιχου δεν ήταν το μόνο της εποχής του, αν και έμελλε να γίνει το γνωστότερο. Στην πραγματικότητα, το σούφρωμα της μύτης για τον «εκβαρβαρισμό» της γλώσσας και η νοσταλγία για την πρότυπη, καταξιωμένη, αρχοντική ελληνική της κλασικής περιόδου ήταν τότε μόδα μεταξύ των γραμματικών και των ρητόρων. Απέκτησε κι ένα όνομα: αττικισμός. Εγχειρίδια όπως του Φρύνιχου είχαν σίγουρα πέραση ανάμεσα σε ανθρώπους που φοβούνταν μήπως χαρακτηριστούν ανελλήνιστοι και το κοινωνικό προφίλ τους τσαλακωθεί πολύ ή λίγο. Δικαιώθηκαν όμως ο Φρύνιχος και οι ομόφρονές του από την Ιστορία; Δέχτηκαν οι επόμενοι αιώνες τις- τυπικά ορθότατες- παρατηρήσεις τους, «απεσκυβάλισαν» από τη γλώσσα τους βαρβαρισμούς, τους σολοικισμούς, τους ανοίκειους νεολογισμούς; Κρίνετε μόνοι σας: «μη λέγε», παράγγελλε ο Φρύνιχος, κράββατος , αλλά σκίμπους, μη ακμή (από όπου το σημερινό ακόμη), αλλά έτι, μη βρέχει, αλλά ύει, μη βασίλισσα, αλλά βασιλίς , μη μαμμόθρεπτος, αλλά τηθαλλαδούς , μη μαγειρείον, αλλά οπτάνιον, μη νηρόν ύδωρ (από όπου το νερό), αλλά πρόσφατον,ακραιφνές ύδωρ. Δεν χρειάζονται περισσότερα παραδείγματα για να καταλάβουμε πόσο αισθαντικά αφουγκράστηκε ο Φρύνιχος τον σφυγμό της γλωσσικής εξέλιξης.

Παθός μαθός; Στον ανθρώπινο βίο μπορεί, στην Ιστορία όχι. Σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα, ο αττικισμός έχει αναβιώσει στις μέρες μας, με τη μορφή ενός νέου κύματος γλωσσαμυντορισμού, που προέκυψε μετά την καθιέρωση της δημοτικής και, λίγα χρόνια αργότερα, του μονοτονικού. Οι νεογλωσσαμύντορες δεν υπερασπίζονται, όπως οι παλιότεροι, την καθαρεύουσα καθεαυτή (κάτι που είναι πια αδύνατον), αλλά εξανίστανται, όπως εκείνοι, για τον «εκφυλισμό» της ελληνικής γλώσσας, την αποκοπή της από τις αρχαίες ρίζες της, την επέλαση ενός γλωσσικού αφελληνισμού που θα επιφέρει την κατάλυση της εθνικής μας ταυτότητας και, μεσομακροπρόθεσμα, της εθνικής μας υπόστασης. Εκτός από τις επιθέσεις τους κατά του μονοτονικού και την καλλιέργεια μιας σειράς αστήρικτων και μάλλον αστείων μύθων (η ελληνική με τις έξι εκατομμύρια λέξεις, η ελληνική που για μία ψήφο δεν έγινε επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Πολιτειών κ.ά.), επιχειρούν με τη γλωσσική πρακτική τους μια «αναπαρθένευση» της γλώσσας, ώστε να φαίνεται πιο απαράλλακτη στην ιστορική διαδρομή της, πιο «καθαρή». Οι μέθοδοι που εφαρμόζουν είναι ποικίλες: από την υπερετυμολόγηση και την υπερορθογράφηση (με την αναγωγή ακόμα και απλογραφημένων λέξεων της δημοτικής σε ετυμολογικές ρίζες νεκρές εδώ και αιώνες, συχνά και αμφίβολες) ώς την αντικατάσταση κοινόχρηστων λέξεων με άλλες, αρχαιοπρεπείς, και την κατά κόρον επιλογή «φιγουράτων» συντακτικών σχημάτων (π.χ. ρημάτων που συντάσσονται με αντικείμενο στη γενική).

Το φαιδρό της υπόθεσης είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους επιγόνους του Φρύνιχου δεν έχουν καν τη δική του φιλολογική κατάρτιση. Βλέπετε, άλλο αρχαιολαγνεία και άλλο αρχαιομάθεια. Όταν η πρώτη δεν συνοδεύεται από τη δεύτερη, χωρίζει λέξεις που δεν ήταν ποτέ χωρισμένες («δι΄ ο» αντί διο, «εξ απήνης» αντί εξαπίνης), κοτσάρει γενικές αντικειμενικές σε ρήματα που δεν συντάσσονταν ποτέ με γενική («επιδέχεται αλλαγής» αντί επιδέχεται αλλαγή, «διέφυγε της προσοχής» αντί διέφυγε την προσοχή, «αποποιήθηκε των ευθυνών του» αντί αποποιήθηκε τις ευθύνες του κ.λπ.), παραμορφώνει ακόμα και αρχαίες λέξεις ώστε να φαίνονται... αρχαιότερες (κάνοντας π.χ. το άντρο «άνδρο») και, αν έχει μπόλικη ελληνόψυχη φαντασία, εισηγείται απολαυστικές, πλην πέρα για πέρα ανυπόστατες ετυμολογίες, όπως, για παράδειγμα, ότι το αγγλικό ντιμπέιτ προέρχεται από το αρχαιοελληνικό δίβατον ή το τουρκικό σιχτίρ από το «σε οικτίρω». Ναι, καλά θυμηθήκατε: είναι η λογική του Γκας Πορτοκάλος, του ήρωα της ταινίας Γάμος αλά ελληνικά, ο οποίος πίστευε, μεταξύ άλλων, πως η λέξη «κιμονό» βγαίνει από το «χειμώνας»!

Ο Νίκος Σαραντάκος αντιμετωπίζει τον τραγέλαφο της νεοκαθαρολογίας με το ύφος που του αξίζει, το ύφος εκείνης της ταινίας: όχι πολεμική ρητορεία (που προδίνει ανησυχία και φόβο) ούτε σαρκασμός (που υποκρύπτει θιγμένη περηφάνια, αν όχι αλαζονεία), μα λεπτή ειρωνεία και χιούμορ. Προπαντός χτυπάει τους γλωσσαμύντορες με τα δικά τους όπλα, που ξέρει να τα χειρίζεται καλύτερα: με την επίκληση της αρχαίας και βυζαντινής γραμ ματείας. Και καταρρίπτει τους προσφιλείς τους μύθους με εξαντλητική πραγματολογική έρευνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ανασκευή του διαδεδομένου (με εκπόρευση από το περιοδικό Νέμεσις ) μύθου ότι το μονοτονικό ψηφίστηκε περίπου πραξικοπηματικά, νύκτωρ, από μια δράκα βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και παρά τη διαφωνία των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Τα πλήρη πρακτικά της επίμαχης συνεδρίας της Βουλής, που παραθέτει ο Σαραντάκος, ανατρέπουν αυτή την εικόνα, ενώ άλλα στοιχεία που προσκομίζει ο συγγραφέας πιστοποιούν ότι το μονοτονικό ήταν αίτημα πλήθους γλωσσολόγων, λογοτεχνών, εκδοτών, πολιτικών κ.λπ. από όλο το πολιτικό και ιδεολογικό φάσμα πολύ πριν από την ψήφισή του στις 11 Ιανουαρίου 1982 (έτσι κι αλλιώς εμείς οι παλιότεροι το θυμόμαστε αυτό καλά).

Όμως... υπάρχει ένα όμως. Καθώς συμφωνώ με τα περισσότερα επιχειρήματα του Σαραντάκου και, επιπλέον, με γοητεύει η δροσάτη τσαχπινιά του ύφους του, θα ήθελα να αισθάνομαι αυτό το «όμως» σαν έναν ενοχλητικό βόμβο που έρχεται απ΄ έξω και όχι σαν υπόκρουση που ενυπάρχει στη σύνθεση. Ο Σαραντάκος πιστεύει (και πολύ σωστά) ότι η γλώσσα διαμορφώνεται με την τριβή των λέξεων μέσα στην καθημερινή ζωή, τριβή η οποία μπορεί να νομιμοποιήσει τελικά ακόμα και «λανθασμένες» ή «αδόκιμες» χρήσεις. Ενώ όμως δηλώνει ότι «Δεν μπορούμε να προδικάσουμε [...] ποιοι τύποι θα καθιερωθούν τελικά, αύριο ή μεθαύριο. [...] ας είμαστε ανοιχτοί» (σς 192-3), αντιφάσκει με τον εαυτό του, όταν, ίσα ίσα, φαίνεται να προδικάζει ότι θα επικρατήσουν οι τάδε και όχι οι δείνα τύποι, ότι θα καθιερωθούν π.χ. τύποι όπως «των πληγέντων περιοχών» (αντί «των πληγεισών») και του «επικεφαλή» (αντί του επικεφαλής) ή λέξεις όπως «η γραμματέα».

Ο Σαραντάκος, δηλαδή, φαίνεται να πιστεύει σε μια γραμμική εξέλιξη της γλώσσας, η οποία τείνει νομοτελειακά προς τη γραμματική ομαλοποίηση και την απλούστευση. Εδώ είναι που έχω επιφυλάξεις και, με λύπη μου, διακρίνω στον Σαραντάκο έναν υπόγειο δογματισμό. Η εξέλιξη μιας γλώσσας δεν είναι μόνο συνάρτηση των δικών της, εσωτερικών νόμων, μα και των κοινωνικών υποκειμένων που τη χειρίζονται. Και επειδή τα υποκείμενα αυτά δεν μένουν σταθερά, η γλωσσική εξέλιξη ακολουθεί κάπως τεθλασμένη πορεία. Ο Σαραντάκος παρατηρεί (σ. 313) ότι, ενώ μερικές γενικές όπως «των κοτών» δεν στέριωσαν ποτέ, σήμερα κλίνουμε αβίαστα «οι τηλεκάρτες-των τηλεκαρτών» (για παράδειγμα). Δεν κάθεται όμως να σκεφτεί τι σημαίνει αυτό. Η κότα ήταν από τους βασικούς πόρους της οικονομίας των λαϊκών νοικοκυριών, η λέξη από τις πιο κοινόχρηστες της δημοτικής, και όμως δεν απέκτησε γενική πληθυντικού. Γιατί; Μα, διότι η γενική πληθυντικού είναι μια πτώση που στη λαϊκή γλώσσα τείνει προς την εξαφάνιση. Αντίθετα, η τηλεκάρτα είναι μια λέξη που μπήκε στη γλώσσα μας μέσα από τη ζωή των εγγράμματων αστικών στρωμάτων, για τα οποία η γενική πληθυντικού είναι πολύ πιο οικεία.

Θέλω να πω ότι η τριβή των λέξεων είναι μια ατελής εικόνα, αν δεν συμπεριλαμβάνει αυτούς που τις τρίβουν, με τα ιδιαίτερα γνωρίσματά τους. Και τα γνωρίσματα αυτά, όπως π.χ. το μορφωτικό επίπεδο και οι κοινωνικές πρακτικές, αλλάζουν με τον χρόνο. Τη δεκαετία του 1960 άκουγα στο ραδιόφωνο αθλητικούς ρεπόρτερ να κλίνουν «το Αιγάλεω(-ο)- του Αιγαλέου» (η ποδοσφαιρική ομάδα), πράγμα πολύ λογικό για έναν μη μορφωμένο και συνεπές προς το κλιτικό σύστημα της δημοτικής. Θα περίμενε κανείς να επικρατήσει αυτός ο τύπος, νά όμως που δεν επικράτησε: πολύ σπάνια ακούγεται σήμερα και ποτέ στα μίντια. ΄Η, για να φέρω ένα παράδειγμα από τις μέρες μας: αρχαίες παροιμιακές φράσεις όπως «παν μέτρον άριστον» ή «οι ασκοί του Αιόλου», μολονότι κοινόχρηστες σήμερα, επικρίθηκαν τελευταία από αρκετούς ως λανθασμένες (το σωστό είναι «μέτρον άριστον», «ο ασκός του Αιόλου»). Ο Σαραντάκος, με τη σειρά του, επικρίνει τους επικριτές, αποκαλύπτοντας ότι οι «λανθασμένοι» τύποι είχαν επικρατήσει ήδη στην αρχαιότητα. Μόνο που άργησε κάπως. Διότι, με τη συζήτηση που προηγήθηκε, διαβάζουμε και ακούμε ολοένα σπανιότερα τους «σωστά λανθασμένους» τύπους που υπερασπίζεται και ολοένα συχνότερα τους «λανθασμένα σωστούς»! Για άλλη μια φορά: η γλώσσα είναι κοινωνικό φαινόμενο και η σχετική επιρροή των κοινωνικών στρωμάτων και ομάδων που μετέχουν στη διαμόρφωσή της περνάει από μεγάλες διακυμάνσεις.

Άρχισα όμως με τον αττικισμό. Ο αττικισμός εμφανίστηκε μια εποχή που ο Ελληνισμός είχε πάψει να παίζει πολιτικό ρόλο, ενώ και ως πολιτισμική μήτρα είχε χάσει πολλή από τη γονιμότητά του. Οι αττικιστές ήθελαν να συντηρήσουν μέσω της γλώσσας την ψευδαίσθηση ενός συνεχιζόμενου σφρίγους. Νομίζω πως κάτι πολύ παρόμοιο δείχνει ο σημερινός γλωσσαμυντορισμός: μια γλώσσα που ανασύρει από το χρονοντούλαπο και φοράει επιδεικτικά τους λαμπρούς κληρονομικούς τίτλους της, για να κρύψει τη σύγχρονη πολιτισμική ένδειά της. Από αυτή την άποψη, η παρατεταμένη εμπλοκή σε συζητήσεις γύρω από το γλωσσικό ζήτημα, έστω και για να αντικρουστούν οι καθαρολόγοι, μου φαίνεται πως έχει κάτι το θλιβερό και μίζερο. 

ρε-ZOOM-έ

Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφ. Τα Νέα, 19/5/2007

Φέτος είναι ξανά της μόδας, έπειτα από αρκετές δεκαετίες, οι εξώνυχες γόβες. Οι ποιες; Πουθενά δεν θα συναντήσουμε αυτή τη λέξη. Σε κανένα γυναικείο ή lifestyle περιοδικό. Δεν ξέρω καμιά Ελληνίδα κάτω των πενήντα που να τη χρησιμοποιεί. Στη θέση της δίνει και παίρνει, σε όλες τις διαφημίσεις, όλα τα ρεπορτάζ αγοράς και όλα τα αμάραντα ακόμη γυναικεία χείλη, η λέξη peep-toe. Διότι άλλο να φοράς peep-toe γόβες και άλλο εξώνυχες. Στην πρώτη περίπτωση αισθάνεσαι σικάτη, στη δεύτερη χωριάτα. Μια μοντέρνα (αγγλική) ονομασία κάνει το παλιό καινούργιο και το συνηθισμένο γκλαμουράτο. Για τον ίδιο λόγο, κανένα μαγαζί που θέλει να έχει κάποιο γόητρο δεν κάνει πια εγκαίνια. Κάνει opening.

Δεν είμαι από εκείνους που κυνηγούν με το τουφέκι κάθε ξένη λέξη που τρυπώνει στην πάνσεπτη κιβωτό της ελληνικής γλώσσας. Απεναντίας, πιστεύω πως πολλές έχουν εξαρχής ή αποκτούν σιγά σιγά, χάρη στην κοινωνική πρακτική, νοηματικές αποχρώσεις που λείπουν από τις αντίστοιχες «γνήσια» ελληνικές, αν υπάρχουν. Χρησιμοποίησα αρκετές τέτοιες λέξεις στην προηγούμενη παράγραφο. Ας πάρουμε π.χ. την εξελληνισμένη «γκλαμουράτο» ή την τυπολογικά αναφομοίωτη lifestyle.

Και στις δύο το θετικά φορτισμένο, αρχικά, νόημα έχει σήμερα μια τεταμένη συμβιωτική σχέση με μια δευτερογενή νοηματική χροιά, ειρωνική και απαξιωτική. Αυτή την αμφισημία δεν μπορεί να την εκφράσει καμιά υπαρκτή ελληνική λέξη. Ή ας πάρουμε τη λέξη killer.

Τα λεξικά γράφουν ότι σημαίνει δολοφόνος, φονιάς. Δεν λέμε όμως κίλερ τον οποιοδήποτε δολοφόνο, αλλά τον ψυχρό, επαγγελματία εκτελεστή ή ένα αδίστακτο άτομο που μετέρχεται κάθε μέσο για να πετύχει τον σκοπό του.

Ωστόσο, δεν μπορώ να βρω καμιά δικαιολογία (αν και μπορώ, βέβαια, να βρω εύκολα εξήγηση) για τις πολλές αγγλικές λέξεις και εκφράσεις που υποκαθιστούν σε σχεδόν όλους τους κοινωνικούς χώρους τα ακριβή ελληνικά ισοδύναμά τους, τα οποία μάλιστα είναι συχνά πιο ζωντανά και πιο εύχρηστα. Δεν καταλαβαίνω, για παράδειγμα, τι κερδίζουμε με το να λέμε τα σκαμπανεβάσματα «απς εν ντάουνς» (ups and downs). Η αγγλική έκφραση είναι χλομότερη από την ελληνική, άσε που είναι και πιο δυσπρόφερτη για τους ΄Ελληνες. Ακόμη χειρότερα, σε όχι λίγες περιπτώσεις η τυφλή μίμηση της αγγλικής φτωχαίνει πραγματικά το λεξιλόγιο. Για παράδειγμα, η λέξη ball σημαίνει μπάλα, αλλά και μπαλιά. Η αγγλική δεν έχει ειδική λέξη για τη δεύτερη έννοια. Ακούω όμως ολοένα συχνότερα στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση αθλητικούς ρεπόρτερ να λένε φράσεις του τύπου «οι μέσοι δεν μπορούν να περάσουν μπάλες για τους επιθετικούς».

Είναι διάχυτη η αντίληψη ότι για την κατάκλυση της ελληνικής από αγγλικές λέξεις και εκφράσεις φταίνε οι διαφημιστές, οι τεχνοκράτες και η τηλεόραση. Μακάρι να ήταν τόσο εντοπισμένες οι πηγές του προβλήματος. ΄Εχω ακούσει άπειρες φορές καθηγητές πανεπιστημίου και συγγραφείς, που ξιφουλκούν δημόσια εναντίον του γλωσσικού ενδοτισμού (πολλοί από αυτούς και εναντίον του ενδοτισμού της εξωτερικής πολιτικής μας), να μιλούν ιδιωτικά για το «κόνσεπτ» του επόμενου «πρότζεκτ» τους, για το «έντιτινγκ» και τα «προυφς» των υπό έκδοσιν βιβλίων τους, για το πόσο «τάιτ» είναι η «ατζέντα» τους και πλήθος άλλα τέτοια. ΄Εχοντας ταξιδέψει σε πολλές χώρες, μπορώ να επιβεβαιώσω μια εντύπωση που εκπλήσσει πολλούς ξένους όταν έρχονται στην Ελλάδα: ότι «ο πιο αντιαμερικανικός λαός του κόσμου» είναι γλωσσικά ο πιο αμερικανόδουλος!

Η ελληνική γλώσσα αντιστέκεται

Απόστολος Διαμαντής, εφ. Ελευθεροτυπία, 28/10/2006

Έναν δύσκολο αγώνα επιβίωσης δίνει η ελληνική γλώσσα. Μέσα στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, όπου τα αγγλικά τείνουν να κυριαρχήσουν απόλυτα πάνω στις εθνικές γλώσσες, υπάρχουν σήμερα 45.000 φοιτητές σε όλο τον κόσμο που σπουδάζουν ελληνικά, χωρίς να είναι ούτε Έλληνες ούτε ομογενείς.

Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε η ειδική σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών Γεωργία Ξανθάκη, και στις πέντε ηπείρους του πλανήτη λειτουργούν σήμερα 334 πανεπιστημιακά τμήματα όπου διδάσκεται άμεσα ή έμμεσα η ελληνική γλώσσα.

*Πρόκειται για έδρες νέων ελληνικών, αρχαίων ελληνικών, βυζαντινών σπουδών, ιστορίας, φιλοσοφίας κ.ά. Από τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τους αριθμούς που δίνει η Διεύθυνση Παιδείας Ομογενών του υπουργείου Παιδείας, προκύπτει ότι οι φοιτητές της ελληνικής γλώσσας παγκοσμίως ανέρχονται σε 45.631.

*Εκεί όπου ζουν Έλληνες, στις ΗΠΑ, τον Καναδά και την Αυστραλία, τα ελληνικά προστατεύονται αρκετά καλά. Στην Αυστραλία υπάρχουν σήμερα 16 πανεπιστημιακές σχολές και 150 περίπου δημόσια σχολεία τα οποία διδάσκουν τη νεοελληνική γλώσσα και ιστορία, αλλά και τα αρχαία ελληνικά, ενώ στην αμερικανική ήπειρο έχουμε 70 πανεπιστημιακά τμήματα. Τα έξοδα αυτών των σχολών καλύπτονται και από την πολιτεία, κυρίως από τα υπουργεία Παιδείας και Εξωτερικών, ενώ σημαντική είναι η ιδιωτική χρηματοδότηση και η βοήθεια της Εκκλησίας.

Οι προσπάθειες της ομογένειας

Τα νεοελληνικά τμήματα, όμως, απειλούνται. Τα προγράμματα συρρικνώνονται και το προσωπικό απολύεται, εξαιτίας των μεγάλων περικοπών που αποφάσισαν ορισμένες κυβερνήσεις, σε όφελος εφαρμοσμένων επιστημών και κυρίως της πληροφορικής.

Οι νέοι, άλλωστε, φροντίζουν, εξαιτίας της ανεργίας, να εξασφαλίζουν τις λεγόμενες «χρήσιμες» γνώσεις, εις βάρος των ανθρωπιστικών επιστημών. Αλλά οι ελληνικές παροικίες αντιδρούν και πιέζουν πολιτικά για να διατηρηθούν οι έδρες και με την βοήθεια των αρχιεπισκοπών συγκεντρώνονται χρήματα, ώστε να χρηματοδοτηθούν οι έδρες στα πανεπιστήμια.

*Η διατήρηση ζωντανής της ελληνικής γλώσσας αντιμετωπίζεται στην Αυστραλία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ με τα «Σαββατιανά» λεγόμενα σχολεία, των κοινοτήτων ή της Εκκλησίας, όπου για 2-3 ώρες εκτός σχολείου μαθαίνουν τα παιδιά της δεύτερης ή της τρίτης γενιάς ελληνικά. Στις ΗΠΑ επιπλέον με τα λεγόμενα «Charters Schools», τα ελληνικά διδάσκονται ως υποχρεωτικό μάθημα.

Τα ελληνικά προσπαθούν να αντέξουν, λοιπόν και είναι συγκινητικό να βλέπεις τμήματα ελληνικών σπουδών στα βάθη της Αφρικής, στο Κιότο της Ιαπωνίας ή στο Ερεβάν!

*Μέσα σ' αυτό το δύσκολο περιβάλλον οι ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία 30 χρόνια έκαναν ό,τι μπορούσαν για να επιδεινώσουν την κατάσταση, κυρίως με την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο, τη μείωσή τους στο λύκειο και την κατάργηση των κλασικών λυκείων.

Υποχρεωτικά στην... Ιταλία τα ελληνικά

Έτσι εμφανίζεται το παράδοξο φαινόμενο οι ξένοι να ενδιαφέρονται περισσότερο για τον κλασικό ελληνικό πολιτισμό, απ' ό,τι οι έλληνες. Η κ. Ξανθάκη, πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μας είπε πως «αυτή τη στιγμή υπάρχουν στην Ιταλία 750 κλασικά λύκεια όπου διδάσκεται η ελληνική γλώσσα και η κλασική ελληνική παιδεία ως υποχρεωτικό μάθημα και αρκετά στη Γαλλία. Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή γίνεται προσπάθεια επανίδρυσης κλασικών τάξεων».

*Αυτή είναι η ζοφερή εκπαιδευτική μας πραγματικότητα. Παρ' όλα αυτά, εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια αρκετές προσπάθειες στήριξης της ελληνικής γλώσσας, τόσο με την ενίσχυση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στα γυμνάσια, όσο και με τη δημιουργία σωματείων που σχετίζονται με τη διάδοση των ελληνικών.

*Όπως μας πληροφόρησε η κ. Ξανθάκη, εκτός από την Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων, «...η οποία για δεκαετίες ενισχύει ποικιλοτρόπως με δημοσιεύματα, συνέδρια κ.λπ. την προώθηση της ελληνικής γλώσσας, η "Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά", που ιδρύθηκε πριν από λίγα χρόνια, με πρώτο πρόεδρό της τον Κάρολο Παπούλια και νυν τον ακαδημαϊκό κ. Γρηγόριο Σκαλκέα, αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα στην ίδια κατεύθυνση».

*Αλλά, και αν ακόμα εμείς έχουμε λησμονήσει τις υποχρεώσεις μας, ίσως κάπου σ' αυτές τις μακρινές χώρες, στην Ιαπωνία ή στην Κορέα, να βρεθούν καινούριοι φιλέλληνες που θα σηκώσουν για μία ακόμα φορά το δικό μας βάρος.

Τι γλώσσα διαμορφώνουν τα ΜΜΕ

Γιάννης Παπακώστας, εφ. Ελευθεροτυπία, 19/6/2006

Είναι γενικώς αποδεκτό ότι η γλωσσική αγωγή αποτελεί μια διαδικασία που αποσκοπεί στην κατάκτηση ενός οργάνου, το οποίο βοηθά το άτομο να εντάξει τον εαυτό του στην κοινωνία. Η κατάκτησή του παράλληλα δημιουργεί αυτοπεποίθηση και άνεση στο άτομο να διατυπώνει τις απόψεις του γραπτώς και προφορικώς. Αποτελεί επομένως μια αξία η γλώσσα και «κύριο παράγοντα για τη νόηση, για τις πράξεις και τις κοινωνικές του σχέσεις», για να επικαλεστούμε την άποψη ενός πολύ γνωστού σήμερα γλωσσολόγου, του Νόαμ Τσόμσκι.

Η εξέταση επίσης της σχέσης που μπορεί να έχουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) με την ορθή χρήση της γλώσσας και κατ' επέκταση με τη γλωσσική καλλιέργεια του κοινού, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αφού η διαμεσολαβητική τους λειτουργία πραγματοποιείται μέσω της γλώσσας. Τούτο σημαίνει ότι τα μέσα, αν και δεν αποτελούν έναν από τους θεσμοθετημένους φορείς γλωσσικής αγωγής, εν τούτοις ο ρόλος τους είναι καθοριστικός. Και είναι καθοριστικός, γιατί μπορούν και αποτελούν πρότυπα γλωσσικά. Διαμορφώνουν στάσεις, ιδεολογίες, συνειδήσεις και με τον έναν ή τον άλλο τρόπο παρεμβαίνουν στην καθημερινή ζωή του τηλεθεατή.

Ο δημοσιογραφικός λόγος γίνεται όργανο και μηχανισμός που κατευθύνει την εθνική μας γλώσσα προς μια φαινομενική ομοιογένεια, η οποία συχνά χρησιμοποιείται από άτομα που το περιορισμένο λεξιλόγιό τους τα βολεύει και έτσι οδηγούμαστε στον εντοπισμό παθολογικών συμπτωμάτων, χαρακτηριστικό γνώρισμα του οποίου είναι η λεξιπενία, το πομπώδες και κραυγαλέο ύφος αλλά και -το κυριότερο- η αδυναμία διάρθρωσης και διατύπωσης επιχειρημάτων και δημιουργίας διαλόγου. Και όπως γράφει ο Ελύτης, «εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσο επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα [...] ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις». Στο μικρό αυτό απόσπασμα επισημαίνουμε μερικές λέξεις-κλειδιά: η γλώσσα είναι εργαλείο μαγείας, είναι φορέας αξιών. Συνδέεται με ανθρώπινες αξίες, με το ήθος του ανθρώπου. Θεωρώ ότι οι απόψεις αυτές έχουν ανάγκη περαιτέρω σχολιασμού. Και ο σχολιασμός αυτός δεν χωρεί σ' ένα κείμενο σαν αυτό. Απαιτείται διεξοδικότερη διερεύνηση και σπουδή.

Υπό την έννοια αυτή, το ΕΣΡ θα μπορούσε να αναπτύξει έναν δημόσιο διάλογο με τους ραδιο-τηλεοπτικούς σταθμούς, δημόσιους και ιδιωτικούς, διοργανώνοντας για το σκοπό αυτό ένα συνέδριο με θέμα «Ελληνική γλώσσα και ΜΜΕ». Στο συνέδριο αυτό, με εισηγητές ειδικούς επιστήμονες (πολιτικούς, γλωσσολόγους, φιλολόγους, δημοσιογράφους, εκπροσώπους των καναλιών κ.λπ.), θα ετίθετο δημοσίως το σοβαρό αυτό πρόβλημα (γιατί σε πρόβλημα εξελίχτηκε), αφού οι ποικίλες παρεμβάσεις, οι οδηγίες δηλαδή και άλλες παρεμφερείς υποδείξεις του ΕΣΡ -ακόμη και ποινές- δεν είχαν το παραμικρό αποτέλεσμα.

Με τον τρόπο αυτό φρονώ ότι και τα κανάλια θα ετίθεντο προ των ευθυνών τους, όταν μάλιστα ζωντανά παραδείγματα, καταγεγραμμένα από εκπομπές τους, θα φωτογράφιζαν δημοσίως τη θλιβερή εικόνα που μερικά εμφανίζουν στον τομέα αυτό. Γιατί σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι οι σταθμοί δεν διαθέτουν λογίους, ευαίσθητα και καλλιεργημένα μέλη και συνεργάτες. Η εικόνα όμως που δείχνεται, από άλλο λιγότερο κι από άλλο περισσότερο, είναι διαφορετική. Από ένα τέτοιο συνέδριο σίγουρα θα συνειδητοποιούνταν ότι ο δημοσιογραφικός λόγος γίνεται όργανο και μηχανισμός που κατευθύνει την εθνική μας γλώσσα και με την, εκ των πραγμάτων, εξουσιαστική του δύναμη επιδρά αποφασιστικά στο χώρο των εννοιών και της ιδεολογίας. Ο δημοσιογραφικός λόγος άλλωστε είναι δημόσιος λόγος, και άρα επιδεκτικός κριτικής, γιατί η εν γένει πολυπλοκότητα δημιουργεί τα γνωστά παθολογικά φαινόμενα· μια παθογένεια που έχει πολλά επίπεδα.

Είναι καιρός ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες του. Και μόνον μερικά -και συχνά επαναλαμβανόμενα- γλωσσικά φαινόμενα, είναι αρκετά για να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη. Έτσι ακούμε:

Αλλά αυτά είναι ελάχιστα. Κι εδώ έχει τη θέση του ο στίχος του Καβάφη:

Μιλάει με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά.

Πρόωρα μοιρολόγια

Παντελής Mπουκάλας, εφ. Καθημερινή 2/11/2005

Ιδού πάλι το αγγελτήριο του θανάτου της ελληνικής γλώσσας, πρωτοσέλιδο. Ιδού πάλι οι «έρευνες-σοκ», ιδού και τα μοιρολόγια για το χαμό μιας γλώσσας που, ζωηρότατη εντούτοις, μιλιέται από δέκα εκατομμύρια Έλληνες, μισό εκατομμύριο Ελληνοκύπριους και εκατοντάδες χιλιάδες νέους χρήστες της· εννοώ τους μετανάστες που τη «σπουδάζουν» στην οικοδομή ή στο σχολείο, πάντως τη μαθαίνουν, μερικοί δε αριστεύουν και μας πονοκεφαλιάζουν κάθε εθνική εορτή. H νέα έρευνα λοιπόν, που διενεργήθηκε από το Ινστιτούτο Επικοινωνίας με την υποστήριξη της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, υποτίθεται πως βεβαιώνει ότι «ξεχάσαμε τη γλώσσα μας». Ποιες οι «αποδείξεις»; Μα το ότι το 82% εξ ημών χρησιμοποιεί ξένες λέξεις, ενώ το 70% «εκφράζεται στην αργκό». Πώς προκύπτει το 82%; Στην ερώτηση αν χρησιμοποιούν ξενόφερτες λέξεις, το 35% απαντά «αρκετά», το 47% «πολύ». Και λοιπόν; Σίγουρα υπάρχουν κάμποσοι που επιδεικνύουν με μπόλικη αλαζονεία την κάποια γλωσσομάθειά τους. Αν όμως πεις «κομπιούτερ», «βίντεο», «φαξ», «σάντουιτς», «τοστ», «Μέγκα», «Σταρ», «Άλτερ», «Αντένα» (όπως σχεδόν υποχρεωτικά λες κάθε μέρα), γίνεσαι γλωσσικός μειοδότης ή σκάβεις το λάκκο της γλώσσας μας;

Οι ίδιοι οι χρήστες της ελληνικής πάντως (1.600 πολίτες όλοι κι όλοι), οι οποίοι απάντησαν σε ερωτήματα που δεν είχαν τεθεί και με την αυστηρότερη επιστημοσύνη, εμφανίζονται μοιρασμένοι: το 38,1% πιστεύει πως το λεξιλόγιό μας φτώχυνε τα τελευταία τριάντα χρόνια, ενώ το 37,5% έχει εντελώς αντίθετη άποψη. Αλλά οι τίτλοι προέκυψαν θανατηφόροι και γοεροί, κι ας λέει ό,τι θέλει το 37,5%, κι ας λένε ό,τι θέλουν οι γλωσσολόγοι. Τι λένε οι γλωσσολόγοι και τι η λεξικογραφική στατιστική; Ιδού τι έγραφε προ ετών η Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, καθηγήτρια της Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης:

«Σε σύνολο 60.000 περίπου λημμάτων γενικού λεξιλογίου της νεοελληνικής ποσοστό 5% είναι οι δάνειες λέξεις της αγγλικής. Αν αναλογιστεί κανείς ότι, σύμφωνα με έρευνες ξένων μελετητών, το ποσοστό των λέξεων που η αγγλική δανείστηκε από τη γαλλική σε παλαιότερες εποχές ανέρχεται σε 65% με 75% του σημερινού λεξιλογίου της, αναρωτιέται αν είναι δυνατόν ο δανεισμός λέξεων και μόνο να αλλοιώσει μια γλώσσα, να οδηγήσει δηλαδή σε αλλαγή της γενετικής δομής της». Αγγλική παρέμεινε φυσικά η αγγλική, παρά τα τεράστια δάνειά της. Και ελληνική βεβαίως, ελληνικότατη, η ελληνική με το 5% των αγγλικών δανείων της. Γι’ αυτό και τα αγγλικά συνεχίζουμε να τα μαθαίνουμε στα φροντιστήρια εμείς οι Έλληνες, όπως οι Άγγλοι τα γαλλικά.

Διαμαρτυρία 7.720 τηλεθεατών για υποβάθμιση της γλώσσας

Εφ. Τα Νέα, 30/1/1998

Επτά χιλιάδες επτακόσιοι είκοσι (7.720) τηλεθεατές διαμαρτύρονται για την υποβάθμιση της ελληνικής γλώσσας από την τηλεόραση. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά σε υπόμνημά του Συλλόγου Προστασίας Τηλεθεατών στον υπουργό Τύπου και ΜΜΕ, κ. Δ. Ρέππα, τα πιο συνηθισμένα γνωρίσματα κακοποίησης της γλώσσας στην τηλεόραση είναι: η λεξιπενία και η εκφραστική ανεπάρκεια, οι παρατονισμοί, η γλωσσική ασάφεια και η ανακρίβεια, οι κοινότοπες τυποποιημένες εκφράσεις, η εξοικείωση του κοινού σε λανθασμένη προφορά.

Το υπόμνημα (συνοδεύεται από τις υπογραφές και προσυπογράφεται από 12 φορείς) επιδόθηκε χθες στον υπουργό με την παράκληση να λάβει τα αναγκαία μέτρα. Οι υπογραφές συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα, την Πάτρα, την Εύβοια, την Κρήτη, τη Λέσβο, τα Μέγαρα, τη Θήβα, την Ιθάκη, την Κάρπαθο και σε άλλα μέρη της χώρας.

«Έφαγε σπατ» και η γιαγιά κουφάθηκε...

Γιώργος Λιάλιος, εφ. Καθημερινή, 9/2/2003

«Έφαγε σπατ» και η γιαγιά κουφάθηκε... Mην ανησυχείτε αν δεν... καταλαβαίνετε τη γλώσσα των νέων, απλώς ρωτήστε τους

O νέος γυρίζει στο σπίτι του μετά το σχολείο. «Γιαγιά, γιαγιά!», λέει. «Σήμερα στο σχολείο έφαγα ένα φλας!..». Kι η γιαγιά απαντά εξαγριωμένη: «Όλο κάτι τέτοιες αηδίες πας και τρως και μετά γυρίζεις στο σπίτι και δεν θέλεις να φας τίποτα!».

Tο χαριτωμένο αυτό ανέκδοτο δείχνει με τρόπο παραστατικό τα καθημερινά... μικροπροβλήματα που αντιμετωπίζουν οι παλαιότερες γενιές στην επικοινωνία τους με τους νεότερους. Kαι η αλήθεια είναι ότι στον αιώνα της πληροφορίας, η «γλώσσα των νέων» ανανεώνεται ταχύτατα, εξελίσσεται και διεισδύει ακόμα και στην κοινή καθομιλουμένη. «Mην ανησυχείτε εάν δεν καταλαβαίνετε», λένε οι γλωσσολόγοι. «O ιδιαίτερος αυτός κώδικας συνδέεται άρρηκτα με τη νεανική συναναστροφή και δεν απειλεί ούτε τη γλώσσα μας ούτε τη νοημοσύνη των παιδιών».

H γλώσσα της παρέας

Ξενέρα, πίκρα, γουδί, πακέτο, λιμουτσιά, κορυφαίο, τσετούλι, τρελή φάση, τζετ, κομμάτια. Λέξεις που οι νεότεροι χρησιμοποιούν για να εκφράσουν διαφορετικές συναισθηματικές καταστάσεις, θετικές ή αρνητικές. Λέξεις γνωστές με διαφορετική σημασία, συντμήσεις, νεολογισμοί, όλα εξυπηρετούν τη ζωντάνια του προφορικού λόγου.

«Eίναι ο κώδικας με τον οποίο ο νέος λειτουργεί μέσα στην παρέα, όπου η πλάκα, η αμφισβήτηση, η ειρωνεία και το πείραγμα έχουν τον πρώτο λόγο», εξηγεί στην «K» ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Aθηνών και καθηγητής Γλωσσολογίας κ. Γιώργος Mπαμπινιώτης. «Eνας κώδικας που δημιουργείται χωρίς αναστολές και εγκαταλείπεται εύκολα, με την ίδια ταχύτητα που συμβαίνουν τα πράγματα γύρω μας».

Σύμφωνα μάλιστα με τους επιστήμονες, η νεανική γλώσσα έχει ζωή μόλις δύο αιώνων. «Aυτό που σήμερα ονομάζουμε γλώσσα των νέων δημιουργήθηκε σταδιακά μετά τη θεσμοθέτηση της νεότητας –εκπαιδευτικά και νομικά– στο δυτικό κόσμο τον 19ο αιώνα», λέει στην «K» ο γλωσσολόγος κ. Γιάννης Aνδρουτσόπουλος, επιστημονικός συνεργάτης του Iνστιτούτου Γερμανικής Γλώσσας του Mάνχαϊμ, ο οποίος έχει ασχοληθεί με τον ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης των νέων σε τέσσερις διαφορετικές ευρωπαϊκές γλώσσες.

«H είσοδος στη νεότητα σήμερα συνδέεται ουσιαστικά με το πέρασμα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου τα παιδιά εισέρχονται σε ένα είδος κοινωνικής και επικοινωνιακής “αγοράς”. Tο παιδί βιώνει το πέρασμα από την παιδική ηλικία σε “κάτι άλλο”, όπου έχουν σημασία διαφορετικά πράγματα. Πρέπει λοιπόν να βρει τη θέση του ως προς τις διάφορες παρέες, τη νεανική κουλτούρα και φυσικά την ενήλικη κοινωνία. Mέσα σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσεται το σύνολο των γλωσσικών φαινομένων που ονομάζουμε γλώσσα των νέων».

Tι μένει και τι φεύγει

Kαθώς οι γενιές των νέων διαδέχονται η μία την άλλη, η γλώσσα τους ανανεώνεται συνεχώς. Oρισμένα στοιχεία θα περάσουν στην καθομιλουμένη και κάποια θα χαθούν, ή θα περιοριστούν σε μια συγκεκριμένη παρέα. «Oι λέξεις που συνήθως περνούν στην κοινή είναι αυτές που έχουν έντονο βιωματικό περιεχόμενο», εξηγεί ο κ. Mπαμπινιώτης. «Για παράδειγμα, η έκφραση “μου τη δίνεις” πέρασε σταδιακά και στη γλώσσα των ενηλίκων. O βιωματικός λόγος έχει μια εκφραστικότητα που αξιοποιείται από την κοινότητα».

«Oι διαδικασίες διάχυσης γλωσσικών στοιχείων στην καθομιλουμένη δεν είναι σαφείς. Συνήθως, οι ενήλικοι, ειδικά οι μητέρες, μαθαίνουν εκφράσεις των νέων και στη συνέχεια τις χρησιμοποιούν. Eπίσης, ένας νεαρός χρησιμοποιεί ορισμένα στοιχεία και στην ενήλικη ζωή του», προσθέτει ο κ. Aνδρουτσόπουλος.

H επίδραση, ωστόσο, της γλώσσας των νέων στην κοινή θεωρείται μάλλον περιορισμένη. «Oι νέοι δεν έχουν αναστολές στο να χρησιμοποιούν λέξεις ή φράσεις έξω από τον κώδικα, οι οποίες μάλιστα ανανεώνονται ταχύτατα. Eξαιτίας όμως αυτού δεν θα φτάσουν τόσο εύκολα στο σύνολο. Δεν θα το καθορίσουν τόσο, όσο ένας μεγάλος λογοτέχνης, ένας σημαντικός πολιτικός ή ένας γνωστός δημοσιογράφος, που έχουν επίδραση σε ένα ευρύτερο κοινό», λέει ο κ. Mπαμπινιώτης. «Eάν μάλιστα η γλώσσα των νέων δεν είχε περάσει μέσα από τα MME, δεν θα είχε καμία επίδραση».

Eνήλικοι εναντίον ανηλίκων

Δεν είναι πάντως λίγοι οι επιστήμονες που κατά καιρούς υποστηρίζουν ότι το λεξιλόγιο των νέων συνεχώς περιορίζεται, με συνεπακόλουθες συνέπειες στην ευφυΐα τους. Oι γλωσσολόγοι είναι κατηγορηματικοί. «Yπάρχει ένας παραλογισμός και μια υπεργενίκευση. Θεωρούν με ανορθολογικό τρόπο ότι ο νέος έχει περιορισμένο κώδικα, αυτόν που χρησιμοποιεί σε μια παρέα», λέει ο κ. Mπαμπινιώτης. «Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως, όταν για παράδειγμα αυτός ο νέος γράφει μια έκθεση, χρησιμοποιεί πλουσιότερο λεξιλόγιο, έχει διαφορετική γλωσσική παρουσία. Oι γλωσσικοί κώδικες εναλλάσσονται αυτόματα, ανάλογα με το συνομιλητή ή τις συνθήκες. Oλοι μας εναλλάσσουμε τους κώδικες επικοινωνίας. Διαφορετικά απευθυνόμαστε στο παιδί μας, αλλιώς σε έναν φίλο, αλλιώς στον προϊστάμενο στην εργασία μας. Eάν υπάρχουν νέοι που έχουν γενικότερα γλωσσικό πρόβλημα, αυτό σχετίζεται με τη μορφωτική τους στάθμη». H άποψη ότι οι νέοι μιλούν με ένα λεξιλόγιο εκατό λέξεων «αφορά στερεότυπα χωρίς εμπειρικές βάσεις, καθώς δεν υπάρχουν μελέτες που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο. Πρέπει να καταλάβουμε ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην πραγματικότητα μιας γλώσσας και ένα ιδεώδες, που συνήθως σχετίζεται με το γραπτό λόγο», προσθέτει ο κ. Aνδρουτσόπουλος. «Oι νέοι δεν θα μιλήσουν ποτέ μεταξύ τους χρησιμοποιώντας τη γραπτή γλώσσα των συγγραμμάτων. Tο λεξιλόγιο της ανεπίσημης επικοινωνίας είναι ούτως ή άλλως μικρότερο από εκείνο της επίσημης, ανεξαρτήτως ηλικίας».

Tι λένε οι ίδιοι οι νέοι; «Eξαρτάται από την οικειότητα που έχεις με τον συνομιλητή σου. Δεν μπορώ να μιλήσω σε μια θεία μου με τον ίδιο τρόπο, όπως στον κολλητό μου», λέει ο Xάρης. «Eξαρτάται και από το θέμα και πόσο καλά το γνωρίζεις. Oταν μιλάμε για μουσική, επειδή είμαστε ενημερωμένοι γινόμαστε... Mπαμπινιώτηδες», προσθέτει ο Aχιλλέας. Ή, όπως λέει ο 16χρονος Γιώργος, «αν κάποιος δεν καταλαβαίνει κάτι, ας ρωτήσει. Kαλά, τι ζόρι τραβάνε;»...

«Mηχανές» κατανόησης

Aς μπούμε στα «άδυτα» του νεανικού τρόπου έκφρασης. Oπως επισημαίνει ο κ. Aνδρουτσόπουλος σε άρθρο του στον εγκυκλοπαιδικό οδηγό του Hλεκτρονικού Kόμβου για την Yποστήριξη των Διδασκόντων την Ελληνική Γλώσσα (www.komvos.edu.gr), «η δημιουργία και η ανανέωση της γλώσσας των νέων γίνεται με τέσσερις βασικούς τρόπους:

- αλλαγή σημασίας (π.χ. κόκκαλο= μεθυσμένος)

- δανεισμός, κατά κύριο λόγο από τα αγγλικά (π.χ. χάι= κεφάτος, φτιαγμένος)

- επιλογές προτύπων σχηματισμών λέξεων (π.χ. το επίθεμα -άς για κατηγορίες νεανικής κουλτούρας με αγγλική βάση, όπως γκραφιτάς, μεταλλάς, σκινάς, κ.ά.)

- τροποποίηση λέξεων χωρίς αλλαγή της βασικής τους σημασίας, είτε με επιθέματα (τσιγάρο - τσιγαριά), είτε με σύντμηση (ματσωμένος - ματσό), είτε με μετάθεση φθόγγων και συλλαβών (π.χ. μεναγκό= γκόμενα)».

H «γλώσσα» αυτή υπακούει στους προαναφερθέντες γενικούς κανόνες, αλλά δεν παρουσιάζει ομοιογένεια. «O τρόπος επικοινωνίας των νέων διαφοροποιείται από ένα τεράστιο σύνολο παραγόντων, όπως η εκπαίδευση, το σπίτι και το περιβάλλον του νέου. Δεν είναι καν ενιαία σε μια πόλη, όπως η Aθήνα».

Oταν είσαι 17 χρόνων... «αλλάζεις εισιτήριο»

Mε το χιούμορ και το πείραγμα στην «πρώτη γραμμή», η γλώσσα των νέων βρίσκει ολοένα νέους τρόπους να εκφράσει καταστάσεις και συναισθήματα της νεότητας. «Mια ημέρα, σε μια κουβέντα με τη μάνα μου της λέω “άλλαξα εισιτήριο” (σ.σ.: μου συνέβη κάτι απρόσμενο). Mε κοιτάει και... φεύγει, τι να πει», λέει ο 17χρονος Aχιλλέας Λάλος.

Oι νέες εκφράσεις εναλλάσσονται με γρήγορους ρυθμούς. «Eνα καλό που άκουσα τελευταία και το λέω και εγώ είναι το “έφαγα σπατ”. Δηλαδή έφαγα ήττα, απογοητεύτηκα, απέτυχα. Tο “σπατ” από πού βγαίνει; Aπό... το σπατόσημο», εξηγεί ο Γιώργος Pόλης, 16 ετών. «Mια έκφραση που χρησιμοποιώ συχνά, αν θέλω να απειλήσω στην πλάκα κάποιον είναι “θα σε διακορεύσω”», προσθέτει ο 17χρονος Xάρης Kατσογριδάκης. «Ή όταν θέλω να πω “θα δούμε”, λέω “οψόμεθα”».

Bασική προϋπόθεση για την κατανόηση τέτοιων εκφράσεων είναι η γνώση των γλωσσικών μηχανισμών τους. «Tο ρήμα έφαγα+συμπλήρωμα δηλώνει ότι συνέβη κάτι δυσάρεστο. Oι νέοι λένε επίσης “έφαγα φρίκη, έφαγα φλας, έφαγα πακέτο”, κ.ά. Σημασία δεν έχει το συμπλήρωμα -στη συγκεκριμένη περίπτωση το “σπατ”- αλλά η δομή», εξηγεί ο κ. Aνδρουτσόπουλος. «H έκφραση “άλλαξα εισιτήριο” δεν ανάγεται σε κάποιο δομικό πλαίσιο, σίγουρα είναι έκφραση... παιδιών της πόλης, πιθανώς και κάποιας συγκεκριμένης παρέας. Στην περίπτωση του “θα τον διακορεύσω” και του “οψόμεθα” έχουμε να κάνουμε με μια αντικατάσταση ως πηγή αστεϊσμού. Δηλαδή, παίρνουμε ένα κομμάτι της γλώσσας που συσχετίζεται με ένα άλλο ύφος ή τρόπο ομιλίας –π.χ. καθαρεύουσα– και το χρησιμοποιούμε για κάτι αγοραίο ή χυδαίο. Aυτό είναι πηγή διασκέδασης».

Δραματική συρρίκνωση των γλωσσών ως το 2010

Μαργαρίτα Πουρνάρα, εφ. Καθημερινή, 29/9/2000

Σε μια εποχή που η παγκοσμιοποίηση έχει τον πρώτο λόγο και η πολιτιστική κληρονομιά κάθε χώρας απειλείται από την ομοιομορφία που επιβάλλουν τα οικονομικά πρότυπα ανάπτυξης, επιβάλλεται η συνεργασία και η εξεύρεση κοινών λύσεων. Αυτό ήταν το κύριο συμπέρασμα της 3ης άτυπης συνάντησης των μελών του διεθνούς δικτύου για την πολιτιστική πολιτική, που πραγματοποιήθηκε στη Σαντορίνη το τριήμερο που μας πέρασε. (...) Μέχρι το 2010 οι γλώσσες που ομιλούνται στη γη θα μειωθούν από τις 6.000 στις 3.000. «Στο Ρίο, όπου συγκεντρώθηκαν οι ηγέτες της ανθρωπότητας πριν από 10 χρόνια, αποφάσισαν να προστατεύσουν όλα τα είδη του ζωικού βασιλείου που είναι σε κίνδυνο. Το ίδιο θεωρώ ότι θα πρέπει να γίνει και για το ανθρώπινο είδος και τους πολιτισμούς», υπογράμμισε η κ. Σέιλα Κοπς.

Τι θα έλεγε ο Πλάτωνας για τα greeklish;

Νικολαΐδου Ελένη, εφ. Το Βήμα, 12/4/2011

Η προέκταση του χεριού των μαθητών είναι το κινητό τους. Πάρτε τους το κινητό και προκαλέστε τη νέα επανάσταση. Σαφέστατα και ορθώς απαγορεύεται το κινητό στην τάξη. Σαφέστατα, επιμόνως και χωρίς αιδώ τα κινητά χρησιμοποιούνται μέσα στην τάξη, κατά κόρον. Ποιος 40άρης ή 50άρης δάσκαλος ή καθηγητής θα προλάβει τον 14χρονο πιτσιρικά; Κρυμμένο το κινητό μέσα στα πόδια ή στην πάνινη κασετίνα που βολεύει μια χαρά για να φαίνεται, κρυμμένο ανάμεσα στα στυλό, αν έρχεται μήνυμα ή κλήση. Τα sms δίνουν και παίρνουν. Οι ταχύτητες είναι εκπληκτικές, τυφλό σύστημα και καμία αγωνία ορθογραφίας μιας και το κείμενο είναι σε greeklish.

Πολλοί θα πουν ότι τα greeklish κάνουν τους νέους ανορθόγραφους! Ποια είμαι εγώ που θα διαφωνήσω; Έρευνα πριν λίγα χρόνια του Παιδαγωγικού τμήματος Νηπιαγωγών του πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας -η οποία είχε θέμα τα greeklish και διεξήχθη σε μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης- διαπίστωσε ότι η εκτενής χρήση των greeklish οδηγεί σε αύξηση των ορθογραφικών λαθών στα γραπτά του σχολείου. Πράγματι!

Απειλείται όμως η ελληνική γλώσσα από τα greeklish; Σοβαρά;

Γιατί, άραγε, όλοι οι νέοι γράφουν με λατινικούς χαρακτήρες; Για πιο γρήγορα και πιο εύκολα (ερωτώ και απαντώ). Greeklish θα γράψει κάποιος στο μνμ (μήνυμα) στο κινητό, στο chat, σε κάποιο forum, πιθανόν στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Η γλώσσα είναι ζωντανή και όταν επιπεδοποιείται συνειδητά δεν μεταφέρει την ουσία της κουλτούρας, της παράδοσης που κουβαλάει μία γλώσσα με ιστορία, πολιτισμό, κανόνες και όλα τα συναφή όπως είναι η ελληνική γλώσσα.

Είναι πλέον μάταιο να χαρακτηρίσουμε τα greeklish μία σύγχρονη μάστιγα. Έχουν παγιωθεί, κυκλοφορούν ανάμεσά μας, οι νέοι θεωρούν δεδομένη τη γραφή κυρίως στα κινητά με αυτή τη μορφή, νιώθουν άνετα χωρίς κόμπλεξ για τα ορθογραφικά τους λάθη. Στα greeklish νιώθουν όλοι ίσοι. Θα τους χωρίσει κάτι άλλο αλλά όχι ο χαρακτηρισμός του κακού μαθητή, του βλάκα ή του ανίδεου. Αν θέλουμε να πλησιάσουμε τους νέους, να τους επηρεάσουμε και να τους δείξουμε την αξία της γνώσης θα πρέπει να κατανοήσουμε τα greeklish.

Δεν υπάρχει περίπτωση νέος άνθρωπος να πεισθεί να γράψει το μήνυμα που στέλνει στο φίλο του στην …καθαρόαιμη ελληνική γλώσσα.

Με την καμία…

Ο Πλάτων, ο Ισοκράτης και άλλοι καταδίκαζαν τη γραφή επειδή πίστευαν ότι αδυνατίζει τη μνήμη και ότι αποδίδει μόνο κατά προσέγγιση τον ενδιάθετο λόγο. Η γραφή, τότε, ήταν η νέα τεχνολογία. Ένα φαινόμενο εξαπλώνεται σε τέτοιο βαθμό για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί φανερά εξυπηρετεί ανάγκες και δεύτερον επειδή δεν υπάρχει κάποιο αντίπαλο δέος που να αντιπροτείνει. Έτσι, λοιπόν, αντί να καταδιώκουμε τα greeklish ας ανακαλύψουμε τις ανάγκες που καλύπτoυν και ας θέσουμε απέναντι έναν πύργο, ψηλό, ατίθασο που θα διεκδικήσει το μυαλό και την ψυχή των νέων δίνοντάς τους προοπτική. Είναι παράλογο να ζητάμε από τους νέους να εγκαταλείψουν τα greeklish όταν αυτό που τους αντιπροτείνουμε είναι το απαρχαιωμένο επιχείρημα του Πλάτωνα.

Η παιδεία πρέπει να εκσυγχρονιστεί, να αναπνεύσει τα χνώτα των νέων και να τους οδηγήσει στο μέλλον μέσα από την ηλεκτρονική γραφή. Η προσέγγιση πρέπει να γίνει μέσα από τα …τσιπάκια. Ας μην υποτιμάμε την αντίληψη των μαθητών μας. Γνωρίζουν τα λάθη των greeklish απλά δεν τους λέει και πολλά η ορθογραφία. Γιατί είναι απαραίτητο να τους λέει κάτι; Η ανησυχία των προβληματισμένων «ανορθόγραφων» ορθογράφων είναι αποστολή sms χωρίς αναφοράa! Η ουσία βρίσκεται στο ότι αυτό το σχολείο δεν εμπνέει το μαθητή! Αν τον ενέπνεε δεν θα έτρεχε μία με τα greeklish…

* Η Ελένη Νικολαΐδου είναι ιστορικός, συντονίστρια του εκπαιδευτικού ενημερωτικού δικτύου alfavita.gr

Η γλώσσα και τα Μ.Μ.Ε.

Θανάσης Νάκας*, εφ. Καθημερινή, 10/3/1996

Είναι δεδομένο ότι σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες του κόσμου «οι άνθρωποι ακούν περισσότερη γλώσσα απ’ τα Μ.Μ.Ε. απ’ ό,τι απευθείας από τα χείλη των συνανθρώπων τους σε συνομιλίες μεταξύ τους». Τα εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια λέξεων που τα Μ.Μ.Ε. παράγουν συνολικά ημερησίως ξεπερνούν κάθε άλλη γλωσσική παραγωγή. Ο λόγος τους ακούγεται όχι από έναν ή δύο ανθρώπους αλλά από μαζικά ακροατήρια. «Είναι οι λίγοι που μιλούν στους πολλούς». Ολόκληρη η κοινωνία διαποτίζεται από το λόγο των Μ.Μ.Ε.

Για την καταλυτική, πράγματι, επίδραση που ασκούν τα Μ.Μ.Ε. και σε άλλα πολλά και ειδικότερα στη γλώσσα, ας μου επιτραπεί να αναφέρω εδώ τη σχετική έρευνα που έγινε (από το 1989 έως το 1991) στην ενωμένη πλέον Γερμανία. Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας υπήρξε και το ότι η επίδραση του λόγου που παράγουν τα Μ.Μ.Ε. είναι τόσο καθοριστική, ιδίως με την ανάπτυξη των μέσων επικοινωνίας μετά το 1945, που προκειμένου να μελετήσει κανείς της γενική ιστορία της γλώσσας (της γερμανικής, αλλά και γιατί όχι της αγγλικής, της ελληνικής κ.λπ.) θα έπρεπε απαραιτήτως να ξεκινήσει από τη μελέτη της γλώσσας των Μ.Μ.Ε.

Εκείνο όμως που οι κοινωνιογλωσσολόγοι θεωρούν ως την πιο σημαντική συμβολή των Μ.Μ.Ε. στη γλωσσική επικοινωνία είναι η ενίσχυση και η διάδοση γλωσσικών προτύπων. Η σπουδαιότητα του ρόλου των Μ.Μ.Ε. δεν έγκειται τόσο στη δημιουργία μιας καινούργιας ή ιδιάζουσας γλώσσας όσο στην εξάπλωση και επικράτηση αυτού που ήδη υπάρχει ή δημιουργείται τώρα στη γλώσσα (επικράτηση που μπορεί να προκαθορίσει και την επισημοποίηση ή θεσμοθέτηση / νομιμοποίηση κάποιας γλωσσικής ποικιλίας). Μ’ αυτή την έννοια ο ρόλος τους είναι μεσολαβητικός, αλλά ταυτόχρονα συνιστούν κι ένα πρώτης σημασίας μέσον γλωσσικής παιδείας. Είναι γνωστή, για παράδειγμα, η συμβολή του BBC στην καθιέρωση της επίσημης προφοράς ή αυτού που ονομάζουμε «αποδεκτή προφορά» (received pronunciation) της αγγλικής γλώσσας. Ανάλογη είναι και η συμβολή προς την κατεύθυνση αυτή, κυρίως μέσω των δελτίων ειδήσεων, και άλλων εθνικών ραδιοφωνιών.

(...) Όσο για την καθιέρωση μιας γραπτής πρότυπης γλώσσας ο ρόλος τον οποίο διαδραματίζουν τα έντυπα Μ.Μ.Ε. φαίνεται και πάλι να είναι εφάμιλλος ή ενίοτε και περισσότερο καθοριστικός από το ρόλο που διαδραματίζουν άλλοι φορείς ή θεσμοί, για παράδειγμα το εκπαιδευτικό σύστημα. Η γραπτή πρότυπη γλώσσα περιγράφεται, κωδικοποιείται και υποστηρίζεται και από τα λεξικά, τις γραμματικές κ.λπ., ενώ για την προφορική τα πράγματα δεν είναι στον ίδιο βαθμό ξεκαθαρισμένα. Συνήθως η γραπτή πρότυπη γλώσσα προϋποτίθεται ως βάση για την προφορική(...). Στο σημείο αυτό να θυμίσω ότι η ιδέα, τουλάχιστον, να συνδεθούν οι εφημερίδες με την εκπαιδευτική διαδικασία του σχολείου ανάγεται ήδη στην εποχή της πρώτης ανάπτυξης του τύπου (...).

Για τη σχέση τηλεθέασης και γλωσσικής ανάπτυξης, που μας ενδιαφέρει πρωτίστως εδώ, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι τα πράγματα είναι ακόμα θολά και συγκεχυμένα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά σχετικές έρευνες για τα ελληνικά δεδομένα. Άλλες απ’ αυτές τις έρευνες καταλήγουν στο ότι «για το μικρό παιδί κάθε μακροχρόνια παραμονή στη μη λεκτική διανοητική λειτουργία πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν δυναμική οπισθοδρόμηση. Όταν το παιδί απορροφάει για πολλές ώρες τις λέξεις και τις εικόνες, χωρίς να κάνει καμιά αξιόλογη διανοητική προσπάθεια, για να σχηματίσει τις δικές του σκέψεις και να εκφράσει τα δικά του αισθήματα, αδρανοποιεί τον εγκέφαλό του και καθιερώνει μια μορφή λειτουργίας του με υπερτονισμένη τη μη λεκτική έκφραση».

Αντιθέτως, άλλες έρευνες στο εξωτερικό κατέληξαν σε μάλλον θετικά συμπεράσματα, ότι δηλαδή «προγράμματα που απευθύνονται ειδικά σε παιδιά προσχολικής ηλικίας οδηγούν στην ανάπτυξη ενός πλουσιότερου και σωστότερου λεξιλογίου». (…) Η τηλεόραση θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα είδος γέφυρας μεταξύ των γλωσσών. Όχι μόνο μεταξύ της μητρικής και μιας ξένης αλλά και μεταξύ των διάφορων ποικιλιών και παραλλαγών.

Τελικά, εφόσον η τηλεθέαση δε γίνεται παθητικά, αλλά διακόπτεται και συνοδεύεται από παραγωγή ή κριτικό σχολιασμό και δεδομένου ότι και η ίδια προσφέρει υλικό για συζήτηση, όπως επίσης προβάλλει και διάφορες επικοινωνιακές στρατηγικές ή νέες γλωσσικές χρήσεις, ίσως δεν αληθεύει ο ισχυρισμός ότι παρεμποδίζει την ανάπτυξη της γλωσσικής δεξιότητας (...).

* Επίκουρος καθηγητής Γλωσσολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών

Γλώσσα και MME

Σπύρος Μοσχονάς*, εφ. Καθημερινή, 20/4/2008

Πόση επιρροή έχουν τα ΜΜΕ;

Πολλοί πιστεύουν ότι τα ΜΜΕ έχουν τη δύναμη να επηρεάζουν τη γλώσσα που μιλιέται στην περιοχή της εμβέλειάς τους· ότι διαμορφώνουν πρότυπα και συνήθειες· ότι ευθύνονται για την «κακοποίηση» της γλώσσας και τη διάδοση του «λάθους».

Παραδόξως, οι ειδικοί επί του θέματος, οι γλωσσολόγοι, είναι οι μόνοι που δεν ανησυχούν. Είναι και οι μόνοι που αμφιβάλλουν για τη δύναμη των ΜΜΕ να επηρεάζουν ευρύτερα τη γλωσσική συμπεριφορά ακροατών και τηλεθεατών. Στο μνημειώδες έργο του Principles of Linguistic Change (τ. 2, 2001, σ. 228), ο William Labov, ο πατέρας της κοινωνιογλωσσολογίας, διαπιστώνει: «Όλα τα τεκμήρια οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα δεν επηρεάζεται συστηματικά από τα ΜΜΕ· επηρεάζεται κυρίως κατά τη συναναστροφή με τους ομοίους μας». Η ιδέα είναι απλή: η γλωσσική αλλαγή είναι προϊόν αλληλεπίδρασης· δεν αλλάζει η γλώσσα όταν καθηλωνόμαστε ώρες μπροστά στο γυαλί. Έτσι, επισημαίνει ο Αμερικανός γλωσσολόγος, οι τοπικές διάλεκτοι ή κοινωνιόλεκτοι (π.χ. των Αφροαμερικανών, των κατοίκων της Φιλαδέλφειας κ.ά.) εξακολουθούν να αποκλίνουν από την «πρότυπη» (standard) γλώσσα της ραδιοτηλεόρασης, παρά την αυξανόμενη έκθεση των «διαλεκτόφωνων» στα εθνικά ΜΜΕ. Η γλώσσα αλλάζει, αλλά όχι προς την κατεύθυνση που θα ήθελαν τα μίντια. «Τα ΜΜΕ μπορεί να διαδίδουν κάποιες λέξεις και φράσεις, αλλά δεν τις επινοούν», προσθέτει ο γλωσσολόγος J. K. Chambers, σ' ένα εκλαϊκευτικό κείμενό του (http://www.pbs.org/speak/ahead/mediapower/media). Ούτε έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν «τις εσχατιές της γλώσσας» - τη φωνολογία και τη σύνταξη· «αυτά ούτε που τ' αγγίζουν». Και κυρίως, δεν μπορούν τα ΜΜΕ να ηγηθούν στη διάδοση μιας γλωσσικής αλλαγής· τα ΜΜΕ πάντα ακολουθούν, και με καθυστέρηση.

Υπάρχουν ωστόσο νεότερες έρευνες -του Anthony Naro και της Maria Scherre για τα πορτογαλικά της Βραζιλίας, της Ana Maria Calvalho για τα πορτογαλικά της Ουρουγουάης, του Rudolph Muhr για τα γερμανικά της Αυστρίας, της Jane Stuart-Smith για τα αγγλικά της Γλασκώβης («Glaswegian»)- που δείχνουν μακροπρόθεσμη επίδραση των ΜΜΕ και μάλιστα «προς τα πάνω», προς κάποια πρότυπη γλώσσα, γλώσσα κύρους, μητροπολιτική, με ισχυρή γραφόλεκτο, μεγάλη γραμματειακή παράδοση, αλλά και ισχυρά μίντια (κατά περίπτωση: τα πορτογαλικά της Πορτογαλίας, τα γερμανικά της Γερμανίας, τα «αγγλικά του BBC»). Οι έρευνες ενός δικού μας γλωσσολόγου, του Γιάννη Ανδρουτσόπουλου, σ' ένα αλληλοδραστικό μέσο, το Ιντερνετ, έδειξαν, αντιθέτως, ότι τα γερμανικά Τούρκων κ.ά. μεταναστών στη Γερμανία επηρεάζονται «προς τα κάτω», αποκλίνουν δηλαδή από την πρότυπη, καθιερωμένη γλώσσα. Η επίδραση ενός μέσου στη γλώσσα εξαρτάται λοιπόν από το αν και κατά πόσο αυτό επιτρέπει την αλληλεπίδραση που είναι η αναγκαία συνθήκη της γλωσσικής αλλαγής. Οσο περισσότερο αλληλοδραστικό είναι ένα μέσο τόσο περισσότερο θα επηρεάζει τη γλώσσα «προς τα κάτω», προς άτυπες, ανεπίσημες μορφές λόγου (chat, e-mail, sms κ.λπ.). Αντιθέτως, τα στατικά μέσα, ο Τύπος και η ραδιοτηλεόραση, θα ασκούν πάντοτε κάποια πίεση «προς τα πάνω» - προς την πρότυπη γλώσσα.

Εννοείται ότι για την επίδραση των ΜΜΕ στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχουν έρευνες - μόνον απόψεις. Αγνοούμε τι συμβαίνει με τους διαλεκτόφωνους, τους ομογενείς, τους μετανάστες. Έχουμε μόνο «ευρείες» καταγραφές γλωσσικών αλλαγών. Η πρόσφατη συναγωγή νεολογισμών του Θανάση Νάκα και της Ζωής Γαβριηλίδου («Δημοσιογραφία και Νεολογία», 2005) δεν βοηθάει να λύσουμε το πρόβλημα της κότας και του αυγού. Οι συγγραφείς δείχνουν ότι πράγματι τα «παραθετικά σύνθετα» (π.χ. «νόμος-πλαίσιο») άρχισαν να διαδίδονται από τις αρχές του περασμένου αιώνα, υπό την επίδραση της γαλλικής πρώτα και ύστερα της αγγλικής. Αλλά η χρήση τους στον Τύπο και στη ραδιοτηλεόραση είναι μάλλον η καθυστερημένη αντανάκλαση μιας αλλαγής που είχε ήδη συντελεστεί αλλού.

Μπορεί να είναι ιδεοληπτική η εμμονή τους στα «σωστά ελληνικά»· μπορεί να είναι συντηρητικά τα αντανακλαστικά τους· αλλά όσοι προσβλέπουν σε μια κοινή, πρότυπη γλώσσα για όλες τις ανάγκες του δημόσιου βίου δεν έχουν άδικο να υπολογίζουν σε κάποια επίδραση των μίντια «προς τα πάνω». Δεν είναι παράλογοι. Παραμένουν όμως προσηλωμένοι σ' έναν παρωχημένο, στατικό τρόπο εκφοράς του δημόσιου λόγου, τον οποίο οι ασώματες φωνές του ραδιοφώνου και οι ομιλούσες κεφαλές της τηλεόρασης έχουν από καιρό εγκαταλείψει. Δείτε τα δελτία των οχτώ.

* Ο Σπ. Μοσχονάς διδάσκει γλωσσολογία στο Τμήμα ΕΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών

Ελληνικά και όχι ελληνικούρες!

Φάνης Ι. Κακριδής, εφ. Το Βήμα, 12/1/1997

Γενικά, η παθολογία της γλώσσας μας πώς θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς; ταυτίζεται με την παθολογία της ελληνικής κοινωνίας. Η ταλαιπωρία της γλώσσας στην έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιογραφία συμβαδίζει με τη χαμηλή ποιότητα των προγραμμάτων και εξηγείται από την αναντιστοιχία ανάμεσα στον απότομο πολλαπλασιασμό των μέσων ενημέρωσης από τη μια, και της προσφοράς σε άξιους και μελετημένους δημοσιογράφους, παρουσιαστές κλπ. από την άλλη. Η ανεμελιά στη γλώσσα των νέων, στο μέτρο που δεν αποτελεί καθολικό ανθρωπολογικό φαινόμενο, ή και η ασέβειά τους απέναντι στη γλώσσα, προέρχονται από την περιφρόνησή τους για θεσμούς και αξίες, που εμείς, η παλιότερη γενιά, δεν καταφέραμε ούτε οι ίδιοι να τους σεβαστούμε ούτε για τα παιδιά μας να τους καταξιώσουμε. Όσο για τη γενικότερη κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας από το μέσο Έλληνα, άλλο δεν κάνει από το να καθρεφτίζει την απερίγραπτη σε παιδαγωγικά σφάλματα και στραβοτιμονιές πορεία της εκπαίδευσης και όχι μόνο.

Αυτή είναι η σωστή λέξη: καθρεφτίζει. Ένας καθρέφτης είναι η γλώσσα, θαυμάσιο διαγνωστικό μέσο, που κάθε στιγμή συναιρεί και αποδίδει την πραγματική κατάσταση τόσο του ανθρώπινου συνόλου όσο και του κάθε ατόμου που τη χρησιμοποιεί και δεν ξέρω κανέναν που τα κατάφερε να ομορφύνει φκιασιδώνοντας το είδωλό του στον καθρέφτη. Κάθε ανεξάρτητη προσπάθεια να καλλιεργηθεί η γλώσσα ως γλώσσα είναι εξαρχής μάταιη: την πολιτική μας θέση, την κρατική μας οργάνωση, την οικονομία μας, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό μας να φροντίσουμε, και κάθε βήμα στο καλύτερο θα έχει άμεσο αποτέλεσμα την αυτόματη αντίστοιχη καλυτέρεψη του εκφραστικού μας οργάνου.

Και όμως, όχι μόνο ακούγονται ιερεμιάδες, αλλά και προτείνονται και εφαρμόζονται θεραπείες για τη γλώσσα και μόνο για τη γλώσσα. Έτσι κάποια στιγμή κρίθηκε ότι η γλώσσα μας πήρε να χειροτερεύει, όταν καταργήθηκε η γλωσσική διδασκαλία των Αρχαίων στο Γυμνάσιο. Για να σταματήσει ο κατήφορος οργανώθηκε αμέσως ένα πρόγραμμα, όπου τα «παλαιότερα Ελληνικά» διδάσκονται «διαχρονικά» μέσα από «αρχαία, βυζαντινά και λόγια κείμενα». Ως δάσκαλος εύχομαι να κάνω λάθος, αλλά (α)δεν καταλαβαίνω το νόημα της «διαχρονίας», όταν όλα τα παραπάνω κείμενα, ανεξάρτητα από την εποχή τους, χρησιμοποιούνται για την εντατική διδασκαλία μιας και μόνης γραμματικής: της γραμματικής της αττικής διαλέκτου της κλασικής εποχής προσωπικά θα μιλούσα για ασκήσεις αττικισμού και όχι για διαχρονική προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας· (β)δε βλέπω, πώς η διδασκαλία της Αττικής, που χρόνια και χρόνια στήριζε την καθαρεύουσα, θα μπορέσει τώρα να καλυτερέψει τη χρήση της δημοτικής, και (γ)αντίθετα, φοβάμαι ότι διδάσκοντας αρχαϊσμό στο Γυμνάσιο, όπου πολλοί μαθητές ακούν τα τελευταία τους φιλολογικά μαθήματα, θα πολλαπλασιάσουμε τα πιο συνηθισμένα σφάλματα, αυτά που ακούμε κάθε μέρα, και που είναι ίσα ίσα τα σφάλματα αρχαϊσμού: ο πολιτικός που δηλώνει με εμβρίθεια ότι κάποιες ενέργειες «απάδουν του ελληνικού φιλότιμου», και η Κονιτσιώτισσα, που περιγράφει στην τηλεόραση, πώς με τους σεισμούς πετάχτηκε «ολοσχερώς όξου»! Όμως εμείς χρειαζόμαστε Ελληνικά και όχι ελληνικούρες!

Γλώσσα και μύθοι

Άννα Φραγκουδάκη*, εφ. Τα Νέα, 27/12/1997

Υπάρχει ένας μύθος, που αναφέρει ο Ηρόδοτος, για κάποιον αρχαιότατο βασιλιά που έψαχνε να μάθει ποια είναι η αυθεντική, η πρώτη ανθρώπινη γλώσσα. Έδωσε, έτσι, διαταγή να αναθρέψουν ένα μωρό χωρίς να του μιλήσει κανένας για κάποια χρόνια. Και πίστευε ότι το μωρό μεγαλώνοντας θα μιλήσει αυτή την πρώτη ανθρώπινη γλώσσα.

Παρά την παλαιότητά του, ο μύθος ότι υπάρχει μια πρώτη, μια αυθεντική γλώσσα, επιζεί ακόμα σήμερα με πολλούς τρόπους. Πολλές γλώσσες ονομάστηκαν πρότυπες στην Ιστορία του κόσμου, θεωρήθηκαν άφθαστες, τέλειες γλώσσες, και οι λίγοι μορφωμένοι προσπάθησαν να τις διατηρήσουν ίδιες και απαράλλαχτες.

Πολλές φορές στην Ιστορία οι σοφολογιότατοι, οι δάσκαλοι και οι κυβερνήτες αποφάσισαν να εμποδίσουν μια γλώσσα να αλλάξει, για να διατηρήσουν την αυθεντικότητά της. Απέτυχαν κάθε φορά. Η γλώσσα ζει, διαρκεί, επειδή είναι το μόνο κοινωνικό φαινόμενο, που είναι συγχρόνως «μεταβλητό» και «αμετάβλητο» (όπως έγραψε ο πατέρας της σύγχρονης γλωσσολογίας Φερδινάνδος ντε Σοσίρ).

Η γλώσσα ζει και διαρκεί, επειδή αλλάζει και αλλοιώνεται. Δηλαδή, μαθαίνει το νήπιο τη γλώσσα που μιλούν οι δικοί του, άρα η ίδια γλώσσα περνάει από γενιά σε γενιά. Όμως, κάθε γενιά αλλάζει και αλλοιώνει τη γλώσσα, γιατί αλλάζουν οι τρόποι σκέψης, οι κοινωνικές σχέσεις, οι ιδέες και τα πράγματα. Όλες οι γλώσσες με τον καιρό αλλάζουν ασταμάτητα.

Από τον Μεσαίωνα και μέχρι την Αναγέννηση, τα λατινικά ήταν στην Ευρώπη η γλώσσα των βασιλιάδων και της Εκκλησίας. Οι γλώσσες που μιλούσαν οι λαοί και εξελίχθηκαν στις σημερινές ευρωπαϊκές γλώσσες, ονομάζονταν από τους βασιλιάδες και τους λίγους μορφωμένους «χυδαία» ιδιώματα και «κατώτερες» ντοπιολαλιές. Ωστόσο, η αναπόφευκτη εξέλιξη οδήγησε να παραμεριστούν τα «σπουδαία» και «άφθαστα» λατινικά και να κυριαρχήσουν οι μοντέρνες γλώσσες.

Παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης γίνεται μεγάλη σύγκρουση για τη γλώσσα, καθώς διαδίδονται οι ιδέες της ανεξαρτησίας και γεννιέται το όνειρο του ελληνικού κράτους. Οι λίγοι μορφωμένοι διαφωνούν ποια θα πρέπει να είναι η γλώσσα του νέου ελληνικού κράτους. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να είναι η αρχαία ελληνική. Θεωρούσαν τη γλώσσα που μιλούσαν οι Έλληνες τότε «χυδαία» και «κατώτερη» γλώσσα. Η αναπόφευκτη εξέλιξη εμπόδισε αυτή την άποψη να νικήσει. Η μοντέρνα γλώσσα, τα ελληνικά της εποχής, έγιναν η γλώσσα του ανεξάρτητου κράτους.

Οι γλώσσες αλλάζουν, γιατί κάθε γενιά έχει νέες ιδέες, που γίνονται καινούργιες λέξεις. Φτιάχνει νέα αντικείμενα που κι αυτά γίνονται καινούργιες λέξεις. Αλλάζουν οι ανθρώπινες σχέσεις και οι αλλαγές αυτές γίνονται γλωσσικές αλλαγές. Αν μια γλώσσα δεν άλλαζε, δεν θα μπορούσε να ονομάσει τα νέα αντικείμενα, τις νέες ιδέες, τις αλλιώτικες σχέσεις, άρα θεωρητικά τουλάχιστον οι άνθρωποι θα την εγκατέλειπαν και η «αναλλοίωτη» γλώσσα θα ξεχνιόταν και θα χανόταν.

Η ελληνική γλώσσα είναι η πιο αρχαία της Ευρώπης. Μιλιέται χιλιάδες χρόνια. Από τότε που πρωτομιλήθηκε, πέρασε πολλά στάδια και πολύ μεγάλες αλλαγές. Από αρχαιότατους πολιτισμούς πέρασε μέσα στους αιώνες αλλάζοντας στο στόμα των ανθρώπων (με την επικοινωνία) και έφτασε στη γλώσσα που μιλάμε σήμερα.

Η γλώσσα που μιλάμε σήμερα θ' αλλάξει κι αυτή, όπως άλλαξε από τον καιρό των προπάππων και των παππούδων μας. Αρκεί να διαβάσουμε ένα κομμάτι γραμμένο όταν οι γονείς μας ήταν παιδιά, για να δούμε την εξέλιξη και τη διαφορά. Αν, μάλιστα, διαβάσουμε ένα κομμάτι γραμμένο όταν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας ήταν παιδιά, χρειαζόμαστε γλωσσάρι, για να το καταλάβουμε πλήρως.

Σε όλα τα σχολεία (και τα φροντιστήρια) της χώρας βασιλεύει μια προκατάληψη για τη γλώσσα. Η εξέλιξη και η αλλαγή της θεωρείται παρακμή και είναι πλατιά διαδεδομένος ο μύθος ότι οι νέες γενιές μιλάνε μια γλώσσα «υποβαθμισμένη» και «φτωχή».

Τα αναλυτικά προγράμματα μιλάνε για «γλωσσική αγωγή» και «ορθή επικοινωνία». Δάσκαλοι και καθηγητές πιστεύουν ότι τα παιδιά μιλάνε λαθεμένα και πασχίζουν να τα μάθουν να μιλάνε «σωστά». Όμως, όλα τα παιδιά μιλάνε σωστά, μόνο που μιλάνε διαφορετικές ποικιλίες της ελληνικής γλώσσας. Όλοι οι άνθρωποι (σε όλους τους πολιτισμούς και σε όλες τις εποχές) ξέρουν να μιλούν.

Κανένας δεν έμαθε να μιλάει στα σχολεία, οι άνθρωποι μιλούσαν πριν υπάρξουν τα σχολεία, μιλούσαν στους πολιτισμούς πριν από την ανακάλυψη της γραφής, όλοι οι άνθρωποι μιλούν πολύ «σωστά» τη γλώσσα που έμαθαν από βρέφη, τη γλώσσα της κοινωνικής τους ομάδας και επικοινωνούν θαυμάσια με αυτή τη γλώσσα στις συνθήκες της οικειότητας με την καθημερινή ομιλία.

Αυτό που δεν ξέρουν τα παιδιά μπαίνοντας στο σχολείο, είναι η επίσημη γλώσσα, η σχολική νόρμα, που είναι γραπτή, άρα στατική και αλλάζει με αργότερους ρυθμούς από την ομιλούμενη. Λέγοντας, όμως, το σχολείο στα παιδιά ότι η γλώσσα που μιλούν δεν είναι «σωστή», τα εμποδίζει να καταλάβουν τη διαφορά και τη διαφορετική χρησιμότητα ανάμεσα στην ποικιλία που είναι η μητρική τους και στην επίσημη ποικιλία. Άρα, τα εμποδίζει να καταλάβουν, γιατί πρέπει στο σχολείο να μάθουν μια νέα παραλλαγή της ελληνικής, άλλη από αυτή που μιλούν καθημερινά σε συνθήκες οικειότητας.

Εκπρόσωποι των θεσμών κατακρίνουν τη γλωσσική αλλαγή και τη θεωρούν παρακμή της γλώσσας, μολονότι είναι επιστημονικά αναμφισβήτητο σήμερα ότι οι γλώσσες ζουν, επειδή αλλοιώνονται και αλλάζουν. Εκπρόσωποι των θεσμών προσπαθούν να εμποδίσουν τη γλωσσική εξέλιξη, δήθεν για να «σώσουν» τη γλώσσα.

Η προσπάθεια είναι μάταιη αλλά και αντιδραστική. Μάταιη, γιατί σε όλες τις κοινωνίες και γλώσσες, οι νέες ιδέες εκφράζονται με νέες λέξεις και οι κοινωνικές αλλαγές εκφράζονται με αλλαγές στη γλώσσα. Και αντιδραστική, γιατί εκείνοι που υπερασπίζονται τη στατική και γραπτή επίσημη μορφή της γλώσσας, εκείνοι που μάχονται να σταματήσουν τη γλωσσική αλλαγή, σε τελική ανάλυση, είτε το θέλουν είτε όχι, υπερασπίζονται τις παλιές ιδέες από την αλλαγή και τις κοινωνικές σχέσεις από την εξέλιξη.

* καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας

Εθνική γλώσσα και «πατριωτικές» παρανοήσεις

Άννα Φραγκουδάκη, εφ. Τα Νέα, 18/10/1997

Υπάρχει μια παράδοση στο ελληνικό σχολείο να καλλιεργείται ο πατριωτισμός των νέων γενεών, με αλλοιώσεις της Ιστορίας, αποσιωπήσεις και ψέματα. Σαν να πιστεύουν οι εκπαιδευτικοί υπεύθυνοι ότι αν πουν την αλήθεια στα παιδιά και στους νέους, τότε θα πάψουν ν' αγαπούν την πατρίδα τους και τη γλώσσα τους. Η μειωμένη εμπιστοσύνη δεν αφορά τους νέους, αφορά τη σχέση των υπευθύνων και σοφολογιότατων με την εθνική ταυτότητα και γλώσσα.

Ένας από τους μύθους με μεγάλη διάδοση στα σχολεία και τα παρασχολεία (φροντιστήρια) είναι η περιγραφή της ελληνικής γλώσσας, που λέγεται ότι «υποβαθμίζεται» και «φτωχαίνει» (άρα κινδυνεύει να χαθεί) επειδή απομακρύνεται από τις «ρίζες» της. Η ίδια η διατύπωση του μύθου είναι αντίθετη με τη στοιχειώδη επιστημονική γνώση και με τη λογική.

Επιστημονικά είναι κοινός τόπος ότι όλες οι γλώσσες αλλάζουν επειδή μιλιούνται, δηλαδή συνεχώς αλλοιώνονται και εξελίσσονται και αυτό επειδή διαρκούν στον χρόνο και συνεχίζουν να ομιλούνται από γενιά σε γενιά για πολλούς αιώνες.

Η πιο παράλογη και ανόητη τεκμηρίωση του μύθου είναι ότι η γλώσσα φτωχαίνει επειδή απομακρύνεται από τις «ρίζες» της. Η λαθεμένη παρομοίωση της γλώσσας με δέντρο αναιρεί την κοινά αποδεκτή σήμερα αναπόφευκτη εξέλιξη και αλλαγή όλων των γλωσσών. Αν η γλώσσα «φτωχαίνει» επειδή απομακρύνεται από τις «ρίζες», αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει ν' απομακρύνεται, άρα δεν πρέπει να εξελίσσεται και να αλλάζει.

Η ελληνική γλώσσα υπάρχει (δηλαδή μιλιέται) από την πιο μακρινή αρχαιότητα, ακριβώς επειδή εξελίσσεται και αλλάζει ασταμάτητα μέσα στους αιώνες. Αν δεν άλλαζε, αν δεν αλλοιωνόταν, αν δηλαδή δεν προσαρμοζόταν σε καινούργιες κάθε εποχή ανάγκες επικοινωνίας, δεν θα υπήρχε (δεν θα μιλιόταν). Άρα, όσο ζει, δηλαδή μιλιέται, θα αλλάζει, ασταμάτητα θ' απομακρύνεται και θα συνεχίζει να απομακρύνεται από τις «ρίζες».

Από την άλλη μεριά η διατύπωση που λέει ότι «φτωχαίνει» όταν απομακρύνεται από τις «ρίζες» υπονοεί μια τελείως παράλογη αντίστροφη πορεία αναπλουτισμού: να πάψει να φτωχαίνει επιστρέφοντας προς τις ρίζες. Η «εξέλιξη» όμως από το παρόν προς το παρελθόν, η εξέλιξη προς τα πίσω είναι παραλογισμός στις ίδιες λέξεις και τα νοήματα που παράγουν.

Για τον παραλογισμό ευθύνεται αυτός ο παραδοσιακός «πατριωτισμός», που αποδίδει αξία στην εθνική γλώσσα, αποκλειστικά και μόνο επειδή συνδέεται με την αρχαιότητα. Η γλώσσα και το έθνος δεν έχουν καμία αξία στο παρόν. Περιφρονεί την εθνική ταυτότητα και γλώσσα αυτός που πιστεύει ότι μόνη αξία τους είναι οι «ρίζες» της γλώσσας και μόνη σωτηρία η επιστροφή στο αρχαίο παρελθόν, δηλαδή η καταφυγή σε μιαν ανύπαρκτη ελληνικότητα χωρίς Ιστορία, χωρίς πορεία μέσα στον χρόνο, χωρίς εξέλιξη και αλλαγή.

Εκείνος που στοιχειοθετεί την αξία της γλώσσας με την άρνηση της Ιστορίας προσπαθεί μάταια να κατασκευάσει τη φαντασιακή αξία ενός έθνους, που είναι σπουδαίο επειδή δεν εξελίσσεται και δεν αλλάζει. Μια ελληνική γλώσσα που δεν μιλούν οι ελληνόφωνοι, αλλά μιμούνται αντιγραφείς αποσπασμάτων από αρχαία κείμενα.

Μπαίνουμε στον 21ο αιώνα και εξακολουθούν να χρειάζονται επιχειρήματα που εξάντλησε η εποχή του Ψυχάρη και του Τριανταφυλλίδη, για το αν πρέπει να μιλάμε μια γλώσσα, που είναι κοντύτερα, λέει, στην αρχαία ελληνική. Μπαίνουμε στον 21ο αιώνα και χρειάζεται να πεισθεί μεγάλο μέρος της κοινωνίας ότι η ελληνική γλώσσα δεν είναι φτωχή, εξαθλιωμένη και άξια περιφρόνησης, όπως την παρουσιάζουν μερικοί σοφολογιότατοι, αρκετά σχολεία και πολλά παρασχολεία. Και όλα τούτα στο όνομα του «πατριωτισμού» με τον οποίο πρέπει να εμποτίσουμε τις νέες γενιές.

Η ελληνική γλώσσα σε όλες τις ποικιλίες της, από τα κοινωνικά ιδιώματα μέχρι τις λόγιες παραλλαγές της δημοτικής, δεν είναι φτωχή και κανένας, άλλωστε, ποτέ δεν κατάφερε να προβάλει ούτε ένα επιχείρημα που ν' αποδεικνύει την υποτιθέμενη γλωσσική φτώχεια. Η ελληνική γλώσσα δεν είναι φτωχή και οπωσδήποτε δεν είναι φτωχότερη από οποιαδήποτε άλλη μορφή της ελληνικής σε οποιαδήποτε άλλη εποχή.

Οι δημοτικιστές καταδίκασαν την καθαρεύουσα και μαζί της την κοινωνία που αρκείται να ατενίζει θαυμαστικά το αρχαίο παρελθόν και αρνείται το παρόν υποθηκεύοντας το μέλλον. Η σχέση αυτή ανάμεσα στον καθαρευουσιανισμό, τον εφησυχασμό στην αρχαία δόξα και τις εθνικές καταστροφές γέννησε το ρωμαλέο δημοτικιστικό κίνημα, που ανήκει πια σε άλλη εποχή και είναι αξιοθρήνητο να ασχολούμαστε ακόμα με τα επιχειρήματά του.

Στην ιστορία του ελληνικού κράτους, όσο περισσότερο οι διανοούμενοι αρνούνται το παρόν και δεν αντιμετωπίζουν το μέλλον, τόσο περισσότερο καταφεύγουν στην αρχαία δόξα και βέβαια στα χαρακτηριστικά της εκείνα στα οποία μπορούν να καταφύγουν, στα εξωτερικά χαρακτηριστικά, στη γλώσσα της αρχαιότητας. Άρνηση του παρόντος, αδυναμία αντιμετώπισής του και μεγάλη απαισιοδοξία για το μέλλον κρύβει πάντοτε η προσπάθεια μεταμφίεσης των σημερινών Ελλήνων σε αρχαίους με την ουτοπική και άχρηστη απόπειρα να πλησιάσουν τη γλώσσα των αρχαίων.

Ο αρχαίος πολιτισμός δεν ήταν σπουδαίος επειδή η αρχαία γλώσσα ήταν σπουδαία, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Άρα, όποιος υποστηρίζει ότι αν πλησιάσουμε την αρχαία γλώσσα θ' αποκτήσουμε την ανωτερότητα του αρχαίου πολιτισμού, υποστηρίζει μια ιλαροτραγική θέση, ισάξια του να φορέσουμε χλαμύδες για ν' αποκτήσουμε πολιτισμική ανωτερότητα. Αξιοθρήνητη κληρονομιά για τις νέες γενιές, που ας ελπίσουμε ότι θα αντισταθούν στην «πατριωτική» διαπαιδαγώγηση και θα καταφέρουν να γίνουν αρκετά σίγουρες για την αξία της γλώσσας που μιλάνε και την εθνική τους ταυτότητα, ώστε να συμμετάσχουν στη συλλογική προσπάθεια για να βελτιώσουν το παρόν και να ονειρευτούν ένα καλύτερο μέλλον.

Γλωσσική μυθολογία και εθνική ελεεινολογία

Άννα Φραγκουδάκη, Γλωσσική μυθολογία και εθνική ελεεινολογία, εφ. Τα Νέα, 4/11/1995

Τέτοιες μέρες καλό θα ήταν να αναρωτηθούμε τι σημαίνει η πλατιά διάδοση του μύθου για την παρακμή της ελληνικής γλώσσας. Ο μύθος που ταυτίζει τη γλωσσική αλλαγή με την παρακμή είναι παλιός όσο η ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού και με όπλο αυτόν τον μύθο για καιρό έχουν καταπιεστεί λαοί ολόκληροι κι έχουν περιφρονηθεί οι γλώσσες τους.

(…) Η ηγεμονία μιας γλώσσας δεν οφείλεται σε γλωσσικά αλλά σε κοινωνικά αίτια. Όταν απλώνεται η αρχαία ελληνική σε πολλούς λαούς της Ανατολής, όταν η λατινική γίνεται η ευρωπαϊκή γλώσσα, όταν η γαλλική από το 17ο αιώνα γίνεται διεθνής γλώσσα, αυτό οφείλεται σε αίτια αποκλειστικώς κοινωνικά. Η γλώσσα που απλώνεται και αποκτάει τίτλους καλύτερης γλωσσικής ποιότητας είναι πάντα η γλώσσα μιας μεγάλης δύναμης, που ασκεί πολιτική ηγεμονία στους γύρω λαούς και την χαρακτηρίζει οικονομική ευμάρεια, η οποία επιτρέπει μεγάλη πολιτισμική άνθιση, κι έτσι σ' αυτή τη γλώσσα παράγονται περισσότερα έργα της επιστήμης, των ιδεών και της τέχνης.

Αυτό συμβαίνει με την αγγλική γλώσσα σήμερα. Δεν είναι ούτε πλουσιότερη ούτε «διαυγέστερη» ούτε καλύτερη από άλλες γλώσσες. Είναι η γλώσσα της μεγάλης δύναμης των ΗΠΑ, που ασκούν πολιτική ηγεμονία στον κόσμο κι έχουν την οικονομική ευμάρεια να παράγουν περισσότερα επιστημονικά και πολιτισμικά προϊόντα.

(…) Είναι ανεξήγητο έως ακατανόητο να υπάρχει ένας λαός, και μάλιστα μικρός, που μέσα στον ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων, όπου όλοι μάχονται να υπερασπιστούν την εθνική τους γλώσσα απέναντι στην κυρίαρχη διεθνή αγγλική, αυτός ο λαός να προσχωρεί αρκετά μαζικά σε μια μυθολογία που διατυμπανίζει την κατωτερότητα της γλώσσας του.

Ο πατριωτισμός, που φαίνεται να περισσεύει σ' αυτή τη χώρα τα τελευταία δέκα χρόνια, μυστηριωδώς σε ό,τι αφορά την ελληνική γλώσσα γίνεται αντιληπτός σαν αυτοπεριφρόνηση και εθνική ελεεινολογία. Εμφανίστηκαν εδώ και 15 χρόνια κάποιοι καθυστερημένοι καθαρευουσιάνοι που άρχισαν να γράφουν και από τότε συστηματικά επαναλαμβάνουν ότι η ελληνική γλώσσα είναι «φτωχή» και «υποβαθμισμένη», ότι είναι γλώσσα «ευτελής» και εξαθλιωμένη και άλλα παρόμοια.

Μέχρις εδώ δεν υπάρχει τίποτα παράξενο και ανεξήγητο. Σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες υπάρχουν αντιδραστικές μειοψηφίες, που υποστηρίζουν ξεπερασμένες αξίες στηριγμένες σε μύθους παλιωμένους (π.χ. οι μοναρχικοί στη Γαλλία, οι οπαδοί της θεωρίας ότι η γη είναι ακίνητη στις ΗΠΑ κ.λπ.). Υπάρχουν λοιπόν σήμερα και κάποιοι καθαρευουσιάνοι στην Ελλάδα που ονομάζουν την ελληνική γλώσσα «ευτελή», επειδή λέει «απομακρύνθηκε από τις ρίζες της», δηλαδή τα αρχαία ελληνικά, και θέλουν να την «σώσουν» από τους ομιλητές της και να την οδηγήσουν πίσω στον πλούτο και την ποιότητα των αρχαίων ελληνικών. Τα ίδια έλεγαν οι παλιοί καθαρευουσιάνοι εδώ και περίπου έναν αιώνα.

Μέχρι εδώ λοιπόν τίποτα το ανεξήγητο. Όταν όμως αρχίζει να μαζεύεται κόσμος δίπλα σ' αυτούς τους λίγους καθαρευουσιάνους και πολλαπλασιάζονται οι Έλληνες που χτυπάνε δημόσια το στήθος τους και κραυγάζουν ότι ναι, αλίμονο ναι, η εθνική μας γλώσσα είναι εξαθλιωμένη, είναι φτωχή και υποβαθμισμένη, είναι μια γλώσσα ευτελής, είναι μια γλώσσα κατώτερη, τότε θα πρέπει πολύ σοβαρά να αναρωτηθούμε τι διάβολο συμβαίνει σ' αυτό τον τόπο.

Πρέπει ν' αναρωτηθούμε ποια συμφέροντα εξυπηρετεί αυτή η καταγγελία της ελληνικής που την ονομάζει κατώτερη γλώσσα. Πρέπει να αναρωτηθούμε τι είδους πατριωτισμός είναι αυτός που προσπαθεί να πείσει τις νέες γενιές των ελληνόφωνων, και μάλιστα σ' αυτή την ευρωπαϊκή εποχή μας, ότι η γλώσσα τους είναι κατώτερη. Κι ακόμα, θα πρέπει να σκεφτούμε συλλογικά τι επιπτώσεις μπορεί να έχει για τις νέες γενιές και το γλωσσικό τους μέλλον αυτή η επαναλαμβανόμενη δημόσια καταγγελία της ελληνικής γλώσσας.

Λαθροχειρία

Μαρωνίτης Δ. Ν., εφ. Το Βήμα, 15/1/1995

Τώρα που ξεφούσκωσε η νεοελληνική οργή για τη δοκιμαστική προφανώς πρόταση της γαλλικής προεδρίας, με την οποία κινδύνεψε η ελληνική γλώσσα να μπει στο ευρωπαϊκό περιθώριο, οφείλουμε με μεγαλύτερη ψυχραιμία να μετρήσουμε τις άστοχες αντιδράσεις μας, που μερικές φορές έφτασαν σε σημείο γελοιογραφικού παροξυσμού. Ο κοινός παρονομαστής του υπήρξε αποδεδειγμένως η, αυτόματη ή εσκεμμένη, λαθροχειρία. τόσο ως προς τα πραγματολογικά στοιχεία της προκλητικής πρότασης όσο και ως προς τα επιχειρήματα με τα οποία αντιμετωπίστηκε και πολεμήθηκε.

Το εμφανέστερο σημάδι της προκείμενης λαθροχειρίας ελέγχεται, όπως παρατήρησαν ήδη νηφαλιότεροι σχολιαστές, στην αποσιώπηση του πραγματικού περιεχομένου της πρότασης: θεωρήθηκε ότι προσβάλλεται κατάφωρα και αποκλειστικώς η ελληνική γλώσσα, ενώ η όποια προσβολή αφορούσε και άλλες περιφερειακές και συγκριτικώς ασθενέστερες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δανική, σουηδική, ολλανδική, πορτογαλική, φιλανδική). Αγνοήθηκε επίσης επιδεικτικώς η προϊστορία του ζητήματος: το γεγονός δηλαδή ότι, με σύμφωνη γνώμη όλων των εταίρων, στα κατώτερα όργανα της Κοινότητας χρησιμοποιούνται από καιρό ως εργαλειακές γλώσσες κυρίως η αγγλική και η γαλλική, λιγότερο και ευκαιριακώς μόνο η γερμανική.

Τρίτο και σημαντικότερο σύμπτωμα πληροφοριακής και ερμηνευτικής παραμόρφωσης: ο πιθανός αποκλεισμός της νεοελληνικής γλώσσας από τα επίσημα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκτιμήθηκε ως εξοργιστική και ανιστόρητη περιφρόνηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας μήτρας, όπως τονίστηκε, του ευρωπαϊκού, και όχι μόνον, πολιτισμού. Η αυθαίρετη όμως αυτή ταύτιση νέας και αρχαίας ελληνικής γλώσσας προϋποθέτει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι οι Νεοέλληνες μιλούμε σήμερα αρχαία ελληνικά μεταξύ μας και με τους ξένους· ότι η αρχαία ελληνική γλώσσα και γραμματεία αποτελούν εξ ορισμού πνευματική μας ιδιοκτησία, αχάριστοι σφετεριστές της οποίας αποδεικνύονται οι ευρωπαίοι εταίροι μας, ιδίως οι Γάλλοι.

Προς αυτή μάλιστα την κατεύθυνση ακούστηκε και γράφτηκε, ξανά και ξανά, το γνωστό τροπάρι: πως η ελληνική γλώσσα έχει δανείσει στους ευρωπαίους και στον κόσμο ολόκληρο το σύνολο σχεδόν της ανθρωπιστικής, επιστημονικής και τεχνολογικής ορολογίας· Πως αν τους αφαιρεθεί, προς εκδίκηση, ο ελληνικός αυτός γλωσσικός θησαυρός, θα μείνουν οι άσπονδοι φίλοι της Ευρώπης στα κρύα του λουτρού και θα αρχίσουν να ψάχνονται. Όπερ έδει δείξαι.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οι ευρωπαϊκές γλώσσες είναι διάστικτες από λέξεις αρχαιοελληνικής προέλευσης, όχι πάντως νεοελληνικής. Κάποιες απ' αυτές (λ.χ. η δημοκρατία ή η ποίησις) αποτελούν συγχρόνως γλωσσικά και πολιτιστικά πρότυπα. κάποιες άλλες, και μάλλον οι περισσότερες, συνιστούν γλωσσικά εφευρήματα, τα οποία στηρίζονται στο αρχαιοελληνικό λεξιλόγιο και αναζητήθηκαν για να καλύψουν κατακτήσεις της νεότερης επιστήμης και τεχνολογίας (λ.χ. το τηλέφωνο). Ο διπλός αυτός δανεισμός όρων της αρχαίας ελληνικής γλώσσας εξ αντανακλάσεως μόνον περιποιεί τιμή στη νεοελληνική γλώσσα και δε δικαιολογεί υπερβολική έπαρση των Νεοελλήνων, που σήκωσαν και σε τούτο το κεφάλαιο ψηλά τον αμανέ.

Στο κάτω κάτω οι διαγλωσσικές ανταλλαγές μεταξύ γειτονικών προπάντων γλωσσών δεν είναι κάτι σπάνιο: ήδη η αρχαία ελληνική γλώσσα δανείστηκε τα περισσότερα ονόματα τοπωνυμίων, πανίδας και χλωρίδας από τους Προέλληνες και, στην εξέλιξή της, πάμπολλες λέξεις εκ Δυσμών και εξ Ανατολών. Έτσι, αν μας έπιανε το γινάτι και θέλαμε καλά και σώνει να καθαρίσουμε τη νεοελληνική γλώσσα από ξένες λέξεις, θα μέναμε δίχως σπίτι και χωρίς παράδεισο, για να μην αναφερθώ στα νοστιμότερα ντόπια εδέσματά μας.

Καιρός λοιπόν να σοβαρευτούμε. να ξέρουμε, σε τέτοιες διαμάχες με τους ευρωπαίους εταίρους μας, τι συζητούμε και τι διαφεντεύουμε, για να μη μας πάρουν στο ψηλό (sic). Υπάρχει βεβαίως πολιτικό και πολιτιστικό πρόβλημα στους κόλπους της Ενωμένης Ευρώπης, που προκύπτει από τη συμβολή και τον ανταγωνισμό ισχυρών και ασθενέστερων γλωσσών. Ωστόσο καλό θα μας έκανε να θυμόμαστε, όταν καταγγέλλουμε τη σημερινή γλωσσική αγγλοκρατία, ότι κάτι ανάλογο συνέβη στα Αλεξανδρινά Χρόνια και με τη δική μας Κοινή. Θα τα ξαναπούμε.

Γλώσσα και κοινωνικές ταυτότητες

Άννα Φραγκουδάκη, εφ. Τα Νέα, 13/5/1995

Η γλώσσα δεν είναι μία ούτε ενιαία ούτε ομοιογενής, όπως λαθεμένα διδάσκει το σχολείο. Δεν υπάρχει μια «σωστή» γλώσσα με «καλή» γλωσσική ποιότητα, όπως ισχυρίζονται οι γλωσσαμύντορες, που καταγγέλλουν την ελληνική γλώσσα ότι «φτωχαίνει» και «υποβαθμίζεται» σε ποιότητα.

Η γλώσσα είναι το σημαντικότερο σύστημα επικοινωνίας και η επικοινωνία είναι κοινωνική πράξη. Η επικοινωνία διαμορφώνει τις κοινωνικές σχέσεις, αποτυπώνει την κοινωνική ιεραρχία, με δυο λόγια έχει επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων.

Η επικοινωνία δεν είναι μόνο γλωσσική, γιατί ολόκληρη η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι επικοινωνιακή. Ακριβώς επειδή ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό, με την κάθε πράξη συνεχώς μεταδίδει και προσλαμβάνει μηνύματα. Μεταδίδει μηνύματα με ήχους εξωλεκτικούς (αναστεναγμός, βηχάκι που καθαρίζει το λαιμό, σφύριγμα), με επιφωνήματα, με το μουρμούρισμα, με τις εκφράσεις του προσώπου, με χειρονομίες, αλλά και με την ενδυμασία, την αισθητική του σώματος, τη γλώσσα του σώματος, το βλέμμα, τη σιωπή. Ολόκληρη η επικοινωνία σχετίζεται με την κοινωνική ιεραρχία και τις κοινωνικές ταυτότητες.

Ας πάρουμε π.χ. το βλέμμα. Αν κοιτάζω το συνομιλητή ίσια στα μάτια, αυτό μεταδίδει μηνύματα ειλικρίνειας ή θάρρους. Ανάμεσα όμως σε συνομιλητές ιεραρχικά άνισους μεταδίδει μηνύματα αμφισβήτησης ή αυθάδειας.

Η σιωπή επίσης παράγει μηνύματα. Μπορεί να σημαίνει άρνηση επικοινωνίας (δηλαδή διαφωνία, θυμό ή αμφισβήτηση), μπορεί να σημαίνει αναγνώριση ενοχής, μπορεί ακόμα να μεταδίδει μηνύματα έντονων αισθημάτων. Η σιωπή έχει κι αυτή σχέση με την κοινωνική ιεραρχία. Η κατώτερη θέση στην ιεραρχία επιβάλλει σιωπή. Έτσι, η σιωπή παραδοσιακά θεωρείται η «σωστή» γυναικεία συμπεριφορά.

Η ενδυμασία μεταδίδει μηνύματα κοινωνικής ταυτότητας. Άλλη ταυτότητα είναι το σκούρο κουστούμι με γραβάτα και άλλη το τζιν με αθλητικά παπούτσια και κάσκα μοτοσικλέτας στο χέρι. Άλλη κοινωνική ταυτότητα είναι τα κόκκινα νύχια και τα ψηλά τακούνια κι άλλη το τζιν και τα μακριά πουλόβερ.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη γλώσσα. Ο κάθε ομιλητής προσλαβαίνει και μεταδίδει πλήθος μηνύματα με τον τόνο της φωνής, την προσεγμένη ή αυθόρμητη διατύπωση, το δισταγμό, τις παύσεις, τις επαναλήψεις, αλλά και τις επιλογές λέξεων, σύνταξης, ύφους κι ακόμα την εφαρμογή ή την παραβίαση των κανόνων της γλωσσικής νόρμας. Όλες οι γλωσσικές επιλογές κατασκευάζουν κοινωνικές ταυτότητες.

Αντίθετα με τις μυθολογίες για τη «φτωχή» ή «υποβαθμισμένη» γλώσσα, η εφαρμογή των κανόνων της γλώσσας του σχολείου και η επιλογή της γλωσσικής νόρμας παράγει μηνύματα κοινωνικής προσαρμογής, ελέγχου των λεγομένων με τη λογική, αποδοχής των κανόνων κοινωνικής ιεραρχίας. Οι νέοι π.χ. σε συνθήκες σχολικές μιλάνε σύμφωνα με τη νόρμα. Αν όμως τους ρωτήσετε γιατί δε μιλάνε έτσι και στον «κολλητό» τους φίλο, θα απαντήσουν ότι εκείνος είτε θα τους ειρωνευτεί είτε θα νομίσει πως του έχουν θυμώσει. Πράγματι, αυτή η κανονιστική γλώσσα προς συνομήλικο φίλο μεταδίδει είτε μηνύματα άρνησης επικοινωνίας (ο ομιλητής δηλώνει έμμεσα ότι διακόπτει την επικοινωνία της οικειότητας) είτε μηνύματα ανωτερότητας (ο ομιλητής κάνει στο φίλο του τον έξυπνο).

Η χρήση της γλώσσας, η επιλογή λέξεων, σύνταξης και ύφους κατασκευάζει κοινωνικές ταυτότητες. Ο διευθυντής, που μιλάει στο μεγαλύτερο σε ηλικία κλητήρα στον ενικό, παράγει το μήνυμα της ανωτερότητάς του, των παραπανίσιων δικαιωμάτων, της εξαρτημένης απ' αυτόν θέσης του άλλου. Ο πληθυντικός του κλητήρα παράγει τα αντίστοιχα μηνύματα αποδοχής της κατώτερης θέσης του και, όταν λέει «κύριε διευθυντά», με το άλφα της κλητικής δηλώνει αναγνώριση της ανωτερότητας του άλλου (ενώ αν έλεγε το κανονικό «κύριε διευθυντή», θα δήλωνε αμφισβήτηση ή αναίδεια).

Κοινωνική ταυτότητα αντίστοιχη της ενδυμασίας με σκούρο κουστούμι και γραβάτα είναι και η γλώσσα των σοφολογιότατων. Κοινωνική ταυτότητα ανωτερότητας, που λέει έμμεσα «είμαι πολύ μορφωμένος», άρα «ανώτερός σας», άρα «σ' αυτά που λέω δεν μπορείτε να φέρετε αντίρρηση», άρα «οφείλετε να τα δεχτείτε για σωστά». Με δυο λόγια, η γλώσσα επιτρέπει στον ομιλητή να επιβάλλει σιωπή στο δέκτη και να προβάλλει σαν ανώτερος αποκλείοντας στον άλλο τη δυνατότητα κριτικής.

Κοινωνική ταυτότητα είναι και οι μύθοι για την ελληνική γλώσσα. Όποιος καταγγέλλει την ελληνική γλώσσα για κατωτερότητα («φτώχεια» ή «υποβάθμιση» και τα παρόμοια), πρώτα πρώτα καταδικάζει τους ομιλητές της. Καταγγέλλοντας όμως τη γλώσσα των «άλλων», έμμεσα δηλώνει ότι η γλώσσα που εκείνος χρησιμοποιεί είναι «πλούσια», «αναβαθμισμένη» και άλλα παρόμοια. Την κοινωνική ταυτότητα της ανωτερότητας πρέπει να την αναγνωρίσουν και οι άλλοι. Αν δεχθούμε το μύθο, έχουμε αυτόματα αποδεχτεί ότι η γλώσσα του αυτόκλητου κατηγόρου είναι «πλούσια» και «καλής ποιότητας», άρα έχουμε δεχτεί την ανωτερότητά του.

Έτσι, επιβάλλεται εκείνος και μάλιστα με το αζημίωτο, γιατί δε χρειάζεται ούτε κόπο ούτε γνώσεις. είναι πολύ εύκολο να εμφανίζεσαι ανώτερος με το να ονομάζεις τους άλλους κατώτερους. Το ίδιο εύκολο είναι να εμφανίζεις τη γλώσσα σου σαν ανώτερη. δε χρειάζεται καθόλου προσπάθεια ούτε γλωσσική ούτε νοηματική, αρκεί να καταγγέλλεις τη γλώσσα των άλλων.

Ο/η «άνθρωπος»

Άννα Φραγκουδάκη, εφ. Τα Νέα, 22/7/1995

Η ανισότητα των φύλων όπως όλες οι προκαταλήψεις και διακρίσεις είναι αποτυπωμένη στη γλώσσα. Η ανισότητα που αναπαράγεται με τη γλώσσα είναι η πιο αδιόρατη και πιο έμμεση, γι' αυτό η ισχυρότερη και διαρκέστερη. Η γλώσσα δεν εκφράζει μόνο τη σκέψη, αλλά τη διαμορφώνει κιόλας, άρα η ανισότητα η χαραγμένη στη γλώσσα καλλιεργεί την ανισότητα στην κοινωνία με τον πιο αόρατο τρόπο, τον πιο δύσκολο να καταπολεμηθεί.

Η ανισότητα είναι αποτέλεσμα των παραδοσιακών ιδεών για τα φύλα. Καθώς όμως είναι αδιόρατα και ασυνείδητα συνεχώς παρούσα στην καθημερινή ομιλία, διαπλάθει τις ιδέες και εμποδίζει την επικράτηση των νέων αξιών. Παρά τις πολλές αλλαγές και τη θεσμοθέτηση της ισότητας των φύλων στην ελληνική κοινωνία, η ελληνική γλώσσα παραμένει βάρβαρη σε ό,τι αφορά τη μειωτική σημασία όλων των λέξεων που αφορούν τη γυναικεία ύπαρξη και συμπεριφορά.

Στην ελληνική γλώσσα όλα τα παράγωγα της λέξης «άντρας» είναι θετικές σημασίες, όλες οι λέξεις που ορίζουν την αρσενική ιδιότητα και συμπεριφορά είναι κοινωνικές αρετές. Κι απ' την άλλη μεριά υπάρχει ένα κενό. Δεν έχουμε λέξεις που να εκφράζουν θετικά τις σημασίες «είμαι» και «φέρομαι σα γυναίκα». Τα «είμαι άντρας» και «φέρομαι σαν άντρας» σε οποιοδήποτε συμφραστικό πλαίσιο έχουν μόνο θετικές σημασίες και μάλιστα είτε το υποκείμενο είναι άντρας είτε είναι γυναίκα.

Από την άλλη μεριά τα «είμαι γυναίκα» και «φέρομαι σα γυναίκα» δεν έχουν θετικές αλλά μόνο αρνητικές σημασίες. «Φέρομαι σαν άντρας» σημαίνει σύμφωνα με τις αρετές του αντρικού φύλου. «φέρομαι σα γυναίκα» το ακριβώς αντίθετο, σύμφωνα με τα «γυναικεία» ελαττώματα. Ας π.χ. πάρουμε τη φράση: «φέρθηκε σαν άντρας και απέτυχε». Σε όλα τα πιθανά συμφραζόμενα το «και» είναι αντιθετικό. δηλαδή η φράση σημαίνει «απέτυχε, παρόλο που φέρθηκε σαν άντρας». Αν όμως το υποκείμενο είναι γυναίκα («φέρθηκε σα γυναίκα και απέτυχε»), το «και» ξάφνου γίνεται αιτιολογικό και η φράση λέει «απέτυχε, επειδή φέρθηκε σα γυναίκα».

Αυτά σημαίνουν και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό για την κοινωνικοποίηση. Λείπουν από τη γλώσσα οι λέξεις που επιτρέπουν στα κορίτσια να ταυτιστούν θετικά με το φύλλο, να οικειοποιηθούν τα προτερήματα του φύλου τους. Και όχι μόνο αυτό, δεν επιτρέπει η γλώσσα στις γυναίκες να υπάρχουν ως γυναίκες μέσα στις διάφορες κοινωνικές ταυτότητες. Για όλες τις ταυτότητες οι γυναίκες αυτοαναγνωρίζονται στο αρσενικό γένος. Στη γλώσσα το αρσενικό περιέχει το θηλυκό και το υποκαθιστά. Αν πούμε «οι Έλληνες υπέφεραν τον καιρό της δικτατορίας», αυτόματα εννοούμε ότι υπέφεραν και οι Έλληνες και οι Ελληνίδες και τα Ελληνόπουλα. Αν όμως πούμε «οι Ελληνίδες έκαναν διαδήλωση κατά της δικτατορίας», αυτόματα φτιάχνεται μια εικόνα πλήθους γυναικών. Ελληνίδες είναι μόνο οι γυναίκες, ενώ Έλληνες είναι άντρες και γυναίκες.

Αυτό οφείλεται και στη γραμματική. Όπως γράφει στη «Νεοελληνική Σύνταξη» ο Αχιλλέας Τζάρτζανος, «αν τα υποκείμενα είναι διαφορετικού γένους, το κατηγορούμενο εκφέρεται στο επικρατέστερο γένος και επικρατέστερο γένος είναι το αρσενικό». Το πρόβλημα όμως δεν είναι τεχνικό. Γιατί το γραμματικό γένος στη γλώσσα δεν έχει <πάντα> σχέση με το βιολογικό φύλο. λέμε το αγόρι και το κορίτσι, λέμε η αλεπού, ο γάιδαρος, το ελάφι. Και άλλωστε το κατηγορούμενο εκφέρεται στο αρσενικό μόνο για τους ανθρώπους. Λέμε «η αγωνία και ο φόβος είναι οδυνηρά», «ο τοίχος και η μάντρα είναι άσπρα», αλλά «ο Γιάννης και η Μαρία είναι φοιτητές», ή «η μάνα και ο πατέρας μου είναι Κρητικοί». Άρα τη σύνταξη επηρεάζουν κοινωνικές ιδέες.

Το αρσενικό εκπροσωπεί το θηλυκό, το υποκαθιστά και άρα το αποσιωπά. Αυτό έχει μεγάλη συμβολική σημασία, γιατί οι γυναίκες, εξαιτίας της γλώσσας, μιλάμε, άρα σκεφτόμαστε με λέξεις που δηλώνουν την ανυπαρξία μας και την αναξιότητά μας. Το σημαντικότερο από όλα είναι ότι η γλώσσα αφαιρεί από τις γυναίκες την ανθρώπινη ιδιότητα και μάλιστα την αφαιρεί στην κυριολεξία. Η λέξη «άνθρωπος» σημαίνει «άντρας», η λέξη που αφορά το είδος σημαίνει το φύλο.

Μοιάζει υπερβολή αυτό. Και όμως, αν η λέξη «άνθρωπος» σήμαινε το ανθρώπινο είδος και όχι το αρσενικό φύλο, τότε π.χ. η φράση «στις βιομηχανικές κοινωνίες οι άνθρωποι θηλάζουν τα μωρά πολύ λίγο, ένα περίπου μήνα» θα ήταν πολύ φυσική και δε θα ξένιζε καθόλου (για ξαναδιαβάστε την). Εξίσου φυσική και ομαλή θα ακουγόταν η φράση «κάποιος άνθρωπος έγκυος ζητάει τον προϊστάμενο» ή ακόμα η φράση «ένας άνθρωπος με φούστα κλαρωτή τρέχει στο απέναντι πεζοδρόμιο». Αντίθετα, όποιος ελληνόφωνος ρωτήσει τον όποιο συνάνθρωπό του «βλέπεις εκείνον τον άνθρωπο στη γωνία», ο/η συνάνθρωπος θα καταλάβει «εκείνον τον άνδρα». Αν εννοούσε γυναίκα, θα ρωτούσε αν βλέπει «εκείνη τη γυναίκα» και όχι «εκείνο τον άνθρωπο».

Ο άνθρωπος είναι άντρας. Έτσι φαντάζεται και το Θεό. Μολονότι ο Θεός είναι άυλος, είναι πνεύμα, σε όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες έχει αρσενική μορφή, επειδή ακριβώς οι «άνθρωποι» τον φαντάζονται καθ' ομοίωσιν του «ανθρώπου».

Αυτή η νοηματική ταύτιση του είδους με το φύλο, σα να ανήκουμε λιγότερο στο ανθρώπινο είδος οι γυναίκες, δεν οφείλεται στο γραμματικό γένος της λέξης «άνθρωπος», που είναι αρσενικό. Γιατί στα ζώα π.χ. ο πάνθηρας, ο ελέφαντας, ο λαγός σημαίνουν και το αρσενικό και το θηλυκό, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τη γάτα, την αρκούδα, την τίγρη ή την αλεπού. Η ανισότητα ενσωματωμένη στη γλώσσα είναι βέβαια προϊόν της παράδοσης. Όμως, όσο καιρό δεν αλλάζει η γλώσσα, η ανισότητα αναπαράγεται με την καθημερινή ομιλία, πράγμα που επηρεάζει τις ιδέες και διαιωνίζει την ανισότητα.

Γ'. Βιβλιογραφία