Α'. Σχεδιάγραμμα, Β'. Κείμενα, Γ'. Βιβλιογραφία

Θέμα: Γλωσσομάθεια

Α) Σχεδιάγραμμα

Πρόλογος

Η γλωσσομάθεια διαβαθμίζεται ανάλογα με το κίνητρο και το σκοπό για τον οποίο μαθαίνει κανείς μια γλώσσα: Ως πρώτο στάδιο εξοικείωσης με μια γλώσσα αναφέρεται η δυνατότητα συνεννόησης σε καθαρά πρακτικά θέματα, η γνώση, δηλαδή, του καθημερινού λεξιλογίου. Δεύτερο στάδιο θεωρείται η γνώση της επιστημονικής ορολογίας. Τρίτο είναι το στάδιο κατανόησης της ξένης γλώσσας ισόβαθμα με τη μητρική (γνώση της δομής και της απαρέγκλιτης εφαρμογής της γραμματικής και του συντακτικού καθώς και των ποικίλων σημασιών μιας λέξης.

Έννοια και βαθμοί της γλωσσομάθειας

Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Οι ξένες γλώσσες και η αγωγή, Άπαντα, Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 409-411

Τι εννοούμε λέγοντας «ξέρω μια ξένη γλώσσα»; Είναι αυτό κάτι που χρειάζεται να ξεκαθαριστεί, επειδή το περιεχόμενο της έννοιας «γλωσσομάθεια» παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία κατά το είδος της γλώσσας, κατά τις ανάγκες ή τις βλέψεις του διδασκόμενου και κατά τις ποικίλες περιπτώσεις που τυχαίνουν στη ζωή.

Λέγοντας για κάποιον πως ξέρει καλά, πως κατέχει μια γλώσσα, εννοούμε εδώ στην Ελλάδα πως τη μιλεί καλά, πως εκφράζεται σ' αυτήν καλά, σα να ήταν η μητρική του περίπου, με την προφορά των ξενογλώσσων και με τη γραμματική της, με τους ιδιωτισμούς της και με την ορθογραφία της. Τέτοιος ορισμός θα φανεί ίσως υπερβολικός με το απόλυτό του, είναι όμως ο μόνος που δίνει με το ιδανικό του κάτι ορισμένο και που δεν μπορεί ν' αμφισβητηθεί.

Στην πράξη της ζωής πάλι παρουσιάζονται διάφοροι βαθμοί γλωσσομάθειας ανάλογα με το σκοπό που επιδιώκομε μαθαίνοντας μια ξένη γλώσσα ή και με το σημείο που μπορέσαμε να φτάσουμε σπουδάζοντας την. Ανάλογα με το κίνητρο λοιπόν αυτό η εκμάθηση της ξένης γλώσσας μπορεί να είναι σκοπός ή μέσο. Σκοπός είναι όταν επιζητούμε να είμαστε ικανοί να τη χρησιμοποιούμε προφορικά ή γραπτά. Μέσο είναι όταν τη σπουδάζουμε για να γνωρίσουμε τη λογοτεχνία της, τα επιστημονικά βιβλία, τον κόσμο γενικά που αντιπροσωπεύει· αυτό γίνεται κανονικά με τις λεγόμενες νεκρές γλώσσες, αλλά όχι σπάνια και με τις σημερινές, απ' όσους ενδιαφέρονται προπάντων ή κυρίως να γνωρίσουν μια λογοτεχνία, να διαβάζουν ορισμένη βιβλιογραφία ή να επικοινωνούν γραπτά για τις επαγγελματικές τους δουλειές...

Κυρίως Θέμα

Ε1. Τα θετικά της γλωσσομάθειας (Λόγοι για τους οποίους επιβάλλεται η πολυγλωσσία)

Ε2. Προϋποθέσεις εκμάθησης ξένων γλωσσών

Ε3. Λόγοι που καθιστούν απαραίτητη τη γλωσσομάθεια

Ε4. Κίνδυνοι

 

Επίλογος

Β) Κείμενα

Σημασία και χρησιμότητα της γλωσσομάθειας

Μανόλης Τριανταφυλλίδης, Οι ξένες γλώσσες και η αγωγή, Άπαντα, Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 409-411

1. Η σημασία που έχει η γλωσσομάθεια, το να έχει μάθει κανείς και να ξέρει πλάι στη δική του μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες, και η ανάγκη να γίνει αυτό, στα χρόνια προπάντων που ετοιμάζεται για τη ζωή, είναι τόσο μεγάλη, σχεδόν αυτονόητη ιδίως στην εποχή μας με την τόσο στενή και έντονη διεθνική συγκοινωνία και επικοινωνία (ταξίδια, αεροπλάνα, ραδιόφωνα, κινηματογράφοι) που δε χρειάζεται να γίνει διεξοδικός λόγος.

2. Οι λόγοι που μας σπρώχνουν στη γλωσσομάθεια είναι πολλοί. Πρώτα πρακτικοί: χρειαζόμαστε την ξένη γλώσσα για τη ζωή, για να συνεννοούμαστε με τους αλλόγλωσσους άμα ταξιδεύομε στην πατρίδα τους, ή και στον τόπο μας, ιδίως όμως για το επάγγελμα που ενδεχομένως θα διαλέξουμε (λ.χ. έμπορος, υπάλληλος, δαχτυλογράφος, διπλωμάτης κτλ.). Μας χρειάζεται έπειτα η ξένη γλώσσα αν ετοιμαζόμαστε για στάδιο επιστημονικό, αφού με αυτή, και μάλιστα με αυτές, θα καταρτιστούμε αρτιότερα και θα μπορούμε να καταφύγουμε στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία.

Τέλος με την ξένη γλώσσα ερχόμαστε σ’ επικοινωνία, επιπόλαιη ή βαθύτερη, με τις ξενόγλωσσες λογοτεχνίες και με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.

3. Γιατί η γνώση μιας ξένης γλώσσας που μαθαίνομε δε μας αποκαλύπτει μόνο, από τις άμεσες πηγές, τους θησαυρούς της σοφίας ενός ξένου λαού, τόσο απαραίτητες για μας· αν προσέξουμε την ιδιοτυπία της ξένης γλώσσας και μελετήσουμε την εθνική της λογοτεχνία, μας φέρνει σ’ επαφή με τη σκέψη και την ιδιοφυΐα του λαού της· μας μεταφέρει από τον ορισμένο και πάντα περιορισμένο ορίζοντα της μητρικής γλώσσας που σα δική μας και γνώριμη από τη βρεφική ηλικία δε μας αφήνει συνήθως να πάρουμε απόσταση σε ιδίωμα διαφορετικό. Μας πάει στην ψυχολογία και στη νοοτροπία άλλου λαού, διαφορετική από τη δική μας. Μας ανοίγει ένα νέο κόσμο και σα να μας χαρίζει μια καινούρια ψυχή· μας κάνει ακόμη, με τη σύγκριση, να νιώσουμε καλύτερα τη δική μας εθνική γλώσσα και την ιδιοτυπία του έθνους μας. Γι’ αυτό είπε ένας Γερμανός ποιητής, ο Rückert, πως με κάθε γλώσσα που μαθαίνεις παραπάνω, ελευθερώνεις μέσα σου ένα πνεύμα δεμένο ως τότε. Εκτός από το περιεχόμενο αυτό της ξένης γλώσσας, ας προστεθεί ακόμη και ότι με αυτή και με την προσπάθεια να την καταλαβαίνουμε κάνει το μυαλό μας ιδιαίτερη άσκηση.

4. Αν τέτοια είναι γενικά η σημασία της γλωσσομάθειας, αυτή γίνεται ακόμη μεγαλύτερη για λαό καθώς εμείς οι Έλληνες, που είμαστε λίγοι αριθμητικά πλάι στους μεγάλους ευρωπαϊκούς, που ταξιδεύομε πολύ στο εξωτερικό και σε τόπους που δεν ξέρουν τη Γλώσσα μας, που δεν έχομε ακόμη φιλολογία αρκετά αναπτυγμένη και που δεν μπορούμε να καταρτιστούμε επιστημονικά χωρίς ξένη γλώσσα.

5. Γνώρισα και εγώ από νωρίς σχετικά ξένες γλώσσες και φιλολογίες· ταξίδεψα και κατοίκησα στο εξωτερικό, όπου έκαμα και μέρος των σπουδών μου· έχω συγγράψει και μιλήσει δημόσια σε ξένες γλώσσες και είχα έτσι συχνότατα ευκαιρίες να διαπιστώσω και πραχτικά τι αξίζει να κατέχει κανείς ξένες γλώσσες και τα πολλαπλά πλεονεχτήματα που μπορεί να μας εξασφαλίσει η γνώση τους. Γι’ αυτό όχι μόνο δεν έχω κατ’ αρχήν αντίρρηση, αλλά και θα συμβούλευα εκείνον που μπορεί και το θέλει, να καταγίνει με μια, με δυο ή και με τρεις ακόμη ξένες γλώσσες, Το ζήτημα είναι: πότε, πώς και ως ποιο σημείο θα επιδιώξει αυτό.

6. Γι’ αυτό δεν είμαι σύμφωνος και με κάθε προσπάθεια που γίνεται από καιρό στον τόπο μας σχετικά με τις ξένες γλώσσες και δε θα μπορούσα να επιδοκιμάσω πάντα τον τρόπο και το βαθμό που γίνεται η προσπάθεια αυτή. Όπως συμβαίνει και με τόσα άλλα πράματα στη ζωή, το ζήτημα της γλωσσομάθειας δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται στην αρχή και παρουσιάζει πολλαπλές δυσκολίες, όπως κάθε αντινομία, Γιατί όσο απαιτητική και αν είναι η ανάγκη των ξένων γλωσσών για μικρούς λαούς, έχομε από το άλλο μέρος το ζήτημα: ως ποιο σημείο μπορούμε να πραγματώσομε αυτό χωρίς ζημία μας. "Οὐδαμὰ γὰρ ἀδυνασίης ἀνάγκη κρέσσων ἔφυ», παρατηρεί και ο Ηρόδοτος.

Πλούσιες και φτωχές γλώσσες

Mάρω Κακριδή-Φερράρι, http://users.auth.gr/tsolakid/Generallinguistics.pdf‎

Το ερώτημα της αξιολόγησης των γλωσσών, αν υπάρχουν δηλαδή γλώσσες επαρκείς και ανεπαρκείς, πολιτισμένες και πρωτόγονες, γλώσσες πλούσιες και φτωχές, ανώτερες και κατώτερες -που θα αντιστοιχούσαν κατά συνέπεια σε ανώτερες και κατώτερες φυλές-, απασχολεί διαφορετικά τον απλό κόσμο και τους επιστήμονες. Υπάρχουν πράγματι ασφαλή επιστημονικά κριτήρια για τέτοιου είδους κατατάξεις; Για τους Έλληνες ομιλητές φαίνεται ότι το ερώτημα είναι λυμένο, και μάλιστα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για την ελληνική γλώσσα: θεωρούμε τη γλώσσα μας από τις πλουσιότερες του κόσμου, και η διάκριση αυτή, μολονότι αφορά την αρχαία ελληνική, αγκαλιάζει οπωσδήποτε και τη νέα, τουλάχιστον όποτε υπάρξει αμφισβήτηση του κύρους της από τους ξένους.

Η γλωσσολογία, ωστόσο, έχει διαφορετική γνώμη ως προς το γενικότερο ζήτημα της αξιολογικής κατάταξης των γλωσσών. Κάθε γλώσσα, ως σύστημα επικοινωνίας των χρηστών της, θεωρείται απολύτως αυτάρκης για την κοινωνία που τη μιλά. Όσα στοιχεία (ήχους, λέξεις, δομές) χρειάζονται π.χ. οι αυτόχθονες της Αυστραλίας που μιλούν την άγνωστη σε μας γλώσσα Ιλγκαρφ για να εκφράσουν τις έννοιες που τους ενδιαφέρουν και τις σχέσεις μεταξύ των εννοιών, τόσα και έχουν επιλέξει για τη γλώσσα τους. Το ίδιο και οι Άγγλοι, οι Κινέζοι, οι Έλληνες κ.ο.κ.

Δεδομένου λοιπόν ότι κάθε γλώσσα καλύπτει επαρκώς τις ανάγκες της κοινότητας που τη χρησιμοποιεί, όλες οι γλώσσες θεωρούνται καταστατικά ισότιμες. Η γλωσσολογία δεν δέχεται ότι υπάρχουν φυσικές γλώσσες «ανεπαρκείς», «πρωτόγονες» ή «κατώτερες», και τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς τους ανάγει σε εξωγλωσσικούς ιδεολογικούς μύθους.

Η επάρκεια κάθε γλώσσας ως προς τις ανάγκες της κοινωνίας που τη χρησιμοποιεί, οποία και αν είναι η εξέλιξη που θα ακολουθήσει στην ιστορική της πορεία, αναπτυξιακή ή συρρικνωτική, βασίζεται σε μια πολύ βαθύτερη διάσταση, η οποία έχει σχέση με την ίδια τη φύση των γλωσσών. Καθεμία από τις γλώσσες που ξέρουμε και έχουμε μελετήσει, όσο «απολίτιστη» και αν μας φαίνεται η κοινωνία που τη μιλά, έχει αποδειχθεί ότι ως κώδικας επικοινωνίας είναι το ίδιο πολύπλοκος και το ίδιο εξελιγμένος με τον κώδικα κάθε μεγάλης δυτικής ή άλλης χώρας που έχουμε συνήθως ως πρότυπο. Κάθε δήθεν «πρωτόγονη» γλώσσα που μας είναι γνωστή παρουσιάζει, χωρίς εξαίρεση, όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τις γλώσσες από τα πολύ ατελέστερα συστήματα επικοινωνίας των ζώων ή τους τεχνητούς κώδικες (π.χ. των σημάτων της τροχαίας κ.ά.). Τα σημαντικότερα από αυτά είναι: πρώτον, ότι κάθε ανθρώπινη γλώσσα βασίζεται στον συνδυασμό μονάδων χωρίς νόημα (των ήχων), έτσι ώστε να δημιουργούνται μονάδες με νόημα (οι λέξεις) και να εκφράζεται με απόλυτη οικονομία ολόκληρη η ανθρώπινη εμπειρία. Και δεύτερον, ότι κάθε γλώσσα οργανώνεται περαιτέρω θέτοντας κανόνες και νόμους στο φωνολογικό της σύστημα, τον σχηματισμό των λέξεων της, τη σύνταξη της. Και κάθε δήθεν «πρωτόγονη» γλώσσα έχει τέτοιους κανόνες, το ίδιο αυστηρούς με τις λεγόμενες «πολιτισμένες» γλώσσες. Αν κανείς τους παραβεί, δεν θα μπορέσει να συνεννοηθεί με αυτούς που τη μιλούν, με τον ίδιο τρόπο που, αν παραβεί κανείς τους κανόνες της γαλλικής, δεν θα μπορέσει να συνεννοηθεί σωστά με τους γαλλόφωνους. Άρα είναι το ίδιο γλώσσα με τις γλώσσες - πρότυπα που ξέρουμε και εκτιμούμε, όχι λιγότερο.

Η περιοχή όπου εντοπίζονται διαφορές και ξεγελούν την κρίση μας είναι το λεξιλόγιο. Πράγματι, οι γλώσσες παρουσιάζουν διαφορές ως προς το λεξιλόγιο τους, ανάλογα με τους τομείς του φυσικού περιβάλλοντος που έχουν σημασία για την κοινωνία τους ή με τις δραστηριότητες που έχουν αναπτύξει. Π.χ. λέγεται ότι οι Εσκιμώοι έχουν πλουσιότατο λεξιλόγιο για την ποιότητα και τις μορφές του χιονιού, ενώ οι Άραβες για τις καμήλες και την έρημο, αλλά και για τα μαθηματικά. Οι Ιταλοί ανέπτυξαν ορολογία για τη μουσική αλλά και για τα διάφορα είδη ζυμαρικών. Οι Γάλλοι για τη μόδα, την κουζίνα και τη διπλωματία. Στους αρχαίους Έλληνες οφείλουμε πολλούς όρους της φιλοσοφίας, στους Ρωμαίους το νομικό λεξιλόγιο κ.ο.κ.

Οι τομείς τους οποίους έχει αναπτύξει μια κοινωνία, και συνεπώς το λεξιλόγιο της γλώσσας που τους εκφράζει, αντικατοπτρίζουν στα μάτια μας τον πολιτισμό της. Ωστόσο, η ίδια γλώσσα σε άλλες περιστάσεις θα μπορούσε να εκφράσει οποιονδήποτε άλλον πολιτισμό. Θα προσάρμοζε κατάλληλα τα συγκεκριμένα στοιχεία της και κυρίως το λεξιλόγιο της (δηλαδή το γλωσσικό επίπεδο με τη μεγαλύτερη ρευστότητα), αλλά δεν θα χρειαζόταν να μεταβάλει καμία από τις συστατικές κατηγορίες ή τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν από κοινού όλες τις ανθρώπινες γλώσσες που ξέρουμε. Αν π.χ. μια κοινότητα του Αμαζονίου αποφάσιζε ότι της είναι χρήσιμο να αναπτύξει τη νομική επιστήμη, θα χρειαζόταν να προσαρμόσει το λεξιλόγιο της στις νέες απαιτήσεις, το αντίστοιχο όμως θα συνέβαινε και αν ελληνόφωνες κοινότητες πήγαιναν να ζήσουν στη ζούγκλα του Αμαζονίου.

Οποιαδήποτε γλώσσα χρειαστεί να εξυπηρετήσει τις εκφραστικές ανάγκες μιας κοινωνίας που αναπτύσσεται και σε άλλους τομείς έχει τη δυνατότητα εγγενώς, από τη φύση της, ως επικοινωνιακό σύστημα, να το κάνει. Θα δημιουργήσει καινούριες λέξεις ή καινούριες σημασίες, χρησιμοποιώντας πάντα βέβαια το φωνολογικό, μορφολογικό και συντακτικό της σύστημα και τους κανόνες που τα διέπουν. Είναι λάθος να πιστεύεται ότι οι διαφορές των γλωσσών στους- συγκεκριμένους τομείς που τις συγκροτούν σημαίνουν και διαφορές στη δυνατότητα  ή την ικανότητα να εκφράζουν τα οποιαδήποτε νοήματα και τις σχέσεις μεταξύ τους.

Δεδομένου λοιπόν ότι όλες οι γλώσσες του κόσμου, χωρίς εξαίρεση, εμφανίζουν τις ίδιες κατηγορίες στοιχείων και ιδιοτήτων και λειτουργούν με τις ίδιες διαδικασίες, η όποια έλλειψη ισορροπίας τις διακρίνει στο μυαλό των ανθρώπων μπορεί να εξηγηθεί μόνο σε σχέση με το κύρος του πολιτισμού που εκφράζει η καθεμία. Οι πολιτισμοί όμως είναι και αυτοί αποτέλεσμα ιστορικών και κοινωνικοοικονομικών συγκυριών και δεν μπορούν να αξιολογούνται έξω από την κοινωνία και τις συνθήκες που τους γέννησαν. Και οπωσδήποτε δεν νοείται να αξιολογούνται ως δημιούργημα «ανώτερων» φυλών. Όπως δεν υπάρχουν «ανώτερες» φυλές αλλά μόνο φυλές διαφορετικές μεταξύ τους, έτσι δεν υπάρχουν και «ανώτερες» γλώσσες ως έκφραση «ανώτερων» πολιτισμών. Υπάρχουν μόνο γλώσσες που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τα επιμέρους στοιχεία τους, όχι όμως ως προς τα γενικά χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες που συνιστούν το φαινόμενο γλώσσα. Αν οι γλώσσες ενσωματώνουν την ιστορία και τον πολιτισμό της κοινότητας που τις χρησιμοποιεί, το κάνουν όλες με τα ίδια γλωσσικά μέσα. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία ή αξιολογική ιεράρχηση βασίζεται σε εξωγλωσσικές συμβολικές επενδύσεις, που ανάγονται εντέλει στον χώρο του ρατσισμού, των αντιεπιστημονικών και αυθαίρετων διακρίσεων δηλαδή, αναπαράγοντας τις μεθόδους του και στο πεδίο της γλώσσας. Από αυτήν την άποψη είναι -και εδώ- επικίνδυνες.

Η γλωσσομάθεια είναι το εθνικό χόμπι μας

Λαμπρινή Κουζέλη-Γιάννης Νικολόπουλος, εφ. Το Βήμα, 6/11/2010

Οι Έλληνες έχουμε έφεση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και η έρευνα του Ευρωβαρόμετρου μας το αναγνωρίζει

Έφεση στις ξένες γλώσσες, είτε για να αποκτήσουν πλεονέκτημα στην απαιτητική αγορά εργασίας του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου είτε από χόμπι, παρουσιάζουν σταθερά οι Έλληνες. Το γεγονός αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα ειδικά όταν, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, το 83% των Ευρωπαίων αναγνωρίζει μεν τη σημασία της γνώσης ξένων γλωσσών, περίπου ένας στους δύο (44%) όμως παραδέχεται ότι δεν μπορεί να κάνει ολοκληρωμένη συζήτηση σε άλλη γλώσσα, πέραν της μητρικής. Παρ΄ όλα αυτά, υπάρχουν και ορισμένοι Ευρωπαίοι οι οποίοι ανεξάρτητα από τις κλασικές ή όχι σπουδές τους επιδιώκουν να μάθουν Ελληνικά.

Η τάση αυτή των Ελλήνων τούς οδηγεί και στην εκμάθηση πιο... σπάνιων γλωσσών. Η ιστορικός κυρία Κατερίνα Χάλκου αγαπά το θέατρο. Πριν από δύο χρόνια άρχισε μαθήματα ρωσικής γλώσσας. «Αισθανόμουν ότι διαβάζοντας και βλέποντας ρωσικό θέατρο σε μετάφραση κάτι έχανα» είπε στο «Βήμα». Αρχισε εντατικά μαθήματα, έξι ώρες την εβδομάδα τον πρώτο χρόνο και τέσσερις, τον δεύτερο. Γνωρίζει ήδη αγγλικά και γαλλικά και ομολογεί ότι τα ρωσικά τη δυσκόλεψαν στην αρχή. «Χρειάστηκαν τρεις μήνες να εξοικειωθώ με το αλφάβητο και να μπορώ να διαβάσω στα ρωσικά». Μπορεί πλέον να κάνει μια απλή συζήτηση στα ρωσικά και φιλοδοξεί κάποια στιγμή να μπορεί να απολαύσει τον «Γλάρο» του Τσέχοφ στο πρωτότυπο. Στο μεταξύ έδωσε εξετάσεις για την απόκτηση του πρώτου πιστοποιητικού γλωσσομάθειας στα ρωσικά. «Θέλω να έχω και κάποιο πτυχίο που να πιστοποιεί τις γνώσεις μου. Θεωρώ ότι μια τρίτη γλώσσα, και μάλιστα κάποια που δεν συγκαταλέγεται στις “κλασικές” ευρωπαϊκές γλώσσες που μαθαίναμε συνήθως, αποτελεί δεξιότητα που εμπλουτίζει το βιογραφικό μου».

«Είναι γλωσσομαθείς οι Ελληνες,με ενδιαφέρον και μεγάλη επιτυχία στην εκμάθηση ξένων γλωσσών.Υπάρχουν σπουδαστές στο Διδασκαλείο που παρακολουθούν ταυτόχρονα τέσσερις ξένες γλώσσες» ανέφερε ο κ. Ιωάννης Κογκετσίδης , γραμματέας του Διδασκαλείου Ξένων Γλωσσών του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο παραδίδονται μαθήματα ξένων γλωσσών από το 1931. Εφέτος διδάσκονται 21 γλώσσες, ανάμεσα στις οποίες ιαπωνικά, κορεατικά, περσικά και αραβικά. Δημοφιλέστερη είναι τα ισπανικά. «Είναι σταθερά η πρώτη γλώσσα τα τελευταία επτά χρόνια, με δεύτερη τα αγγλικά και τρίτη τα ιταλικά» σύμφωνα με τον κ. Κογκετσίδη. Ακολουθούν τα γερμανικά, τα ιαπωνικά, τα αραβικά, τα κινεζικά και τα ρωσικά. Συνολικά εφέτος έχουν εγγραφεί στο Διδασκαλείο 3.220 σπουδαστές, αριθμός περίπου σταθερός τα τελευταία τρία χρόνια.

Η Ελλάδα παραμένει μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ όπου καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά γλωσσομάθειας. Το 44,8% των Ελλήνων ηλικίας 25-64 ετών δηλώνει ότι μιλάει μια ξένη γλώσσα (35,7%, ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης), το 33,4% δήλωσε ότι δεν μιλάει καμία ξένη γλώσσα (36,2%, ο μέσος όρος στην ΕΕ) και το 21,9% δήλωσε ότι μιλάει δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες (28,1%, ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ). Από τα ίδια στοιχεία φαίνεται ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά μαθητών που διδάσκονται τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα καταγράφονται στην Ελλάδα (92%), στην Ιταλία (74%) και στην Ιρλανδία (73%).

Στη χώρα μας, και σε πιλοτική εφαρμογή, λειτουργεί από τις αρχές του σχολικού έτους πρόγραμμα διευρυμένου ωραρίου σε 800 ολοήμερα σχολεία της χώρας, όπου, μεταξύ άλλων, παρέχεται η δυνατότητα διδασκαλίας της αγγλικής γλώσσας, ήδη από την Α΄ τάξη του Δημοτικού καθώς και δεύτερης γλώσσας.

Εκ παραλλήλου με τις πιο δημοφιλείς γλώσσες οι Έλληνες επιδιώκουν να μάθουν γλώσσες-εργαλεία της δουλειάς τους. Η κυρία Αλεξία Μπούκα, καθηγήτρια σουηδικών σε ιδιωτικό φροντιστήριο, παρατηρεί εφέτος αύξηση του ενδιαφέροντος για τα σουηδικά. Η οικονομική κρίση περιορίζει τα έξοδα, μαζί με αυτά και τις δαπάνες για ξένες γλώσσες; «Πιστεύω ότι ακριβώς λόγω της κρίσης μαθαίνουν τη γλώσσα για να μπορέσουν να φύγουν για τη Σουηδία και να αναζητήσουν δουλειά εκεί». Στο φροντιστήριο φοιτούν συνολικά 30 σπουδαστές, όλοι ενήλικοι, και γνωρίζουν ήδη αγγλικά, αρκετοί και γερμανικά. «Οι περισσότεροι έχουν ηλικία μεταξύ 20-35 ετών. Μαθαίνουν τη γλώσσα για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη Σουηδία. Πάρα πολλοί είναι οι γιατροί που προγραμματίζουν να κάνουν την ειδικότητά τους και να δουλέψουν στη Σουηδία διότι εκεί υπάρχει έλλειψη γιατρών».

«Να γιατί έμαθα να μιλώ και να γράφω ελληνικά»

Στην οικογένειά της είχαν πάντοτε έφεση στην εκμάθηση των ξένων γλωσσών. Αλλά η επιλογή της να μάθει ελληνικά ξένισε. «Ηταν ασυνήθιστο» τονίζει. «Δεν φαινόταν να έχει άμεση χρησιμότητα». Η κυρία Μπιάνκα Τιάνα Μας είναι Ισπανίδα, πλέον η ζωή την έφερε να διαβιοί στην Ελλάδα, και βέβαια «δεν μετανιώνω για την επιλογή μου να μάθω ελληνικά». Η Μπιάνκα χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να μάθει τη «δύσκολη και απαιτητική γλώσσα σας, αλλά είναι ίσως το βασικότερο στοιχείο να κατανοήσει κανείς τη σύγχρονη πραγματικότητα της κοινωνίας σας».

Τα ελληνικά τα έμαθε όταν τέθηκε το ζήτημα εμπλουτισμού των γνώσεών της στις ευρωπαϊκές γλώσσες και τα επέλεξε «από περιέργεια και ενδιαφέρον για την Αρχαιότητα, αλλά κυρίως το σήμερα». Στα πρώτα μαθήματα «δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτε». Τώρα πλέον, ύστερα από τέσσερα χρόνια μαθημάτων στη Μαδρίτη, «όταν ακόμη στο μυαλό μου δεν υπήρχε καν η ιδέα άφιξης και διαμονής στην Ελλάδα» και δύο χρόνια παραμονής στην Αθήνα, μιλά και γράφει με άνεση, έχοντας ως πιο αγαπημένες λέξεις «το “λουλούδι”΄ και το “ευχαριστώ΄΄. Στην πρώτη περίπτωση είναι σαν να ανοίγει το άνθος στις συλλαβές και στη δεύτερη σαν να εκφράζεται όλη η ευγνωμοσύνη του προσώπου σε ένα γεμάτο νόημα ρήμα».

«Η λέξη “παρόν” γειώνει μοναδικά τη στιγμή»

Με άριστες γνώσεις αγγλικών και γαλλικών, ο γερμανός σκηνοθέτης θεάτρου κ. Μίχαελ Ζάιμπερ έμαθε νέα ελληνικά «για να υποβοη θήσω τη δουλειά μου, όταν χρειάστηκε να σκηνοθετήσω την ευριπίδεια τραγωδία “Τρωάδες” με έλληνες ηθοποιούς». Δεν έκανε μαθήματα «με τη στενή έννοια του όρου», αλλά προμηθεύθηκε συγγράμματα ελληνικής και τον βοήθησαν «φίλοι φιλόλογοι και καθηγητές των Νέων Ελληνικών». Η δυσκολία μιας γλώσσας είναι «υποκειμενική υπόθεση. Η εκμάθηση των ελληνικών δεν θεωρώ ότι ήταν δύσκολη». Η αγαπημένη του λέξη είναι «“παρόν”, καθώς γειώνει τη στιγμή με μοναδικό τρόπο, δίνει το “εδώ και τώρα” όπως καμία άλλη γλώσσα». Αλλά παρατηρεί ότι «πολλές φορές οι Έλληνες, και κυρίως οι νέοι, κακοποιούν τη γλώσσα τους, ή δυσκολεύονται να εκφραστούν με πληρότητα σε αυτήν. Αραγε, για παράδειγμα, πόσες... ώρες αντιστοιχούν στη “μία η ώρα”΄, όταν λένε ορισμένοι “θα τα πούμε στις μία”...».

Οι ξένες γλώσσες «ανοίγουν πόρτες»

Xριστίνα Δαμουλιανού, εφ. Καθημερινή, 14/8/2010

Άριστες προοπτικές σταδιοδρομίας προσφέρουν οι Διεθνείς Οργανισμοί στα γλωσσικά επαγγέλματα

Οι Διεθνείς Οργανισμοί είναι οι μεγαλύτεροι εργοδότες για τα στελέχη των γλωσσικών επαγγελμάτων. Αυτό το καλοκαίρι -21 έως 23 Ιουνίου 2010- στο Παρίσι, στο πλαίσιο της Ετήσιας Διεθνούς Συνόδου για τις Γλωσσικές Υπηρεσίες, την Τεκμηρίωση και τις Εκδόσεις (Inter Agency Meeting on Language Arrange ments, Documentation and Publication) συναντήθηκαν τα ανώτατα στελέχη 76 Διεθνών Οργανισμών, αφενός για να προσυπογράψουν τη δήλωση της Ευρωπαίας Επιτρόπου για την Εκπαίδευση, τον Πολιτισμό, την Πολυγλωσσία και Νεολαία κ. Ανδρούλας Βασιλείου, με την οποία καλεί τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. -και συγκεκριμένα τις κρατικές αρχές- να προωθήσουν την εκμάθηση γλωσσών, ώστε «η νέα γενιά να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που προσφέρουν οι διεθνείς οργανισμοί για διερμηνείς, μεταφραστές και για άλλα γλωσσικά επαγγέλματα». Αφετέρου, για να καταθέσουν και τη δική τους ανησυχία ότι «λόγω έλλειψης ειδικευμένων επαγγελματιών στον γλωσσικό τομέα, ορισμένοι διεθνείς οργανισμοί δεν θα είναι στο μέλλον σε θέση να εκπληρώσουν την αποστολή τους».

Tο μήνυμα της E.E.

Ωστόσο, εδώ και σχεδόν μια δεκαετία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστειλε το μήνυμα ότι η Ευρώπη είναι πολυγλωσσική και πολυπολιτισμική. Ειδικότερα, προς τον κόσμο των επιχειρήσεων που παγκοσμιοποιείται, συγχωνεύεται και… εξαγοράζεται, ότι τα γλωσσικά «σύνορα πρέπει να πέσουν». Γιατί αλλιώς, θα τα πληρώσουν ακριβά… Διέθεσε μάλιστα το ποσόν του 1,7 εκατ. ευρώ για σχετικά προγράμματα και κήρυξε το «2001 Ευρωπαϊκό Ετος Γλωσσών».

Αν και θεωρείται πλέον δεδομένο ότι στη βασική μόρφωση ενός στελέχους η γνώση μιας, καλύτερα δύο ξένων γλωσσών είναι «εκ των ων ουκ άνευ», ωστόσο, δεν είναι πολλές οι επιχειρήσεις που θεωρούν υποχρέωσή τους να στηρίξουν την πολυγλωσσία των στελεχών τους. Ή, ακόμη, να την «φρεσκάρουν» - με δεδομένο ότι όλα τα στελέχη τους δεν είναι «άρτι αποφοιτήσαντες», αλλά μπορεί να έχουν αφήσει τα θρανία εδώ και μερικές δεκαετίες. Μπορούν ακόμη να τους δώσουν την ευκαιρία να τελειοποιήσουν είτε να εξειδικεύσουν τη γνώση των στελεχών τους ώστε μια ξένη γλώσσα να μην είναι απλώς λειτουργική -να φτάνει δηλαδή να ξεχωρίζουν «τα σύκα από τη σκάφη»-, αλλά να είναι σε θέση να διαπραγματεύονται με άνεση -και ευγένεια- και να αναχαιτίζουν «το γλωσσικό πλεονέκτημα» που διαθέτει ο ξενόγλωσσος συνομιλητής, είτε είναι πελάτης, επενδυτής, συνεταίρος, ανταγωνιστής κ.ά.

Ακόμη και αγγλόφωνοι μάνατζερ που η γλώσσα τους κατ' εξοχήν είναι η γλώσσα των μπίζνες, έχουν παραπονεθεί ότι οι επιχειρήσεις όχι μόνο παραμελούν την κατάρτισή τους σε ξένες γλώσσες, αλλά και ότι τα γλωσσομαθή στελέχη δεν αμείβονται επιπλέον. Τότε τι θα πρέπει να πουν οι ελληνόφωνες… Εννοείται ότι τα σχετικά προγράμματα που πραγματοποιούν ορισμένοι συλλογικοί επαγγελματικοί φορείς, μόνο ένα μικρό ποσοστό στελεχών μπορεί να καλύψουν και όχι τον ορίζοντα των απαιτήσεων ενός στελέχους στη γνώση της αγγλικής γλώσσας.

Ωστόσο, το μήνυμα παραμένει ότι η επόμενη γενιά χρειάζεται την ένταξη της εκμάθησης και της τελειοποίησης των ξένων γλωσσών στην καθημερινή πρακτική των επιχειρήσεων. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις εκείνες που παραβλέπουν την απασχολησιμότητα των στελεχών τους διατρέχουν τον κίνδυνο να χάσουν όσους πιστεύουν ότι «βάλτωσε» η εξέλιξή τους. Δεν σημαίνει βέβαια ότι η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας θα «εκτοξεύσει» στα ύψη ένα μέτριο στέλεχος. Για ένα στέλεχος με πολλές δεξιότητες όμως, αυτό είναι ένα σοβαρό έλλειμμα.

Παράλληλα, η περιορισμένη γλωσσομάθεια συνεπάγεται και χαμηλότερη ανταγωνιστικότητα και λιγότερες εξαγωγές. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι, αν και στον αιώνα που ζούμε επιβραβεύεται η καινοτομία, η πολυγλωσσία από τις επιχειρήσεις εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται με νοοτροπία του περασμένου αιώνα.

Και μέσα σ' αυτό το πνεύμα, λοιπόν, προτείνεται να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις το θέμα της γλωσσομάθειας των εργαζομένων. Θα πρέπει, επίσης, να λαμβάνουν υπόψη τον χρόνο που θα διαθέσουν οι εργαζόμενοι, αλλά και την τυχόν άρνηση εκείνων που δεν επιθυμούν την επένδυση αυτή.

Οπως είναι γνωστό η εκδήλωση ευαισθησίας και ο σεβασμός στη διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα αποτελούν τον χρυσό κανόνα για την επιτυχία κάθε συγχώνευσης και εξαγοράς. Είναι τα δύο αυτά στοιχεία από τα οποία ξεκινούν, συνήθως, οι συγκρούσεις και οι απογοητεύσεις που εμφανίζονται αμέσως μετά το μεγάλο γεγονός. Και, εφόσον δεν έχουν εκ των προτέρων αντιμετωπισθεί, πιθανόν να οδηγήσουν και σε καταστροφές.

Oι μεν και οι δε

Για παράδειγμα, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση εξαγοράς γερμανικής εταιρείας από αμερικανική, μπορεί να χαρακτηρισθεί «διασυνοριακή καταστροφή…». Οι μεν μιλούσαν μόνο αγγλικά και οι δε μόνο γερμανικά. Αναφέρεται λοιπόν ότι επειδή οι Αμερικανοί πίστευαν ότι όλοι θα έτρωγαν σάντουιτς, κατήργησαν το εστιατόριο, ενώ αντιθέτως, οι Γερμανοί ήταν συνηθισμένοι στα ζεστά πιάτα. Οι Γερμανοί επίσης συνήθιζαν να αρχίζουν την ημέρα με κάποιο εμβατήριο που «ξυπνούσε τα αίματα» για δουλειά, ενοχλούσε όμως τους Αμερικανούς που ήταν πλέον τα αφεντικά της εταιρείας.

Το αποτέλεσμα δεν άργησε να φανεί. Οι Γερμανοί ανώτεροι διευθυντές αποχώρησαν, ενώ οι επόμενοι στην ιεραρχία της εταιρείας μάνατζερ αναζήτησαν τις πλησιέστερες εξόδους κινδύνου.

Στόχος της EE η πολυγλωσσία των μαθητών

Εφημερίδα Το Βήμα, 19/9/2006

Η χώρα μας καταλαμβάνει μια από τις πρώτες στην Ευρώπη σε Θέματα εκμάθησης ξένων γλωσσών

Η πολυγλωσσία έχει καταστεί τα τελευταία χρόνια μια από τις βασικές προτεραιότητες σε επίπεδο εκπαίδευσης της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα, η χώρα μας καταλαμβάνει μια από τις πρώτες θέσεις της πανευρωπαϊκής κατάταξης σε θέματα εκμάθησης ξένων γλωσσών μαζί με την Εσθονία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, τη Φινλανδία, τη Σουηδία και την Ισλανδία. Πρόκειται για τις οκτώ χώρες στις οποίες πάνω από το 70% των μαθητών Γυμνασίου διδάσκονται τουλάχιστον δύο ξένες γλώσσες.

Τα στοιχεία αυτά για θέματα διδασκαλίας ξένων γλωσσών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιέχονται στην ειδική μελέτη «Αριθμοί Κλειδιά» που έχει εκδώσει το ευρωπαϊκό Δίκτυο για την εκπαίδευση «Ευρυδίκη». Αξίζει να σημειωθεί ότι η διδασκαλία ξένων γλωσσών γίνεται ολοένα και πιο σημαντική στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου υπάρχουν ήδη 20 επίσημες γλώσσες, χωρίς να αναφερθούν καν οι τοπικές γλώσσες ή οι γλώσσες μειονοτήτων και εκείνες που χρησιμοποιούνται από μετανάστες.

Όπως προκύπτει από την έρευνα του Δικτύου «Ευρυδίκη», στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης η πρώτη ξένη γλώσσα που μαθαίνουν οι μαθητές ως υποχρεωτικό μάθημα τούς επιβάλλεται και δεν την επιλέγουν. Και η γλώσσα αυτή είναι τα αγγλικά. Σε ορισμένες χώρες τα γαλλικά επιβάλλονται ως δεύτερη ξένη γλώσσα με τη μορφή υποχρεωτικού μαθήματος και αυτό για λόγους ιστορικο-πολιτικούς, όπως συμβαίνει στο Βέλγιο, στο Λουξεμβούργο κ.λπ.

Ωστόσο, στην πλειονότητα των χωρών της Ευρώπης, με εξαίρεση τα αγγλικά που επιβάλλονται ως πρώτη ξένη γλώσσα, η δεύτερη και πιθανόν η τρίτη επιλέγονται από τους μαθητές. Οι γλώσσες οι οποίες προσφέρονται από τα σχολεία για να επιλέγουν οι μαθητές ανήκουν συνήθως σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα είναι η γερμανική που περιλαμβάνει τα γερμανικά και λιγότερο συχνά τα ολλανδικά και η άλλη ομάδα είναι η ρωμαϊκή, όπου εξέχουσα θέση καταλαμβάνει η γαλλική γλώσσα ακολουθούμενη από την ισπανική και την ιταλική. Δεν είναι λίγες επίσης οι χώρες οι οποίες έχουν ενσωματώσει στα προγράμματά τους και μη ομιλούμενες γλώσσες, όπως τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά.

Κατά μέσον όρο στις χώρες της Ευρώπης περισσότερο από το 50% των μαθητών δημοτικού μαθαίνει τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα καθ’ όλη τη διάρκεια της φοίτησής του στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Το ποσοστό αυτό φθάνει το 90% στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σε όλες τις χώρες, με εξαίρεση το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο, τα αγγλικά είναι η ξένη γλώσσα που διδάσκεται περισσότερο στα δημοτικά σχολεία. Σε ποσοστό 46,4% οι μαθητές του Δημοτικού στην Ευρώπη μαθαίνουν αγγλικά, σε ποσοστό 6,5% γερμανικά και 3,2% γαλλικά.

Στην Ελλάδα οι μαθητές δημοτικού μαθαίνουν σε ποσοστό 44,3% αγγλικά, 0,7% γαλλικά και 0,3% γερμανικά. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 97,6% των μαθητών μαθαίνει αγγλικά, το 44,1% γαλλικά και το 17% γερμανικά. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τα αγγλικά είναι η γλώσσα η οποία διδάσκεται περισσότερο και ακολουθούν τα γερμανικά σε περισσότερες από το ένα τρίτο των χωρών της Ευρώπης. Πρόκειται κυρίως για τις σκανδιναβικές χώρες και τις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης.

Στις χώρες του Νότου και κυρίως στις λατινογενείς (Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία) τα γαλλικά είναι η γλώσσα που διδάσκεται περισσότερο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στις χώρες της Βαλτικής και στη Βουλγαρία τη θέση αυτή κατέχει η ρωσική γλώσσα. Στη Γαλλία η δεύτερη ξένη γλώσσα είναι η ισπανική, στη Μάλτα η ιταλική, στη Φινλανδία η σουηδική και στην Ισλανδία η δανέζικη. Στις δύο μάλιστα τελευταίες χώρες οι γλώσσες αυτές επιβάλλονται ως δεύτερες από τα σχολεία και δεν τις επιλέγουν οι μαθητές.

Ερωτήσεις

Α. Δώστε την περίληψη του κειμένου σε 90-100 λέξεις. (25)

Β1. «Δεν είναι λίγες επίσης οι χώρες οι οποίες έχουν ενσωματώσει στα προγράμματά τους και μη ομιλούμενες γλώσσες, όπως τα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά»: Σε μία παράγραφο να αξιολογήσετε θετικά ή αρνητικά την πρωτοβουλία αυτή. (15)

Β2. Να γράψετε από ένα συνώνυμο για καθεμιά από τις λέξεις του κειμένου με πιο έντονο μαύρο χρώμα. (10)

Γ. Σε ένα κείμενο που θα δημοσιευτεί σε τοπική εφημερίδα της πόλης σας να αναφερθείτε στα θετικά στοιχεία που προκύπτουν από τη γνώση ξένων γλωσσών. (300-400 λέξεις) (50)

Γλωσσομάθεια και προφορική επικοινωνία

Χριστίνα Δαμουλιανού, εφ. Καθημερινή, 10/7/2005

«Κλειδί της επιτυχίας των στελεχών σήμερα και ακόμη περισσότερο στο άμεσο μέλλον

«Ποιο από τα δυο θεωρείτε μεγαλύτερο πλεονέκτημα για την επιλογή ενός στελέχους, το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που έχει ή τη γλωσσομάθειά του;» ήταν το ερώτημα που έθεσε η Korn/Ferry International στις αρχές του 2005 σε 185 διεθνείς συμβούλους της αναζήτησης στελεχών επιχειρήσεων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς σε Ευρώπη, Αμερική, Ασία/Ειρηνικό. Στην Ευρώπη, τη γλωσσομάθεια προέταξε το 42% και στην Λατινική Αμερική το 58%. Στη Βόρεια Αμερική, όμως το 63% προέταξε το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, ενώ στην Ασία το 40% απάντησε ότι «εξαρτάται για ποια βιομηχανία πρόκειται και για ποια θέση εργασίας προορίζεται».

Όσο διαφορετικές και αν είναι περιοχές αυτές του κόσμου, η γλωσσομάθεια παραμένει «κλειδί» για την επαγγελματική επιτυχία. Ιδιαιτέρως μάλιστα στην Ευρώπη, όπου η γνώση και η ευχέρεια σε περισσότερες από δύο γλώσσες συνιστά σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την επιλογή ενός στελέχους. Οι σύμβουλοι προδικάζουν μάλιστα, ότι ανεξάρτητα από τις διαφορές που εμφανίζουν ανά περιοχή οι απαντήσεις, τα επόμενα δέκα χρόνια το στοιχείο της γλωσσομάθειας θα είναι «πολύ πιο σημαντικό από ό,τι είναι σήμερα».

Στην Ευρώπη οι σύμβουλοι αναζήτησης στελεχών, στην πλειονότητά τους, πιστεύουν ότι για τα στελέχη, η γνώση δυο γλωσσών -το λιγότερο είναι ζωτικής σημασίας για το σημερινό επιχειρηματικό περιβάλλον. Την άποψη αυτή συμμερίζεται ένα χαμηλότερο ποσοστό (34%) συμβούλων στην Αμερική. Οι εργοδότες, από τη πλευρά τους, ζητούν ως πρώτη επιλογή ξένης γλώσσας την αγγλική. Στη Bόρεια Αμερική οι σύμβουλοι αναζήτησης στελεχών δίνουν την προτεραιότητα στην ισπανική και ακολουθούν η γαλλική και… τα κινεζικά. Ωστόσο, έστω και αν η αγγλική γλώσσα παραμένει η κυρίαρχη στον διεθνή επιχειρηματικό στίβο, τα πολύγλωσσα στελέχη διαθέτουν, σαφώς, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, «κάτι που θα επαυξάνεται σταθερά λόγω της συνεχιζόμενης παγκοσμιοποίησης του εμπορίου και της αυξάνουσας δύναμης και παρουσίας των αναδυόμενων οικονομιών».

Οι κλάδοι στους οποίους απαιτείται περισσότερο η επικοινωνία σε ξένες γλώσσες είναι των καταναλωτικών προϊόντων, του λιανικού εμπορίου, των τεχνολογιών και της παροχής επαγγελματικών υπηρεσιών. Ως προς τα καθήκοντα, η γλωσσομάθεια απαιτείται κατά προτεραιότητα από τα στελέχη του μάρκετινγκ και των πωλήσεων και λιγότερο από τον πρόεδρο και τα ανώτατα διοικητικά στελέχη, όπως και από τον διευθύνοντα σύμβουλο. Αυτονόητο, βέβαια, αφού το μεγαλύτερο μέρος του έργου των στελεχών αυτών βασίζεται στην προφορική επικοινωνία -είτε πρόσωπο με πρόσωπο είτε στις εμπορικές συναντήσεις είτε σε τηλεφωνικές διαπραγματεύσεις. Άλλωστε, η προφορική επικοινωνία αποτελεί μια από τις βασικές δεξιότητες για τις οποίες αξιολογείται ένα στέλεχος. Και ιδιαιτέρως ένας μάνατζερ που συνήθως διευθύνει, εξουσιοδοτεί, παρακολουθεί, ελέγχει την ομάδα του με λεκτική επικοινωνία. Η άγνοια της ξένης γλώσσας όμως, όταν αποτελεί την κοινή γλώσσα επικοινωνίας, ακυρώνει παντελώς τη δεξιότητα αυτή, έστω και αν τη διαθέτει το στέλεχος.

Τα «καλά νέα» είναι ότι τόσο οι ξένες γλώσσες όσο και η γλώσσα της προφορικής επικοινωνίας αποτελούν «διδακτέα ύλη». Και για τα στελέχη που το επιθυμούν μπορούν να γίνουν δεξιότητες, επίκτητες μεν, ζωτικής σημασίας ωστόσο, για την επιτυχή σταδιοδρομία τους. Για παράδειγμα, την ευκαιρία αυτή την προσφέρει στα μέλη του το Βρετανικό Ινστιτούτο Μάνατζμεντ και υπογραμμίζει ότι ένα στέλεχος χρειάζεται να έχει διαφορετικές δεξιότητες επικοινωνίας όταν συμμετέχει σε σύσκεψη, σε συζήτηση, σε διαπραγματεύσεις είτε όταν καθοδηγεί τους άλλους. Δεν παραλείπει να αναφερθεί, ταυτόχρονα, και στη σημασία που έχει η μη λεκτική επικοινωνία. Αυτή που εκφράζεται με τη γλώσσα του σώματος, αλλά και με τη γλώσσα της… σιωπής -που είναι η τέχνη να προσέχει κάποιος αυτά που οι άλλοι του λένε, γιατί, ανάμεσά τους, ίσως «ακούσει» και εκείνα που δεν θέλουν να του πουν.

«Αν θέλεις να είσαι μάνατζερ θα πρέπει να μπορείς να προσαρμόζεις το στυλ της επικοινωνίας σου, έτσι ώστε να ταιριάζει τόσο στον σκοπό που επιδιώκεις όσο και στο πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνεται. Με αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να «μπλοφάρεις» και να δημιουργείς λάθος εντυπώσεις. Γιατί οι σωστές κουβέντες παραμένουν πάντοτε το θεμέλιο της ευθύτητας, της ειλικρίνειας και της εντιμότητας για τον ομιλητή. Αυτό όμως που πράγματι σημαίνει είναι ότι πιθανόν να χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις διαφορετικές τεχνικές, διαφορετικό τόνο φωνής και στυλ, ώστε να ταιριάζει με την περίπτωση. Άρα, πρέπει να γνωρίζεις ποια είναι η πλέον κατάλληλη μέθοδος για να εκφραστείς και να μεταδώσεις αποτελεσματικότερα το μήνυμά σου».

Πέρα από όλα αυτά όμως παρατίθενται και βασικοί κανόνες για την αποτελεσματική επικοινωνία των στελεχών από τις οποίες επιλέγουμε τις… πλέον χρήσιμες, δηλαδή να παραμένουμε ήρεμοι όταν η συζήτηση φτάσει σε διαφωνία, να σεβόμαστε τις απόψεις των άλλων, να μην παίρνουμε την αρνητική κριτική σε προσωπικό επίπεδο και, κυρίως, να μην ξεχνάμε ότι επικοινωνία θα πει ενεργός και αμφίδρομος διάλογος. Άρα, να μη γινόμαστε εμείς οι κυρίαρχοι της όποιας συζήτησης ή συνομιλίας.

Γλωσσομάθεια και φαιά ουσία

Εφημερίδα Καθημερινή, 15/10/2004

Στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης και του Διαδικτύου η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας αποτελεί ανάγκη. Όπως διαπιστώνουν Bρετανοί επιστήμονες, η γνώση ακόμα και μιας γλώσσας εκτός της μητρικής μεταβάλλει την ανατομία του εγκεφάλου, γεγονός που εξηγεί γιατί τα παιδιά έχουν πολύ μεγαλύτερη ευκολία στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Eιδικότερα διαπιστώθηκε ότι όσοι μπορούν να μιλήσουν δύο γλώσσες διαθέτουν περισσότερη φαιά ουσία από αυτούς που γνωρίζουν μόνο τη μητρική.

Όσο νωρίτερα μαθαίνουμε τη δεύτερη γλώσσα τόσο μεγαλύτερη είναι η έκταση της φαιάς ουσίας. Όπως τόνισε ο δρ Aντρέα Mεκέλι, νευροβιολόγος του Γιουνιβέρσιτι Kόλετζ του Λονδίνου «η φαιά ουσία στο κέντρο του εγκεφάλου που ευθύνεται για τον λόγο αυξάνεται σημαντικά στους δίγλωσσους συγκριτικά με τη συγκέντρωσή της σε άτομα που μιλούν μόνο μία γλώσσα. Aυτή η διαφορά είναι ιδιαίτερα αισθητή όταν η εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας γίνεται σε πολύ νεαρή ηλικία. «Διαπιστώσαμε, επίσης, ότι η αύξηση της φαιάς ουσίας συναρτάται από το πόσο καλά μπορείς να χειριστείς τη δεύτερη γλώσσα».

H εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας ακόμα και μετά το 35ο έτος της ηλικίας μεταβάλλει τον εγκέφαλο, αλλά σε μικρότερο βαθμό. «Oι διαπιστώσεις μας ενισχύουν τη θεωρία, σύμφωνα με την οποία είναι προτιμότερο να μαθαίνει ένα παιδί σε πολύ νεαρή ηλικία μία δεύτερη γλώσσα, αφού ο εγκέφαλος στις νεαρές ηλικίες έχει την ικανότητα να μεταβάλλει τη δομή του έτσι ώστε η εκμάθηση να είναι πληρέστερη και ταχύτερη», εξηγεί ο Mεκέλι. «Aυτές όμως οι ικανότητες του εγκεφάλου περιορίζονται με την πάροδο του χρόνου». O Mεκέλι και η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησαν τρόπους απεικόνισης του εγκεφάλου που τους επέτρεψε να συγκρίνουν την έκταση της φαιάς ουσίας στον εγκέφαλο 25 εθελοντών που γνώριζαν μόνο τη μητρική τους γλώσσα, 25 ατόμων που είχαν μάθει μία ξένη γλώσσα προτού κλείσουν τα πέντε τους χρόνια και 33 που διδάχθηκαν τη γλώσσα πολύ αργότερα. Όλοι οι εθελοντές της μελέτης είχαν ως μητρική τη βρετανική γλώσσα, ενώ είχαν παρόμοια ηλικία και εκπαίδευση.

H μεταβολή σε κυτταρικό επίπεδο

Όπως διαπιστώθηκε όσοι γνώριζαν, από πολύ νωρίς, δύο γλώσσες, διέθεταν μεγαλύτερη έκταση φαιάς ουσίας στον αριστερό κατώτερο βρεγματικό φλοιό συγκριτικά με αυτήν που καταγράφηκε σε όσους γνώριζαν μόνο τη μητρική τους γλώσσα ή είχαν μάθει τη δεύτερη γλώσσα σε ηλικία 10 έως 15 ετών. «Kοιτάζοντας απλώς το μέγεθος της μεταβολής στον εγκέφαλο για να διαπιστώσω πόσο καλά γνωρίζει κάποιος την ξένη γλώσσα ή πόσο ελλιπείς είναι οι γνώσεις του, καθώς όσο ευρύτερη είναι η μεταβολή στον εγκέφαλο αναλόγως καλή είναι η γνώση», κατέληξε ο δρ Mεκέλι.

H φαιά ουσία του εγκεφάλου αποτελείται από νευρώνες. Oι επιστήμονες μέχρι στιγμής δεν γνωρίζουν αν η μεταβολή στον εγκέφαλο όσων γνωρίζουν πολλές γλώσσες οφείλεται στην αύξηση του μεγέθους των κυττάρων, στον αριθμό των κυττάρων ή στις συνάψεις μεταξύ των κυττάρων. «Tο επόμενο βήμα που πρέπει να κάνουμε είναι να κατανοήσουμε τη μεταβολή σε κυτταρικό επίπεδο», κατέληξε ο Mεκέλι.

«Εθνική νίκη» της μονογλωσσίας;

Σπύρος Μοσχονάς*, εφ. Καθημερινή, 10/2/2002

Το «2001 – Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών» δεν ήταν ελληνικό, ωστόσο θα μπορούσε να επηρεάσει θετικά την υπόθεση της πολυγλωσσίας στη χώρα μας

Το «2001 – Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών» (ΕΕΓ) ήταν συντονισμένη επικοινωνιακή κίνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης που στόχο είχε «τον εορτασμό της γλωσσικής πολυμορφίας της Ευρώπης και την προώθηση της γλωσσομάθειας». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματοδότησε με 4.500.000 – περίπου 150 εκδηλώσεις σε 47 ευρωπαϊκά κράτη, κυρίως της Ε.Ε.

Το ΕΕΓ δεν αποσκοπούσε στην υλοποίηση μιας ενιαίας γλωσσικής πολιτικής για όλες τις χώρες της Ε.Ε. – τέτοια πολιτική άλλωστε δεν υπάρχει. Εγκαινίασε όμως μια επικοινωνιακή πολιτική, βασισμένη σε δύο σημαντικές αρχές: τη διάδοση της πολυγλωσσίας και το σεβασμό προς τις μειονοτικές γλώσσες. Η επικοινωνιακή αυτή πολιτική θα μπορούσε να οδηγήσει σε συμβατές γλωσσικές και εκπαιδευτικές πολιτικές σε υπερεθνικό και εθνικό επίπεδο. Η επίτροπος Β. Ρέντινγκ τόνισε σωστά τη σημασία της γλωσσικής και εκπαιδευτικής πολιτικής του «ένα συν δύο». Η πολιτική αυτή, για την οποία δεσμεύσεις των κρατών–μελών υπάρχουν από το 1984, αποσκοπεί στο να μαθαίνουν όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες, στη διάρκεια της υποχρεωτικής τους εκπαίδευσης, δύο ακόμη ευρωπαϊκές γλώσσες εκτός της μητρικής. Το «1+2» θα μπορούσε βέβαια να θεωρηθεί εύσχημος συμβιβασμός ανάμεσα σε δύο κυρίαρχες και ανταγωνιστικές πολιτικές: εκείνη που προωθεί την αγγλική ως διευρωπαϊκή γλώσσα και εκείνη που προωθεί τη γαλλική ως πρώτη ξένη γλώσσα των Ευρωπαίων πολιτών. Ο συμβιβασμός πάντως είναι επιτυχής, ακριβώς επειδή δεν αποκλείει τις δύο αυτές πολιτικές· οι οποίες αυξάνουν τη ζήτηση για πολυγλωσσία, ακριβώς επειδή παραμένουν ανταγωνιστικές. Η ευρωπαϊκή πολυγλωσσία δεν προσφέρεται για απομυθοποίηση με τον ίδιο τρόπο που τα τελευταία χρόνια επιχειρείται να «απομυθοποιηθεί» η ιδεολογία της μονογλωσσίας, ιδεολογία που διαμόρφωσαν, διαμορφούμενα από αυτήν, πολλά κράτη–μέλη της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Η πολυγλωσσία έχει με το μέρος της καταιγιστικά τα πορίσματα της νεότερης γλωσσικής επιστήμης. Συμβάλλει αποδεδειγμένα στη γνωστική ανάπτυξη ανηλίκων και ενηλίκων, μάλιστα στην ανάπτυξη εκλεπτυσμένων δεξιοτήτων στην ίδια τη μητρική γλώσσα. «Κανένας μονόγλωσσος δεν ξέρει πραγματικά τη γλώσσα του», πίστευε ο Γκαίτε. Όσο για τα πολιτιστικά, εργασιακά και οικονομικά οφέλη που διασφαλίζει η εκμάθηση ξένων γλωσσών, πολλοί τα έχουν επισημάνει· ώστε να μπορούμε να απλουστεύσουμε χωρίς επιστημονικές ενοχές: η πολυγλωσσία είναι καλό πράγμα, η μονογλωσσία δεν είναι απαραιτήτως κακό.

Πώς δεξιώθηκε η χώρα μας το ΕΕΓ; Σύμφωνα με τον Υπουργό Παιδείας κ. Π. Ευθυμίου, το ΕΕΓ ήταν «ευκαιρία για να προωθηθεί η Αρχαία Ελληνική Γραμματεία στο κέντρο της ευρωπαϊκής εκπαίδευσης» («Καθημερινή», 24/2). Ο κ. Ευθυμίου επανέλαβε μάλιστα παλαιότερη πρόταση του κ. Γ. Παπανδρέου για δημιουργία «Κέντρου Κλασικών Γλωσσών», όπου θα διδάσκονται και θα μελετώνται η Αρχαία Ελληνική και Λατινική Γραμματεία – προφανώς για να ξαναμάθουμε στους κουτόφραγκους όσα μάθαμε από αυτούς τους τελευταίους δύο αιώνες. Πολλοί εθνικοί εκπρόσωποι θεώρησαν ότι το ΕΕΓ πρέπει να το στρέψουμε προς τα «εθνικά μας συμφέροντα», όπως ο κ. Β. Βασιλικός που πρότεινε «αντί να ενσκήψουμε στις ξένες, [να] δούμε καλύτερα τη δική μας γλώσσα» («Μακεδονία», 27/2) και οι ευρωβουλευτές κ. Α. Αλαβάνος και Γ. Μαρίνος (βλ. άρθρο του τελευταίου στο «Βήμα», 1/7) που προτείνουν «τη διδασκαλία στη μέση εκπαίδευση της αρχαίας ελληνικής και της λατινικής γλώσσας ως μητρικών των σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών», αποδεχόμενοι σχετική πρόταση Βάσκων ευρωβουλευτών.

Κατά τη διάρκεια του ΕΕΓ, εκδηλώσεις έγιναν διάφορες – σε Δήμους και Κοινότητες. Μπαλόνια ελευθερώθηκαν στους ουρανούς της Θεσσαλονίκης και της Μήλου. Διαγωνισμός γλωσσομάθειας οργανώθηκε, στον οποίο βραβεύτηκε Έλληνας πολυμαθής. Σποτάκια γυρίστηκαν, όπου διάσημοι συμπολίτες μας μίλησαν για τη «γλώσσα του σώματος», εκτός από τη «γλώσσα των γλωσσών, την ελληνική», για να περιοριστούμε στα ελάχιστα που παρακολουθήσαμε. Και οργανώθηκαν πολλά συνέδρια («Γλώσσα και Πολιτισμός» από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, «Η ελληνική ως δεύτερη γλώσσα: μια διαπολιτισμική προσέγγιση» από το Πανεπιστήμιο Πάτρας, «Η γλωσσομάθεια στην διά βίου εκπαίδευση και την αγορά εργασίας» από το Δήμο Πατρών κ.ά. φορείς, «Γλώσσα και τεχνολογία» από το ΕΜΠ, «Γλωσσική συνείδηση στα Βαλκάνια» από το ΑΠΘ κ.ά.). Ίσως το ελληνικό Έτος Γλωσσών αρχίσει στην Ελλάδα όταν δημοσιευτούν τα πρακτικά αυτών των συνεδρίων. Κατά τ’ άλλα, αν χρησιμοποιούσαμε ως κριτήριο για την εμβέλεια των εκδηλώσεων τις αναφορές του Τύπου στο ΕΕΓ, μετράμε στη διάρκεια ενός έτους 200 αναφορές περίπου, όσες προκάλεσε η ατυχής πρόταση της κ. Διαμαντοπούλου σε δύο μόλις εβδομάδες.

Το πραγματικό ελληνικό Έτος Γλωσσών θα μπορούσε επίσης να αξιολογηθεί με βάση τις απρογραμμάτιστες εκδηλώσεις του. Θυμίζω ότι το 2001 το εγκαινίασε η ξενοφοβική και τεχνοφοβική δήλωση των 40 ακαδημαϊκών για το ελληνικό αλφάβητο. Ακολούθησε η πρωτόδικη καταδίκη (στο 10ο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών στις 2 Φεβρουαρίου) του αρχιτέκτονα κ. Σ. Μπλέτσα, που κατηγορήθηκε από τον βουλευτή της Ν.Δ. κ. Ευγ. Χαϊτίδη για «διασπορά ψευδών ειδήσεων», επειδή διένειμε φυλλάδιο του Ευρωπαϊκού Γραφείου για τις Λιγότερο Ομιλούμενες Γλώσσες, φυλλάδιο που κάνει λόγο –αληθώς– για τις μειονοτικές γλώσσες στην Ελλάδα. Και έκλεισε με την υψηλόφρονα αντίδραση στις προτάσεις της Ελληνίδας Επιτρόπου κ. A. Διαμαντοπούλου για ενίσχυση ή/και επισημοποίηση της αγγλικής γλώσσας. Φυσικά, στις απρογραμμάτιστες εκδηλώσεις του 2001 πρέπει να συμπεριλάβουμε και τις λίγες εκείνες που διέσωσαν το κύρος του ελληνικού ΕΕΓ –και της χώρας– διεθνώς: τη δημιουργία ήδη ενεργού Ευρωπαϊκού Κέντρου Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ)· την έκδοση σημαντικών βιβλίων για την πολυγλωσσία στην Ελλάδα (από το δραστήριο Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων – KEMO)· και την τελική αθώωση του κ. Μπλέτσα από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών (18/12).

Γιατί μια πολυδύναμη κίνηση υπεράσπισης της πολυγλωσσίας παρουσιάζεται τόσο αδύναμη στη χώρα μας; Τι είναι αυτό που εξασθενίζει τα επιχειρήματα της πολυγλωσσίας, μεταφορφώνοντάς τα σε επιχείρημα υπέρ της μονογλωσσίας; Με άλλη ευκαιρία έχουμε υποδείξει τη δύναμη της γλωσσικής συντήρησης στην Ελλάδα, την παγίωση δηλαδή μιας συλλογικής νοοτροπίας που ξεπερνά παραδοσιακούς πολιτικούς και ιδεολογικούς χωρισμούς, σύμφωνα με την οποία η ελληνική θεωρείται γλώσσα ανώτερη των άλλων γλωσσών –άρα γλώσσα που χρήζει ειδικής μεταχείρισης στο πλαίσιο της Ε.Ε.– και ταυτοχρόνως γλώσσα απειλούμενη – που κινδυνεύει είτε λόγω «αποκοπής από τις ρίζες» (αρχαία ελληνικά) είτε λόγω των «αλλοιώσεων» που επιφέρει η αγγλική. Η γλωσσική συντήρηση αντιμετωπίζει εχθρικά τις ξένες γλώσσες, και φοβάται να αναμετρηθεί μαζί τους. Φαντάζεται εικόνες αποκάλυψης, μια εκατόμβη γλωσσών στο βωμό της «τεχνοαγγλικής». Από την εποχή του Τριανταφυλλίδη ακόμη, η γλωσσομάθεια αντιμετωπίζεται από τη σκοπιά των «ζημιών» που μπορεί να προκαλέσει στη μόρφωση και στο φρόνημα των Ελλήνων. Η πολυγλωσσία θεωρείται κίνδυνος για τη μονογλωσσία. Το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών θα μπορούσε λοιπόν να σημάνει την έναρξη μιας διαδικασίας που θα επηρεάσει θετικά την υπόθεση της πολυγλωσσίας στη χώρα μας. Εξίσου εύκολα μπορεί να αποδειχθεί μία ακόμη αποτυχία, μία ακόμη «εθνική νίκη» της μονογλωσσίας εναντίον της πολυγλωσσίας.

* Ο κ. Σπ. Μοσχονάς είναι λέκτορας γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Αυξάνεται η γλωσσομάθεια στην Ε.Ε.

Πολ. Παπαδόπουλος, εφ. Ελευθεροτυπία, 21/2/2001

Η γλωσσομάθεια των πολιτών της Ε.Ε. βελτιώνεται, αλλά η κατάσταση απέχει ακόμη πολύ από τον επιθυμητό στόχο που έχουν θέσει οι χώρες-μέλη ορίζοντας το 2001 Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών: δηλαδή κάθε Ευρωπαίος να μιλά δύο ξένες γλώσσες μετά τη λήξη της εκπαίδευσής του.

Μεταξύ των διαφόρων εκδηλώσεων και δράσεων που προγραμματίστηκαν στο πλαίσιο του Έτους, περιλαμβάνεται και στατιστική καταγραφή του πόσες γλώσσες μιλούν οι κάτοικοι των χωρών-μελών, για ποιους λόγους μαθαίνουν ξένες γλώσσες, τι τους κωλύει κ.λπ. Τα δε πρώτα αποτελέσματα των οποίων έγινε συλλογή και επεξεργασία στο πλαίσιο του ευρωβαρομέτρου είναι άκρως ενδιαφέροντα: Ο αριθμός των Ευρωπαίων που δεν μιλούν καμιά άλλη γλώσσα πλην της μητρικής τους έχει μεν περιοριστεί στο 47%, αλλά αυτός ο μέσος όρος κρύβει σημαντικές ανισότητες. Έτσι, μόνο το 2% των κατοίκων του Λουξεμβούργου μιλά μόνο μία γλώσσα, έναντι 66% των Βρετανών που μιλούν μόνο αγγλικά! Επίσης, ενώ οι Σκανδιναβοί και Ολλανδοί μιλούν τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα σε ποσοστά 85%, με τους Γάλλους αυτό συμβαίνει μόνο σε ποσοστό 49%, τους Ισπανούς 47% και τους Πορτογάλους 43%... Ακόμη, μόνο το 26% των Ευρωπαίων μιλά και δεύτερη ξένη γλώσσα και μόλις το 8% και μια τρίτη. Τέλος, σε ό,τι αφορά την κατανομή, δεν προξενεί εντύπωση ότι το 41% της γλωσσομάθειας αφορά τα αγγλικά, το 19% τα γαλλικά, το 10% τα γερμανικά, το 7% τα ισπανικά και το υπόλοιπο 23% άλλες γλώσσες. Η αυτοκριτική, πάντως, δεν λείπει! Έτσι, το 71% των Ευρωπαίων αναγνωρίζει ότι πρέπει να ξέρει τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα, με τους πλέον πεπεισμένους να είναι οι Λουξεμβούργιοι (96%) και οι Έλληνες (86%) και οι πιο αδιάφοροι οι Γερμανοί (64%) και οι Αυστριακοί (55%).

Όταν, δε, ερωτώνται οι γονείς σχετικά με τους λόγους για τους οποίους τα παιδιά τους οφείλουν να μάθουν ξένες γλώσσες, απαντούν ότι αυτό προσφέρει μεγαλύτερες ευκαιρίες στην αγορά εργασίας (74%), ενώ ως επόμενος λόγος προβάλλεται ο αριθμός των ομιλούντων αυτή τη γλώσσα. Οι Ευρωπαίοι μαθαίνουν ξένες γλώσσες κατά κύριο λόγο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (59%), και σε ποσοστό 20% στους τόπους διακοπών. Η εκμάθηση γλωσσών στο επαγγελματικό περιβάλλον περιορίζεται μόνο στο 17%.

Ακόμη, οι λόγοι που επικαλούνται οι πολίτες για την έλλειψη γνώσης ξένων γλωσσών είναι η μη ύπαρξη ελεύθερου χρόνου, η απουσία κινήτρων και το ακριβό κόστος μιας καλής γλωσσικής κατάρτισης. Σημαντικό εύρημα της έρευνας είναι πάντως το γεγονός ότι το 47% των πολιτών θεωρεί ότι η μεγαλύτερη σύγκλιση της Ε.Ε. και η διεύρυνση δεν πρέπει να οδηγήσει στην επιλογή μόνο μιας κοινής γλώσσας επικοινωνίας. Ωστόσο, το 38% των ατόμων που ερωτήθηκαν πιστεύουν ότι αυτό είναι αναπόφευκτο, με πλέον απαισιόδοξους τους Ιταλούς (60%) και τους Έλληνες (48%).

Έτος Γλωσσομάθειας για την Ευρώπη το 2001

Απόστολος Λακασάς, εφ. Καθημερινή, 10/1/2001

Με πλούσιες εκδηλώσεις το ελληνικό υπουργείο Παιδείας επιδιώκει να θέσει τη σφραγίδα του στο Ευρωπαϊκό Ετος Γλωσσομάθειας, όπως έχει ανακηρυχθεί το 2001. Άλλωστε, η γλώσσα μας -η μόνη που γράφεται και ομιλείται επί περίπου τέσσερις χιλιετίες- αποτελεί ένα σημαντικό «βάρος» και, ταυτόχρονα, προνόμιο για την Ελλάδα, ως κοιτίδα πολιτισμού. Ο υπουργός Παιδείας χθες, έδωσε τη διάσταση της ελληνικής συμμετοχής: «Ως κράτος έχουμε μια σημαντική ιδιαιτερότητα διότι έχουμε το βάρος να υπερασπισθούμε την κληρονομιά της ελληνικής γλώσσας και να προσπαθήσουμε να επιβάλουμε την παρουσία της στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον». Πόσο μάλλον, όπως εμμέσως πλην σαφώς στιγμάτισε ο κ. Ευθυμίου, που στο ευρωπαϊκό έτος δεν συμπεριλαμβάνεται καμιά συγκεκριμένη δράση για την ανάδειξη των κλασικών γλωσσών (αρχαία ελληνικά και λατινικά). Ο υπουργός Παιδείας επανέφερε με επιστολή του προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την πρόταση που είχε κάνει το 1995 από τη θέση του υπουργού Παιδείας ο νυν υπουργός Εξωτερικών κ. Γιώργος Παπανδρέου, για δημιουργία Ευρωπαϊκού Κέντρου Κλασικών Σπουδών. Συμπαραστάτης στη συγκεκριμένη πρόταση είναι και ο Γάλλος υπουργός Παιδείας κ. Ζακ Λανγκ.

Το υπουργείο Παιδείας, εξάλλου, χρηματοδότησε επί πλέον πρωτοβουλίες, ενώ θα δεχθεί προτάσεις για νέα προγράμματα το δεύτερο εξάμηνο του 2001. Ειδικότερα, στην Ελλάδα οι εκδηλώσεις αρχίζουν πανηγυρικά με μία «Γιορτή για τις Γλώσσες», όπως ονομάζεται, στις 23 Φεβρουαρίου στο Γκάζι, ενώ στο πρόγραμμα μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται συνέδρια και ημερίδες για τη γλωσσική συνείδηση στα Βαλκάνια, για τη σύνδεση της γλώσσας με την τεχνολογία και για τη γλωσσομάθεια στην Ελλάδα. Για την προώθηση των στόχων του Ευρωπαϊκού Έτους Γλωσσών, που έχει τεθεί υπό την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου, έχει συσταθεί Εθνική Επιτροπή Στήριξης της Ελληνικής Δράσης, την οποία αποτελούν δώδεκα επιφανείς Έλληνες.

Πάντως, είναι γεγονός ότι τις αναγκαιότητες που επιτάσσει η εποχή της παγκοσμιοποίησης δείχνουν να κατανοούν τα ελληνόπουλα, τα οποία έχουν ιδιαίτερα καλά ποσοστά γλωσσομάθειας. Όπως προκύπτει από τη σχετική έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, τρία στα δέκα ελληνόπουλα ηλικίας 15 έως 24 ετών δεν γνωρίζουν καμία ξένη γλώσσα. Παράλληλα το 67,2% των νέων της χώρας μπορεί να συνεννοηθεί στα αγγλικά. Κατά μέσο όρο το 54% των νέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης μιλάει αγγλικά, πολύ περισσότερο από το 20% που μιλάει γαλλικά και το 11% γερμανικά. Τρεις στους δέκα, πάντως, Ευρωπαίους νέους δεν μιλούν καμία άλλη γλώσσα πλην της μητρικής.

Τα ελληνικά δεν βρίσκουν, δυστυχώς, οπαδούς ανάμεσα στους νέους της υπόλοιπης Ευρώπης. Το 0,3% των Ευρωπαίων που γνωρίζει τη γλώσσα μας είναι το μικρότερο ποσοστό -μαζί με τα φινλανδικά- σε σχέση με τις άλλες γλώσσες των κρατών - μελών της Ε.Ε. Πάντως οι περισσότεροι Ευρωπαίοι νέοι που γνωρίζουν ελληνικά είναι οι Αυστριακοί.

Έτος Ευρωπαϊκών Γλωσσών

Νίκος Τσούλιας*, εφ. Τα Νέα, 11/1/2001

«Στη χώρα των Ελλήνων δόθηκε μέσα στην

ομιλούμενη γλώσσα της ένα έκτακτο χάρισμα

να υπομένει τον πλούτο του ιερού, τον

ευμενή αλλά και απειλητικό χαρακτήρα του»

Μ. Χάιντεγκερ

Η επιτυχία της χώρας μας με την ένταξή της στην ΟΝΕ θέτει εκ των πραγμάτων στην πρώτη γραμμή της συζήτησης την ουσιαστική σύγκλιση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Και βεβαίως η οικονομία είναι η βάση όλου του πολιτικού εποικοδομήματος, αλλά υπάρχουν και αυτόνομες δράσεις του πολιτιστικού πεδίου, οι οποίες μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην όλη προοπτική του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.

Σε ένα τέτοιο κλίμα επωάστηκε η απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να ανακηρύξει το 2001 σε Έτος Ευρωπαϊκών Γλωσσών, συνδέοντας μάλιστα αυτή την πρωτοβουλία με το έτος κατά του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Οι στόχοι αυτής της προσπάθειας είναι:

α)Η ευαισθητοποίηση του πληθυσμού σχετικά με τη σημασία του γλωσσικού και πολιτιστικού πλούτου εντός της Ε.Ε. και την πολιτισμική αξία που αντιπροσωπεύει αυτός ο πλούτος, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή σύμφωνα με την οποία όλες οι γλώσσες είναι ισότιμες και αξίζουν τον ίδιο σεβασμό.

β)Η ενίσχυση της πολυγλωσσίας.

γ)Η ενημέρωση όσο το δυνατόν ευρύτερου μέρους του πληθυσμού για τα πλεονεκτήματα της ικανότητας χρήσης πλειόνων γλωσσών, ως βασικού στοιχείου της προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξης των ατόμων, της διαπολιτιστικής κατανόησης, της πλήρους αξιοποίησης των δικαιωμάτων που συνεπάγεται η ιθαγένεια της Ένωσης. Ο πληθυσμός-στόχος θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τους μαθητές και τους φοιτητές, τους γονείς, τους εργαζομένους, τους αιτούντες εργασία, τους κατοίκους των παραμεθόριων ζωνών και των περιφερειακών περιοχών, τους πολιτιστικούς φορείς, τις μειονεκτικές κοινωνικές ομάδες, τους μετανάστες κ.λπ.

δ)Η ενθάρρυνση όλων των ατόμων που διαμένουν στα κράτη μέλη για τη διά βίου εκμάθηση γλωσσών, ενδεχομένως από την προσχολική και τη στοιχειώδη εκπαίδευση, και την απόκτηση συναφών δεξιοτήτων που συνδέονται με τη χρησιμοποίηση της γλώσσας για συγκεκριμένους σκοπούς (επαγγελματικούς κ.ά.), ανεξαρτήτως ηλικίας, καταγωγής, κοινωνικής κατάστασης, προηγούμενης σχολικής φοίτησης και διπλωμάτων.

ε)Η συλλογή και διάδοση πληροφοριών για τη διδασκαλία και την εκμάθηση γλωσσών και για τις δεξιότητες, τις μεθόδους (ιδίως τις καινοτόμες) και τα εργαλεία, περιλαμβανομένων και εκείνων που αναπτύσσονται στα πλαίσια άλλων κοινοτικών δράσεων και πρωτοβουλιών, τα οποία βοηθούν αυτήν τη διδασκαλία και την εκμάθηση και / ή διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ των χρηστών διαφορετικών γλωσσών.

Βεβαίως, το όλο θέμα ισοτιμίας των γλωσσών έχει σημαντική διάσταση μεταξύ διακηρύξεων και πράξης. Υπάρχει η ταχεία επέκταση της αγγλικής γλώσσας και η «μονοκαλλιέργεια» μιας αντίστοιχης κουλτούρας ως απόρροια των οικονομικών και παραγωγικών εξελίξεων στον χώρο της αγοράς. Ως εκ τούτου, πρέπει να αναπτυχθούν ισχυρές τάσεις πραγματικής ισοτιμίας όλων των γλωσσών. Η γλωσσική πολυμορφία είναι θησαυρός και στοιχείο δυναμικής πολιτισμικής ανέλιξης.

Υπάρχουν και δύο επιπλέον θετικά στοιχεία που τα αναγνωρίζει και η Ε.Ε.:

α)Η ορθή γνώση της μητρικής γλώσσας και η εκμάθηση των κλασικών γλωσσών, ιδίως των λατινικών και των ελληνικών, μπορεί να διευκολύνει την εκμάθηση άλλων γλωσσών.

β)Η πρόσβαση στην απέραντη λογοτεχνική κληρονομιά στη γλώσσα του πρωτοτύπου μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη της αμοιβαίας κατανόησης και να προσδώσει ένα απτό περιεχόμενο στην έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας.

Είναι σημαντικό το γεγονός της αυξημένης δυναμικής για γλωσσομάθεια από τους μαθητές μας. Εδώ θα αναπτυχθεί κυρίως ο στόχος για εκμάθηση δύο ξένων γλωσσών από κάθε πολίτη της Ε.Ε. Πρέπει να στηριχθεί από τη χώρα μας, με συστηματικό τρόπο, η διάδοση της ελληνικής γλώσσας, αφού υπάρχει έντονο ενδιαφέρον στους νέους αρκετών άλλων χωρών (π.χ. Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία). Άλλωστε ο Πωλ Βαλερύ τόνιζε: «Κάθε φυλή, κάθε γη, που διαδοχικά εκρωμαΐσθηκε, εκχριστιανίσθηκε και υποβλήθηκε πνευματικά στην πειθαρχία των Ελλήνων, είναι απολύτως Ευρώπη».

* τ. πρόεδρος της ΟΛΜΕ

Διαβατήριο για την επιτυχία η γλωσσομάθεια

Απόστολος Λακασάς, εφ. Καθημερινή, 12/5/2000

Μια ξένη γλώσσα πλέον δεν είναι αρκετή, δύο μιλούν πολλοί και, σε μερικά χρόνια, τρεις ίσως είναι απαραίτητες για την επαγγελματική αποκατάσταση... Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από δύο έρευνες που περιγράφουν τη συνεχιζόμενη άνθηση των φροντιστηρίων ξένων γλωσσών, τα οποία κατά τη δεκαετία του ’90 υπερδιπλασιάστηκαν και αριθμούν πλέον πάνω από ένα εκατομμύριο μαθητές. Πολλοί εξ αυτών βρίσκονται στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων ή πέντε ετών, αφού ένας στους έξι γονείς θεωρεί ότι (και) στη γλωσσομάθεια το γοργόν και χάριν έχει...

Άλλωστε, τα ελληνόπουλα έχουν έφεση στις ξένες γλώσσες, τα ποσοστά επιτυχίας στις εξετάσεις κυμαίνονται γύρω στο 80-90%, ενώ ένα στα τέσσερα παιδιά γνωρίζει και δεύτερη γλώσσα. Σίγουρα δε, οι επιδόσεις αυτές θα ήταν υψηλότερες -ή τουλάχιστον... φθηνότερες για τον οικογενειακό προϋπολογισμό- εάν το δημόσιο σχολείο συμμετείχε πιο ενεργά στην ξενόγλωσση εκπαίδευση, αντί να «εφοδιάζει» με πελατεία τα φροντιστήρια.

Μάθε μια ξένη γλώσσα κι άσ’ τηνε...

Σε μία περίοδο που οι νέοι ταλανίζονται από την ανασφάλεια για μια θέση στον... ήλιο της αγοράς εργασίας, και φροντίζουν να πάρουν όσο το δυνατόν περισσότερα εφόδια, ένα σίγουρο «διαβατήριο» για την επαγγελματική αποκατάσταση είναι η γνώση ξένων γλωσσών. Σήμερα, άλλωστε, ποιος γονιός διανοείται ότι το παιδί του μπορεί να ορθοποδήσει στον επαγγελματικό στίβο, εάν δεν γνωρίζει τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα;

Την τελευταία δεκαετία, τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών έχουν υπερδιπλασιασθεί και σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 11.000 φροντιστήρια στα οποία φοιτούν πάνω από 1 εκ. παιδιά. Ταυτόχρονα, οι εκπρόσωποι στην Ελλάδα των ξένων εκπαιδευτικών οργανισμών των μεγάλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών (Βρετανικό Συμβούλιο, Ινστιτούτο Γκαίτε και Γαλλικό Ινστιτούτο) διαβεβαιώνουν ότι κάθε χρόνο υπάρχει αύξηση του ενδιαφέροντος για τις ξένες γλώσσες. Πόσο, μάλλον, που από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 όλο και περισσότεροι γονείς αποφασίζουν να στείλουν τα παιδιά τους για ξένη γλώσσα από τα 4 με 5 χρόνια τους. Μάλιστα, το 14% εκτιμά ότι η εκμάθηση ξένης γλώσσας είναι ιδανικό να αρχίζει μέχρι την ηλικία των έξι ετών. Σε αντίθεση, πάντως, με την Ελλάδα, όπου τα φροντιστήρια έχουν αναλάβει αυτό το έργο, στην Ευρώπη οι μαθητές αρχίζουν να διδάσκονται ξένες γλώσσες υποχρεωτικά από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού.

Μία γλαφυρή εικόνα για τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, τις επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών αλλά και το σημαντικό κόστος που επωμίζονται ετησίως οι ελληνικές οικογένειες, δίνουν δύο έρευνες -η πρώτη του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ιδιοκτητών Φροντιστών Ξένων Γλωσσών Palso και η δεύτερη που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών από την εταιρεία Niche Σύμβουλοι Επιχειρήσεων- στοιχεία των οποίων παρουσιάζει σήμερα η «Κ».

Από το προνήπιο στις ξένες γλώσσες

Από μικρά στα... βάσανα των ξένων γλωσσών μπαίνουν τα Ελληνόπουλα. Από την προνηπιακή ηλικία των 4 με 5 ετών κιόλας, όλο και περισσότεροι γονείς αποφασίζουν να στείλουν τα παιδιά τους για αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά... Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ιδιοκτητών Φροντιστών Ξένων Γλωσσών Palso, το 14% των γονιών εκτιμά ότι η εκμάθηση ξένης γλώσσας είναι ιδανικό να αρχίζει μέχρι την ηλικία των έξι ετών.

«Η τάση αυτή έχει αρχίσει να διαμορφώνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν όλο και περισσότεροι γονείς άρχισαν να στέλνουν τα παιδιά τους σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών» αναφέρει στην «Κ» η κ. Σοφία Οικονομέα, πρόεδρος του πανελλήνιου συνδέσμου. Γεγονός, που αναδεικνύει τη σημασία των ξένων γλωσσών στην εκπαίδευση σήμερα, χωρίς να παραλείπεται η διάθεση των γονέων να υπερφορτώνουν το πρόγραμμα των παιδιών τους από πολύ μικρή ηλικία εκτιμώντας τη... μορφωτική επιβάρυνση εκ προοιμίου θετική.

Ειδικότερα, η πλειονότητα των γονέων (64%) πιστεύει ότι η κατάλληλη ηλικία είναι από 6 έως 9 ετών ενώ πολύ λιγότεροι (21%) θεωρούν την ηλικία των 15 έως 19 ετών ως την περισσότερο κατάλληλη. Είναι σαφές, άλλωστε, σύμφωνα με την κλαδική μελέτη για τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, ότι η πλειονότητα των μαθητών των φροντιστηρίων (61%) είναι Ελληνόπουλα έως και 14 χρόνων.

Το ετήσιο κόστος

Το κόστος για τις σπουδές ξένων γλωσσών ενός παιδιού σε φροντιστήριο μπορεί να κυμανθεί από 100.000 δραχμές έως και πάνω από τις 300.000 ετησίως ανάλογα με το επίπεδο. Το κόστος των ξενόγλωσσων εκπαιδευτικών βιβλίων, για τα οποία η ετήσια δαπάνη συνολικά τα τελευταία χρόνια κυμαίνεται από 17 έως 20 δισ. δραχμές το χρόνο, παρουσιάζει αύξηση κατά 13,5% τα τελευταία έξι χρόνια. Τέλος, το κόστος για τη συμμετοχή στις εξετάσεις για την απόκτηση διπλωμάτων γλωσσομάθειας από τα ξένα ιδρύματα εκτιμάται σε 6,5 δισ. δραχμές.

Άνω του 65%

Τα Ελληνόπουλα, πάντως, δείχνουν ιδιαίτερη έφεση στις ξένες γλώσσες καθώς το μέσο ποσοστό επιτυχίας στις εξετάσεις για τα διπλώματα ανά επίπεδο και γλώσσα σε όλες τις περιοχές της Ελλάδος, κυμαίνεται σε υψηλό επίπεδο, άνω του 65%, ενώ ένα στα τέσσερα παιδιά γνωρίζει και δεύτερη ξένη γλώσσα. Ειδικότερα, τα ποσοστά επιτυχίας στις εξετάσεις των αγγλικών φθάνουν στο 90%, των γαλλικών στο 86%, των ισπανικών στο 81% και των ιταλικών και γερμανικών στο 79 και 78% αντίστοιχα. Εξετάσεις

Αύριο και την Κυριακή περίπου 50.000 μαθητές στην Ελλάδα και την Κύπρο ρίχνονται στη μάχη των πανελλήνιων εξετάσεων γλωσσομάθειας Palso. ο Σάββατο οι μαθητές θα εξετασθούν σε αγγλικά και γαλλικά και την Κυριακή σε αγγλικά, ιταλικά και γερμανικά. Τα εξεταστικά κέντρα θα στεγασθούν σε δημόσια γυμνάσια και λύκεια ενώ οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν μαζί τους το δελτίο συμμετοχής στις εξετάσεις και την αστυνομική τους ταυτότητα ή άλλο έγγραφο.

Το μέλλον ανήκει στις «αλυσίδες» φροντιστηρίων

Το μέλλον των φροντιστηρίων των ξένων γλωσσών ανήκει στις μεγάλες αλυσίδες φροντιστηρίων. Αυτές είναι οι εκτιμήσεις των εκπαιδευτικών του χώρου που έχουν φροντιστήρια. Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα, δύο κατηγορίες φροντιστηρίων ξένων γλωσσών δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα: Οι αλυσίδες των μεγάλων φροντιστηρίων και εκείνα ιδιοκτήτες των οποίων είναι καθηγητές ξένων γλωσσών με πολυετή εμπειρία στη διδασκαλία. Ειδικότερα για τα μεγάλα φροντιστήρια -που συνήθως αποτελούν αλυσίδες λειτουργώντας με τη μέθοδο του franchising- το κόστος ίδρυσής τους ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος, τον αριθμό αιθουσών, τα σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα από 20 έως 40 εκατ. δραχμές. Το κόστος της τάξης κυμαίνεται ανά έτος από 1 έως 3,5 εκατ. δραχμές. Στα φροντιστήρια αυτά το οικογενειακό κόστος για κάθε μαθητή ξεκινά από τις 170.000 δραχμές φθάνοντας έως και το 1 εκατ. δραχμές, αναλόγως της τάξης που βρίσκεται το παιδί και τη συμμετοχή του σε κάποιες εξετάσεις.

Κύριο χαρακτηριστικό των φροντιστηρίων είναι ότι υπάρχει ένας αυστηρά δομημένος κεντρικός μηχανισμός με διάρθρωση σε αρμοδιότητες και υπευθυνότητες. Η επιλογή του εκπαιδευτικού υλικού, η δημιουργία και υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και της διαφημιστικής καμπάνιας, καθώς επίσης η επιλογή και κατάρτιση των εκπαιδευτών βρίσκεται υπό την εποπτεία και πραγματοποιείται από τα κεντρικά γραφεία. Όσον αφορά το μέλλον του χώρου, οι ιδιοκτήτες τέτοιων αλυσίδων, σύμφωνα με την έρευνα, εμφανίζονται ιδιαίτερα αισιόδοξοι.

Τα υπόλοιπα φροντιστήρια, των οποίων ιδιοκτήτες είναι καθηγητές ξένων γλωσσών, είναι πολύ μικρές επιχειρήσεις όπου τη συνολική ευθύνη για το σύνολο των εργασιών (διοικητικών και εκπαιδευτικών) την έχει ένα άτομο. Το διδακτικό τους προσωπικό αποτελείται κυρίως από άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (άνω των 35 ετών) και κύριο κριτήριο επιλογής τους αποτελούν τα τυπικά προσόντα (απόφοιτοι ξένης φιλολογίας), η επαγγελματική εμπειρία και καταξίωση στο χώρο, η ικανότητα μετάδοσης γνώσεων μέσα στην αίθουσα. Πολύ σημαντικό κριτήριο αποτελεί η ύπαρξη κάποιας σύστασης του υπό πρόσληψη καθηγητή από κάποιο γνωστό.

Ιδιαίτερη έφεση δείχνουν τα ελληνόπουλα

Με ιδιαίτερη έφεση στις ξένες γλώσσες παρουσιάζονται τα Ελληνόπουλα. Η επίδοσή τους κρίνεται για όλες τις ηλικίες των μαθητών από καλή έως πολύ καλή. Σύμφωνα με την έρευνα του Επαγγελματικού Επιμαλητηρίου Αθηνών -με ανώτερο βαθμό το 5-, οι μαθητές των δημοσίων σχολείων στα τμήματα ξένων γλωσσών των φροντιστηρίων εμφανίζουν το καλύτερο μέσο επίδοσης.

Μέσος όρος

Συγκεκριμένα, το μέσο επίπεδο των μαθητών δημοσίων σχολείων κρίθηκε καλό προς πολύ καλό (μέσος όρος επιπέδου 4,22). Το μέσο επίπεδο των μαθητών ιδιωτικών σχολείων κρίθηκε σχεδόν καλό (μέσος όρος επιπέδου 3,99), και, τέλος, το μέσο επίπεδο των αποφοίτων κρίθηκε καλό προς πολύ καλό (μέσος όρος επιπέδου 4,15).

Ειδικότερα, ως προς τις περιοχές η Πάτρα εμφανίζει σε όλες τις κατηγορίες τα καλύτερα μέσα επίπεδα μαθητών στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών.

Έτσι, οι επιδόσεις των μαθητών δημοσίου κυμαίνονται από το καλό επίπεδο (μέσος βαθμός 4, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης) έως πολύ καλό επίπεδο (μέσος βαθμός 4,91, στην περιοχή της Πάτρας).

Καλό επίπεδο

Οι μαθητές που φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία εμφανίζουν σχεδόν πολύ καλό επίπεδο (μέσος βαθμός 3,89 στην περιοχή της Αττικής) έως πολύ καλό επίπεδο (μέσος βαθμός 4,80 και πάλι στην περιοχή της Πάτρας). Τέλος, οι απόφοιτοι εμφανίζουν τις ίδιες επιδόσεις μεταξύ του «καλού επιπέδου» (μέσος βαθμός 3,94 στην περιοχή Ηρακλείου Κρήτης) έως και πολύ καλού επιπέδου (μέσος βαθμός 4,63 στην περιοχή της Πάτρας).

Στα δημόσια σχολεία

Βέβαια, είναι εύλογο οι μαθητές των δημόσιων σχολείων να αποτελούν την πλειοψηφία όσων πηγαίνουν σε φροντιστήρια. Ειδικότερα το 78,10% των μαθητών φροντιστηρίων πηγαίνει σε δημόσιο σχολείο, το 11,56% σε ιδιωτικό, ενώ 18,57% είναι απόφοιτοι.

«Διαβατήριο» για εργασία...

Ζητείται νέα για τη θέση της γραμματέως διοίκησης, απαραίτητα: προϋπηρεσία, ξένες γλώσσες, σπουδές διοίκησης επιχειρήσεων... Ασκούμενος δικηγόρος ζητείται από δικηγορικό γραφείο, επιθυμητή άριστη γνώση Η/Υ, ξένες γλώσσες...

Από επιθυμητή έως απαραίτητη είναι πλέον η επαρκής, ακόμη και άριστη γνώση των ξένων γλωσσών, έτσι, όπως εμφανίζεται στις μικρές αγγελίες του Τύπου. Η γλωσσομάθεια εκτιμάται ως σημαντικό εφόδιο από τη σημερινή εργοδοσία, ακόμη κι αν δεν θεωρείται βασική προϋπόθεση για την πρόσληψη του υποψήφιου υπαλλήλου ή τυπικό προσόν για τη θέση εργασίας. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, εκείνος που διεκδικεί μια συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα δεν έχει και πολύ... μέλλον, αν δεν κατέχει άριστα μία ή δύο ξένες γλώσσες.

«Στο εμπορικό τμήμα του ραδιοφωνικού σταθμού, όπου εργάζομαι, η ζήτηση προσωπικού μέσω αγγελίας απευθύνεται σε άτομα εξειδικευμένα, που να γνωρίζουν αγγλικά, όχι υποχρεωτικά υψηλού επιπέδου», αναφέρει στην «Κ» η κ. Μαριάννα Νάκα, υπεύθυνη για τη συγκέντρωση των βιογραφικών των ενδιαφερομένων. Εξηγεί ακόμη ότι «τα αγγλικά, στην περίπτωση του τομέα μάρκετινγκ, χρειάζονται κυρίως σε επίπεδο ορολογίας, καθώς και στο χειρισμό του ηλεκτρονικού υπολογιστή».

Απαραίτητη και στο Δημόσιο

Μόλις ένας στους 10 δημοτικούς υπαλλήλους γνωρίζει μία ξένη γλώσσα, ενώ στο Δημόσιο η εικόνα είναι καλύτερη, κυρίως, όμως, στις επιτελικές θέσεις των υπουργείων. Η ποικιλία, πάντως, των γλωσσών που μιλούν είναι εντυπωσιακή. Το 38% μιλάει ιταλικά, το 34% αγγλικά, το 16,16% γαλλικά, ενώ υπάρχουν υπάλληλοι που μιλούν τη γλώσσα των Σουαχίλι, των Δανών και των Ούγγρων. Αν και η γνώση μιας ξένης γλώσσας θεωρείται πλέον απαραίτητο προσόν για την πρόσληψη δημοσίων υπαλλήλων, με βάση το ισχύον νομικό πλαίσιο δεν αποτελεί τυπικό προσόν για το διορισμό ενός υποψηφίου. Στους δύο διαγωνισμούς του Δημοσίου που έχουν διενεργηθεί, περιλαμβάνεται στα εξεταζόμενα μαθήματα, καθώς τα περισσότερα υπουργεία και οι Οργανισμοί θέτουν ως απαραίτητη προϋπόθεση τη γνώση μίας τουλάχιστον ξένης γλώσσας, σε άριστο μάλιστα επίπεδο και την κατοχή ενός διπλώματος που να πιστοποιεί τη γνώση αυτή. Οι περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι μπορούν απλώς, γνωρίζοντας τα βασικά, να συνεννοηθούν στην αγγλική γλώσσα. Οι γνώσεις είναι φτωχές και παρατηρείται μεγάλο έλλειμμα στην κατοχή πτυχίων ξένων γλωσσών, τα οποία φαίνεται να έχουν όσοι είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Με τέσσερις γλώσσες στη «βαλίτσα των γνώσεων»

Έλενα Καρανάτση, εφ. Καθημερινή, 12/5/2000

Η Μαρία Μπίμπου είναι 25 ετών, απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ με μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα της Γλωσσολογίας και εργάζεται ως μεταφράστρια σε γνωστό εκδοτικό οίκο της Αθήνας. Γνωρίζει άπταιστα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά και θεωρεί τη μετάφραση κειμένων άκρως γοητευτικό και δημιουργικό επάγγελμα.

«Η διαδικασία δεν είναι διόλου εύκολη και τυπική. Η μετάβαση από τη μία γλώσσα στην άλλη είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, απαιτεί συνεχή επεξεργασία, αλλαγές, διορθώσεις, προσεκτική επιλογή των πιο κατάλληλων φράσεων. Δεν εξηγείς απλώς τις λέξεις μία προς μία, αλλά ουσιαστικά συνθέτεις ένα νέο κείμενο, στο οποίο δίνεις μορφή, δομή, ύφος και επεμβαίνεις διαρκώς. Ο κεντρικός στόχος είναι να μεταφράζεις και να μετασχηματίζεις το κείμενο ανάλογα πάντοτε με αυτόν, στον οποίο απευθύνεσαι», εξηγεί η κ. Μπίμπου.

Δυσκολία

Θεωρεί σαφώς δυσκολότερη τη μετάφραση ενός ελληνικού κειμένου στα αγγλικά ή τα γαλλικά απ’ ό,τι το αντίστροφο. «Η βαθιά γνώση μιας ξένης γλώσσας σου δίνει τη δυνατότητα να διαβάσεις το πρωτότυπο λογοτεχνικό έργο στη γλώσσα που γράφηκε, γεγονός που προσφέρει περισσότερες συγκινήσεις σε σχέση με το μεταφρασμένο. Επίσης είναι συγκλονιστική η εμπειρία της ανακάλυψης των κοινών λεξιλογικών, συντακτικών και γραμματικών στοιχείων μεταξύ των γλωσσών, όπως και η ποικιλία των τρόπων με τους οποίους μπορεί να εκφραστεί η ίδια σκέψη, το ίδιο συναίσθημα», καταλήγει.

Η Βάσια Παπαδόγγονα ξεναγεί τους ξένους επισκέπτες της χώρας μας εδώ και 23 χρόνια. Από αρκετά νεαρή ηλικία γνώριζε ήδη αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, ενώ αργότερα πρόσθεσε στο βιογραφικό της και τα ιταλικά. Έχοντας στη βαλίτσα των γνώσεών της τις τέσσερις γλώσσες αποφάσισε να τις αξιοποιήσει σπουδάζοντας στη σχολή ξεναγών. «Είναι απαιτητικός ο ρόλος του ξεναγού, καθώς καλείσαι να προσαρμοστείς στο γλωσσικό κώδικα και την κουλτούρα του αλλοδαπού τουρίστα, αν πραγματικά θέλεις να επικοινωνήσεις μαζί του. Χρειάζεται πολύ καλή προετοιμασία και φυσικά άριστη γνώση της ξένης γλώσσας. Την πρώτη φορά που ξενάγησα γκρουπ είχα απίστευτο άγχος. Το κοινό είναι απαιτητικό, εκτίθεσαι. Μπορεί να κολλήσεις σε κάποια λέξη και να χρειαστεί να περιγράψεις περιφραστικά αυτό που θέλεις να πεις. Βέβαια, τίποτε δεν σ’ εμποδίζει να ρωτήσεις τον ταξιδιώτη, να μάθεις καινούργιες λέξεις και φράσεις, ώστε να διευρύνεις και το φάσμα των γνώσεών σου. Ο ξεναγός παίζει πολυδιάστατο ρόλο, καθώς συχνά αυτοσχεδιάζει, γίνεται παραστατικός εν είδει ανιματέρ και λειτουργεί ως άλλος πρέσβης του ελληνικού πολιτισμού», υποστηρίζει η κ. Παπαδόγγονα.

Οι ξένες γλώσσες στο σχολείο

Γ. Μπαμπινιώτης, Παιδεία, Εκπαίδευση και Γλώσσα, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1994

Είναι περίεργο. Με τη χειρότερη ίσως -σε μέσα, χρόνο, μέθοδο, αναλογία διδασκόντων-διδασκομένων κ.λπ.- ξενόγλωσση σχολική εκπαίδευση, η Ελλάδα ανήκει στις χώρες με την υψηλότερη γλωσσομάθεια! Οι Έλληνες μαθαίνουν τελικά ξένες γλώσσες. Η γλωσσομάθεια των Ελλήνων ανάμεσα στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι στατιστικώς αποδεδειγμένη.

Μόνο που μαθαίνουν ξένες γλώσσες πληρώνοντας «έξτρα». Με άλλα λόγια, την απαραίτητη πια σήμερα για τον πολίτη της Ευρώπης γνώση μίας τουλάχιστον ξένης γλώσσας (απαραίτητη υπό τις σημερινές συνθήκες όσο τα μαθηματικά λ.χ. ή και αυτή ακόμη η μητρική γλώσσα, ας μη φανεί υπερβολή) την έχουμε παραχωρήσει στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στα φροντιστήρια και στα ιδιωτικά σχολεία, προς δόξαν και πάλι της «δωρεάν παιδείας» που παρέχουμε στην Ελλάδα. Γιατί, όσο κι αν έχει βελτιωθεί η κατάσταση έναντι του παρελθόντος, όσο κι αν διαθέτουμε σήμερα πια στη δημόσια εκπαίδευση ένα καλό δυναμικό, ικανό να διδάξει σωστά την ξένη γλώσσα, η κατάσταση στη δημόσια εκπαίδευση από πλευράς ξενόγλωσσης παιδείας παραμένει προβληματική έως απογοητευτική. Τα παιδιά δεν μαθαίνουν μέσα στο σχολείο μία έστω ξένη γλώσσα σε επίπεδο που να μπορούμε να πούμε ότι τη γνωρίζουν. Πα απόκτηση πιστοποιητικού γνώσεως της ξένης γλώσσας, με μόνη τη διδασκαλία στο δημόσιο σχολείο, δεν μπορεί φυσικά να γίνει λόγος όπως έχουν σήμερα τα πράγματα.

Κι όμως η κατάσταση της παιδείας μας και στον τομέα αυτόν πρέπει και μπορεί να αλλάξει ριζικά. Δεν είναι ανέφικτο να μαθαίνουν οι μαθητές μας μέσα στο σχολείο τους μία τουλάχιστον ξένη γλώσσα. Χρειάζεται να αυξηθούν οι ώρες διδασκαλίας των ξένων γλωσσών στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, να χρησιμοποιούνται κατάλληλα ξενόγλωσσα βιβλία και αποτελεσματικές μέθοδοι διδασκαλίας, να γίνεται η διδασκαλία της ξένης γλώσσας σε ολιγομελή και ομοιογενή, από πλευράς γνώσης και επίδοσης, τμήματα μαθητών, να στηρίζεται οπτικοακουστικά με σύγχρονα τεχνολογικά εκπαιδευτικά μέσα (μαγνητόφωνο, βίντεο, ηλεκτρονικό υπολογιστή), και να έχουν οι διδάσκοντες τις ξένες γλώσσες την απαιτούμενη επιστημονική και διδακτική επάρκεια. Αν γίνουν όλα αυτά, τότε ασφαλώς τα αποτελέσματα θα είναι πολύ καλύτερα.

Το καλοκαίρι των γλωσσών

Παντελής Μπουκάλας, Θεματικοί Κύκλοι, σελ. 35-36

Λάλο το καλοκαίρι, θορυβώδες σκηνοθετεί τον υπαίθριο, τον ανοιχτό πολιτισμό του κι αυτό εξακολουθεί να αποτελεί ένα σπουδαίο δώρο ακόμη και αν η παράσταση εμφανίζεται κάθε χρόνο βαθύτερα φθαρμένη από τη λογική και την παθητική της βιαστικής απομίμησης. Θορυβώδες και πολύγλωσσο, συν τοις άλλοις επειδή θυμάται ο καθένας μας μια γλώσσα άλλη από τη χειμερινή, η οποία μέσα στην καταπόνησή της αρνείται την ευχαρίστηση που μπορεί να προσφέρει το αναίτιο και άσκοπο κουβεντολόι, όπου ο στόχος δεν είναι να πείσεις καλά και σώνει ούτε να ευφρανθείς ακούγοντας τη φωνή σου, αλλά να μοιραστείς το χρόνο και τις λίγες σκέψεις σου για ό,τι πρόσφορο, πολιτικό, αθλητικό, καλλιτεχνικό. Κι ύστερα, στην αμμουδιά, σε κυκλώνουν σύμφωνα και φωνήεντα αλλότρια, λέξεις ξένες, φωνές που, κι αν ακόμη δεν κατέχεις το λεξιλόγιό τους, σου αποκαλύπτονται μέσα από τον τόνο τους. Οι φυλές της παραλίας μοιράζονται ανάλογα και με τη χρήση που επιφυλάσσουν στη γλώσσα τους: οι φωνακλάδες, οι φλύαροι ή και επιθετικά κοινωνικοί, οι σιωπώντες και αποσυρμένοι στην καυστική μονοτονία της ηλιοθεραπείας, οι σιγανομίλητοι. Τα ντεσιμπέλ ανεβαίνουν μαζί με το ποσοστό μεσογειακής αρμύρας που έχει καθένας στο αίμα του. Άλλες βέβαια οι γλώσσες που ακούει κανείς στα νησιά της παραθεριστικής αίγλης, σίγουρες αυτές και ζωηρές, κι άλλες εκείνες που επισκέπτονται την ακοή του, αν τύχει και βρεθεί σε καμιά από τις «ταπεινές», τις βατές παραλίες της Αττικής. Στη Λούτσα, στο Σχοινιά, στο Καβούρι, παντού όπου μπορείς να πας και με τη δημόσια συγκοινωνία ή μ' ένα παπάκι, δεν θ' ακούσεις, παρά σπανιότατα, γερμανικά, ιταλικά, αγγλικά, γαλλικά ή γιαπωνέζικα, τις γλώσσες δηλαδή που κυριαρχούν στις Κυκλάδες, στην Κρήτη, στα Ιόνια, στα Δωδεκάνησα. Στη λαϊκή Αττική, ακούς -όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια- πολωνικά, ρώσικα, αλβανικά, φιλιππινέζικα, ρουμάνικα, βουλγάρικα· όσα δεν μπορεί να τα αναγνωρίσει και να ταυτίσει η μετρημένη γλωσσομάθειά σου, τα συγκαταλέγεις γενικώς στα ανατολικοευρωπαϊκά, συμπεραίνοντας, με βάση και τα τηλεοπτικά σου ακούσματα, ότι πρόκειται για γλώσσες που δεν ανήκουν στις «ισχυρές», τις τουριστικά και όχι μόνο ισχυρές.

Δεν είναι βέβαια τουρίστες όσοι μιλούν τις γλώσσες αυτές. Δεν έχουν φτάσει ως εδώ για να απολαύσουν τη μηνιαία ξεκούρασή τους και να γευτούν την καλοσύνη του τόπου, που αντέχει ερήμην μας, ή καλύτερα εις πείσμα των κατακτητικών και «αναπτυξιακών» ορέξεών μας. Είναι άνθρωποι που δουλεύουν στα μέρη μας, άλλοι νόμιμα κι άλλοι λαθραία, και οι οποίοι αντιλαμβάνονται την έννοια «διακοπές» όπως ακριβώς και οι πατεράδες κι οι μανάδες μας είκοσι ή τριάντα χρόνια πριν, εσωτερικοί μετανάστες εκείνοι: ένα μπάνιο το Σαββατοκύριακο σε κοντινή παραλία, μια ανάσα σχεδόν κλεμμένη από την ανάγκη, μια διαφυγή απολύτως απαραίτητη μέσα στην ασημαντότητά της. [...] Οι ξένοι, λοιπόν, αυτοί οι μη τουρίστες ξένοι, ελάχιστα ακούγονται, σαν να κρύβονται μέσα στη γλώσσα τους, σαν να μη θέλουν να φανεί η καταγωγή τους (προπάντων αν συναριθμείται σ' εκείνες που ξέρουν ότι τις θεωρούμε «κακές» και «καταραμένες» εμείς οι εγκατεστημένοι). Και τα παιδιά τους ακόμη -που σίγουρα κάτι στενάχωρο και προσβλητικό θα έχουν ακούσει στο δρόμο ή στα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης-, έχουν συνηθίσει να αυτοδεσμεύονται, και μόνον όταν μιλούν ελληνικά θριαμβεύει ηχηρότατη η ηλικία τους. Ετούτα τα παιδιά, που έχουν ήδη γευτεί τους γλυκούς και ξινούς καρπούς της ημετέρας παιδεύσεως, μιλούν ήδη μιαν αρκετά ή και εντελώς λειασμένη και ακόμπιαστη ελληνική, χωρίς να χρειαστούν φροντιστήριο άλλο από το σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον, ένα κοινωνικό περιβάλλον που για τα περισσότερα (όπως άλλωστε και για τα μισά Ελληνόπουλα) ταυτίζεται με το τηλεοπτικό· στο σπίτι των μεταναστών, όσο γνωρίζω, η τηλεόραση δεν κλείνει ποτέ, ίσα ν' ακούγονται οι λέξεις, να γίνονται συνήθεια του αυτιού πρώτα, κι ύστερα συνήθεια της γλώσσας.

Είναι ένα αποτέλεσμα των τελευταίων χρόνων ετούτο, σπουδαίο ακριβώς επειδή δεν είναι στατιστικώς προσδιορίσιμο και επειδή δεν ενδιαφέρει τους λογικά σκεπτόμενους και αναλόγως αισθανόμενους. Ένα επικοινωνιακό, πολιτισμικό αποτέλεσμα: Η ελληνική γλώσσα, που τα ευρωπαϊκά ενδιαφέροντα την κατατάσσουν στις «ασθενείς», τείνει να γίνει η κοινή των Βαλκανίων, όπως ήταν μεσογειακή κοινή αιώνες πριν, με άλλους βέβαια όρους· και το όφελος είναι σπουδαίο, ακόμη κι αν δεν εμφανιστούν, όπως στα ελληνιστικά χρόνια, ξένοι που θα επιλέξουν την ελληνική ως γλώσσα του λογοτεχνικού τους στοχασμού, όπως ο Σύρος Λουκιανός ή ο Παλαιστίνιος Φιλόδημος. Υποβοηθημένη από την ανάγκη των ανθρώπων, η ελληνική έχει ανοίξει τις δικές της διόδους στις γραμμές των βαλκανικών συνόρων, υφαίνοντας δεσμούς και σχέσεις και υπηρετώντας αισθήματα και σκέψεις. Αν η πολιτεία μας δεν είχε τη συνήθεια να βαυκαλίζεται πως «η βαριά βιομηχανία μας είναι ο πολιτισμός», άρα όλα τα υπόλοιπα οφείλει να τα αναλάβει η μοίρα, ίσως θα έμπαινε στον κόπο να σκεφτεί ότι υποχρεούται να διευκολύνει την ελληνομάθεια, με την εκπόνηση και έναντι συμβολικού αντιτίμου παροχή λεξικών. Αλλά φαίνεται πως αυτά είναι πράγματα μικρά κι ανεπιθύμητα, κι όχι τρανά «οράματα» που και θόρυβο προκαλούν, και φήμη παρέχουν, και εξουσία και χρήμα μοιράζουν.

Παντελής Μπουκάλας, Από τον ημερήσιο Τύπο

1. Να διακρίνετε τις «φυλές της παραλίας», στις οποίες αναφέρεται ο αρθρογράφος, ανάλογα με: α)τη χρήση που επιφυλάσσουν στη γλώσσα τους, β)τη γλώσσα που μιλούν σε σχέση με τον τόπο της καλοκαιρινής τους απόδρασης, γ)τη γενικότερη συμπεριφορά τους σε σχέση με τη γλώσσα που μιλούν.

2. «Οι μη τουρίστες ξένοι». Ποιοι είναι αυτοί; Ποιοι παράγοντες διαμορφώνουν στην παραλία τη γλωσσική αλλά και τη γενικότερη συμπεριφορά τους;

3. Να σχολιάσετε την άποψη του αρθρογράφου για τη θέση της ελληνικής γλώσσας στα Βαλκάνια σήμερα. Ποιες είναι οι ευθύνες της πολιτείας σχετικά με το θέμα αυτό;

Γ) Βιβλιογραφία