Α'. Σχεδιάγραμμα, Β'. Κείμενα, Γ'. Βιβλιογραφία

Θέμα: Προπαγάνδα

Α'. Σχεδιάγραμμα

Πρόλογος

Κυρίως Θέμα

Ε1. Μορφές προπαγάνδας

Ε2.Φορείς-Μέσα Προπαγάνδας

Ε3. Μέθοδοι/μηχανισμοί προπαγάνδας

Ε4. Συνέπειες

Ε4. Τρόποι αντίδρασης-αποφυγής

Επίλογος

Β'. Κείμενα

Θεματικοί Κύκλοι, σελ. 432-436

 

Προπαγάνδα

http://el.wikipedia.org/wiki/Προπαγάνδα

Προπαγάνδα είναι η παρουσίαση ενός μηνύματος με έναν συγκεκριμένο τρόπο ώστε να εξυπηρετήσει συγκεκριμένους σκοπούς. Ετυμολογικά, προπαγάνδα σημαίνει «διάδοση μίας φιλοσοφίας ή άποψης». Ιστορικά, ο όρος χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον εντός πολιτικού συγκειμένου και ιδιαίτερα αναφορικά με συγκεκριμένες κινήσεις που προωθούνται από κυβερνήσεις ή πολιτικές ομάδες. Το προπαγανδιστικό μήνυμα διαφέρει από την γενικότερη διαφήμιση στο ότι περιέχει τρανταχτές και επιτηδευμένες ψευδολογίες ή/και παραλείπει τέτοιον όγκο αληθειών/γεγονότων σχετικών με το θέμα που καθίσταται έντονα παροδηγητικό.

Σκοπός της προπαγάνδας

Σκοπός της προπαγάνδας είναι να αλλάξει δραστικά τις απόψεις των άλλων αντί απλώς να μεταδώσει γεγονότα. Για παράδειγμα, η προπαγάνδα μπορεί να επιστρατευτεί προκειμένου να προϊδεάσει θετικά ή αρνητικά σε σχέση με κάποια ιδεολογική θέση, αντί να παρουσιάσει την ίδια την θέση. Η προπαγάνδα διαφοροποιείται από την «κανονική» επικοινωνία, επειδή επιδιώκει να διαμορφώσει απόψεις με έμμεσες και συχνά δόλιες μεθόδους. Για παράδειγμα, η προπαγάνδα συχνά μεταδίδεται με τέτοιον τρόπο ώστε να προκαλεί ισχυρά συναισθήματα και αυτό το κάνει κυρίως με το να υπονοεί παράλογες (μη ενορατικές) σχέσεις μεταξύ ιδεών. Η επίκληση στο συναίσθημα είναι ίσως η πιο απροκάλυπτη μέθοδος προπαγάνδας, αφού υπάρχουν πολλές άλλες μέθοδοι, λιγότερο φανερές και μάλιστα δόλιες. Για παράδειγμα, η προπαγάνδα μπορεί να διαδίδεται έμμεσα. Μπορεί να μεταδίδεται ως εύλογη προκατάληψη εντός μιας φαινομενικά ισορροπημένης και δίκαιης δημόσιας συζήτησης ή επιχειρηματολογίας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί ακόμη καλύτερα σε συνδυασμό με την μέθοδο μετάδοσης ειδήσεων των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Ιδού ένα υποθετικό παράδειγμα όπου υποτίθεται ότι αντιπαρατίθενται αντίθετες απόψεις: το γεράκι λέει: «Πρέπει να παραμείνουμε στην πορεία μας»· και το περιστέρι απαντά: «Ο πόλεμος απέβη καταστροφικός και απέτυχε». Τότε το γεράκι αποκρίνεται: «Στον πόλεμο τα πράγματα σπάνια πηγαίνουν ομαλά, και δεν πρέπει να επιτρέπουμε σε ένα κώλυμα να μειώνει την αποφασιστικότητά μας». Τότε το περιστέρι ανταπαντά: «Τα κωλύματα είναι κωλύματα και οι αποτυχίες είναι αποτυχίες». Όπως φαίνεται από το παράδειγμα, πουθενά δεν εξετάζεται το αν ο πόλεμος είναι τελικά νόμιμος και θεμιτός. Λακωνικά, συνοπτικά και απλουστευτικά σχόλια ονομάζονται sound bites. Όταν σε έναν δημόσιο διάλογο (που να αφορά ένα ζήτημα υπό επιχειρηματολογία που πράγματι να χρήζει διαλόγου) οι συνδιαλεγόμενοι εκφέρουν επιχειρήματά που πηγάζουν από τις ίδιες βασικές προϋποθέσεις, αλλά δίνουν την εντύπωση ότι πρεσβεύουν αντίθετες απόψεις, τότε ο διάλογος εμμέσως κατηχεί αυτές τις προκαταλήψεις ως απρόσβλητες αλήθειες, καθιστώντας τις κοινώς αποδεκτά δεδομένα για το εν λόγω ζήτημα. Η μέθοδος της προπαγάνδας είναι επίσης βασική όσον αφορά και το τι θα σημαίνει «προπαγάνδα» σε κάθε περίπτωση. Ένα μήνυμα δεν πρέπει να είναι απαραιτήτως ψευδές για να αποτελεί προπαγάνδα. Στην πραγματικότητα, τα μηνύματα της σύγχρονης προπαγάνδας δεν είναι κραυγαλέα ψευδή. Ωστόσο, ακόμη και αν το μήνυμα μεταδίδει μόνον «αληθείς» πληροφορίες, αυτές συνήθως περιέχουν φατριακούς προϊδεασμούς και δεν εκθέτουν το μήνυμα με πλήρη και ισορροπημένο τρόπο. Ένα επιπρόσθετο χαρακτηριστικό της προπαγάνδας είναι ό μεγάλος όγκος της. Δηλαδή, ένας προπαγανδιστής μπορεί να προσπαθήσει να επηρεάσει τις γνώμες με το να κάνει το μήνυμά του να ακουστεί σε όσο περισσότερα μέρη γίνεται και όσο πιο συχνά γίνεται. Σκοπός αυτής της προσέγγισης είναι (α) να ενισχύσει τις ιδέες του μέσω επανάληψης και (β) να καταπνίξει όλες τις εναλλακτικές ιδέες. Στα ελληνικά, η λέξη «προπαγάνδα» φέρει έντονα αρνητική (καθώς και πολιτική) χροιά, μολονότι αυτό δεν ίσχυε πάντοτε.

Είδη προπαγάνδας

Το modus operandi της προπαγάνδας είναι παρόμοιο με αυτό της διαφήμισης. Για την ακρίβεια, η διαφήμιση μπορεί και να οριστεί ως προπαγάνδα υπέρ κάποιου συγκεκριμένου προϊόντος. Η λέξη προπαγάνδα αφορά κυρίως πολιτικούς ή εθνικιστικούς σκοπούς και την προώθηση αντιστοίχων ιδεών. Η προπαγάνδα σχετίζεται επίσης με εκστρατείες πληροφόρησης από μέρους των κυβερνήσεων, οι οποίες στοχεύουν στην προώθηση ή στην αποθάρρυνση συγκεκριμένων πρακτικών (βλέπε χρήση ζωνών ασφαλείας, κάπνισμα, κλπ). Ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, ο χαρακτήρας της προπαγάνδας παραμένει πολιτικός. Η προπαγάνδα μπορεί να λαμβάνει χώρα με φυλλάδια, αφίσες, μέσω τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών ή και άλλων μέσων. Εντός στενότερων σημειολογικών πλαισίων, ως προπαγάνδα εννοείται ένα σύνολο πληροφοριών οι οποίες είναι επίτηδες παροδηγητικές ή ψευδείς, προκειμένου να υποστηρίξουν πολιτικές σκοπιμότητες ή να προστατεύσουν τα συμφέροντα αυτών που κατέχουν την εξουσία. Ο προπαγανδιστής επιδιώκει να μεταλλάξει τον τρόπο με τον οποίο το ευρύ κοινό αντιλαμβάνεται ένα ζήτημα ή μία ορισμένη κατάσταση, ώστε οι αντιδράσεις και οι προσδοκίες του να εξυπηρετούν πλέον τα συμφέροντα της οντότητας που αντιπροσωπεύει ο προπαγανδιστής. Ως τέτοια, η προπαγάνδα συνάδει με την λογοκρισία, η οποία επιτυγχάνει τον ίδιο στόχο με την διαφορά ότι δεν επιδιώκει να γεμίσει την διάνοια του κοινού με «εγκεκριμένες» πληροφορίες, αλλά εμποδίζει την μετάδοση αντιμαχόμενων ιδεολογιών. Αυτό που ξεχωρίζει την προπαγάνδα από άλλες μορφές συνηγορίας είναι ότι ο προπαγανδιστής είναι πρόθυμος να αλλάξει την άποψη του κοινού μέσω σύγχυσης και εξαπάτησης και όχι μέσω πειθούς και κατανόησης. Επιπλέον, οι ηγέτες κάποιας οργάνωσης μπορεί να γνωρίζουν ότι οι πληροφορίες είναι μονόπλευρες ή αναληθείς αλλά αυτό ίσως δεν ισχύει για τα μέλη της οργάνωσης που συμμετέχουν στην διάδοση της προπαγάνδας. Σε ό,τι αφορά τις θρησκευτικές αποχρώσεις του, ο όρος «προπαγάνδα» χρησιμοποιείται ευρέως σε διαξιφισμούς αναφορικά με νέα θρησκευτικά κινήματα τόσο από τους υπερασπιστές όσο και από τους διώκτες τους. Οι τελευταίοι τα αποκαλούν σέκτες/αιρέσεις. Οι ακτιβιστές των αντισεκταριανιστικών/αντιαιρετικών κινημάτων κατηγορούν τους ηγέτες των θεωρούμενων αιρέσεων ότι χρησιμοποιούν προπαγάνδα προκειμένου να προσηλυτίσουν οπαδούς. Κάποιοι κοινωνιολόγοι, όπως ο Τζέφρι Χάντεν και οι επιστήμονες της CESNUR κατηγορούν το αντι-αιρετικό κίνημα, καθώς και τα πρώην μελή αποκαλούμενων αιρέσεων, τα οποία έγιναν στεντόρειοι κριτικοί τους, ότι οι κατηγορίες τους στερούνται βάσης.

Τεχνικές διάδοσης προπαγάνδας

Τυπικά για τη διάδοση προπαγανδιστικών μηνυμάτων χρησιμοποιούνται ειδησεογραφικά πρακτορεία, κυβερνητικές δηλώσεις και αναφορές, ιστορικές αναθεωρήσεις, junk science, βιβλία, φυλλάδια, προπαγανδιστικές ταινίες, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και αφίσες. Στην περίπτωση των μέσων μαζικής ενημέρωσης προπαγανδιστικά μηνύματα μπορούν να διαδοθούν μέσω ειδήσεων, ενημερωτικών αλλά και άλλων εκπομπών, καθώς και διαφημιστικών μηνυμάτων.

Το φαινόμενο της προπαγάνδας στον δημόσιο βίο

Ανδρέας Παναγόπουλος*, εφ. Καθημερινή, 7/8/2007

Παναγιώτης Χ. Θεοδωρακόπουλος «Προπαγάνδα η ένδοξη», Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2006, σελ. 303

Προπαγάνδα η ένδοξηΣπάνια μια παπική «πανταχούσα urbi et orbi» (για την πόλη (Ρώμη) και την οικουμένη») επέπρωτο να έχει τόσο ένδοξη σταδιοδρομία, όσο είχε η εγκύκλιος του Ποντίφηκος Κλήμεντος του 8ου προς όλους τους Καρδινάλιους της γης για σύσταση Συνόδου με θέμα «De fide propaganda» «Περί της επεκτατέας πίστεως», δηλαδή για την ανάγκη να διαδοθεί η (καθολική) πίστη. Ενα περιβόητο γερουνδιακό, που θα γινόταν δύσφημο μεν, αλλά ένδοξο, ένδοξο μεν, αλλά δύσφημο. Πρόκειται για την αποτελεσματικότερη μέθοδο διαστρεβλωτικής μαζικής πληροφόρησης και πειθούς.

Ο όρος προπαγάνδα αποτελεί νεολογισμό, ενώ και το πράγμα το ίδιο προηγείται της ονομασίας του χιλιάδες χρόνια. Ο πρεσβευτής Παναγιώτης Χ. Θεοδωρακόπουλος αντιμετωπίζει το θέμα με επαινετή συλλεκτική επιμέλεια ως προς την ιστορία και την ουσία του φαινομένου σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου: πολιτική, διπλωματία, πόλεμο, ΜΜΕ, κοινωνία, ταυτότητα, εικόνα. Διαρθρωμένο σε τέσσερα μέρη το έργο «σαρώνει» το φαινόμενο σαγηνευτικά (και με τις δύο σημασίες του όρου, και της κυριολεκτικής, της χρήσης σαγήνης, δηλαδή δικτύου στην πλήρη λήψη του θέματος και της μεταφορικής, δηλαδή της γοητείας). Μέρος 1ο: «Από Θεού άρξασθε» («Η διάδοση των Καλών Νέων»), με ένα μόνο κεφάλαιο. Μέρος 2ο: «Ο χώρος της κακοσημίας». Μέρος 3ο: «Η καμπή» και μέρος 4ο: «Ο χώρος της αποποινικοποίησης» (της προπαγάνδας).

Το πρώτο είδος, που χαρακτηρίζεται και «σωτηριώδης προπαγάνδα», αναφέρεται στο Ευαγγέλιο και, κατά σύμβαση, βρίσκεται προ της κακοσημίας. Εδώ θα παρατηρούσε κάποιος ότι, αν εξαιρέσουμε την ανάγκη (;) τήρησης της αρχής να ξεκινούν τα πάντα από θεολογική βάση, η αυστηρή μεθοδολογία θα απαιτούσε την έναρξη από τους αρχαίους Ελληνες, ρήτορες και σοφιστές, που πρώτοι παγκόσμια δίδαξαν τη χρήση, αλλά και την κατάχρηση της ρητορικής ως μέσου επηρεασμού, πειθούς, ακόμα και εξαπάτησης.

Το 2ο μέρος (σε 6 κεφάλαια) περιλαμβάνει: α. την «Ενδοξη προπαγάνδα», β. τους «Νόμους και τις αρχές», γ. τα «ΜΜΕ», δ. την «Κουλτούρα της τρομοκρατίας», ε. «Το απόγειο του φαινομένου» (στα νεότερα χρόνια και στις μέρες μας) και στ. «Τα πλαίσια και τα μεγαπλαίσια της προπαγάνδας» (ο ενικός θα ήταν ορθότερος). Το 3ο μέρος περιγράφει την καμπή και τη μετακίνηση του πεδίου δράσης της προπαγάνδας στην τεχνολογία και στο σχολείο. Τέλος, το 4ο μέρος αναπτύσσει «τον χώρο της αποποινικοποίησης της προπαγάνδας», μέσω της πολιτικής ψυχολογίας, της μετάλλαξης της ταυτότητας (πολύ ευρηματική, αν και ξένη, η αναφορά στον Οιδίποδα και τον ρόλο των τραγικών επιπτώσεων της τυχαιότητας), της απαρχής, αναγνώρισης της ετερότητας κ. ά.

Το όλο έργο πλαισιώνεται από έναν κατατοπιστικό πρόλογο της Σοφίας Καϊτατζή - Γουίτλοκ, ένα χρήσιμο αλφαβητικό γλωσσάρι των βασικών σύγχρονων όρων, όπως «φυτευμένοι ή ένθετοι δημοσιογράφοι» («embedded journalists»), από Επίλογο. Σημειώσεις. Βιβλιογραφία χωρίς όμως Ευρετήριο.

Το «Όραμα» του συγγραφέα για την προπαγάνδα αποκαλύπτεται στον σύντομο Επίλογο του βιβλίου. Μας είχε προϊδεάσει, αργόσυρτα και μεθοδικά, σε ολόκληρο το 4ο Μέρος για την «αποποινικοποίηση (της προπαγάνδας)», αλλά εδώ είναι πολύ σαφέστερος: «Η ίδια η ζωή είναι μια προπαγάνδα. ΄Η καλύτερα, η προπαγάνδα είναι το υπερ-μέσο. Και λέγοντας “μέσο” εννοώ τη μακλιουανική [Me Luhan, για το “Παγκόσμιο χωριό” και τα ΜΜΕ] προέκταση του εαυτού μας. Η προπαγάνδα, λοιπόν, ως μέσο είναι μια προέκταση του εαυτού μας. Από μικρά παιδιά, εξάλλου, θέλουμε και μεις να πείσουμε τους άλλους, να επιβάλουμε τη θέλησή μας ή να παρουσιάσουμε τους εαυτούς μας. Το ίδιο κάνουν και οι άλλοι σε μας. Συνεπώς, είμαστε μια ζωή ταυτόχρονοι προπαγανδιστές και προπαγανδιζόμενοι». Εφόσον, λοιπόν, ο συγγραφέας θεωρεί ότι η προπαγάνδα είναι συνυφασμένη με την ίδια τη ζωή (και συνεπώς, η εφαρμογή της ως μέσου πειθούς δεν είναι μεμπτή), «οραματίζεται» τους φορείς άσκησης της εξωτερικής (μας) πολιτικής «σαν έναν τεράστιο παγκόσμιο προπαγανδιστικό μηχανισμό εικόνας και δύναμης για την Ελλάδα μας». Εξάλλου, ο ίδιος πιστεύει πως η διπλωματία δεν πρέπει να παραμένει προσκολλημένη σε στερεότυπα του τύπου «Δύση, Βορράς σημαίνουν πρόοδο», «Νότος, Ανατολή σημαίνουν οπισθοδρόμηση», αλλά αντιθέτως να επιδιώκει τη μεταβολή των συσχετισμών δυνάμεων.

Συνολικά, αυτό είναι ένα πολύτιμο βιβλίο και, επειδή ο συγγραφέας έχει άποψη και την προβάλλει χωρίς περιστροφές, είναι δύσκολο να συμφωνήσει κανείς σε όλα μαζί του, ιδιαίτερα στα περί του «Οράματός» του. Ως προς τα αρχαιογνωστικά σημεία, επιβάλλονται κάποιες παρατηρήσεις: η propaganda είναι ουσιαστικοποιημένο ρηματικό επίθετο, γερουνδιακό, όχι γερούνδιο. Είναι άστοχη η αναφορά (του ίδιου και του συναδέλφου του Ν. Α. Καλογερόπουλου, Η Προπαγάνδα. Μέσο βιασμού των λαών, 1986) στα ψεύδη του Πλάτωνα. Γιατί δεν πρόκειται για προπαγανδιστικά, αλλά για παιδαγωγικά ψεύδη, που είναι σαφώς άλλο πράγμα. Στο ίδιο λάθος είχε υποπέσει και ο Νίτσε, αλλά επιτέλους αυτός ήταν Γερμανός (ο ίδιος πίστευε άστοχα ότι η τραγωδία προερχόταν από «το πνεύμα της μουσικής», το φως και τον Απόλλωνα, ενώ σαφώς προερχόταν από το πνεύμα της οιμωγής, του σκότους και τον Διόνυσο). Οι Έλληνες πρέπει να μπορούν να καταλαβαίνουν το «ευγενές ψεύδος» («γενναίον» κατά τον Πλάτωνα) δεν ήταν προπαγάνδα, αλλά φρονηματισμός, αγωγή και παρότρυνση προς το καλό, όπως ήταν ο «Επιτάφιος» του Περικλή στον Θουκυδίδη και τα «στρατηγικά» ψεύδη του Κολοκοτρώνη (για όνειρα τάχα) στους μαχητές του.

* Ο Ανδρέας Παναγόπουλος είναι συγγραφέας και καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.

Γ'. Βιβλιογραφία