Α'. Σχεδιάγραμμα, Β'. Κείμενα, Γ'. Βιβλιογραφία
Θέμα: Βιβλίο
Α) Σχεδιάγραμμα
✍Θέμα 1: Παρόλο που το βιβλίο είναι παράθυρο ανοιχτό προς τον κόσμο της γνώσης και της καλλιέργειας, δε βρίσκει την ανάλογη ανταπόκριση από το κοινό. α)Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι αιτίες αυτού του φαινομένου; β)Ποιους τρόπους θα προτείνατε, ώστε να αυξηθεί το ενδιαφέρον για το βιβλίο; (Ετέθη στις πανελλήνιες εξετάσεις το 1995 στην Α’, Β’ & Γ’ Δέσμη)
✍Θέμα 2: Αν και όλοι, άλλος λίγο άλλος πολύ, παραδέχονται πως το βιβλίο είναι χρήσιμο και ωφέλιμο από πολλές απόψεις, εντούτοις φαίνεται να υπάρχει μια αποστροφή του νεοέλληνα γι’ αυτό. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίζονται πως οι συνέπειες του φαινομένου αυτού είναι ανεξίτηλα αποτυπωμένες στην εν γένει «πρόοδο» της Ελλάδας και των Ελλήνων. Αφού αναφερθείτε στις προσφορές του βιβλίου να αναπτύξετε τις αιτίες που οι νεοέλληνες δεν έχουν και τις καλύτερες των σχέσεων μαζί του καθώς και στις συνέπειες που συνεπάγονται απ’ αυτό το γεγονός.
Πρόλογος
- επιβεβαίωση της διαπίστωσης των δεδομένων
- ιστορική αναδρομή
- ειδολογικός χωρισμός
Κυρίως Θέμα
Ε1. Προσφορές {καλού} βιβλίου
[Πνευματική Προσφορά]
- πνευματική ανάπτυξη
- δυνάμωση & όξυνση της αντιληπτικής ικανότητας
- ανάπτυξη & ωρίμανση της σκέψης-φαντασίας
- διεύρυνση πνευματικών οριζόντων
- καταγραφή της γνώσης (!)
- ικανοποίηση έμφυτης τάσης του «ειδέναι»-γνώσης
- απελευθέρωση από την αμάθεια
- →προβληματισμούς
- γνώση ιστορίας-πολιτισμού…
- εκμάθηση γλώσσας, καλλιέργεια γλωσσικού αισθήματος, πλουτισμός λεξιλογίου
- επαφή με την επιστήμη & τέχνη
- αυτογνωσία (!)
- κατάργηση των ορίων του χωροχρόνου (!)
- απαλλαγή από μοιρολατρία, προκαταλήψεις, προλήψεις, φανατισμούς
[Ψυχική-Ηθική Προσφορά]
- ηθικοποίηση, ✂αμοραλισμού
- ψυχική καλλιέργεια, συναισθηματικός πλούτος
- διαΜΟΡΦΩΣΗ χαρακτήρα, προσωπικότητας
- παροχή-προβολή προτύπων, ιδανικών…
- ψυχαγωγία
- πολιτική ενημέρωση
- σφυρηλάτηση αισθήματος ελευθερίας
[Κοινωνική Προσφορά]
- επικοινωνία, συντροφιά
- ομαλή κοινωνική ένταξη (!)
- κοινωνικοποίηση (!)
- αλληλογνωριμία→επαφή λαών-πολιτισμών…
- διάδοση της γνώσης σε όλες τις κοινωνικές τάξεις
[Υλική Προσφορά]
- προσφορά εργασίας σε πολλούς: εκδότες, βιβλιοπώλες, βιβλιοθηκονόμοι, τυπογράφοι, εργάτες…
- …
Ε2. Αιτίες νεοελληνικής αποστροφής προς το βιβλίο
- υλιστική εποχή
- ✂ελεύθερου χρόνου, έντονος ρυθμός ζωής
- κυριαρχία εικόνας-τηλεόρασης
- κακή ποιότητα εκδόσεων (βιβλίων-περιοδικών…) με σκοπό το κέρδος
- ακριβά βιβλία→απαγορευτικές τιμές
- ✂εκλαϊκευτικών εκδόσεων
- (επαγγελματική) εξειδίκευση→περιορισμός ενδιαφερόντων
- κακή/άχρηστη παρεχόμενη παιδεία
- χρησιμοθηρικός χαρακτήρας της γνώσης
- πολιτικές σκοπιμότητες
- σχολικά βιβλία: ανιαρά, απαρχαιωμένα, κακογραμμένα, κουραστικά, «μοναδικά»
- κακή χρήση βιβλίου στο σχολείο→μίσος για το βιβλίο
- ελλιπής παρότρυνση από την οικογένεια
- αντιπνευματική παρέμβαση Μ.Μ.Ε.
- ελλιπής διαφήμιση/προβολή/προώθηση βιβλίου
- αποκρουστική (στους νέους κυρίως) η εικόνα όσων διαβάζουν (διανοούμενοι…)-άσχημα πρότυπα
- ✂βιβλιοθηκών
- διαδεδομένη αντίληψη: «Όποιος διαβάζει= φυτό»
- αναλφαβητισμός οργανικός (8%) και λειτουργικός (50%)
- χρήση νέων μέσων (διαδίκτυο, ταμπλέτες, κινητά...)
- …
Ε3. Συνέπειες (≠προσφορών)
- ελλιπής παιδεία
- ✂ανάπτυξης προσωπικότητας
- στένεμα οριζόντων
- ✂ευρείας-ολοκληρωμένης ενημέρωσης
- ✂καλλιέργειας κρίσης, σκέψης
- άγνοια Ιστορίας (πβ. Σκόπια…)
- κίνδυνοι για τη δημοκρατία…
- κακή χρήση της γλώσσας, του γραπτού και προφορικού λόγου
- στέρηση σημαντικής μορφής ψυχαγωγίας
- …
Ε4. Τρόποι αντιμετώπισης (≠αιτιών)
- συνειδητοποίηση του προβλήματος, ✂αιτιών
- συνειδητοποίηση των προσφορών του καλού βιβλίου (Ε1)
- θεσμικά κατοχυρωμένα μέτρα αντιμετώπισης
- δομικές αλλαγές στο σχολείο, προσοχή στο σχολικό βιβλίο
- ίδρυση βιβλιοθηκών
- πολιτική στήριξης/προώθησης του βιβλίου
- προσπάθεια οικογενείας-επιμόρφωση γονέων
- προβολή σωστών προτύπων
- νομοθετική παρέμβαση (π.χ. για τα Μ.Μ.Ε.)
- διαφήμιση-εκστρατεία ενημέρωσης από: πολιτεία, σχολείο, εκδοτικούς οίκους, βιβλιοθήκες, βιβλιοπωλεία…
- προσιτές τιμές
- καλές εκδοτικές προσπάθειες (&επιβράβευσή τους), καλαίσθητη έκδοση βιβλίων
- …
Ε5. Η τηλεόραση συμβάλλει στη διάδοση του βιβλίου ή αντίθετα οδηγεί στον παραγκωνισμό του;
- Ναι, συμβάλλει
- διαφημίσεις βιβλίων
- εκπομπές για το βιβλίο («Το βιβλίο» , νέα εκπομπή της ΝΕΡΙΤ. Την Τετάρτη 1 Απριλίου στις 19.00, ξεκινάει η νέα εκπομπή της ΝΕΡΙΤplus με πρωταγωνιστή το βιβλίο. Στην πρώτη εκπομπή ο Νάνος Βαλαωρίτης, καθηγητής λογοτεχνίας στην Αμερική, μιλάει στο Γιώργο Χρονά για την τέχνη του -ποίηση, ζωγραφική-, τον κόσμο και την Ελλάδα σήμερα, σχεδιάζει, γράφει ποιήματα και μας ξεναγεί στο διαμέρισμά του ανάμεσα σε βιβλία, έργα ζωγραφικής, καθρέφτες… Η Κατερίνα Καρύδη μάς παρουσιάζει την καρδιά των εκδόσεων Ίκαρος, που από το 1948 στεγάζονται στην οδό Βουλής 4, και συνεχίζουν μαζί με την αδελφή της Χρυσή Καρύδη, το όραμα του πατέρα τους, Νίκου Καρύδη. Ακόμα, οι διάδοχοι του οίκου, Μαριλένα Πανουργιά και Νίκος Αργύρης, μιλούν για τα βιβλία στη νέα σειρά: ξένη λογοτεχνία, παιδικά και προτείνουν. Ο Άρης Μαλανδράκης ξετυλίγει την ιστορία των κόμικς στην Ελλάδα και στον κόσμο. Επίσης, ο Γιώργος Χρονάς και ο Κωνσταντίνος Μπούρας κάνουν επιλογή από τα νέα βιβλία, που φτάνουν στον Σύνδεσμο Εκδοτών Βιβλίου. Τέλος, θα γίνει ξενάγηση στο βιβλιοπωλείο Ευριπίδης, στην Κηφισιά.)
- συνεντεύξεις-προβολές συγγραφέων
- ...
- Όχι, δεν συμβάλλει
- το εθίζει να προτιμά τις (γρήγορα εναλλασσόμενες κινούμενες) εικόνες
- τον κάνει παθητικό δέκτη
- συμβάλλει στην αντιπνευματικότητα, προωθεί τον υλισμό (≠ από την πνευματικότητα του βιβλίου)
- έχει αναλάβει λειτουργίες/ρόλους που παλιά εκπλήρωνε το βιβλίο (ενημέρωση, διασκέδαση, μόρφωση...)
- προβολή αλλότριων προτύπων
- ...
Η τηλεόραση σ' ένα μικρό βαθμό συμβάλλει στην προώθηση των βιβλίων και ειδικότερα της φιλαναγνωσίας. Καταρχάς προσφέρεται για διαφήμιση βιβλίων ή εκδοτικών οίκων. Καθώς απευθύνεται σε μαζικά ακροατήρια, τα διαφημιστικά μηνύματα βρίσκουν το δρόμο προς το πλατύ κοινό, οπότε είναι φυσικό οι εκδοτικοί οίκοι ή οι συγγραφείς, όταν το επιτρέπουν τα οικονομικά τους μεγέθη, να την προτιμούν ως μέσο προβολής.
Δε λείπουν βέβαια και οι εκπομπές οι ειδικά αφιερωμένες στο βιβλίο. Ιδίως στα δημόσια κανάλια (ΕΤ1, ΝΕΤ, ΕΤ3) προβάλλονται κατά καιρούς εκπομπές που παρουσιάζουν βιβλία είτε ειδικής θεματολογίας (π.χ. θεατρικά) είτε γενικότερου ενδιαφέροντος. Μ' αυτό τον τρόπο, ενημερωνόμαστε για τις καινούργιες εκδόσεις, γνωρίζουμε τους συγγραφείς και παρακολουθούμε τα καθέκαστα της βιβλιοπαραγωγής. Φυσικά κανένας δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως υπάρχουν πολλές σχετικές εκπομπές, και σίγουρα θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερες.
Απ' την άλλη μεριά όμως, πολλοί θα μπορούσαν να ισχυριστούν πως η τηλεόραση δε βοηθά το βιβλίο, αντίθετα κάποιες φορές το εχθρεύεται και το πολεμά.
Το μεγαλύτερο κακό είναι ότι εθίζει τους τηλεθεατές σ' ένα γρήγορο ρυθμό ζωής, λόγω των συχνών εναλλαγών πλάνων και του γοργού ρυθμού που αυτό επιβάλλει. Μαθημένος απ' αυτό, ιδίως ο μικρός σε ηλικία τηλεθεατής, δεν μπορεί να γυρίσει στους αργούς ρυθμούς που εκ των πραγμάτων ενέχει η διαδικασία της ανάγνωσης, με αποτέλεσμα το διάβασμα να του φαίνεται ανυπόφορο.
Το χειρότερο όμως είναι πως η προβολή του υλιστικού τρόπου ζωής είναι πρώτης προτεραιότητα για τα κανάλια. Άλλωστε, από τις διαφημίσεις ζουν και πληρώνουν τους υπαλλήλους τους. Έτσι, με ύπουλο τρόπο περνούν στους τηλεθεατές, ιδίως νεαρότερης ηλικίας, που δεν έχουν και πολλές αντιστάσεις, ένα βίωμα που επιδιώκει μόνο υλικές απολαύσεις και τους καλεί να καλύψουν κυρίως ή και αποκλειστικά μόνο επιθυμίες που έχουν να κάνουν με την ύλη. Ο πνευματικός τομέας του ανθρώπου παραμερίζεται και κατ' επέκταση το βιβλίο και η ανάγνωση γενικότερα δε θεωρούνται απαραίτητα για τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου.
Επίλογος
- Συμπέρασμα: Επιβάλλεται η αναστροφή της [άσχημης] κατάστασης…
Β) Κείμενα
Book therapy
Άννα Δάλλα, www.vita.gr⇗
Έχετε ποτέ σκεφτεί ότι το διάβασμα εκτός από ψυχαγωγικό μπορεί να είναι και θεραπευτικό; Όλοι οι ειδικοί το επιβεβαιώνουν.
Όταν ήμουν παιδί, κάθε Σάββατο πρωί με πήγαινε ο μπαμπάς μου στα βιβλιοπωλεία στο Κέντρο. Κάναμε βόλτα στους πάγκους, χαζεύαμε, αγόραζε ό,τι τον ενδιέφερε και μετά έπαιρνα κι εγώ ένα ή δύο για μένα. Πηγαίναμε σπίτι, κλεινόμουν στο δωμάτιό μου και συχνά μέχρι το βράδυ τα είχα διαβάσει. Μεγαλύτερη έψαχνα στις βιβλιοθήκες του ή τον τσίγκλαγα να μου προτείνει κάτι. Καθετί καινούργιο που ανακάλυπτα με ενθουσίαζε. Και όταν δεν είχα κάτι καινούργιο να διαβάσω ή δεν ήμουν στις καλές μου, ξαναδιάβαζα τα ίδια αγαπημένα μου παιδικά βιβλία, ξανά και ξανά, μέχρι να βυθιστώ τελείως στον κόσμο τους, να ταξιδέψω, να εμπνευστώ, να πάρω παραδείγματα και δύναμη. Έκανα book therapy (o επίσημος όρος είναι bibliotherapy) και φυσικά δεν είμαι η μόνη. Ο φίλος μου ο Νίκος θέλει να έχει πάντα δίπλα του ένα αγαπημένο βιβλίο, γιατί νιώθει ασφάλεια και χαλαρώνει, ενώ η γυναίκα του η Μαρία, όταν έχει αϋπνίες, βυθίζεται στις σελίδες των μυθιστορημάτων για να ηρεμήσει. Όσο για την αδελφή της Μαρίας, τη Χριστίνα, αυτή διάβαζε μανιωδώς κατά τις μοναχικές και επώδυνες ώρες που αναγκάστηκε να περάσει στο νοσοκομείο με την άρρωστη μητέρα της.
Ένα παράθυρο στον κόσμο
Με το διάβασμα μαθαίνουμε καινούργια πράγματα, ανοίγουμε τους ορίζοντές μας, μορφωνόμαστε, ψυχαγωγούμαστε, βελτιώνουμε το λεξιλόγιό μας, τον τρόπο που εκφέρουμε τον λόγο, που εκφραζόμαστε, ακόμα και το πώς συμπεριφερόμαστε. Μέσα από την ανάγνωση ενός βιβλίου είναι σαν να γνωρίζουμε πολλές και διαφορετικές προσωπικότητες, καταστάσεις, συνθήκες, προβλήματα και λύσεις. Γινόμαστε κατά κάποιον τρόπο σοφότεροι. Σημαντικό είναι επίσης ότι με τη βοήθεια του διαβάσματος μαθαίνουμε να «διαβάζουμε» το μυαλό, την προσωπικότητα, τις διαθέσεις και τις προθέσεις των άλλων ευκολότερα. Επιπλέον, αυξάνεται η ενσυναίσθησή μας και έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε και να καταλάβουμε καλύτερα τα συναισθήματα, τα προβλήματα και γενικά όσα απασχολούν τους γύρω μας. Γι’ αυτό και στην ψυχοθεραπεία το διάβασμα βιβλίων χρησιμοποιείται ως μέσο αναγνώρισης των συναισθημάτων μας, για την κατανόηση των διαφορετικών βιωμάτων και προσωπικοτήτων, για παραδειγματισμό και ταύτιση, αλλά ακόμη και ως υλικό για στοχασμό και συζήτηση.
Βιβλία με ιατρική συνταγή
Το διάβασμα ανήκει στα είδη εκείνα της ψυχαγωγίας που θα έπρεπε να συνταγογραφούνται, καθώς σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες το να διαβάζουμε βιβλία μπορεί να συμβάλλει:
* Στην προστασία του εγκεφάλου μας από τις τοξικές ουσίες, αλλά και από τα εγκεφαλικά, καθώς έχει βρεθεί ότι όσοι είναι πιο «διαβαστεροί» παθαίνουν μικρότερη βλάβη από τυχόν έκθεση σε τοξικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες και επίσης συνέρχονται καλύτερα νοητικά μετά από ένα εγκεφαλικό.
* Στο να αποβάλλουμε το άγχος. Σύμφωνα με βρετανική έρευνα, έστω και 6΄ ανάγνωσης την ημέρα είναι αρκετά για να αποβάλλουμε τα 2/3 του καθημερινού στρες που αντιμετωπίζουμε.
* Στο να μας εμπνεύσει να πάρουμε και να κρατήσουμε μια σημαντική απόφαση, όπως το να αδυνατίσουμε, σύμφωνα με βρετανική έρευνα που έγινε σε παχύσαρκα έφηβα κορίτσια.
* Στο να είμαστε πιο οξυδερκείς, να έχουμε καλύτερη μνήμη και να απομακρύνουμε τον κίνδυνο για άνοια, καθώς χρησιμοποιούμε το μυαλό μας.
* Στη βελτίωση της ποιότητας του ύπνου. Οι ειδικοί εξηγούν ότι αν κλείσουμε όλες τις συσκευές και τα δυνατά φώτα στην κρεβατοκάμαρά μας και πάρουμε ένα βιβλίο να διαβάσουμε, προετοιμάζουμε καλύτερα τον εαυτό μας για τη διαδικασία του ύπνου.
* Στην εξεύρεση λύσεων σε προβλήματα που μας απασχολούν, αλλά και στη βελτίωση της διάθεσής μας, σύμφωνα με τα δεδομένα ερευνών που διερευνούν τον βαθμό και τον τρόπο που μας επηρεάζουν τα βιβλία αυτοβοήθειας.
Δώρο για τα παιδιά
Οι ειδικοί έχουν διερευνήσει τη σημασία που έχει το διάβασμα για τα παιδιά. Βρήκαν ότι ακόμη και στα μωρά το κέρδος είναι τεράστιο, καθώς το να ακούνε ιστορίες ή να απασχολούνται με βιβλία με εικόνες τα βοηθά να αναπτύξουν καλύτερα τις επικοινωνιακές τους δυνατότητες. Ο στόχος, βέβαια, δεν είναι να αρχίσουν να μιλάνε από την ηλικία των 6 μηνών ή να κατανοούν περίπλοκες ιστορίες, αλλά με τη βοήθεια του διαβάσματος να δημιουργήσουν μια παρακαταθήκη για αργότερα. Αυτό που έχει επίσης παρατηρηθεί είναι ότι συχνά τα μικρά παιδιά αρέσκονται στο να ακούνε την ίδια ιστορία που γνωρίζουν καλά κατ’ επανάληψη. Γιατί; Αυτή η διαδικασία τούς δημιουργεί ασφάλεια, αφού ακούνε κάτι οικείο που καταλήγει πάντα με τον ίδιο τρόπο.
Ύμνος στο βιβλίο
Νίκος Τσούλιας, εφ. Ελευθεροτυπία, 22/4/2005
«Είναι αργός ο θάνατος γι' αυτόν που δεν διαβάζει...» Pablo Neruda
Αν επ' ευκαιρία της 23ης Απριλίου, που είναι η Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου, αναρωτιόμασταν πώς θα ήταν η πορεία του ανθρώπου χωρίς αυτό το πνευματικό αγαθό... Αν κάθε ημέρα στα μέσα μαζικής επικοινωνίας έβλεπες ανθρώπους σκυμμένους πάνω σε ένα βιβλίο ή κρεμασμένους με το ένα χέρι από μια λαβή του λεωφορείου και με το άλλο «κρεμασμένους» από τις σελίδες κάποιου βιβλίου...
Αν στα σπίτια οι γονείς δεν ήμασταν έρμαια της τηλεοπτικής υποκουλτούρας, ανοίγαμε έστω για μία ώρα ένα βιβλίο και δεν βγάζαμε ανέξοδα κηρύγματα στα παιδιά μας περί της ανάγκης του διαβάσματος... Αν στα σχολεία, εμείς οι εκπαιδευτικοί αποδίδαμε ύμνους στο βιβλίο για την προσφορά του στον εξανθρωπισμό του ανθρώπου και επιμέναμε συστηματικά και αταλάντευτα στην καλλιέργεια της πνευματικότητας των μαθητών μας... Αν στους χώρους εργασίας κατά την ώρα των διαλειμμάτων, οι εργαζόμενοι άκουγαν ποίηση όπως γίνεται αλλού... Αν οι πολιτικοί δεν ανακάλυπταν τα βιβλία κυρίως στις παρουσιάσεις και είχαν κατανοήσει τι σημαίνουν οι κοινωνίες της γνώσης...
Τότε ο πολίτης θα είχε πιο συγκροτημένη άποψη για τη ζωή, θα ήταν πιο διεκδικητικός για τα δικαιώματά του και δεν θα ήταν ευάλωτος στις εμπορευματοποιημένες αντιλήψεις. Τότε οι νέοι μας θα έβλεπαν το σχολείο, το ΤΕΙ και το πανεπιστήμιο όχι μόνο με χρησιμοθηρική - επαγγελματική νοοτροπία αλλά και ως θεσμούς προαγωγής των ανθρωπιστικών αξιών και ως τόπους θεμελίωσης μιας διά βίου μόρφωσης. Τότε θα είχαμε άλλους προϋπολογισμούς για την παιδεία και ανάπτυξη δεν θα σήμαινε μόνο έργα με όλο και περισσότερο τσιμέντο αλλά κυρίως επένδυση στη γνώση. Τότε θα ήταν αρκετά διαφορετική η εξέλιξη της χώρας μας και η προοπτική προόδου της κοινωνίας μας. Και για όλα αυτά δεν έχει σημασία ποια είναι η αιτία και ποιο το αποτέλεσμα για την αρνητική σχέση του Έλληνα με το βιβλίο, αν δηλαδή ευθύνεται πρώτα το σχολείο ή γενικά η πολιτεία. Υπάρχουν, κατά τη γνώμη μου, δύο βεβαιότητες. Πρώτη, οποιοδήποτε σύστημα εξουσίας δεν θέλει ποτέ πολίτες με κριτική σκέψη και με πνευματική αυτονομία, γιατί πολύ απλά θα το αμφισβητούν και κάνει καθετί για να χειραγωγεί τους ανθρώπους.
Δεύτερη, η ελληνική οικογένεια γνωρίζει την αξία της μάθησης, γι' αυτό και προσπαθεί να δώσει πολλά μορφωτικά εφόδια στα παιδιά της, αλλά δεν κάνει αυτή την άποψή της κυρίαρχη στις πολιτικές της συμπεριφορές, ως εκ τούτου η αντιπνευματικότητα κυριαρχεί στην πολιτική σφαίρα. Το ότι δεν διαμορφώθηκε ποτέ εθνική πολιτική βιβλίου ούτε και κάποια στοιχειώδης ανάπτυξη δημόσιων λαϊκών βιβλιοθηκών (μόνη σοβαρή προσπάθεια έγινε από τον Καποδίστρια), δεν είναι καθόλου τυχαίο.
Σήμερα όπου η παγκοσμιοποίηση απειλεί με την ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων και με την ομογενοποίηση των πολιτισμών στο χωνευτήρι της «μονόδρομης σκέψης», η εθνική συνείδηση και η αυτογνωσία ενός λαού αποκτούν πιο επιτακτικό χαρακτήρα, η πνευματική καλλιέργεια και οι κοινωνικοί αγώνες είναι σηματωροί για μια προοδευτική πορεία.
Η εθνική μας ανησυχία δεν μπορεί να διακρίνεται στο αν ένας μαθητής μεταναστών γονέων είναι σημαιοφόρος γιατί τίμησε τα ελληνικά γράμματα. Γι' αυτό θα πρέπει να νιώθουμε όμορφα. Αντίθετα πρέπει να ανησυχούμε που δεν υπάρχει οργανωμένη εθνική βιβλιογραφία, που η επίσημη πολιτεία δεν έχει στηρίξει την έκδοση του συνόλου των αρχαίων συγγραφέων.
Πώς μπορούμε να επαιρόμεθα για την καταγωγή μας, που περιέχει βασικά θεμέλια συγκρότησης της ανθρώπινης σκέψης, και να μη γνωρίζουμε κρίσιμα στοιχεία της; Σ' έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία και γίνεται όλο και πιο σύνθετος, μπορείς να κατανοήσεις τις διεργασίες και να δώσεις τη δική σου ερμηνεία για τη ζωή αν δεν έχεις ερωτική σχέση με τη γνώση;
Με το προσωπικό διάβασμα, ο Αριστοτέλης, ο Σπινόζα, ο Καντ, ο Αϊνστάιν, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος... συνομιλούν μεταξύ τους αλλά και με εμάς, με θέατρο το δικό μας νοητικό σύμπαν. Και εμείς ως σκηνοθέτες νιώθουμε τη γοητεία του όμορφου ταξιδιού της αυτογνωσίας.
Συνδεόμαστε με το νήμα της ανάγνωσης, και ιδιαίτερα μέσω των κλασικών κειμένων «συναντιόμαστε» με ανθρώπους που έζησαν πριν από πολλά χρόνια, που θα ζήσουν μετά από αιώνες, με ανθρώπους που είναι στην άλλη άκρη της Γης και ποτέ δεν θα τους δούμε. Μπορούμε να μη λατρεύουμε το βιβλίο;
Όταν έχω... διάβασμα, βαριέμαι!
Σπύρος Kαραλής, εφ. Καθημερινή, 6/2/2005
Πρόσφατη έρευνα αποκαλύπτει ότι το 44% των Ελλήνων δεν έχει ανοίξει ποτέ βιβλίο
O ένας στους δύο Eλληνες έχει κακή σχέση με το βιβλίο και δεν διαβάζει ποτέ. Δεν διαβάζει επίσης εφημερίδες. Oύτε περιοδικά. Oύτε καν κόμικς. Aντιθέτως, βλέπει τηλεόραση και μάλιστα πολύ και συχνά (κατά μέσον όρο πάνω από 200 λεπτά ημερησίως). Tα στοιχεία προκύπτουν από τη δεύτερη πανελλαδική «Eρευνα Aναγνωστικής Συμπεριφοράς και Πολιτιστικών Πρακτικών» που διεξήχθη από τη VPRC για λογαριασμό του Eθνικού Kέντρου Bιβλίου και καταδεικνύουν την πραγματικότητα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας. Mιας κοινωνίας που φαίνεται να έχει παραδοθεί στην παθητική κατανάλωση πληροφοριών, που αδυνατεί να διαβάσει και, είτε δικαιολογείται λέγοντας «δεν έχω χρόνο» είτε παραδέχεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια, αλλά και με τον κυνισμό της εποχής, ότι «βαριέται».
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το 43,8% του πληθυσμού δηλώνει ότι δεν διαβάζει καθόλου, με το ποσοστό να αυξάνεται ή να μειώνεται ανάλογα με την κοινωνική θέση, το μορφωτικό επίπεδο, την ηλικία, το φύλο, τη διαμονή σε αστικές ή αγροτικές περιοχές. Tι συμβαίνει όμως και δεν μπορούμε να συγκεντρώθουμε στις σελίδες ενός βιβλίου; O κοινωνιολόγος Nίκος Φακιολάς αποδίδει τις αιτίες κυρίως στο έλλειμμα παιδείας και νοοτροπίας αναγνώστη: «Aς μην ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού, ηλικωμένοι οι περισσότεροι, είναι αναλφάβητο. Eπιπλέον, σημαντική είναι η ευθύνη του εκπαιδευτικού μας συστήματος λόγω του μηχανιστικού του χαρακτήρα, που δεν καλλιεργεί την κριτική σκέψη και ευνοεί τον λειτουργικό αναλφαβητισμό. Έχουμε πτυχιούχους πανεπιστημίων που δεν μπορούν να διαβάσουν ούτε εφημερίδα. Aυτή η κουλτούρα που παράγεται από την εκπαίδευση επεκτείνεται και στην καθημερινή ζωή.
»Yπάρχει όμως κι ένα ακόμη σημείο, που σχετίζεται με την εξωστρέφεια του Eλληνα. Kινούμαστε σε ανοιχτούς χώρους. Eίμαστε άνθρωποι της παρέας, της συλλογικότητας. Oπότε δεν ευνοείται η ανάγνωση των βιβλίων. Aλλο ένα ανασταλτικό στοιχείο είναι το υψηλό κόστος των βιβλίων, συγκριτικά πάντα με τους μισθούς και τα εισοδήματα. Πώς ένας συνταξιούχος να αγοράσει με την πενιχρή σύνταξή του κάποιο βιβλίο; Παράλληλα, διανύουμε μια εποχή γενικευμένων πιέσεων. H ανάγνωση ενός βιβλίου χρειάζεται την κατάλληλη διάθεση».
Ποιοι διαβάζουν πιο πολύ
Yψηλότερο ποσοστό ανάγνωσης παρατηρείται στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, στους μορφωμένους, στις γυναίκες, στις ηλικιακές ομάδες έως 44 ετών και στις αστικές περιοχές. Kατά γεωγραφικές περιφέρειες, διαβάζουν περισσότερο στα νησιά του Iονίου (τόπος με ισχυρή παράδοση στον πολιτισμό), στο Nότιο Aιγαίο και την Aττική. Aντιθέτως, στο Bόρειο Aιγαίο, στη Δυτική Eλλάδα και στην Kρήτη παρατηρείται συγκέντρωση υψηλών ποσοστών εκείνων που δεν διαβάζουν καθόλου.
Aναφορικά με την οικογενειακή κατάσταση, τα βάρη του σπιτιού φαίνεται πως δεν αφήνουν χρόνο και διάθεση για διάβασμα. Γι’ αυτό και οι εργένηδες διαβάζουν περισσότερο από εκείνους που συζούν ή είναι παντρεμένοι με ή χωρίς παιδιά. Eχει ενδιαφέρον επίσης να αναφερθεί ότι οι χρήστες των νέων τεχνολογιών και του Iντερνετ αποδεικνύονται φίλοι του βιβλίου σε αντίθεση με όσους δεν χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο ή γενικότερα δεν είναι εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες. Σχετικά με το «γιατί δεν διαβάζουν», οι ερωτηθέντες έφεραν σαν πρώτο λόγο την έλλειψη χρόνου, ανεξάρτητα με την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν, το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο ή την περιοχή κατοικίας, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό δήλωσε είτε ότι «δεν του αρέσει το διάβασμα» είτε ότι «βαριέται».
Eνδεικτικό επίσης στοιχείο είναι ότι τον τελευταίο χρόνο περίπου το 62% των ερωτηθέντων δεν αγόρασαν κανένα βιβλίο και μόλις το 10% αγόρασαν περισσότερα από δέκα βιβλία. Tα χρήματα που ξοδεύουν κατά μέσον όρο μηνιαίως για την αγορά βιβλίων (και CD) δεν ξεπερνούν τα 14 ευρώ, ενώ μόνον 3 στους 10 δανείζονται από βιβλιοθήκες.
Προτιμούν λογοτεχνία
Σε γενικές γραμμές διαβάζεται η λογοτεχνία, ελληνική και ξένη, κυρίως δε, μυθιστορήματα, διηγήματα και νουβέλες. Mικρό είναι το ενδιαφέρον για τα απομνημονεύματα, ακόμη πιο μικρό για την ποίηση και ελάχιστο για τα θεατρικά έργα. Πιο δημοφιλή στο αναγνωστικό κοινό είναι τα μυθιστορήματα με ιστορικές και κοινωνικές αναφορές. Δημοφιλή επίσης, είναι τα αισθηματικά και τα αστυνομικά μυθιστορήματα, ενώ αυξητική τάση παρουσιάζουν τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Oχι και τόσο δημοφιλή είναι τα μυθιστορήματα με πολιτικές αναφορές, υπαρξιακές ή φιλοσοφικές κατευθύνσεις.
Mικρές διαφοροποιήσεις στην προτίμηση των αναγνωστών παρουσιάζονται ανά περιοχές. Eτσι, στις αστικές περιοχές διαβάζονται περισσότερο βιβλία ξένης λογοτεχνίας, ιστορίας, επιστημονικά, κοινωνικά και ποίησης, όπως και στις ημιαστικές περιοχές με μικρές μόνον αποκλίσεις (π.χ. στις ημιαστικές καταγράφεται σημαντικό ενδιαφέρον για την ψυχολογία) ενώ στις αγροτικές περιοχές, κυρίως ελληνικά μυθιστορήματα και λιγότερο κοινωνικά βιβλία και ξένη λογοτεχνία. Eνδιαφέρον στοιχείο που αφορά τις αγροτικές περιοχές, είναι το πολύ υψηλό ποσοστό ανάγνωσης που κατέχουν τα βιβλία με θεματογραφία γύρω από την οικογένεια.
Oι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο απ’ ό,τι οι άνδρες και κυρίως μυθιστορήματα, διηγήματα, και ποίηση. Διαβάζουν ελάχιστα φιλοσοφία, αρχαία ελληνική γραμματεία, ιστορία ή γενικά αυτό που λέγεται «βαρύ» βιβλίο. Eνδιαφέρονται όμως, για την αυτογνωσία και την ψυχολογία. H «θηλυκή ανάγνωση» είναι προσανατολισμένη περισσότερο στα αισθηματικά και ερωτικά αναγνώσματα. Oι γυναίκες διαβάζουν επίσης περισσότερο από τους άνδρες για την ιατρική, το παιδί και τη μόδα.
Όλο και περισσότεροι τίτλοι κάθε χρόνο
Στον αντίποδα της χαμηλής αναγνωσιμότητας, καταγράφεται άνοδος στην έκδοση νέων τίτλων βιβλίων στην τελευταία επίσημη ενημέρωση της βιβλιογραφικής βάσης δεδομένων BIBΛIONET, η οποία αφορά την τετραετία 1998 - 2002. Στο διάστημα αυτό, το σύνολο της παραγωγής νέων τίτλων διαμορφώνεται σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από εκείνα της περιόδου 1989 - 1998, όταν η ετήσια βιβλιοπαραγωγή διαμορφωνόταν μεταξύ 4.000 και 5.000 τίτλων. Tο 1998 εκδόθηκαν 5.795 νέοι τίτλοι, ενώ το 2002 η συνολική βιβλιοπαραγωγή έφτασε τους 6.826 τίτλους. Oι εξελίξεις χαρακτηρίζονται θετικές για την αγορά του βιβλίου και διαφαίνεται μια τάση σταθεροποίησης της βιβλιοπαραγωγής στο επίπεδο των 7.000 νέων τίτλων κάθε χρόνο. Aξίζει να σημειώσουμε ότι περίπου το 40% των βιβλίων που εκδίδονται είναι λογοτεχνία.
Έλλειψη χρόνου και χρήματος
H Iωάννα είναι παραγωγός ραδιοφώνου και χημικός σε πολυεθνική εταιρεία. Δύο δουλειές, από το πρωί μέχρι το βράδυ, για να «ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις» κι ως εκ τούτου, η κούραση περισσεύει. «Kι αν βρώ λίγο χρόνο, θα είναι για την ξεκούρασή μου. Aναπαυτικά καθήμενη, ακούγοντας μουσική και να μη σκέφτομαι τίποτα. Παλαιότερα διάβαζα, τώρα, πλέον, όχι. Ή τουλάχιστον τόσο συχνά όσο θα ήθελα. Διότι θα ήθελα αλλά... Eπιπλέον, δεν είναι μόνον η κούραση αλλά και η διάθεση. Πότε διαβάζεται καλύτερα ένα βιβλίο; Oταν δεν έχουμε να διαχειριστούμε δυσκολίες. Oταν υποβόσκουν προβλήματα, η σκέψη στρέφεται στην επίλυσή τους. Kαι λέω, να περάσει αυτή η δύσκολη εποχή, για να κάνω αυτά που θέλω. Nα διαβάσω, να δω φίλους που έχω χάσει...»
H έλλειψη χρόνου αλλά και το κόστος των βιβλίων είναι και για τον Γιώργο, τελειόφοιτο της Παντείου, οι λόγοι που δεν διαβάζει πολύ. «Δεν έχουμε χρόνο. Aυτό είναι γεγονός. Xρόνος όμως, μπορεί να βρεθεί, χρήματα όχι. Tο κόστος των βιβλίων είναι υπερβολικό ορισμένες φορές. Bλέπω ένα βιβλίο που πραγματικά με ενδιαφέρει αλλά είναι τόσο ακριβό που ούτε το σκέφτομαι. Aς μην ξεχνάμε ότι διανύουμε παρατεταμένη περίοδο σκληρής λιτότητας με συμπίεση εισοδημάτων. Aναγκαστικά μπαίνουν άλλες προτεραιότητες...»
«Όχι» στις εφημερίδες «ναι» στην τηλεόραση
Σχετικά με τις εφημερίδες, αφιερώνουμε κατά μέσον όρο 35,5 λεπτά τις καθημερινές και 41 λεπτά το Σαββατοκύριακο για την ανάγνωσή τους. Άνδρες, ανύπαντροι, ανώτερης μόρφωσης, όσοι ενδιαφέρονται για την πολιτική και οι κάτοικοι των ημιαστικών περιοχών είναι αυτοί που διαβάζουν περισσότερο. Κάθε μέρα διαβάζει εφημερίδα το 22,3%, το 15,9% 2 - 3 φορές την εβδομάδα, μία φορά την εβδομάδα το 11,9%, μία έως δύο φορές το μήνα το 4,6%· αραιότερα, από μια ή δύο φορές το μήνα, το 5,7%, ενώ το 39%(!) δεν διαβάζει ποτέ εφημερίδα. Eφημερίδες διαβάζουν περισσότερο οι ηλικιακές ομάδες 55 - 64 και 45 - 54 και λιγότερο οι ηλικίες από 15 έως και 24 ετών.
H ελληνική κοινωνία «ανάβει κόκκινο» σε βιβλία και εφημερίδες. Tην ίδια ώρα λέει ένα μεγάλο «ναι» στην τηλεόραση. Kατά μέσον όρο βλέπουμε 204 λεπτά τηλεόραση τις καθημερινές και 209 λεπτά το Σαββατοκύριακο, με τις γυναίκες, τους παντρεμένους, τους λιγότερο μορφωμένους και τους ηλικιωμένους να παρακολουθούν περισσότερο. Συνολικά, το 86% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι βλέπει κάθε μέρα τηλεόραση με τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών να διατηρούν την πρωτιά. Tα δελτία ειδήσεων, οι ελληνικές και οι ξένες ταινίες έχουν τη μεγαλύτερη τηλεθέαση. Aκολουθούν πολιτικές συζητήσεις, σειρές και οι πρωινές εκπομπές.
Πολιτιστικό... έλλειμμα
Χρήστος Κάτσικας, εφ. Το Βήμα, 5/4/1999
Τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας εκδίδονται πολύ περισσότερα βιβλία από όσα στο παρελθόν. Ενδεικτικά μόνο μπορούμε να αναφέρουμε ότι ενώ το 1990 είχαν εκδοθεί 2.870 νέοι τίτλοι, το 1996 εκδόθηκαν 5.058 και φέτος υπολογίζεται να ξεπεράσουν τις 5.500 βιβλία. Παρ’ όλη αυτή την «εκδοτική έκρηξη», η ετήσια ελληνική βιβλιοπαραγωγή εξακολουθεί να υστερεί σημαντικά από τη βιβλιοπαραγωγή των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, για τα οποία υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία. Έτσι, σύμφωνα με τον Γιώργο Δαρδανό, πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εκδοτών, η ελληνική βιβλιοπαραγωγή αποτελεί μόλις το 5% της βιβλιοπαραγωγής της Μεγάλης Βρετανίας, το 7% της Γερμανίας, το 10% της Ιταλίας και της Ισπανίας και το 11% της Γαλλίας.
Ιδιαίτερα ενδεικτική είναι όμως και η σύγκριση με τις μικρές γλωσσικά και πληθυσμιακά χώρες. Η ελληνική βιβλιοπαραγωγή αποτελεί το 29% της βιβλιοπαραγωγής της Ολλανδίας, το 36% της Πολωνίας και της Δανίας, το 37% της Σουηδίας, το 46% της Ελβετίας, το 70% της Πορτογαλίας. Ο Γιώργος Δαρδανός υποστηρίζει ότι εις βάρος της χώρας μας είναι και η σύγκριση με άλλες χώρες του αριθμού τίτλων ανά 10.000 κατοίκους και μάλιστα στις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχουν αντίστοιχα χαρακτηριστικά με την Ελλάδα, με την έννοια ότι η γλώσσα τους ομιλείται μόνο εντός των συνόρων τους. Φαίνεται καθαρά ότι αν εξαιρέσουμε την Πολωνία και τη Βουλγαρία που παρουσιάζουν τα ίδια περίπου ποσοστά νέων τίτλων βιβλίων ανά 10.000 κατοίκους με τη χώρα μας, οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έχουν πολύ υψηλότερους δείκτες.
- Ποιοι είναι οι λόγοι της χαμηλής βιβλιοπαραγωγής στη χώρα μας;
- Ποια είναι η αναγνωστική συμπεριφορά του ελληνικού πληθυσμού;
- Τι συμβαίνει με τις βιβλιοθήκες και ιδιαίτερα με τις σχολικές;
Σε μια πρόσφατη πανελλήνια έρευνα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (1998) με θέμα τον αναλφαβητισμό επισημάνθηκε ότι οι δύο στους τρεις Έλληνες που δεν έχουν ολοκληρώσει την 9χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση και άρα πυκνώνουν τις τάξεις των υποεκπαιδευμένων ατόμων απέχουν ολοκληρωτικά από την ανάγνωση βιβλίων. Τι σημαίνει αυτό σε απλή αριθμητική; Περίπου 3,5 εκατ. Έλληνες άνω των 15 ετών δεν διαβάζουν βιβλία ποτέ! Παρ’ όλα αυτά, η βασική αιτία του φαινομένου δεν είναι η αδυναμία προσέγγισης του βιβλίου, αλλά το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία δεν έμαθε να διαβάζει βιβλία.
Η κατάσταση με τις βιβλιοθήκες
Σε μια πρώτη προσπάθεια απογραφής που έγινε από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο στο πρόγραμμα καταγραφής και κωδικοποίησης ελληνικών βιβλιοθηκών, σε συνεργασία με το Παρατηρητήριο Βιβλίου του ΕΚΕΒΙ, κατεγράφησαν 1.566 βιβλιοθήκες σε όλη τη χώρα. Επειδή, στην περίπτωση αυτή οι αριθμοί είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε λανθασμένα συμπεράσματα, είναι σκόπιμο να αναφερθεί σημειώνεται εξάλλου και από τους ερευνητές ότι σημαντικός αριθμός των βιβλιοθηκών που έχουν καταγραφεί αποτελεί απλή εικονική παρουσία, είτε επειδή δεν λειτουργούν είτε επειδή δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μικρή συλλογή βιβλίων. Όπως εύστοχα διατυπώνει η πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκαρίων Κατερίνα Χατζοπούλου: «Οι βιβλιοθήκες λείπουν. Και εκεί που υπάρχουν, λείπουν τα βιβλία. Και όπου υπάρχουν βιβλία δεν υπάρχει καμία υποδομή ώστε να ευνοείται η αναζήτηση του βιβλίου και η ανάγνωση».
Στον εκπαιδευτικό νόμο 1566/1985, το άρθρο 43 αναφέρεται στις σχολικές βιβλιοθήκες. Σύμφωνα με αυτόν, σε κάθε σχολείο Πρωτοβάθμιας ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, «λειτουργεί» σχολική βιβλιοθήκη. Παρατηρείται στο σημείο αυτό η χρησιμοποίηση του ρήματος σε χρόνο ενεστώτα, ως εάν λειτουργούσε πραγματικά σε κάθε σχολείο μια σχολική βιβλιοθήκη. Το 1986 αποφασίζεται με υπουργική απόφαση αρ. Γ2/577 της 10.2/24.4.86 (ΦΕΚ Β’ 246) η ίδρυση και λειτουργία σε κάθε Γυμνάσιο και Λύκειο βιβλιοθήκης για το εκπαιδευτικό προσωπικό, που θα έχει ως στόχο «να βοηθήσει το προσωπικό αυτό στο διδακτικό του έργο».
Δεκαπέντε περίπου χρόνια αργότερα, σήμερα, στην υπόθεση των σχολικών βιβλιοθηκών, η ουσία είναι απλούστατα πως σε ελάχιστα σχολεία λειτουργούν πραγματικά σχολικές βιβλιοθήκες. Η γενική εικόνα που παρέχουν σήμερα τα σχολεία είναι ότι η αυτόνομη λειτουργική μονάδα και οι σχετικές υπηρεσίες βιβλιοθήκης απουσιάζουν και συνήθως στο σχολείο που καταγράφεται η ύπαρξη βιβλιοθήκης δεν είναι παρά μία συλλογή βιβλίων ή μια ειδική αίθουσα, η οποία αναμένεται να φιλοξενήσει μια μελλοντική βιβλιοθήκη.
Και όμως
Το σχολείο είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος όπου γεννιούνται οι αναγνώστες. Η ύπαρξη σχολικής βιβλιοθήκης σημαίνει κατ’ αρχήν την ευαισθητοποίηση της σχολικής κοινότητας στη σημασία της εξωσχολικής ανάγνωσης. Στα πλαίσια αυτά, η λειτουργία σχολικής βιβλιοθήκης, κατάλληλα εξοπλισμένης και στελεχωμένης, μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της επαφής του μαθητή με το βιβλίο. Στην έρευνα Αναγνωστικής Συμπεριφοράς που πραγματοποιήθηκε από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) σε μαθητές Α/βάθμιας και Β/βάθμιας Εκπαίδευσης στον Νομό Έβρου, σε συζητήσεις με αρμοδίους περί τα εκπαιδευτικά πληροφορηθήκαμε ότι, σε γενικές γραμμές, ήταν πολυτέλεια να μιλάμε για σχολικές βιβλιοθήκες. Στις επισκέψεις μας στα σχολεία, όπου είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε εκτενώς με τους εκπαιδευτικούς, παρατηρήσαμε ότι σε αρκετές περιπτώσεις υπήρχαν και λειτουργούσαν σχολικές βιβλιοθήκες. Στήθηκαν με την οικονομική ενίσχυση των Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων, ενώ οργανώθηκαν, ζωντάνεψαν και λειτούργησαν χάρη στο πάθος και τον ενθουσιασμό κάποιων εκπαιδευτικών. Η αναγνωστική δραστηριότητα του μαθητικού πληθυσμού, σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν ήταν αμελητέα.
Παράλληλα, στην ίδια έρευνα επισημαίνεται ότι οι προτιμήσεις των μαθητών και των μαθητριών του Δημοτικού παρουσιάζουν μια «βραδεία χρονικότητα» σε σχέση με τις εξελίξεις της σύγχρονης λογοτεχνίας στον τομέα του παιδικού βιβλίου. Οι τίτλοι που αναφέρονται δεν φέρουν τη σφραγίδα της δεκαετίας του ’90, όπου η εκδοτική δραστηριότητα φαίνεται να έχει στραφεί δυναμικά προς την ανάπτυξη του παιδικού βιβλίου.
Παρόμοιου τύπου παρατηρήσεις μπορεί να κάνει κανείς και στις αναγνωστικές επιλογές όσων φοιτούν στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο.
Οι στρατηγικές επιλογής των βιβλίων και εδώ δεν φαίνονται να συνδέονται άμεσα με την εκδοτική επικαιρότητα. Οι περισσότερες επιλογές μαρτυρούν μια παραδοσιακή, διδακτική, ωφελιμιστική άποψη για την ανάγνωση.
Αυτή η «βραδεία χρονικότητα» οφείλεται σε πολλούς λόγους, οφείλουμε όμως να εντοπίσουμε κάποιους που σχετίζονται άμεσα με το σχολείο και την εκπαιδευτική διαδικασία:
α. Δεν έχει εισαχθεί στο σχολείο η πληροφόρηση σχετικά με την εκδοτική δραστηριότητα γύρω από το παιδικό βιβλίο.
β. Οι σχολικές βιβλιοθήκες είναι ελάχιστα ή καθόλου ενημερωμένες σχετικά με νέους τίτλους.
Διαβάζουμε περισσότερο, όμως…
Χρήστος Κάτσικας, εφ. Τα Νέα, 25/7/1998
Ένα από τα χαρακτηριστικά της εκδοτικής κίνησης στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, είναι η μεγάλη παραγωγή νέων τίτλων βιβλίων. Μάλιστα, το 1996 μπορεί να θεωρηθεί χρονιά σταθμός στη βιβλιοπαραγωγή, αφού για πρώτη φορά έφθασε τον αριθμό ρεκόρ των 5.058 νέων τίτλων, όταν το 1990 εκδόθηκαν μόλις 2.870.
Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια οι δαπάνες των νοικοκυριών για την αγορά βιβλίων έχουν σημαντική άνοδο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ, η συμμετοχή των δαπανών για βιβλία και εγκυκλοπαίδειες στο σύνολο των οικογενειακών δαπανών αυξήθηκε, κατά μέσο όρο, από 0,26% το 1988 σε 0,66% το 1994. Την ίδια περίοδο η ποσοστιαία συμμετοχή στον οικογενειακό προϋπολογισμό των υπολοίπων κατηγοριών που αφορούν αγαθά και υπηρεσίες πολιτισμού και ψυχαγωγίας παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμη ή σημείωσε κάμψη.
Σε τρέχουσες τιμές, οι δαπάνες των νοικοκυριών που αφορούν το βιβλίο αυξήθηκαν από 13,6 δισ. δρχ. το 1988 σε 73,8 δισ. δρχ. το 1994. Η εξέλιξη αυτή συνιστά υπερδιπλασιασμό των ιδιωτικών δαπανών για βιβλία σε σταθερές τιμές. Πρόκειται, προφανώς, για μια θετική εξέλιξη, η οποία, όμως, προβάλλει μετέωρη, καθώς δεν φαίνεται να συγκροτεί δυναμικά στοιχεία ναρκοθέτησης της υποαναγνωσιμότητας.
(…) Όπως προκύπτει από τα σχετικά στοιχεία, οι δαπάνες των νοικοκυριών για βιβλία παρουσιάζουν έντονη διαφοροποίηση μεταξύ αστικών, ημιαστικών και αγροτικών περιοχών. Η διαφοροποίηση αυτή είναι ιδιαίτερα μεγάλη στην περίπτωση των μη σχολικών βιβλίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1994 η μέση ετήσια δαπάνη ανά νοικοκυριό για βιβλία και εγκυκλοπαίδειες εκτός σχολικών ανήλθε σε 14.076 δρχ. στην περιφέρεια πρωτευούσης, έναντι μόλις 5.568 δρχ. στις ημιαστικές και 3.228 δρχ. στις αγροτικές περιοχές. Είναι βέβαια ελπιδοφόρο το γεγονός ότι η «ψαλίδα» μειώθηκε αρκετά μεταξύ 1988 και 1994, αλλά η απόσταση παραμένει μεγάλη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Πανελλήνιας Έρευνας Βιβλιοπωλείων του ΕΚΕΒΙ, η γεωγραφική συγκέντρωση των βιβλιοπωλείων στα αστικά κέντρα είναι χαρακτηριστική. Συγκεκριμένα, στα αστικά κέντρα (δήμοι με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων) λειτουργεί το 82,8% των βιβλιοπωλείων, στα ημιαστικά κέντρα (δήμοι και κοινότητες με πληθυσμό από 2.000 έως 10.000 κατοίκους) λειτουργεί το 15%, ενώ στους αγροτικούς οικισμούς (δήμοι και κοινότητες με πληθυσμό λιγότερο από 2.000 κατοίκους) λειτουργεί μόνο το 2,2% των βιβλιοπωλείων.
Επιπλέον, αμιγή βιβλιοπωλεία υπάρχουν μόνο σε 28 από τους 51 νομούς της χώρας και οι νομοί με πληθυσμό κάτω των 50 χιλιάδων κατοίκων δεν έχουν καθόλου αμιγή βιβλιοπωλεία. Τα παραπάνω καθιστούν επιτακτική την ανάγκη διαμόρφωσης και υλοποίησης μιας περιφερειακής πολιτικής για το βιβλίο, που θα στηρίζεται στην τοπική αυτοδιοίκηση πρώτου και δεύτερου βαθμού και θα κινητοποιεί τις τοπικές κοινωνίες.
Η Αττική, το Λασίθι, η Ζάκυνθος και τα Δωδεκάνησα διαθέτουν τον μεγαλύτερο αριθμό βιβλιοπωλείων κατά κεφαλήν (2,4-2,6 βιβλιοπωλεία ανά 10.000 κατοίκους αντίστοιχα), ενώ η Ροδόπη και το Κιλκίς το χαμηλότερο (0,39 και 0,73 βιβλιοπωλεία ανά 10.000 κατοίκους αντίστοιχα).
<Ιστορική αναδρομή>
Αγγελάκης Κ.Ι., Η έκθεση-δοκίμιο στην πράξη, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 99-100
Μέσα από την προγραμματισμένη κοινωνική λειτουργία της αγωγής το άτομο αποκτά εμπειρίες και γνώσεις, διαμορφώνει την προσωπικότητά του και μαθαίνει να δραστηριοποιείται μέσα στο φυσικό, το τεχνητό και το κοινωνικό περιβάλλον. Ένα ουσιαστικό εργαλείο αγωγής και κατ’ επέκταση μάθησης αποτελεί το βιβλίο. Και βέβαια μεγάλη χάρη οφείλεται στο γερμανό Ιωάννη Γουτεμβέργιο που το 1436 επινόησε τη μέθοδο παραγωγής κειμένων με μολυβένιους χαρακτήρες. Ίσως δεν είναι τυχαίο που το πρώτο τυπωμένο βιβλίο του υπήρξε η Βίβλος στα λατινικά (1445).
Ουσιαστικά η γραπτή επικοινωνία των ανθρώπων έχει πίσω της μια ιστορία χιλιάδων χρόνων. όμως τα βιβλία πριν από το 15ο αι. ήταν χειρόγραφα. Παρ’ όλα αυτά και στο απώτατο, το απώτερο, το κοντινό παρελθόν και βέβαια στο παρόν το βιβλίο διαδραμάτισε και κατέχει ένα ουσιαστικό ρόλο δασκάλου, μια και μέσα από τις σελίδες του παρέχεται όλων των ειδών η γνώση που ορίζεται μέσα από δύο βασικούς άξονες, τη λογική διαδικασία του νου και το συναισθηματικό πλούτο. Κατά συνέπεια πολλά είναι τα είδη και μεγάλη η ποικιλία των βιβλίων, αφού επιδιώκουν να καλύψουν με το περιεχόμενό τους τα πορίσματα των επιστημών, θετικών και θεωρητικών, και την ανάγκη του ανθρώπου να μαθαίνει να εκφράζεται και να επικοινωνεί με τους συνανθρώπους του μέσα από τα λογοτεχνικά έργα. (…)
Χειροπιαστά αποτελέσματα από το Κέντρο Βιβλίου
Εφ. Τα Νέα, 11/2/1998
Η άνοδος της κίνησης του βιβλίου στην Ελλάδα βρίσκεται στην αρχή της και όχι στην κορύφωσή της, όπως θα πίστευε κανείς κρίνοντας «ερασιτεχνικά», εμπειρικά, από την πλημμυρίδα των νέων τίτλων στα βιβλιοπωλεία. Το συμπέρασμα αυτό, που βασίζεται σε στατιστικά δεδομένα, προέρχεται από το «Παρατηρητήριο Βιβλίου» ένα από τα «δημιουργήματα» του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου που συγκεντρώνει και αξιοποιεί στατιστικά και οικονομικά στοιχεία τα οποία θα αποτελέσουν επιτέλους την απαιτούμενη βάση για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό του χώρου του βιβλίου. Ο υπεύθυνός του, Σωκράτης Καμπουρόπουλος, επεσήμανε χθες ότι: το 1996 η ιδιωτική κατανάλωση για το βιβλίο έφτασε τα 87 δισ. δρχ., ο τζίρος της εγχώριας παραγωγής ήταν 76,5 δισ. δρχ., οι κρατικές δαπάνες για το βιβλίο 16 δισ. Επίσης, ότι η ιδιωτική κατανάλωση για το βιβλίο υπερδιπλασιάστηκε ως ποσοστό του διαθεσίμου εισοδήματος μεταξύ 1987 και 1994, αλλά και ότι η κατά κεφαλήν παραγωγή τίτλων 5 τίτλοι ανά 10.000 κατοίκους φέρνει την Ελλάδα στην τελευταία θέση σε σχέση με άλλες ανάλογου δυναμικού χώρες.
Αυτό ήταν ένα από τα παραδείγματα που δόθηκαν χθες σχετικά με τις δραστηριότητες του ΕΚΕΒΙ, που συμπληρώνει αισίως τρία χρόνια ζωής. «Με συνέπεια και με χειροπιαστά αποτελέσματα», όπως τόνισε η διευθύντριά του Μυρσίνη Ζορμπά, επισημαίνοντας πως το κοινό δείχνει ολοένα αυξανόμενη ανταπόκριση προς το Κέντρο. Παράδειγμα και το πιλοτικό πρόγραμμα προώθησης της ανάγνωσης και εκσυγχρονισμού των βιβλιοθηκών στον Έβρο, που προσέθεσε σε ένα χρόνο 5.000 τίτλους στις 14 βιβλιοθήκες του νομού, «κίνησε» το β’ εξάμηνο του 1997 27.646 βιβλία και προσείλκυσε 1.205 μαθητές και 39 εκπαιδευτικούς στα εκπαιδευτικά του προγράμματα.
Μικροί μαθητές, μεγάλοι… αναγνώστες
Αυτό προκύπτει από τα συμπεράσματα επιστημόνων που πρόκειται να παρουσιαστούν στο συνέδριο με θέμα «Ανάγνωση και σχολείο» που διοργανώνει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου μεθαύριο Παρασκευή 31 Οκτωβρίου. Μπορεί το βιβλίο να εξακολουθεί να συμβάλλει αποφασιστικά στη γλωσσική, νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη ενός παιδιού, παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με στοιχεία της έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε μαθητές της περιφέρειας πρωτεύουσης όλων των βαθμίδων, ενώ 3 στους 4 μαθητές φαίνεται ότι διάβασαν εξωσχολικά βιβλία μέσα στη χρόνια 1995, ο αριθμός των μαθητών που δεν διάβασαν κανένα εξωσχολικό βιβλίο αυξάνει, όσο προχωράμε στις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Όπως αναφέρει ο εκπαιδευτικός δημοσιογράφος Χρήστος Κάτσικας, τη χρονιά 1995, από το σύνολο των μαθητών και των τριών βαθμίδων εκπαίδευσης οι οποίοι ερωτήθηκαν, το 23% δεν διάβασε κανένα βιβλίο, το 34% έως δύο βιβλία, ενώ το 43% περισσότερα από τρία βιβλία.
ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΛΥΚΕΙΟ
Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι περισσότεροι μαθητές που δεν διάβασαν κανένα βιβλίο ανήκουν στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (27% μαθητές Λυκείου, 24% μαθητές Γυμνάσιου), ενώ οι λιγότεροι ανήκουν στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση σε ποσοστό 16%. Όπως αναφέρει ο κ. Κάτσικας, εάν η πρώτη επαφή με την εξωσχολική ανάγνωση πραγματοποιείται στις ηλικίες από 6 έως 8 ετών και καλλιεργείται στις επόμενες ηλικίες, τότε «πραγματικά μπορούμε να μιλήσουμε για μια δραματική μεταβολή της αναγνωστικής δραστηριότητας στα χρόνια, όπου διαρκεί η φοίτηση στο Λύκειο».
Την άποψη αυτή έρχεται να ενισχύσει και η εισήγηση της Μαρίας Σκιαδαρέση, εκπαιδευτικού συγγραφέως. Όπως σημειώνει, ο σημερινός μαθητής του Λυκείου δεν διαθέτει χρόνο. Ενώ στο Γυμνάσιο είναι συνηθέστερο το φαινόμενο παιδιών που επισκέπτονται τη σχολική βιβλιοθήκη όπου, φυσικά, υπάρχει και δανείζονται βιβλία, τα ίδια παιδιά πατώντας το πόδι τους στο Λύκειο εγκαταλείπουν την συνήθεια αυτή.
Οι διαπιστώσεις της κ. Σκιαδαρέση καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα μικρά παιδιά ηλικίας έως δώδεκα ετών είναι επηρεασμένα από τα έργα κινουμένων σχεδίων που παρακολουθούν στην τηλεόραση και για το λόγο αυτό στρέφονται σε βιβλία που παραπέμπουν στις τηλεοπτικές τους προτιμήσεις και αγαπούν ιδιαίτερα το εικονογραφημένο βιβλίο.
Στις αμέσως επόμενες ηλικίες και μέχρι την πρώτη τάξη του Λυκείου οι προτιμήσεις αλλάζουν και γίνεται μια στροφή σε βιβλία περιπέτειας και μυστήριου, βιβλία επιστημονικής φαντασίας, αστυνομικά και φανταστικά μυθιστορήματα. Στις τάξεις του Λυκείου η επιλογή των βιβλίων είναι περισσότερο προϊόν ανάγκης. «Ξαφνικά, από ‘κεί που προτιμούσαν όλα τα ανέφελα και ελαφρά έντυπα, αρχίζουν να δείχνουν προτίμηση σε δοκίμια, φιλοσοφικές μελέτες, δημοσιεύματα γύρω από οικονομικά και οικολογικά θέματα, βιβλία ψυχολογίας και κοινωνιολογίας», προσθέτει η κ. Σκιαδαρέση και συνεχίζει. «Την απάντηση για το φαινόμενα αυτό δίνουν τα ίδια τα παιδιά. «Μας βοηθούν στην Έκθεση», λένε γι’ αυτές τις επιλογές τους». Και καταλήγει τονίζοντας ότι τα παιδιά βλέπουν τη σχέση τους με τα βιβλία αυτή ως αναγκαίο κακό. Είναι μια σχέση καταναγκαστική. Απόδειξη, το γεγονός ότι τα βιβλία αυτά δεν τα αγοράζουν.
ΤΙ ΦΤΑΙΕΙ
Ως αιτίες του μειωμένου ενδιαφέροντος των μαθητών για εξωσχολικά βιβλία οι ερευνητές αναφέρουν τη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο δουλεύει με ένα και μοναδικό βιβλίο, την ανυπαρξία βιβλιοθηκών μέσα αλλά και έξω από τον χώρο του σχολείου, αλλά και το γεγονός ότι το σημερινό σχολείο, έτσι όπως είναι δομημένο, δεν ενισχύει την ανάπτυξη του εξωσχολικού διαβάσματος, αφού παρουσιάζει την ανάγνωση ως καταναγκασμό με μόνη χρησιμότητα τους καλούς βαθμούς, γεγονός που εντείνεται όσο περνάμε σε μεγαλύτερες βαθμίδες εκπαίδευσης. (…)
Το βιβλίο σφυρηλατεί το αίσθημα της ελευθερίας
Κουτρουμάνου Ν. Γιάννα, Εφ. «Η Εβδόμη», 19/7/1987
Το βιβλίο αναμφίβολα αποτελεί αστείρευτη πηγή γνώσης. Είναι ο κινητήριος μοχλός στη διαδικασία της εκπαίδευσης μέσα στο σχολικό χώρο. Τα βιβλία καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα αποδελτιωμένων γνώσεων, που έχουν σχέση με κάθε τομέα του επιστητού. Όμως απ’ ό,τι φαίνεται η αξία τους έχει υποβαθμιστεί, τόσο από τον ώριμο άνθρωπο όσο και από τον μαθητόκοσμο. Το φαινόμενο που παρατηρείται τις τελευταίες μέρες του σχολικού έτους, όπου οι μαθητές κυριολεκτικά «κατακρεουργούν» τα βιβλία τους, μετατρέποντας τα προαύλια των σχολείων σε αλάνες με σκουπιδόχαρτα, πρέπει να μας προβληματίσει όλους. Το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό και φανερώνει πως κάπου στο κοινωνικό-εκπαιδευτικό σύστημα υπάρχουν «στεγανά», που ωθούν σ’ αυτή τη «βάνδαλη» συμπεριφορά.
Εξετάζοντας βαθύτερα την όλη κατάσταση μπορούμε να εντοπίσουμε μερικές αιτίες, που εξηγούν αυτή τη συμπεριφορά. Ξεκινάει από τη σχολική ηλικία του παιδιού, που πηγαίνει στο σχολείο «επειδή έτσι συμβαίνει με όλα τα παιδιά της ηλικίας του». Δεν το πείθουν οι μεγαλύτεροι, οι υπεύθυνοι για την αγωγή του, ότι έχει και μυαλό που πρέπει να το καλλιεργήσει, για να γίνει σωστός άνθρωπος. Έτσι το μικρό παιδί, ο μετέπειτα νεαρός έφηβος, δε συνειδητοποιεί την αξία της μόρφωσης στη διαδικασία της ζωής. Συνεπώς η εκπαίδευση, που κατακτιέται κατά κύριο λόγο μέσα από το βιβλίο, θεωρείται «αναγκαίο κακό» που σημαίνει καταπίεση κι όχι ύψιστη πράξη ελευθερίας.
Συχνά ο δάσκαλος θεωρείται από τους μαθητές «κρατούσα κοινωνική αρχή» και τίθεται πρόβλημα επικοινωνίας ανάμεσά τους. Ο μαθητής ενδόμυχα τον φοβάται και δεν αφήνεται ελεύθερα στην καθοδήγησή του. Επειδή τον θεωρεί καταπιεστή της ελευθερίας του, κρατάει απόσταση απ’ αυτόν, κάποτε γίνεται επιθετικός ή αντιδραστικός στις οποιεσδήποτε παροτρύνσεις που γίνονται από το δάσκαλο. Σ’ αυτή τη φάση δημιουργείται ένα τεράστιο χάσμα, με αποτέλεσμα η νεανική ψυχή να φθείρεται σε μικρο-συγκρούσεις και ανταγωνισμούς που έχουν σοβαρό κόστος στη μελλοντική εξέλιξη του νέου.
Το πρόβλημα διογκώνεται και από τη νοοτροπία της κοινωνίας μας, ότι τα βιβλία παρέχουν τη γνώση και ότι η γνώση εξασφαλίζει σπουδαία επαγγελματική κατοχύρωση. Αυτή η άποψη δεν ενθαρρύνει την αγάπη γι’ αυτή καθ’ εαυτή τη γνώση, σαν στοιχείο απαραίτητο για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ολοκλήρωση του χαρακτήρα, αλλά δίνει κίνητρα για τη «χρησιμοθηρία» της με οποιοδήποτε κόστος για το νεαρό έφηβο. Φυσικό επακόλουθο είναι η ψυχική καταπίεση και το άγχος να δημιουργούν σύγχυση στην τρυφερή νεανική ψυχή. Οι μαθητές εξαιτίας της ανωριμότητας της ηλικίας δεν μπορούν να καταλάβουν τις πραγματικές αιτίες που τους απωθούν από τη γνώση και ξεσπούν στα βιβλία, στους ανυπεράσπιστους φίλους μιας ολόκληρης χρονιάς.
Γενικότερα η έλλειψη της αγάπης για γνώση από την πλευρά του μαθητή οφείλεται στη βαθιά έλλειψη πνευματικότητας της εποχής μας και στην αλλοτρίωση της ανθρώπινης ύπαρξης. Το πρόβλημα μπορεί να λυθεί μόνο αν γίνει μια ανθρωπιστική στροφή στον τρόπο ζωής του σύγχρονου ανθρώπου. Αν ο μαθητής δηλαδή καταλάβει ότι η μόρφωση είναι αναγκαία για την ανάπτυξη του μυαλού του, όσο η τροφή για το σώμα του, θα αγαπήσει τη γνώση, θα εκτιμήσει την πολύτιμη προσφορά του βιβλίου, οπότε θα το σέβεται και θα πάψει να το καταστρέφει.
Όλοι οι άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι για την αγωγή του παιδιού, κυριότερα οι γονείς, οι δάσκαλοι και οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς, μπορούν και επιβάλλεται να επηρεάσουν σημαντικά τη διάθεση του νέου για έρευνα και μελέτη του κόσμου μέσα από το πολύτιμο περιεχόμενο του βιβλίου και να δώσουν οι ίδιοι κίνητρα για διάβασμα. Πρέπει οι νέοι άνθρωποι να καταλάβουν ότι το βιβλίο βγάζει το άτομο από τα σκοτάδια της αμάθειας, ανοίγει δρόμους στη ζωή σίγουρους και ασφαλείς και σφυρηλατεί το αίσθημα της ελευθερίας. Επίσης είναι απαραίτητο να συνειδητοποιήσουν ότι τα βιβλία καταστρέφονται, επειδή θεωρούνται επικίνδυνα, μόνο από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα (Φασιστική Γερμανία) και ότι συμπεριφέρονται φασιστικά όταν τα καταστρέφουν, ενώ ζουν σε μια ελεύθερη χώρα με πλούσια πνευματική κληρονομιά, που οφείλουν να συνεχίσουν με αγάπη, υπομονή και υπερηφάνεια.
Νεκροταφεία βιβλίων
Κυριάκος Ντελόπουλος, Σχολικές Βιβλιοθήκες: Νεκροταφεία βιβλίων, περ. Νεανικοί Προβληματισμοί, τ. 28, Σεπτέμβριος Οκτώβριος 1996 (=εφ. Καθημερινή, 17/3/1996)
Φυτοζωεί, χωρίς πνοή, ένας από τους σημαντικότερους χώρους γνώσης. Παράγων παιδείας από τους ουσιαστικούς, βρίσκεται σταθερά στο περιθώριο της εκπαιδευτικής μας πολιτικής.
Η πρώτη επαφή του παιδιού με το βιβλίο είναι αρκετά βίαιη και όχι κάτω από τις καλύτερες συνθήκες και όρους. Επισυμβαίνει μέσω του σχολικού εγχειριδίου στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, στη βάση ενός αδιατάρακτου παραδοσιακού πειθαναγκαστικού συστήματος το οποίο ακολουθεί το εξής επαναλαμβανόμενο καθημερινά επί δώδεκα συνεχή χρόνια σχήμα: ο δάσκαλος επιβάλλει την ανάγνωση του βιβλίου ο μαθητής εξαναγκάζεται να αναγνώσει το βιβλίο ο δάσκαλος εξετάζει το μαθητή ο μαθητής βαθμολογείται η διαδικασία επαναλαμβάνεται. Στη διάρκειά της δημιουργούνται πρώιμες διαταραχές στο παιδί που οδηγούν σε αναστολές προς ανάγνωση. Η αισθητική των σχολικών βιβλίων τα κάνει απωθητικά. Τα κείμενά τους δεν είναι από τα ωραιότερα.
Ο κίνδυνος απόρριψής τους είναι στο δρόμο. Ο μόνος τρόπος αποσόβησης ή αναίρεσής του είναι η παρουσία στο σχολείο ενός αντιδότου. Αυτό είναι η βιβλιοθήκη, όπου το βιβλίο δεν είναι το μη ελκυστικό αντικείμενο αλλά άλλα πολλά χαρούμενα και γελαστά βιβλία που κλείνουν το μάτι στο παιδί μαθητή και του προσφέρονται σε μια βάση πρόκλησης ενδιαφέροντος, μέσω ειδικού βιβλιοθηκάριου, κατόχου της τέχνης προσέγγισης του παιδιού και της μεσολάβησης διάθεσης βιβλίων προς αυτό και της τεχνικής της βιβλιοθηκονομίας, σε ένα ευχάριστο περιβάλλον, όπου το παιδί είναι ελεύθερο να περιδιαβάζει στο χώρο ανάμεσα στα ανοιχτά ράφια, να περιεργάζεται τα βιβλία, να διαλέγει και να ανακαλύπτει τα ενδιαφέροντά του.
Ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να διεκπεραιώσει και το έργο αυτό. Η ψυχολογική κυρίως πλευρά των σχέσεών του με τους μαθητές είναι δεδομένες και άλλου τύπου. Ο ίδιος δεν μπορεί να δει το μαθητή του κι ως πελάτη της βιβλιοθήκης. Θα αντιμετωπίσει το παιδί ως μαθητή και θα δράσει εντός αυτής ως δάσκαλος. Οι αναρμόδιες αυτές επαφές και συνεργασίες αποβαίνουν υπέρ της μη δημιουργίας μελλοντικών αναγνωστών. Στην ανέμπειρη(sic) Ελλάδα με τις εμπειρικές προδιαγραφές στα ζητήματα των σχολικών βιβλιοθηκών αλήθεια, ποιοι αναλαμβάνουν την ευθύνη των μελετών; το πράγμα οδηγεί κατευθείαν στην αύξηση των τάξεων των δύστυχων συμπατριωτών μας, εκείνων στους οποίους αποδίδεται η ρετσινιά ότι «οι Έλληνες δε διαβάζουν», μια ετυμηγορία προερχόμενη εμφανώς από εκείνους οι οποίοι δεν έμαθαν να διαβάζουν.
Μόνο αν εκπονηθούν εκπαιδευτικά προγράμματα μέσα στα οποία η παρουσία των βιβλιοθηκών θα είναι προϋπόθεση για την εφαρμογή τους, θα υπάρξει ελπίδα ανάκαμψης. Αναγκαίες τότε οι βιβλιοθήκες ως στηρίγματά τους θα αποδώσουν στο μέτρο των ορίων τους. Προοδευτικό σύστημα είναι αυτό το οποίο ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών, παράγει παιδεία, μορφώνει, προβλέπει, διαμορφώνει νοοτροπίες, προετοιμάζει πολίτες ικανούς να συγκροτήσουν ένα έθνος ικανό να αντιμετωπίσει τα άλλα και επιτέλους να μην τα βλέπει ως «εχθρικά» του. Πρόσφατα εξαγγέλθηκε η πρόθεση του υπουργείου Παιδείας να οργανώσει σχολικές βιβλιοθήκες. Φυσικά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για μια ακόμα «προσπάθεια». Αλλά ας σταματήσουν κάποτε οι προσπάθειες που οδηγούνται κατευθείαν στο βυθό κι ας προνοήσουμε για τα νέα δεδομένα υποδομής. Υπάρχουν ακόμα πολλοί που ονειρεύονται αλλαγές και όχι επαναλήψεις πολυέξοδες, ξεπερασμένες, αστόχαστε και άστοχες.
Η βιβλιοθήκη στο σύγχρονο σχολείο
Η βιβλιοθήκη μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στους κόλπους του σχολείου, αφού επιτελεί διάφορες λειτουργίες:
• Απευθύνεται και εξυπηρετεί όλα δίχως διάκριση τα παιδιά του σχολείου: προικισμένα ή αδύνατα, «μαζεμένα» ή ζωηρά, ομαλά ή προβληματικά.
• Διαθέτει υλικό κάθε είδους που μπορεί να χειρισθεί και καλύπτει πλήρως τις απαιτήσεις και τις ανάγκες και του πιο προοδευτικού και απαιτητικού εκπαιδευτικού προγράμματος.
• Παρέχει πλούσιο υλικό για ελεύθερη ανάγνωση.
• Προσφέρει ένα αναγνωστικό πρόγραμμα διαπαιδαγώγησης και διαμόρφωσης των ικανοτήτων των μαθητών προς την ανάγνωση κατάλληλων βιβλίων αναλόγων προς την προσληπτικότητα και έφεση προς μάθηση καθενός.
• Αναπτύσσει την προσωπικότητα του παιδιού ως προς τις εκδηλώσεις του, της ευθύνης απέναντι στα κοινά πράγματα, της κοινής ιδιοκτησίας, της αναγνώρισης των δικαιωμάτων του άλλου και δημιουργεί προϋποθέσεις για τη δημιουργία και αντίληψη των πρώτων και βασικών δημοκρατικών αρχών.
• Προμηθεύει στο διδακτικό προσωπικό χρήσιμο υλικό και λύνει τα αναφυόμενα στην εκπαιδευτική του δουλειά προβλήματα.
• Συμμετέχει ενεργητικά στη διαμόρφωση του σχολικού προγράμματος, συνεργάζεται με το διδακτικό προσωπικό τόσο στον εκπαιδευτικό τομέα όσο και στην επιλογή του υλικού της βιβλιοθήκης.
• Διδάσκει στους μαθητές τον τρόπο λειτουργίας της βιβλιοθήκης και τα συστήματά της, ώστε να είναι σε θέση να αυτοεξυπηρετούνται. Τούτο έχει ξεχωριστή σημασία, γιατί τα διεθνώς χρησιμοποιούμενα βιβλιοθηκονομικά συστήματα θα τους είναι γνώριμα οπουδήποτε βρεθούν.
Γ) Βιβλιογραφία
- Mioni Elpidio, Εισαγωγή στην ελληνική παλαιογραφία, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1985.