Α'. Σχεδιάγραμμα, Β'. Κείμενα, Γ'. Βιβλιογραφία

Θέμα: Γάμος, Υπογεννητικότητα

Α'. Σχεδιάγραμμα

Β'. Κείμενα

Όλο και λιγότερες ερωτικές επαφές φέρνει ο γάμος

Εφημερίδα Το Βήμα, 8/3/2017

Οι ενήλικοι σήμερα κάνουν λιγότερο σεξ από ό,τι πριν από 20 χρόνια - κύριο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι έγγαμοι και όσοι συγκατοικούν

Διαχρονική μείωση στο σεξ καταγράφει η νέα μελέτη

Οι ενήλικες σήμερα κάνουν λιγότερο σεξ από ό,τι πριν 20 χρόνια, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Archives of Sexual Behavior. Μάλιστα, η μεγαλύτερη μείωση της συχνότητας των ερωτικών επαφών αφορά στους έγγαμους και σε όσους συγκατοικούν.

Όμως, και οι νεότερες γενιές πλέον κάνουν πιο αραιά έρωτα, συγκριτικά με τις προηγούμενες.

Οι ερευνητές του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Σαν Ντιέγκο στην Καλιφόρνια, με επικεφαλής την καθηγήτρια Ψυχολογίας Τζιν Τουίντζ, ανέλυσαν στοιχεία για ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα άνω των 26.000 ενηλίκων (το 96% ετεροφυλόφιλων), οι οποίοι ερωτήθηκαν για τη σεξουαλική ζωή τους από το 1989 μέχρι σήμερα.

Πιο αραιές οι σεξουαλικές επαφές

Κι ενώ στις ημέρες μας το σεξ δεν είναι πια θέμα ταμπού όπως στο παρελθόν, αυτό δεν φαίνεται να έχει παίξει ρόλο στο να αυξηθεί η συχνότητά του - μάλλον το αντίθετο. Ο μέσος παντρεμένος (ή όποιος συζεί για χρόνια) κάνει πλέον κάθε χρόνο 16 λιγότερες φορές σεξ από ό,τι την περίοδο 2000-2004.

Συνολικά, ο μέσος ενήλικος -παντρεμένος και μη- κάνει μετά το 2010 εννέα φορές πιο αραιά σεξ από ό,τι την περίοδο 1995-1999. Προφανώς όποιος έχει μόνιμο σύντροφο, κάνει συχνότερα σεξ από όποιον δεν έχει.

Επιπλέον, κάποιος που έχει γεννηθεί μετά το 1995 κάνει κατά μέσο όρο έξι φορές λιγότερες σεξ ετησίως σε σχέση με κάποιον γεννημένο στη δεκαετία του 1930. Τα άτομα 20-30 ετών κάνουν σεξ πάνω από 80 φορές μέσα στο έτος (δηλαδή περίπου μία φορά κάθε τέσσερις ή πέντε μέρες). Για τους 45άρηδες η συχνότητα πέφτει στις 60 φορές το χρόνο (μία φορά κάθε έξι μέρες) και στους 65άρηδες στις 20 φορές (μία φορά κάθε 18 μέρες).

Πλήγμα το ότι οι έγγαμοι λιγοστεύουν

Η μείωση των ερωτικών επαφών οφείλεται τόσο στο ότι οι παντρεμένοι κάνουν πια σεξ λιγότερο συχνά, όσο και στο ότι οι έγγαμοι λιγοστεύουν.

Η συχνότητα σεξουαλικής δραστηριότητας κορυφώνεται στην ηλικία των 25 ετών και στη συνέχεια μειώνεται κατά 3,2% κάθε χρόνο που περνάει (ή 1,2 λιγότερες φορές σεξ ετησίως).

«Τα ευρήματα δείχνουν μια σημαντική αναστροφή σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, όσον αφορά το γάμο και το σεξ. Στη δεκαετία του 1990 οι παντρεμένοι έκαναν σεξ περισσότερες φορές μέσα στο έτος σε σχέση με τους ανύπαντρους, αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και μετά η τάση αντιστράφηκε και πλέον οι οι ανύπαντροι κάνουν σεξ συχνότερα», εξηγεί η δρ Τουίντζ.

Πολυπαραγοντικό ζήτημα

Και συμπληρώνει πως «οι μεταβαλλόμενοι ρόλοι των δύο φύλων (η δυναμική μεταξύ άνδρα-γυναίκας στο σπίτι και στη δουλειά), η μεγαλύτερη χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι περισσότερες διαθέσιμες εναλλακτικές επιλογές, αλλά επίσης η οικονομική κρίση και η αύξηση της κατάθλιψης, φαίνεται να παίζουν τον δικό τους ρόλο. Για αρκετούς νέους πάντως, το πιο αραιό σεξ φαίνεται να είναι μια συνειδητή επιλογή».

Ανατροπή στο... ντέρμπι των γάμων: Πολιτικός - Θρησκευτικός 1- 0!

Ηλίας Κανέλλης, εφ. Τα Νέα, 22/3/2014

Πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, το 2012 έγινε η μεγάλη ανατροπή λόγω και της οικονομικής κρίσης

Ανατροπή στο... ντέρμπι των γάμων Πολιτικός - Θρησκευτικός 1- 0!

Το 1982, η πρώτη κυβέρνηση της «Αλλαγής» θεσμοθέτησε, όχι χωρίς αντιδράσεις, τον προαιρετικό πολιτικό γάμο. Τον πρώτο καιρό, τα ζευγάρια που διάβαιναν την πόρτα του δημαρχείου ήταν ελάχιστα, τα ΜΜΕ τα παρακολουθούσαν ως αξιοθέατο. Αλλά σήμερα, είκοσι δύο χρόνια μετά, οι πολιτικοί γάμοι είναι περισσότεροι από τους θρησκευτικούς...

Μαζί με την πολιτική που επέστρεψε με τη Μεταπολίτευση του 1974, η παράλληλη έντονη κοινωνική κινητικότητα διεκδικούσε νέους θεσμούς που να λαμβάνουν υπόψη τις κατακτήσεις του δυτικού κόσμου στο επίπεδο της χειραφέτησης. Το φεμινιστικό κίνημα ήταν ένα από τα ρεύματα που διαδόθηκαν ευρύτατα στην Ελλάδα, τα κόμματα μάλιστα που είχαν αρχίσει να λειτουργούν στο όνομα της χειραφέτησης έκαναν προσπάθεια να το οικειοποιηθούν, ιδρύοντας τις δικές τους φεμινιστικές οργανώσεις. Στο πλαίσιο της δράσης των φεμινιστριών, καλλιεργήθηκε η ιδέα της θεσμοθέτησης των δυτικών θεσμών χειραφέτησης.

Αλλά, προφανώς, χρειάστηκε η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση της κοινωνίας προτού ριζοσπαστικά μέτρα όπως η θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου υιοθετηθούν από το κράτος και περάσουν στο οικογενειακό δίκαιο.

Μη φοβού τον άνδρα

Για πολλά χρόνια η ελληνική κοινωνία ήταν επισήμως ανδροκρατική, «ο ανήρ αρχηγός του οίκου. Ο ανήρ είναι η κεφαλή της οικογενείας και αποφασίζει περί παντός ό,τι αφορά τον συζυγικόν βίον», σύμφωνα με τη νομοθεσία. Οι φεμινίστριες που φώναζαν «δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του ανδρός μου, θέλω να είμαι ο εαυτός μου», λοιπόν, είχαν σοβαρό στόχο. Την ίδια την ταυτότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Η αναγνώριση του πολιτικού γάμου στην Ελλάδα ήταν από τις πρώτες αποφάσεις της πρώτης κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου (και κατά πολλούς ήταν απαίτηση της συζύγου του Μαργαρίτας Παπανδρέου, η οποία ήταν επικεφαλής της Ενωσης Γυναικών Ελλάδας, ΕΓΕ, της γυναικείας οργάνωσης του ΠαΣοΚ). Ουσιαστικά, έγινε μια προσπάθεια προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς τα δυτικά ισχύοντα, αλλά κατέληξε πράξη συμβιβασμού με την αντιδρώσα Εκκλησία, πρότυπο της οποίας ήταν η φράση που συνεγείρει τις γυναίκες στις γαμήλιες τελετές: «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα».

Το νομοσχέδιο άρχισε να συζητιέται στη Βουλή στις 17 Φεβρουαρίου 1982. Ψηφίστηκε στις 22 Μαρτίου, με την αρνητική ψήφο των βουλευτών της ΝΔ. Ο Νόμος 1250/82 (ΦΕΚ Α 46/7-4-1982), με τον οποίο θεσμοθετήθηκε ο πολιτικός γάμος ως ισόκυρος με τον θρησκευτικό, συνάντησε την αντίδραση της προοδευτικής διανόησης της εποχής. Σύμφωνα με τη θέση όσων αντιδρούσαν, το νομοσχέδιο θεωρήθηκε παραχώρηση στην Εκκλησία αφού δεν κηρύχθηκε υποχρεωτικός ο πολιτικός γάμος, με αποτέλεσμα να μην απορρέουν από αυτόν όλα τα δικαιώματα, και μόνο όποια ζευγάρια ήθελαν κατόπιν να κάνουν και θρησκευτική τελετή. Η τελική απόφαση, το δικαίωμα στην επιλογή, εκτιμήθηκε ότι ήταν η συμβιβαστική αντίδραση της πολιτείας στην απαίτηση της υπό τον Σεραφείμ Εκκλησίας της Ελλάδος.

Οι λεπτομέρειες για την τέλεση του πολιτικού γάμου καθορίστηκαν στο Προεδρικό Διάταγμα 391 (ΦΕΚ Α 73/18-6-1982). Ο πρώτος πολιτικός γάμος στην Ελλάδα έγινε στις 18 Ιουλίου 1982. Η Ικαριώτισσα  Σταματούλα Πλακίδα παντρεύτηκε τον Δημήτρη Μαύρο από τη Νάξο, στο κοινοτικό κατάστημα του χωριού Φραντάτο της Ικαρίας.

Η εμμονή στις παραδόσεις

Ο πολιτικός γάμος για πάρα πολλά χρόνια ήταν ελάχιστα δημοφιλής στην ελληνική κοινωνία. Μάλιστα, αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο η Εκκλησία πολύ σύντομα έπαψε να ασχολείται με το νέο νομοθετικό πλαίσιο. Μόνο ελάχιστοι πολιτικοί γάμοι γίνονταν τα πρώτα χρόνια, κυρίως από ζευγάρια που είχαν ζήσει στο εξωτερικό, πολλές φορές μάλιστα τον πολιτικό ακολουθούσε και θρησκευτικός. Ενα από τα επιχειρήματα υπέρ του θρησκευτικού γάμου ήταν η εμμονή στις παραδόσεις. Ενα άλλο έκανε λόγο για την τελετουργία του θρησκευτικού γάμου, που σηματοδοτούσε με μεγαλοπρέπεια τη νέα ζωή των νεονύμφων - σε μια εποχή, μάλιστα, που οι δήμοι δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με το ζήτημα, εκχωρώντας το κοσμικό δικαίωμά τους στην Εκκλησία.

Τα πράγματα ωστόσο άλλαξαν στις αρχές του 21ου αιώνα. Προφανώς αυτό, οφειλόταν και στις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές που είχαν επέλθει στο μεταξύ λόγω της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο πολιτικός γάμος κέρδιζε συνεχώς έδαφος έναντι του θρησκευτικού. Η ψαλίδα έκλεινε ώσπου, το 2012, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, οι πολιτικοί γάμοι ξεπέρασαν τους θρησκευτικούς (51,8% έναντι 48,2%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, Αύγουστος 2013). Η οικονομική κρίση, οι μεικτοί γάμοι και ο εκδυτικισμός της ελληνικής κοινωνίας, βαθμιαία, άλλαξαν τις βεβαιότητες.

Το Σύμφωνο Συμβίωσης και οι διακρίσεις που παραμένουν

Με τον Νόμο 3719 του 2008 αναγνωρίστηκε νομικά η συμβίωση ζευγαριών που δεν επιθυμούν να τελέσουν γάμο. Αντίθετα ωστόσο με τις άλλες χώρες της Ευρώπης, όπου ισχύει το Σύμφωνο Συμβίωσης, η αναγνώριση αυτή ισχύει μόνο για ετερόφυλα ζευγάρια. Επειτα από προσφυγή τεσσάρων ομόφυλων ζευγαριών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η Ελλάδα καταδικάστηκε επειδή το ότι επιτρέπεται μόνο σε ετερόφυλα ζευγάρια να συνάπτουν Σύμφωνο Συμβίωσης έρχεται σε αντίθεση με το δικαίωμα σε οικογενειακή ζωή (άρθρο 8 ΕΣΔΑ) και με την απαγόρευση των διακρίσεων (άρθρο 14 ΕΣΔΑ). Εκκρεμεί η νομική συμμόρφωση της χώρας μας. 

Ο αγώνας για τη χειραφέτηση δεν τελειώνει ποτέ.

Περικοπές και στους... τοκετούς λόγω κρίσης

Εύη Σαλτού, εφ. Τα Νέα, 2/7/2011

Κατά 15% έχουν μειωθεί τον τελευταίο χρόνο οι γεννήσεις στη χώρα μας, καθώς η οικονομική κατάσταση αναγκάζει πολλά ζευγάρια να αναβάλουν την απόκτηση του πρώτου ή του δεύτερου παιδιού, ενώ το δυσβάσταχτο κόστος της εξωσωματικής οδηγεί άλλα ζευγάρια να επιλέγουν φθηνότερες μεθόδους

Περικοπές και στη μητρότητα κάνουν οι Ελληνες: το δυσβάστακτο κόστος της εξωσωματικής γονιμοποίησης αναγκάζει τις Ελληνίδες να επιλέγουν φθηνότερες μεθόδους, τα δημόσια μαιευτήρια κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος, ενώ δεν είναι λίγες τα ζευγάρια που αναβάλλουν την απόκτηση του πρώτου ή δεύτερου παιδιού με αποτέλεσμα οι τοκετοί να έχουν μειωθεί κατά 15% τον τελευταίο χρόνο στη χώρα μας.

Την ίδια ώρα, τα ιδιωτικά μαιευτήρια και τα κέντρα γονιμοποίησης καταφεύγουν σε πιο οικονομικά πακέτα ψαλιδίζοντας τις τιμές τους ακόμη και κατά 40%, ενώ την τιμητική τους περίοδο διανύουν και οι άτοκες δόσεις!

«Διαπιστώνεται πτώση στις εξωσωματικές έως και 20%, γεγονός που καταγράφεται και από την αντίστοιχη μείωση φαρμάκων», λέει στα «ΝΕΑ» ο δρ Μηνάς Μαστρομηνάς, χειρουργός - γυναικολόγος, ειδικός σε προβλήματα γονιμότητας.

Παράλληλα, όμως, φαίνεται να υπάρχει αντίστοιχη αύξηση κατά 20% στους φυσικούς κύκλους. Πρόκειται για την προσπάθεια υποβοήθησης της φυσιολογικής αναπαραγωγής, όπου γίνεται λήψη του ωαρίου, ακολουθεί η γονιμοποίησή του και η τοποθέτησή του χωρίς τη χρήση φαρμάκων.

Παρόλο, όμως, που η μέθοδος αυτή είναι πιο οικονομική - κοστίζει 1.000 ευρώ έναντι 3.000-3.500 ευρώ που κοστίζει η εξωσωματική - υστερεί σε ό,τι αφορά τα ποσοστά επιτυχίας. Τα νέα ζευγάρια, όμως, υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης, υποχρεώνονται να κάνουν εκπτώσεις και σε αυτό τον τομέα. Την ίδια ώρα, αυξάνονται οι πολίτες που αναζητούν εξειδικευμένες θεραπείες που στοχεύουν κατά της υπογονιμότητας στα δημόσια νοσοκομεία. Οπως υπογραμμίζει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Μαιευτικής και Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Ιωάννης Μεσσήνης, παρατηρήθηκε αύξηση στις εξωσωματικές της τάξης του 10% τόσο πέρυσι όσο και φέτος. Προσθέτει ότι η προτίμηση στο ΕΣΥ είναι βέβαιο ότι σχετίζεται με την οικονομική δυσπραγία - σημειώνεται ότι στα δημόσια νοσοκομεία οι ασφαλισμένοι δεν πληρώνουν ούτε ένα ευρώ, ενώ οι ανασφάλιστοι καταβάλλουν μόλις 380 ευρώ για κάθε κύκλο. Μάλιστα, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη η αντίστοιχη αύξηση - σύμφωνα με πρώτες εκτιμήσεις - αγγίζει το 18%.

Φαινόμενο των καιρών χαρακτηρίζουν όμως οι ειδικοί και το γεγονός ότι τα ζευγάρια που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπογονιμότητας απεύχονται τη δημιουργία μιας μεγάλης οικογενείας. «Υπάρχει η αγωνία για απόκτηση διδύμων - κάποτε ήταν μια ευτυχής κατάληξη, σήμερα όμως θεωρείται ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Είναι ενδεικτικό ότι το αίτημα για ένα παιδί είναι ολοένα και συχνότερο, παρόλο που μειώνεται ο αριθμός των εμβρύων και συνεπώς των αναμενόμενων ποσοστών επιτυχίας», προσθέτει ο Μηνάς Μαστρομηνάς.

Ακόμη και η πρακτική της αποθήκευσης κατεψυγμένων εμβρύων για την απόκτηση δεύτερου παιδιού, η οποία θεωρείται σχετικά φθηνή αφού κοστίζει 200 ευρώ τον χρόνο, φαίνεται να επιβαρύνει σημαντικά τον οικογενειακό προϋπολογισμό των νέων ζευγαριών. Ετσι εξηγείται η αύξηση των αιτημάτων για καταστροφή των εμβρύων.

Στο μεταξύ, τα δημόσια μαιευτήρια φαίνεται πως επέλεξαν για τον τοκετό τους προηγούμενους μήνες οι γυναίκες στη χώρα μας. Οπως επισημαίνει ο Γιώργος Φαρμακίδης, μαιευτήρας - γυναικολόγος, διευθυντής του ΣΤ' Μαιευτικού - Γυναικολογικού Τμήματος στο Νοσοκομείο Ελενα Βενιζέλου, πανελλαδικά οι τοκετοί στα δημόσια μαιευτήρια αυξήθηκαν κατά περίπου 15%. «Αν υπολογίσουμε πως κάθε χρόνο έχουμε στην Ελλάδα 100.000 τοκετούς, αυτή η αύξηση μεταφράζεται σε περίπου 15.000 γέννες».

Μπορεί ωστόσο αυτή η αύξηση να παρατηρείται κυρίως στην περιφέρεια, δεν συμβαίνει το ίδιο και στην Αθήνα. «Αντίθετα, έχουν ελαττωθεί οι τοκετοί από Ελληνίδες στα δημόσια νοσοκομεία της πρωτεύουσας. Κι αυτό συμβαίνει εξαιτίας της μείωσης των τιμών στις ιδιωτικές κλινικές. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του νοσοκομείου μας, όπου βλέπουμε τη μείωση αυτή να φτάνει το 10%. Βέβαια, ευελπιστούμε πως αυτή η κατάσταση από του χρόνου θα αλλάξει και ήδη καταγράφονται τα πρώτα σημάδια επιστροφής στο Δημόσιο».

Θα τα... εκατοστήσουν τα περισσότερα μωρά

Sam Lister, εφ. Τα Νέα (The Times), 3/10/2009

Ερευνητές μελέτησαν το προσδόκιμο και την ποιότητα ζωής στις αναπτυγμένες χώρες και δείχνουν ότι οι διαδικασίες της γήρανσης θα συνεχίσουν να παρατείνονται

Περισσότερα από τα μισά μωρά που γεννιούνται σήμερα σε εύπορα νοικοκυριά αναμένεται ότι θα ζήσουν ώς τα 100 τους, σύμφωνα με τις τρέχουσες τάσεις του προσδόκιμου ζωής.

Η ανάλυση του προσδόκιμου ζωής και της ποιότητας της ζωής στις μεγαλύτερες ηλικίες δείχνουν ότι οι διαδικασίες της γήρανσης θα συνεχίσουν να παρατείνονται. Χρησιμοποιώντας δημογραφικά μοντέλα, επιστήμονες υπολόγισαν πως το μέσο παιδί που γεννήθηκε το 2007 στη Βρετανία μπορεί να περιμένει ότι θα ζήσει ώς τα 103, ενώ στην Ιαπωνία ώς τα 107.

Ειδικοί κάνουν τις παραπάνω προβλέψεις στο τεύχος της ιατρικής επιθεώρησης «Τhe Lancet» που κυκλοφόρησε χθες, αφού εξέτασαν τα τελευταία στοιχεία που προκύπτουν από τις έρευνες. Επισημαίνουν ότι στη διάρκεια του 20ού αιώνα καταγράφηκαν στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες τεράστιες αυξήσεις του προσδόκιμου ζωής, που αντιστοιχούν σε πάνω από 30 χρόνια. Τα ποσοστά θνησιμότητας στις χώρες με το μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής, όπως η Ιαπωνία, η Σουηδία και η Ισπανία, δείχνουν ότι ακόμη κι αν οι συνθήκες της υγείας δεν βελτιωθούν, τα τρία τέταρτα των μωρών θα ζήσουν ώς τα 75 τους. Αν συνεχιστούν οι παρούσες τάσεις, οι περισσότεροι απ΄ αυτούς που γεννιούνται σε εύπορες χώρες από το 2000 και μετά είναι πιθανό να γιορτάσουν τα 100ά γενέθλιά τους.

Ο Κάρε Κρίστενσεν του Δανικού Κέντρου Έρευνας για τη Γήρανση στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Δανίας, λέει ότι η αύξηση στο προσδόκιμο ζωής από το 1840 δεν δείχνει να επιβραδύνεται, ενισχυμένο από τις ιατρικές προόδους και από τη βελτίωση της διατροφής και των συνθηκών ζωής. «Οι άνθρωποι που πεθαίνουν πλέον σε πρώιμη ηλικία είναι τόσο λίγοι ώστε δεν περιμένουμε σημαντική βελτίωση στις πιο νεαρές ηλικίες. Οι βελτιώσεις θα αφορούν τη μεγαλύτερη ηλικία, χάρη στις τεχνολογικές προόδους, για παράδειγμα στα φάρμακα και στην κινητικότητα, αλλά και χάρη σε προόδους μη τεχνολογικές, όπως το να παραμένουν οι ηλικιωμένοι στην ενεργό κοινωνία», δήλωσε. «Και αυτό θα απαιτήσει κάποια σκέψη. Αν έχεις ανθρώπους που κρατούν πολύ υψηλές θέσεις μέχρι μια πολύ μεγάλη ηλικία, τότε πρέπει να εξασφαλίσεις ότι με κάποιο τρόπο θα μπορείς να διοχετεύεις νέο αίμα». Ωστόσο το μέλλον μπορεί να επιφυλάσσει εκπλήξεις. Σε άρθρο τους στην επιθεώρηση «Journal of Ρopulation Αgeing», οι Σάρα Χάρπερ και Κένεθ Χάουζ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης αναφέρουν πως στις αναπτυγμένες χώρες το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται κατά μέσο όρο τρεις μήνες κάθε χρόνο εδώ και 160 χρόνια. Όμως επισημαίνουν ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν τη μακροβιότητα του ανθρώπου είναι πολλοί και αναρωτιούνται, για παράδειγμα, αν σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου η παχυσαρκία είναι πραγματική επιδημία, το προσδόκιμο ζωής μπορεί να μειωθεί τις επόμενες δεκαετίες. «Άλλοι κίνδυνοι στις πλούσιες χώρες είναι η κακή διατροφή, η απουσία φυσικής άσκησης και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ», αναφέρουν οι Χάρπερ και Χάουζ.

Οι Άγγλοι ερευνητές υπενθυμίζουν επίσης ότι το προσδόκιμο ζωής ποικίλλει ανάλογα με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Όμως και σ΄ αυτό το σημείο τα πράγματα δεν είναι προφανή. Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε την Τρίτη στην επιθεώρηση «Πρακτικά της Αμερικανικής Ακαδημίας Επιστημών» (ΡΝΑS) δείχνει ότι στη διάρκεια του Μεγάλου Κραχ που έπληξε το 1929 τις ΗΠΑ, το προσδόκιμο ζωής των Αμερικανών έκανε ένα αναπάντεχο άλμα. Πέρασε από τα 57 χρόνια το 1929 σε λίγο πάνω από τα 63 το 1932. Αντιθέτως είχε μειωθεί σε περιόδους ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης πριν από το Μεγάλο Κραχ και την περίοδο 1936-37. Σύμφωνα με τους δύο επιστήμονες που υπογράφουν τη μελέτη, τους Χοσέ Ταπία Γρανάδος και Άνα Ντίες Ρου, του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, αυτό μπορεί να εξηγείται από την πτώση της κατανάλωσης αλκοόλ και καπνού λόγω της ανεργίας καθώς και από τη μείωση της βιομηχανικής ρύπανσης.

Με μια ματιά

Γεννάνε και δεν χανόμαστε

Μπάμπης Πολυχρονιάδης, εφ. Ελευθεροτυπία, 27/9/2009

Η Ελλάδα τεκνοποιεί ξανά, αλλά στην αύξηση των τοκετών καθοριστικό ρόλο παίζει πλέον η παρουσία αλλοδαπών στη χώρα μας. Από τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας επιβεβαιώνεται ότι την τελευταία δεκαετία υπάρχει σημαντική άνοδος στις γεννήσεις, αλλά σχεδόν το 20% των παιδιών έχουν αλλοδαπή μητέρα, κυρίως Αλβανίδα.

Έχουμε, λοιπόν, limit-up τοκετών, καθώς από τα 100.643 παιδιά που γεννήθηκαν το 1999 ο αριθμός τους έφτασε πέρυσι τα 118.302 και κινείται με σαφή αυξητική τάση.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι γεννήσεις με βάση την υπηκοότητα της μητέρας για την τετραετία 2004-2007. Η ΕΣΥΕ δεν έχει κάνει καταγραφή για την υπηκοότητα πριν από το 2004, ενώ τα στοιχεία του 2008 δεν είναι ακόμη διαθέσιμα.

Το 2004, οι γεννήσεις των αλλοδαπών αντιστοιχούσαν στο 15,95% του συνολικού αριθμού των γεννήσεων και τώρα αναλογούν στο 18,29% με τάση επίσης ανοδική. Στο ίδιο διάστημα, περισσότερο φάνηκε ότι γέννησαν οι Ελληνίδες, αλλά μόλις κατά 2,99%. Οι γεννήσεις των αλλοδαπών μανάδων «έτρεξαν» με σχεδόν δεκαπλάσια ταχύτητα (21,48%).

Με το θέμα της συμβολής των μεταναστών στη γεννητικότητα του πληθυσμού μας έχει ασχοληθεί και το Εργαστήριο Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων (ΕΔΚΑ), το οποίο απάντησε, μεταξύ άλλων, και στο ερώτημα πόσες είναι οι «εν δυνάμει» μητέρες, δηλαδή οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας (από 15 έως 49 ετών): Ελληνίδες 2.746.663 και αλλοδαπές 261.052.

Σύμφωνα, με τον αριθμό των γεννήσεων το 2004 και το 2005 προκύπτει ότι έφερε στον κόσμο παιδί το 65,77% των αλλοδαπών γυναικών και μόλις το 32,48% των Ελληνίδων.

Από την ίδια μελέτη εξάγεται το συμπέρασμα, ότι χάρη στις γεννήσεις των αλλοδαπών την περίοδο 1991-2001 το ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων ήταν οριακά θετικό κατά 13.000 άτομα.

Είναι, δηλαδή, προφανές ότι οι ξένες γυναίκες στη χώρα μας γεννούν περισσότερο σε σχέση με τις Ελληνίδες, κάτι που φαίνεται να δικαιολογεί και την αύξηση στις γεννήσεις τρίτου, τέταρτου και πέμπτου παιδιού την τριετία 2005-2007.

Το ότι γεννούν, όμως, οι αλλοδαπές περισσότερο δεν σημαίνει ότι σε λίγα χρόνια η Ελλάδα δεν θα κατοικείται από Ελληνες. Ο Βύρων Κοτζαμάνης, καθηγητής δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και διευθυντής του ΕΔΚΑ, εξηγεί:

«Πρέπει να λάβετε υπόψη σας ότι, αν και τα στοιχεία δείχνουν περισσότερες γεννήσεις των αλλοδαπών, δεν σημαίνει ότι στην πραγματικότητα κάνουν τα διπλάσια παιδιά. Απλά, οι περισσότερες αλλοδαπές που κάνουν τα παιδιά τους τώρα μετανάστευσαν στη χώρα μας την προηγούμενη δεκαετία. Λόγω των πρώτων δυσκολιών προσαρμογής (εύρεση εργασίας, κατοικίας κ.λπ.) στη δεκαετία του '90, ανέβαλλαν τη γέννηση των παιδιών τους τότε. Οπότε, μετά την πρώτη φάση ενσωμάτωσής τους και την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσής τους, τα παιδιά τα οποία θα έκαναν "λογικά" την προηγούμενη δεκαετία τα κάνουν μαζικά τη δεκαετία αυτή».

Οδεύουμε προς μια κοινωνία γερόντων

Εφ. Τα Νέα, 13/5/2008

Ο συνολικός αριθμός των γεννήσεων μειώνεται ενώ αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής

Στα 11.171.740 άτομα εκτιμάται ο πληθυσμός της Ελλάδας στο τέλος του 2006, ενώ το 2050 ο πληθυσμός θα έχει μειωθεί στα 10.778.997 άτομα παρά την αύξηση τόσο του προσδόκιμου ζωής κατά τη γέννηση όσο και της μετανάστευσης που καταγράφεται. Εν τω μεταξύ από το 1995 και μετά ο πληθυσμός γηράσκει, οι νέοι ηλικίας 0-14 ετών μειώνονται, ενώ και ο ενεργός πληθυσμός ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού εμφανίζει μείωση. Παράλληλα ο συνολικός αριθμός των γεννήσεων μειώνεται (αλλά οι εκτός γάμου γεννήσεις αυξάνονται), οι γυναίκες νυμφεύονται σε ολοένα μεγαλύτερη ηλικία και ο δείκτης θνησιμότητας σημειώνει άνοδο. Αυτά είναι τα κύρια στοιχεία των δημογραφικών μεγεθών στην Ελλάδα που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ). Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ στην αρχή του 2006 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 11.125.179 άτομα βάσει των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από τα ληξιαρχεία της χώρας. Ο ρυθμός ετήσιας αύξησης το 2006 ήταν 4,2 επί πληθυσμού 1.000 κατοίκων, που ισούται με συντελεστή 0,6% της φυσικής αύξησης.

Ο δείκτης γεννητικότητας περιορίζεται στο 10,1 επί πληθυσμού 1.000 κατοίκων, ενώ θα έπρεπε να είναι διπλάσιος για να διατηρηθεί ο πληθυσμός της χώρας στα σημερινά επίπεδα.

Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ, από το 1995 ως το 2006 η σύνθεση του πληθυσμού κατά ομάδες ηλικιών έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές. Το ποσοστό των παιδιών ηλικίας 0-14 ετών μειώθηκε το 2006 σε 14,3% από 17,4% που ήταν το 1995. Κατά την ίδια χρονική σύγκριση ο πληθυσμός ηλικίας άνω των 65 ετών αυξήθηκε κατά 28,6%.

Εξίσου ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός ηλικίας 15-64 ετών ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού μειώθηκε στο 67,1% το 2006 από 67,5% που ήταν το 1995.

Είναι φανερό, αναφέρεται από την ΕΣΥΕ, ότι η σύνθεση του πληθυσμού κατά ηλικίες παρουσίασε μια μετακίνηση προς τις μεγαλύτερες ηλικίες, με συνέπεια ο δείκτης γήρανσης να ακολουθήσει από το 1995 και μετά έντονα ανοδική πορεία. Το 2006 αντιστοιχούσαν 130 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω σε 100 άτομα ηλικίας 0-14 ετών, ενώ το 1995 αντιστοιχούσαν 87 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω σε 100 άτομα 0-14 ετών.

Ανησυχητικό είναι επίσης το γεγονός ότι ο ακαθάριστος δείκτης γαμηλιότητας μειώνεται ενώ ο ακαθάριστος δείκτης διαζυγίων αυξάνεται. Ειδικότερα ο ακαθάριστος δείκτης γαμηλιότητας μειώθηκε σε 5,2 γάμους ανά 1.000

κατοίκους, από 5,5 που ήταν το 2005 και από 7,3 που ήταν στην αρχή της δεκαετίας του 1980, ενώ το όριο ηλικίας γάμου των γυναικών αυξήθηκε.

Το 1991 η μέση ηλικία των γυναικών που νυμφεύονταν ήταν τα 24,1 έτη για να αυξηθεί στα 28,1 το 2005 και να φθάσει τα 28,4 έτη το 2006. Ενώ όμως οι γάμοι μειώνονται, τα διαζύγια αυξάνονται. Το 2006 τα διαζύγια έφθασαν κατά μέσο όρο τα 228 επί 1.000 γάμων, ενώ το 1995 ήταν 171,8. Πάντως είναι φανερό ότι όσοι παντρεύονται προτιμούν τον θρησκευτικό από τον πολιτικό γάμο, αν και οι τελευταίοι παρουσιάζουν αυξητική τάση. Το 1995 επί 63.987 γάμων οι πολιτικοί ήταν 6.729, ενώ το 2006 επί 57.802 γάμων οι πολιτικοί ήταν 18.223.

Η θνησιμότητα

Ενώ η γονιμότητα στην Ελλάδα είναι ανεπαρκής για να έχουμε ικανοποιητική αύξηση του πληθυσμού, η θνησιμότητα παρουσιάζει σταθερά ανοδική πορεία. Σύμφωνα με την ΕΣΥΕ ο Ακαθάριστος Δείκτης Θνησιμότητας, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1980, παρουσιάζει μικρή αλλά σταθερή ανοδική πορεία.

Το 1981 καταγράφηκαν 8,9 θάνατοι επί πληθυσμού 1.000 ατόμων, το 1995 καταγράφηκαν 9,4 και το 2006 έφθασαν τους 9,5. Η μικρή αυτή άνοδος οφείλεται στην αύξηση των θανάτων που προέρχονται από τις ηλικίες 75 ετών και άνω λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, όπως αναφέρεται από την ΕΣΥΕ. Πάντως η μέση ηλικία θανάτου αυξάνεται σταδιακά. Το 1995 η μέση ηλικία θανάτου ήταν τα 71,8 έτη για τους άνδρες και τα 77,6 έτη για τις γυναίκες ενώ το 2006 η μέση ηλικία θανάτου αυξήθηκε σε 73,5 και 79,6 αντιστοίχως.

Παράλληλα όμως η πρόοδος της επιστήμης συνέβαλε και στη μείωση του δείκτη βρεφικής θνησιμότητας. Το 1995 είχαμε 8,2 θανάτους επί 1.000 γεννήσεων ζώντων ενώ το 2006 περιορίστηκαν στους 3,7.

Τέλος το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση αυξήθηκε για τους άνδρες από τα 75 έτη το 1995 στα 77,1 έτη το 2006 και των γυναικών από τα 80,2 έτη στα 82 έτη. Οι κυριότερες αιτίες θανάτου είναι τα καρδιακά νοσήματα, τα νεοπλάσματα, τα εγκεφαλικά, «άλλα νοσήματα του αναπνευστικού» και τα ατυχήματα.

Οι θάνατοι Ελλήνων ξεπέρασαν τις γεννήσεις τη δεκαετία του ’90

Mανόλης Γ. Δρεττάκης, εφ. Ελευθεροτυπία, 16/1/2005

H αύξηση του πληθυσμού οφείλεται κυρίως στους αλλοδαπούς

Στο κεφάλαιο 1 του βιβλίου μας «Καθαρή εισροή μεταναστών και υπογεννητικότητα», που εκδόθηκε το 2002, εξετάσαμε τις δημογραφικές εξελίξεις στη χώρα μας, την 50ετία 1951-2000. Με βάση τα τότε διαθέσιμα στοιχεία της απογραφής του 2001, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η κατά 704.180 αύξηση του πληθυσμού τη δεκαετία του ’90 οφείλεται κατά 97% σε καθαρή εισροή πληθυσμού από το εξωτερικό και μόνο κατά 3% στην υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων ολόκληρη τη δεκαετία αυτή. Στο άρθρο εκείνο, εξαιτίας της έλλειψης στοιχείων για τις γεννήσεις και θανάτους των αλλοδαπών στη χώρα μας, αποδώσαμε την καθαρή εισροή πληθυσμού τη δεκαετία του ’90 στους αλλοδαπούς κατά 92%, και στους παλιννοστούντες Έλληνες κατά 8%, και εξαιτίας της ίδιας έλλειψης δεν μπορέσαμε να εκτιμήσουμε σε ποιους οφείλεται η ισχνή υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων.

Αύξηση αλλοδαπών

Στη διάρκεια, όμως, της δεκαετίας του ’90 σημειώθηκε και φυσική αύξηση του πληθυσμού των αλλοδαπών στη χώρα μας (δηλαδή διαφορά των θανάτων από τις γεννήσεις αλλοδαπών που συνέβησαν στην Eλλάδα).

Aν, επομένως, μπορέσουμε να κάνουμε εκτιμήσεις για τις γεννήσεις και τους θανάτους αλλοδαπών στη χώρα μας, θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε και τη φυσική μεταβολή του πληθυσμού των Eλλήνων (γεννήσεις μείον θανάτους) και να δώσουμε μια εκτίμηση σε ποιους οφείλεται η ισχνή υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων τη δεκαετία του ’90. Tαυτόχρονα, θα μπορέσουμε να κάνουμε μια ακριβέστερη εκτίμηση της καθαρής εισροής πληθυσμού κατά υπηκοότητα.

H αναλυτική έκθεση της μεθοδολογίας που ακολουθήσαμε για να κάνουμε τις παραπάνω εκτιμήσεις, δεν είναι δυνατόν να εκτεθεί λεπτομερώς στο σύντομο αυτό άρθρο. Aπλώς αναφέρουμε ότι οι βάσεις των στοιχείων στις οποίες στηρίζονται οι εκτιμήσεις αυτές είναι: τα αναλυτικότερα στοιχεία της απογραφής του πληθυσμού 2001 κατά υπηκοότητα, ομάδες ηλικιών και φύλο που δημοσιεύτηκαν τα δύο τελευταία χρόνια, ο υπολογιζόμενος από την Eθνική Στατιστική Yπηρεσία της Eλλάδος (EΣYE) πληθυσμός την 1η Iανουαρίου των ετών 1991-2001, καθώς και τα στοιχεία της EΣYE για το σύνολο των γεννήσεων και θανάτων το καθένα από τα έτη 1991-2000. Eπιπλέον κάνουμε τις παρακάτω παραδοχές:

(α) Για τις γεννήσεις αλλοδαπών υποθέτουμε ότι οι αλλοδαποί στην ομάδα ηλικιών 0-4 ετών (38.434) και στην ομάδα ηλικιών 5-9 ετών (42.814) που βρέθηκαν στην απογραφή του 2001, γεννήθηκαν στην Eλλάδα.

(β) H θνησιμότητα των αλλοδαπών (θάνατοι ανά 1.000 κατοίκους) είναι περίπου ίση με το 1/5 της θνησιμότητας των Eλλήνων εξαιτίας του γεγονότος ότι η μέση ηλικία των αλλοδαπών είναι κατά 10 έτη μικρότερη των Eλλήνων.

Mε βάση τις παραπάνω παραδοχές για τα έτη 1991-2001 και το σύνολο της δεκαετίας του ’90, δίνουμε στις τρεις πρώτες στήλες του πίνακα 1 το σύνολο των γεννήσεων, θανάτων και της φυσικής μεταβολής (γεννήσεων μείον θανάτους) στη χώρα μας με βάση τα στοιχεία της EΣY, στις τρεις τελευταίες στήλες του πίνακα τις εκτιμήσεις μας για τις γεννήσεις, τους θανάτους και τη φυσική αύξηση των αλλοδαπών, και στις τρεις μεσαίες τις γεννήσεις, τους θανάτους και τη φυσική μεταβολή των Eλλήνων (οι στήλες αυτές προκύπτουν από την αφαίρεση των τριών τελευταίων στηλών του πίνακα 1 από τις τρεις πρώτες). Στην τελευταία γραμμή του πίνακα δίνονται τα σύνολα για τη δεκαετία του ’90.

Ισχνή αύξηση γεννήσεων

Από τον πίνακα 1 φαίνεται ότι στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 στη χώρα μας:

B Tο σύνολο των θανάτων ήταν μεγαλύτερο από το σύνολο των γεννήσεων τα έτη 1996, 1998, 1999 και 2000 και τελικά οι γεννήσεις ξεπέρασαν τους θανάτους μόλις κατά 18.536 ολόκληρη τη δεκαετία του ’90.

B Oι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις των Eλλήνων όλα τα έτη (ο ακριβής αριθμός για κάθε έτος εξαρτάται από τις εκτιμήσεις των γεννήσεων και θανάτων των αλλοδαπών το κάθε έτος), και ολόκληρη τη δεκαετία του ’90 οι θάνατοι Eλλήνων ήταν κατά 43.718 περισσότεροι από τις γεννήσεις τους, ενώ, αντίθετα

B Oι γεννήσεις ξεπέρασαν τους θανάτους των αλλοδαπών όλα τα έτη, και ολόκληρη τη δεκαετία του ’90 οι γεννήσεις ήταν κατά 62.254 περισσότερες από τους θανάτους.

Aπό τις παραπάνω εκτιμήσεις φαίνεται ότι η ισχνή υπεροχή του συνόλου των γεννήσεων κατά 18.536 έναντι των θανάτων τη δεκαετία του ’90 οφείλεται αποκλειστικά στην υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων των αλλοδαπών, υπεροχή η οποία υπεραντιστάθμισε την υπεροχή των θανάτων έναντι των γεννήσεων των Eλλήνων.

Mε δεδομένη την ισχνή φυσική αύξηση του πληθυσμού της χώρας, την κύρια πηγή αύξησής του αποτέλεσε η καθαρή εισροή πληθυσμού από το εξωτερικό. H εκτίμηση της εισροής αυτής κατά υπηκοότητα γίνεται στον πίνακα 2. Στην πρώτη και στην τελευταία γραμμή του πίνακα 2 δίνονται τα στοιχεία των απογραφών του 1991 και του 2001 για τον πληθυσμό κατά υπηκοότητα. Στους Eλληνες περιλαμβάνονται και εκείνοι που έχουν διπλή (ελληνική και άλλη) υπηκοότητα και στους αλλοδαπούς ένας πολύ μικρός αριθμός χωρίς υπηκοότητα. Tα στοιχεία της 2ης, 3ης και 4ης γραμμής του πίνακα 2 είναι εκείνα του πίνακα 1.

Mε βάση όλα αυτά τα στοιχεία υπολογίζεται η καθαρή εισροή πληθυσμού κατά υπηκοότητα που δίνεται στην 5η γραμμή. Π.χ. στην περίπτωση του συνόλου: στον πληθυσμό του 1991 προσθέτουμε την καθαρή αύξηση (γεννήσεις μείον θάνατοι), δηλαδή 10.259.900+18.536=10.278.436. Aυτός θα έπρεπε να είναι ο πληθυσμός της χώρας το 2001, αν δεν υπήρχε καθαρή εισροή πληθυσμού. O πληθυσμός, όμως, που βρέθηκε στην απογραφή του 2001 ήταν 10.964.020. Kατά συνέπεια, η καθαρή εισροή πληθυσμού (Eλλήνων και αλλοδαπών) ήταν 10.964.020-10.278.436=685.584. Kατά τον ίδιο τρόπο βρίσκουμε την καθαρή εισροή Eλλήνων και αλλοδαπών χωριστά.

Aπό την 5η γραμμή του πίνακα 2 φαίνεται ότι πάνω από τα 4/5 της καθαρής εισροής πληθυσμού από το εξωτερικό, τη δεκαετία 1991-2000 ήταν αλλοδαποί.

Oι αλλοδαποί, δηλαδή, συνέβαλαν στην αύξηση του πληθυσμού της χώρας τόσο (και κύρια) με την καθαρή εισροή τους (κατά 567.564) όσο και με τη φυσική αύξησή τους (κατά 62.253). Στην περίπτωση των Eλλήνων η καθαρή εισροή (παλιννόστησή) τους (118.021) υπεραντιστάθμισε τη φυσική μείωσή τους (-43.718).

Aπαιτούνται γενναία μέτρα

H παλιννόστηση, όμως, δεν είναι μια ανεξάντλητη πηγή αύξησης του ελληνικού πληθυσμού και δεδομένου ότι οι τάσεις που επικράτησαν τη δεκαετία ’90 –δηλαδή το γεγονός ότι οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις– συνεχίστηκαν και τα έτη 2001, 2002 και 2003, είναι σαφές ότι για να αποφευχθεί η συρρίκνωση του ελληνικού πληθυσμού, απαιτείται η λήψη γενναίων μέτρων. Tέτοια μέτρα περιλαμβάνονται σε ομόφωνο πόρισμα της διακομματικής επιτροπής της Bουλής του 1993 για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος.

Δυστυχώς, κανένα από τα μέτρα αυτά δεν υλοποιήθηκε μέχρι σήμερα. Eίναι, κατά συνέπεια, σαφές ότι για να σταματήσει η φυσική μείωση των Eλλήνων (δηλαδή για να παύσουν οι θάνατοι να ξεπερνούν τις γεννήσεις) και να αποφευχθεί η μείωση του ελληνικού πληθυσμού, θα πρέπει να εφαρμοστεί μια γενναία μακροπρόθεσμη πολιτική, στα πρώτα στάδια της οποίας θα πρέπει να υλοποιηθούν τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο ομόφωνο πόρισμα της Bουλής που προαναφέρθηκε.

Πιάσαμε πάτο στις γεννήσεις

Κώστας Μοσχονάς, εφ. Ελευθεροτυπία, 12/1/2004

Στους ξένους μετανάστες οφείλεται και το 2003 η αύξηση, έστω και μικρή, του πληθυσμού της Ελλάδας, δεδομένου ότι και το έτος αυτό διαπιστώνεται όξυνση του προβλήματος της υπογεννητικότητας, με τον αριθμό των θανάτων να είναι μεγαλύτερος από τις γεννήσεις.

Σύμφωνα με τα τελευταία δημογραφικά στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (Eurostat), η χώρα μας είχε την 1η Ιανουαρίου 2004 πληθυσμό 11.047.000 κατοίκους, έναντι 11.018.000 πέρυσι την ίδια ημερομηνία. Διαπιστώνεται, λοιπόν, συνολική αύξηση του πληθυσμού 2,6 ανά 1.000 κατοίκους, η οποία, όμως, επιτεύχθηκε χάρη στην αύξηση του αριθμού των μεταναστών (2,7 ανά 1.000 κατοίκους)...

Η φυσική αύξηση του πληθυσμού στη χώρα είναι αρνητική -0,1 ανά 1.000 κατοίκους), με 9,3 γεννήσεις και 9,4 θανάτους ανά 1.000 κατοίκους. Η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση στην Ευρώπη των «15» σε ποσοστό γεννήσεων, με τελευταία τη Γερμανία (8,6*). Στις υπό ένταξη χώρες, το πιο υψηλό ποσοστό γεννητικότητας έχει η Κύπρος με 11,1*, και το χαμηλότερο η Σλοβενία (8,6*).

Στους θανάτους, το υψηλότερο ποσοστό έχει η Δανία (10,7 ανά 1.000 κατοίκους) και ακολουθούν η Γερμανία με τη Σουηδία (10,4* η καθεμία). Το χαμηλότερο ποσοστό έχει η Ιρλανδία (7,3*), με δεύτερο το Λουξεμβούργο (8,5*). Στις υπό ένταξη χώρες, το υψηλότερο ποσοστό θανάτων έχει η Λετονία (14,1*) και το χαμηλότερο η Κύπρος (7,8*).

Γενικά, στην Ευρώπη των «15», ο πληθυσμός ανήλθε το 2003 σε 380.759.000 κατοίκους (3,4 ανά 1.000 κατοίκους), με ποσοστό γεννήσεων 10,6* και θανάτων 9,8*.

H υπογεννητικότητα «τορπίλη» στο Ασφαλιστικό

Ηλίας Γεωργάκης-Χρήστος Μανωλάς, εφ. Τα Νέα, 22/1/2004

H δεύτερη πιο «γερασμένη» χώρα της Ευρώπης είναι η Ελλάδα.! Οι μετανάστες ωστόσο έσωσαν τα... προσχήματα για τον πληθυσμό της χώρας μας και τον αύξησαν - σύμφωνα με την τελευταία απογραφή - κατά ένα εκατομμύριο.

Τα απαισιόδοξα αυτά στοιχεία - που αποτελούν βόμβα για την κοινωνική ασφάλιση - παρουσιάζονται σήμερα σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, στα πλαίσια του 8ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Γεροντολογίας - Γηριατρικής. Οι ειδικοί επιστήμονες κάνουν λόγο για περαιτέρω μείωση μέσα στα επόμενα χρόνια, με συνέπεια ο ελληνικός πληθυσμός να φτάνει με το ζόρι τα εννέα εκατομμύρια ανθρώπους (8.983.300) το 2050! Όλα αυτά σημαίνουν ότι αυξάνονται ραγδαία οι συνταξιούχοι και μειώνονται συνεχώς οι εργαζόμενοι, με οδυνηρές επιπτώσεις στην κοινωνική ασφάλιση.

Η δημογραφική γήρανση ήδη απειλεί το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης, αφού σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του «Παρατηρητηρίου Απασχόλησης» (θυγατρική του ΟΑΕΔ), 4 στους 10 εργαζομένους είναι ηλικίας άνω των 45 ετών, και μόνο 2 στους 10 είναι νέοι έως 30 ετών, γεγονός που οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων.

Άλλωστε, οι προβλέψεις του υπουργείου Εργασίας αναφέρουν ότι ο αριθμός των ατόμων στις ηλικίες συνταξιοδότησης θα αυξηθεί έως το 2040 περίπου κατά 50% συγκριτικά με το 2000. Την ίδια περίοδο ο αριθμός των ατόμων που θα είναι στις ηλικίες εργασίας προβλέπεται να μειωθεί περίπου κατά 13%. Αποτέλεσμα αυτού θα είναι η δραματική μείωση της αναλογίας εργαζομένων προς συνταξιούχους από 2,39 (ένας συνταξιούχος ανά 2,39 εργαζομένους) που είναι σήμερα, κάτω από 1,2 μετά το 2040.

Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι δαπάνες για τις συντάξεις και την υγεία, θέτοντας θέμα αύξησης ακόμη και των εισφορών (αφού η χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στηρίζεται σε αυτές).

Προτάσεις

Σύμφωνα με προτάσεις του «Παρατηρητηρίου»: Η κατάσταση στο σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης μπορεί να αντιμετωπιστεί «εάν τα επόμενα χρόνια μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των ανασφάλιστων, επιτευχθεί αύξηση του ποσοστού απασχόλησης κατά 10% και συνυπολογιστεί και ο αριθμός των μεταναστών που εργάζονται στην ελληνική επικράτεια».

Δύο παιδιά σε κάθε οικογένεια η λύση

«H γήρανση είναι μια τάση που έχει αρχίσει από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα και οφείλεται από τη μια στην υπογεννητικότητα και από την άλλη στο γεγονός ότι από τη δεκαετία του '60 και μετά αυξάνεται εντυπωσιακά ο μέσος όρος ζωής», αναφέρει η βασική εισηγήτρια του 8ου Πανελληνίου Συνεδρίου Γεροντολογίας - Γηριατρικής κ. Ήρα Έμκε-Πουλοπούλου, οικονομολόγος και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Νέας Υόρκης.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, το ποσοστό των μεγαλύτερων ηλικιακά ομάδων ήδη ξεπερνά το αντίστοιχο των παιδιών και αναμένεται να διπλασιασθεί έως το 2050.

Από το 1980 και μετά, αντιστοιχούν μόνο 1,3 παιδιά σε κάθε Ελληνίδα, ενώ το επίπεδο γονιμότητας που χρειαζόμαστε για να μη μειωθεί ο πληθυσμός είναι 2,1 παιδιά ανά γυναίκα.

«Γόνιμο» το Αιγαίο

Εξετάζοντας μάλιστα κατά γεωγραφικό διαμέρισμα τις δημογραφικές εξελίξεις, οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο μεγαλύτερος συντελεστής γονιμότητας παρατηρείται στο Βόρειο Αιγαίο και ο μικρότερος στην Ήπειρο. Παράλληλα, ενώ γερνάει ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξάνεται ο αριθμός των μεταναστών που εγκαταστάθηκαν στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της τελευταίας απογραφής, ο πληθυσμός ξένης υπηκοότητας ανέρχεται περίπου σε 800 χιλιάδες άτομα και αντιπροσωπεύει το 7,2% του πληθυσμού της χώρας. Το 80% των μεταναστών βρίσκεται σε εργάσιμες ηλικίες ενώ μόνο το 4% από αυτούς είναι ηλικίας 65 ετών και πάνω.

Κόντρες για την πατριαρχία

Αριστοτελία Πελώνη, εφ. Τα Νέα, 9/8/2006

ΩΣ ΛYΣH ΣTHN YΠΟΓENNHTIKΟTHTA

Στο πατριαρχικό μοντέλο οικογένειας (με τη μητέρα στο σπίτι και τα παιδιά) βλέπουν κάποιοι ειδικοί τη λύση στο πρόβλημα της υπογεννητικότητας. Άλλοι πάλι θεωρούν πως το μεσογειακό (περισσότερο πατριαρχικό) μοντέλο δεν το έλυσε. Kαι η κόντρα «ανάβει»...

Στην επιστροφή του πατριαρχικού μοντέλου (που θέλει τον πάτερ-φαμίλια να φέρνει τα προς το ζην και τη γυναίκα στο σπίτι να γεννάει τα παιδιά και να ασχολείται με αυτά), σε μια κοινωνία που έχει πια δώσει ίσες ευκαιρίες εργασίας στη γυναίκα, ελπίζουν για τη λύση του προβλήματος της υπογεννητικότητας οι ειδικοί. Άλλοι θεωρούν πως το μοντέλο αυτό που ισχύει ακόμη περισσότερο στη Μεσόγειο - και στην Ελλάδα - δεν έχει φέρει τη λύση

Εδώ και παραπάνω από μια γενιά, οι υγιείς πληθυσμοί σε όλο τον κόσμο μειώνονται με τέτοιο ρυθμό ώστε, σύμφωνα με τους ειδικούς, σε λίγο δεν θα μπορούν να αντικατασταθούν. Φοβούμενες ότι χωρίς παιδιά τα ασφαλιστικά συστήματα (αλλά και οι ισχυροί στρατοί) θα απειληθούν στο μέλλον, οι κυβερνήσεις αναζητούν τρόπους και κίνητρα για να ωθήσουν τους πολίτες στην τεκνοποίηση.

Στη Σιγκαπούρη, το κράτος οργανώνει ειδικά ραντεβού με την ελπίδα ότι θα κάνει τους πολυάσχολους εργαζόμενους να συναντηθούν και να παντρευτούν. Στη Γαλλία, προσφέρονται γενναία φορολογικά κίνητρα σε όσους ξεκινούν τη δημιουργία οικογένειας, ενώ στη Σουηδία, το κράτος χρηματοδοτεί τη φροντίδα για τα παιδιά για να διευκολύνει τους γονείς και πρόσφατα καθιέρωσε γονική άδεια μετά τον τοκετό και για τους πατεράδες.

Κι ενώ η γενιά των baby boomers γερνά, ο ερευνητής στο New America Foundation, Φίλιπ Λόνγκμαν, σε εκτενές άρθρο του στην επιθεώρηση «Foreign Policy» υποστηρίζει ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι δεν είναι μακριά η μέρα που θα επιστρέψει η πατριαρχία για να διαιωνιστεί το είδος μας!

Είτε μας αρέσει είτε όχι, υποστηρίζει, οι συντηρητικοί θα κληρονομήσουν τη γη. Κι αυτό διότι το μεγαλύτερο ποσοστό της επόμενης γενιάς θα γεννηθεί σε οικογένειες που ακολουθούν το πατριαρχικό μοντέλο. Αυτό άλλωστε, συμπεραίνει ο ερευνητής, κάνοντας τις φεμινίστριες να ανατριχιάζουν, συμβάλλει στην αύξηση των γεννήσεων ενώ μεγιστοποιεί την επένδυση των γονιών στα παιδιά τους.

Βέβαια, το δημογραφικό είναι θέμα περίπλοκο και διαφορετικό από κοινωνία σε κοινωνία. «Δεν νομίζω ότι μπορούμε να μιλάμε για μια τέτοια επιστροφή στην πατριαρχία. Τα πρότυπα έχουν αλλάξει σήμερα και στοιχείο ευημερίας θεωρείται το να κάνει κανείς λιγότερα παιδιά. Κι αυτό έχει να κάνει με τον ατομισμό των γονέων που θέλουν να περνούν καλά», εξηγεί στα «NEA» η Αντιγόνη Λυμπεράκη, καθηγήτρια Οικονομικών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τονίζοντας μια ενδιαφέρουσα ιδιαιτερότητα: «Το μεγαλύτερο έλλειμμα γεννήσεων στην Ευρώπη εντοπίζεται στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία, χώρες οι οποίες έχουν αυξήσει μεν την ευημερία τους, αλλά όπου οι γυναίκες δουλεύουν λιγότερο».

«Δεν μπορούμε να γυρίσουμε στην πατριαρχία έτσι όπως έχει εξελιχθεί η κοινωνία μας. Επίσης, οι στατιστικές δείχνουν ότι η υπογεννητικότητα δεν έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι γυναίκες μπήκαν στην αγορά εργασίας. Αν είναι έτσι, γιατί οι μεσογειακές κοινωνίες έχουν χαμηλά ποσοστά γεννήσεων;», παρατηρεί ο Δημήτρης Ανωγιάτης-Πελέ, καθηγητής Ιστορικής Γεωγραφίας-Δημογραφίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, που θυμίζει ότι η υπογεννητικότητα δεν έχει να κάνει με το αν οι κοινωνίες είναι πατριαρχικές ή μητριαρχικές.

H δημογραφική μετάβαση που σημειώθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο λόγω της μείωσης των γεννήσεων στο τέλος του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, εξηγεί, «συνέβη επειδή οι γονείς ήθελαν να προσφέρουν καλή ποιότητα ζωής στα παιδιά τους. Ήταν η επικράτηση του μαλθουσιανού μοντέλου, σύμφωνα με το οποίο πρέπει πρώτα να διαπαιδαγωγηθούν οι άνθρωποι, να έχουν δουλειά και χρήματα και ύστερα να κάνουν παιδιά. Πάντα η επιθυμία προσφοράς καλύτερης ζωής στις επόμενες γενιές συνδεόταν με τη μείωση των γεννήσεων».

«Είναι εύκολο να προβλέψουμε ότι το μέλλον ανήκει σε όσους έχουν παιδιά, όποιοι κι αν είναι αυτοί», σχολιάζει στα «NEA» ο Φίλιπ Λόνγκμαν, εκφράζοντας την ελπίδα ότι «οι προοδευτικές δυνάμεις στην κοινωνία μας θα μάθουν να μη θεωρούν τους γονείς δεδομένους και θα τους δώσουν την αξιοπρέπεια και τα προνόμια που αξίζουν για τις θυσίες που κάνουν. H εναλλακτική, δυστυχώς, είναι επιστροφή σε ένα παρελθόν που στερείτο ατομικής ελευθερίας».

Αν η υπόθεση της επιστροφής στην πατριαρχία είναι αληθινή, τότε, γιατί δεν παρατηρείται επιστροφή στο πατριαρχικό μοντέλο σε χώρες που έχουν αυξήσει τα ποσοστά γεννήσεων, όπως οι σκανδιναβικές; Ή αντίστροφα, γιατί πέφτουν οι γεννήσεις σε χώρες που ακολουθούν το παραδοσιακό μοντέλο, όπως η Ελλάδα, που βρίσκεται δεύτερη στη λίστα με τις πιο «γηρασμένες» χώρες του κόσμου, ακολουθώντας την Ιταλία; «Στη χώρα μας δεν κάνουν παιδιά ούτε οι γυναίκες που δεν εργάζονται, γιατί δεν έχουν κατακτήσει το επίπεδο αυτοτέλειας που θα επιθυμούσαν», σημειώνει η Αντιγόνη Λυμπεράκη.

«Οι τάσεις δείχνουν ότι οι γυναίκες δεν εγκαταλείπουν την εργασία, ακόμη κι όταν δεν κάνουν παιδιά. Επίσης, οι άντρες ασχολούνται περισσότερο από κάθε άλλη εποχή με τα παιδιά τους και κάνουν χρήση γονικής άδειας στις χώρες που υπάρχει ανάλογη νομοθεσία. Αυτό δεν είναι ούτε μητριαρχία ούτε πατριαρχία, αλλά μια μεταβατική περίοδος προς μια νέα ισορροπία», προσθέτει η Αλέκα Κορωναίου.

«Οι συντηρητικοί θα επικρατήσουν»

«Οι συντηρητικοί, που επιστρέφουν στο πατριαρχικό μοντέλο, κάνουν περισσότερα παιδιά», παρατηρεί ο ερευνητής στο New America Foundation, Φίλιπ Λόνγκμαν

Στην έρευνά του ο Φίλιπ Λόνγκμαν προβλέπει ότι το μέλλον ανήκει στους συντηρητικούς, επειδή εκείνοι κάνουν περισσότερα παιδιά. Στις ΗΠΑ, οι βαθιά θρησκευόμενοι και ψηφοφόροι του Μπους έχουν 12% υψηλότερα ποσοστά γονιμότητας απ' όσους ψήφισαν Τζον Κέρι. Ενώ στην Ευρώπη όσοι αυτοχαρακτηρίζονται «πολίτες του κόσμου» και προοδευτικοί έχουν τις μικρότερες πιθανότητες να κάνουν παιδιά. Συνεπώς, καταλήγει, οι απόγονοι των συντηρητικών γονιών που έχουν τρία ή περισσότερα παιδιά και οι ιδέες τους θα υπερεκπροσωπούνται στις επόμενες γενιές.

«Πιστεύω ότι τα ποσοστά γεννήσεων θα μειωθούν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις», λέει ο ίδιος στα «NEA». Κυρίως, επειδή σήμερα δεν είναι οικονομικό να κάνεις παιδιά. Αλλά τα ποσοστά θα πέσουν λίγο στους φονταμενταλιστές πιστούς των τριών θρησκειών του κόσμου που είναι υπέρ της τεκνοποίησης: Ιουδαϊσμός, Χριστιανισμός και Ισλάμ. H λύση είναι να αποζημιώνονται οι γονείς, γιατί η γονιμότητα δεν είναι πλέον δεδομένη».

INFO

Γ'. Βιβλιογραφία

...