Αρχική σελίδα → Ιστορία → Αρχαία ελληνική ιστορία

Στα ίχνη των Φοινίκων

Χαρά Κιοσσέ, εφ. Το Βήμα, 25/5/1997

Φως στην Ανατολική Μεσόγειο των «σκοτεινών» αιώνων

(Η «σκοτεινή» πλευρά της Μεσογείου)

Τα τελευταία 15 χρόνια έχουν πυκνώσει σημαντικά οι έρευνες, οι ανακοινώσεις, τα συνέδρια και οι δημοσιεύσεις σχετικά με τη συμμετοχή των Φοινίκων, που ήταν εγκατεστημένοι στην περιοχή της Καρχηδόνας, στην ανάπτυξη του πολιτισμού κατά την αρχαιότητα· τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη του πολιτισμού στο δυτικό τμήμα της Μεσογείου. Ας μην ξεχνάμε ότι η αρχαία αυτή πόλη ιδρύθηκε από τους Φοίνικες που ήλθαν από την Τύρο τον 9ο αι. π.Χ. Αναφορά στους Φοίνικες κάνει και ο μύθος για την ίδρυση της πόλης. Στην Αινειάδα αναφέρεται ότι η Διδώ, η αδελφή του βασιλιά της Τύρου Πυγμαλίωνος, κατέφυγε σε αυτό το σημείο της βόρειας ακτής της Αφρικής φέρνοντας μαζί της κατοίκους της Τύρου και της Κύπρου. Μετά η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή, με την αντιπαλότητα που αναπτύχθηκε ανάμεσα στους Καρχηδονίους και στους Ελληνες και στους Ετρούσκους, τις επιθέσεις των Καρχηδονίων στη Σικελία, τους Καρχηδονικούς πολέμους με τους Ρωμαίους και την τελική και ολοκληρωτική καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους στα μέσα του 2ου αι. π.Χ.

Ως εδώ τα πράγματα είναι γνωστά και στηρίζονται σε αυτό που θα λέγαμε Ιστορία. Οι έρευνες όμως της τελευταίας δεκαπενταετίας έχουν ενταθεί φέρνοντας στο φως συνεχώς νέα ευρήματα, ενώ πανεπιστήμια και ιδρύματα έχουν αποδυθεί σε μια σημαντική προσπάθεια για να κάνουν γνωστή τη συμβολή των Φοινίκων στην ανάπτυξη του Μεσογειακού πολιτισμού. Οσο όμως αξιόλογη και αν είναι η προσπάθεια θεωρείται μονομερής, αφού το άλλο μισό της λεκάνης, το τμήμα δηλαδή της Ανατολικής Μεσογείου, δεν φαίνεται να αναδύεται με την ίδια ενάργεια μέσα από τις παραπάνω προσπάθειες. Πολλοί αρχαιολόγοι πιστεύουν πως ο κυριότερος λόγος για την καθυστέρηση ίσως είναι το ότι το πολιτισμικό υπόβαθρο της Ανατολικής Μεσογείου κατά την αρχαιότητα περιλαμβάνει τέτοιες και τόσες «εισφορές» και αμαλγάματα ώστε από τη φύση τους δυσκολεύουν μια συνολική παρουσίασή του. Αλλά και ακόμη ότι η κινητικότητα των λαών της Ανατολικής Μεσόγειο ήταν τόσο μεγάλη ώστε χρειάζεται μια ειδική έρευνα που θα συγκεντρώνει τα στοιχεία από τις κατά τόπους αρχαιολογικές αναζητήσεις και τα κατά τόπους συμπεράσματα και δεδομένα.

Στην Ανατολική Μεσόγειο η κυρίαρχη θέση την οποία έχει το Αιγαίο με τα νησιά του δημιουργεί μια ειδική περίπτωση. Εδώ αναπτύχθηκαν πολλοί διαφορετικοί πολιτισμοί και οι άνθρωποι, χάρη στην ύπαρξη των νησιών που μειώνουν τις αποστάσεις, μπόρεσαν να αναπτύξουν ειδικές πολιτισμικές σχέσεις, να παίρνουν και να δίνουν τα πολιτισμικά αγαθά τους, τα οποία άλλοτε διατήρησαν τον χαρακτήρα τους ακέραιο και άλλοτε απορροφήθηκαν από τους κατά τόπους διαφορετικούς λαούς για να δημιουργήσουν στη συνέχεια κάτι νέο.

Από τον περασμένο αιώνα ως πριν από λίγες μόλις δεκαετίες η αρχαιολογική έρευνα είχε στραφεί στους επιμέρους πολιτισμούς της Ανατολικής Μεσογείου. Στους πολιτισμούς των Ασσυρίων, των Αιγυπτίων, των Μυκηναίων ή των Μινωιτών κ.ά., προσθέτοντας κάθε φορά εκπληκτικά στοιχεία στο μωσαϊκό του κάθε πολιτισμού. Ηταν όμως μια αρχαιολογική έρευνα που ξεκινούσε από ένα λαμπρό μνημείο και προχωρούσε σε βάθος εξετάζοντας τον συγκεκριμένο πολιτισμό του συγκεκριμένου τόπου. Και η λαμπρότητα των ευρημάτων κάλυπτε και χαρακτήριζε τον κάθε πολιτισμό χωρίς να αφήνει περιθώρια για συσχετισμούς με τα όσα συνέβαιναν στα ανατολικά ή στα δυτικά, στα βόρεια ή στα νότια του συγκεκριμένου τόπου.

Η εικόνα αρχίζει να αλλάζει τις τελευταίες δεκαετίες καθώς η πληθώρα των ευρημάτων από τις ανασκαφές στην Ανατολική Μεσόγειο και οι εκατοντάδες διάσπαρτες δημοσιεύσεις σε ξένα και ελληνικά αρχαιολογικά και ιστορικά περιοδικά δείχνουν μια έντονη θαλάσσια κινητικότητα των ανθρώπων που ζούσαν σε αυτή την περιοχή. Ετσι, η μονομερής προβολή της παρουσίας των Φοινίκων στην ανάπτυξη της Δυτικής Μεσογείου κατά την αρχαιότητα καθιστά επιτακτική την ανάγκη να ξεκαθαρίσει το θέμα. Δηλαδή ήρθε η ώρα να εξεταστούν οι σχέσεις των διαφόρων πολιτισμών της Ανατολικής Μεσογείου κατά την προϊστορία και να μελετηθεί ο ρόλος τους ως συνόλου πια στον πολιτισμό της, κυρίως κατά τις κρίσιμες περιόδους από τα υστερομινωικά και υστερομυκηναϊκά ως τα αρχαϊκά χρόνια. Ετσι, έγινε στο Ρέθυμνο πρόσφατα ένα μικρό αλλά εξαιρετικά επιτυχές συνέδριο στο οποίο συμμετείχαν κορυφαίοι επιστήμονες γι' αυτό το θέμα.

Η Ιστορία με άλλη ματιά

Το συνέδριο οργανώθηκε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και το Ιδρυμα Λεβέντη της Κύπρου με σκοπό να εξεταστεί όλο το πολιτισμικό υπόβαθρο στην περιοχή τουλάχιστον της Ανατολικής Μεσογείου με έναν διαφορετικό τρόπο και κυρίως να εξεταστούν οι τόποι εκείνοι όπου υπάρχει μια έξαρση του πολιτιστικού προϊόντος, των ευρημάτων δηλαδή που προέρχονται από τις ως σήμερα ανασκαφές. Χρονικά οι ανακοινώσεις και η συζήτηση του συνεδρίου περιστράφηκαν στην περίοδο από τα υστερομινωικά χρόνια ως και τα αρχαϊκά, από το 1500 π.Χ. δηλαδή, που συμπίπτει και με τη Μυκηναϊκή περίοδο για την Κεντρική Ελλάδα, ως το 500 π.Χ. οπότε έχει διαμορφωθεί πια το καταστάλαγμα του ελληνικού πολιτισμού όπως το ξέρουμε στην κλασική μορφή του.

Υπάρχουν κοινά στοιχεία ή διακριτές διαφορές στις διάφορες πολιτισμικές ενότητες που έζησαν αυτή την περίοδο στην Ανατολική Μεσόγειο; Και τα κοινά στοιχεία της παράδοσης αυτού του χώρου πώς αποδίδονται σε καθεμιά από αυτές; Ποιος είναι ο ρόλος των Χετταίων, των Φοινίκων, των Ασσυρίων, των Αιγυπτίων, των Μινωιτών ή των Μυκηναίων κατά τους λεγόμενους «σκοτεινούς αιώνες» και... σύμφωνα με τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα πόσο «σκοτεινοί» ήταν αυτοί;

Για το συνέδριο και την προβληματική του μίλησε στο «Βήμα» ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και διευθυντής του Τομέα ΙΙΙ των ανασκαφών της Ελεύθερνας κ. Νίκος Σταμπολίδης, ο οποίος είναι και ο κύριος διοργανωτής αυτής της μικρής αλλά σημαντικής επιστημονικής συνάντησης. Αλλωστε στο συνέδριο συμμετείχαν τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό μόνο κορυφαίοι επιστήμονες που γνωρίζουν καλά και τη θεματική και την προβληματική αυτού του θέματος. «Τελευταία έχουμε περισσότερα ευρήματα αυτής της περιόδου. Δηλαδή δεν είναι μόνο το τυχαίο γεγονός, αλλά και πού και πώς θα ψάξεις τώρα πια για να εντοπίσεις ενδεχομένως πράγματα μιας "ιστορικής" περιόδου η οποία ενδιαφέρει είτε για να λυθούν κάποια προβλήματα είτε για να... δημιουργήσεις νέα. Ετσι τώρα μιλάμε για την Ανατολική Μεσόγειο και κυρίως για το Νότιο Αιγαίο, την Κρήτη, τη Μ. Ασία, την Κύπρο, τη Συροπαλαιστίνη, την Αίγυπτο και την Κυρηναϊκή όπου κατά τη μακρά περίοδο από το 1500 ως το 500 π.Χ. υπήρχαν σχέσεις μεταξύ των λαών». Διευκρινίζοντας ο κ. Σταμπολίδης είπε ότι αναφερόμενος στον αιγαιακό χώρο περιλαμβάνει σε αυτόν τα Δωδεκάνησα, την Κρήτη, τις Κυκλάδες αλλά και την Πελοπόννησο και την Αττική, και πρόσθεσε ότι είναι πια γνωστό από τα ανασκαφικά ευρήματα ότι υπήρχε άμεση επικοινωνία ανάμεσα στους κατοίκους αυτών των περιοχών.

Μετά τα μινωικά και μυκηναϊκά

Πρόκειται για ευρήματα που είτε προέρχονται από την Ανατολή και βρέθηκαν στην Κεντρική Ελλάδα και στα νησιά, είτε για ευρήματα από τις Μυκήνες, τα νησιά και το Νότιο Αιγαίο που αποκαλύπτονται τώρα στην Ανατολή. Ετσι, δεν υπάρχουν μεγάλες αμφιβολίες για τις σχέσεις των λαών κατά τους πρώτους αιώνες αυτής της μεγάλης περιόδου (1500-500 π.Χ.), για τη Μυκηναϊκή δηλαδή περίοδο. Το πρόβλημα δημιουργείται από τον ύστερο 12ο αι. και κυρίως τον 11ο ως τον ύστερο 8ο αιώνα, όταν διαμορφώνεται η πόλη.

«Τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί η έρευνα για τους λεγόμενους σκοτεινούς αιώνες. Ο λόγος γι' αυτό είναι πως δεν είναι πάρα πολύ εύκολο να πιστέψει ένας λογικός άνθρωπος ότι όλα σταμάτησαν τον 12ο αιώνα. Δεν πείθεται, με άλλα λόγια, εύκολα κανείς ότι ξαφνικά οι αναβιώσεις που παρουσιάζονται σε μεταγενέστερα ευρήματα του 8ου ή του 7ου αι. π.Χ. έρχονται μετά από διακοπή τριών ή τεσσάρων αιώνων. Είναι πάρα πολύ περίεργο. Ή λοιπόν υπήρχε γραμμή κάποιας συνέχειας, που μπορεί να ήταν έστω και υποτυπώδης και δεν την γνωρίζουμε, ή υπήρχαν άγνωστα σε εμάς γεγονότα αρκετά πριν από τον ύστερο 8ο αιώνα που θα βίωναν αυτή τη συγγένεια με το μινωικό και το μυκηναϊκό παρελθόν και επίσης και με την Ανατολή», λέει.

Το ερώτημα λοιπόν είναι τι συνέβη στην Ανατολική Μεσόγειο στο διάστημα από τον ύστερο 12ο και κυρίως τον 11ο αι. ως τα τέλη του 8ου αι., όταν αρχίζει να διαμορφώνεται η πόλη; Τι έγινε από τότε όπου τα μυκηναϊκά κέντρα ή ανάκτορα και τα μινωικά σταματούν να υπάρχουν, κάπου γύρω στις αρχές του 11ου αι., καθώς τώρα πια οι παλιότερες θεωρίες περί καθόδου των Δωριέων δεν υφίστανται; Ξέρουμε λοιπόν ότι υπάρχουν μετακινήσεις από τα βόρεια προς Νότο που μπορεί να είναι οι ίδιοι οι Μυκηναίοι, και τουλάχιστον για την Κρήτη ξέρουμε ότι Μυκηναίοι υπάρχουν από τον 14ο αι. ως και τον 12ο αι. και είναι εγκατεστημένοι ως μια ελίτ που εξουσιάζει το γραφειοκρατικό σύστημα της Κνωσού. Και το ίδιο αμάλγαμα των Κρητομυκηναίων υπάρχει σε όλο το Νότιο Αιγαίο και τα Δωδεκάνησα, ενώ σε ένα βαθμό διακόπτεται η σχέση με την Ανατολή. «Και λέω σε ένα βαθμό διότι ξέρουμε από τις ανασκαφές στο Λευκαντί της Ν. Εύβοιας, αλλά και της Ανδρου και της Κρήτης ότι τον 10ο αι. υπήρχε επικοινωνία με την Ανατολή. Ετσι πιστεύω ότι οι Μυκηναίοι όταν εξέπεσαν στα ανακτορικά τους κέντρα συνέχισαν να πηγαίνουν προς την Κρήτη και μετά κυρίως να εγκαθίστανται στην Κύπρο, όπου έχουμε τη μυκηναϊκή παράδοση ως και τον 7ο αι. Αυτοί οι Μυκηναίοι γνωρίζουν τους θαλάσσιους δρόμους, άσχετα αν δεν πηγαίνουν στα ίδια τα παλιά τους κέντρα στην Ανατολή, τα οποία στο μεταξύ έχουν καταληφθεί από άλλους λαούς. Το πάρε - δώσε πάντως συνεχίστηκε».

Οι θαλάσσιες μετακινήσεις

«Και όταν μιλάμε για μετακινήσεις πληθυσμών», εξηγεί ο κ. Σταμπολίδης, «δεν εννοώ ότι έπαιρναν μαζί τους μόνο τεχνίτες. Εννοώ ότι υπήρχαν και ιερείς και άλλοι λειτουργοί του κράτους οι οποίοι μετέφεραν όχι μόνο εργασία αλλά και ιδεολογία μαζί, κατά τον 11ο, τον 10ο και τον 9ο αι., στις μετακινήσεις που γίνονταν μέσω Κύπρου, Δωδεκανήσου και Κρήτης, είτε από την Ανατολή προς τη Δύση είτε αντίστροφα». Οι δρόμοι ήταν γνωστοί και στους Μυκηναίους και στους Ανατολίτες. Στην Κρήτη, π.χ., υπάρχουν πολλά λιμάνια που δεν έχουν ακόμη ερευνηθεί και θα εξυπηρετούσαν αυτές τις μετακινήσεις. Λίγο - πολύ οι δρόμοι είναι γνωστοί. Ενας θα ήταν από τη Συροπαλαιστίνη προς Κύπρο, Δωδεκάνησα και Κρήτη στη βόρεια ακτή και μετά στις Κυκλάδες. Ή από τα Δωδεκάνησα προς Νότο στην Ιεράπετρα και απέναντι στην Κυρηναϊκή και στην Καρχηδόνα. Ή άλλος δρόμος, που έκανε τον αιγιαλό Συροπαλαιστίνης, Αιγύπτου, Κυρηναϊκής, περνούσε στην Κρήτη και από εκεί πήγαινε στην Καρχηδόνα. Ετσι τώρα το ερώτημα είναι πώς τα διάφορα πολιτιστικά χαρακτηριστικά, οι ιδεολογίες και σε ένα βαθμό και οι θρησκευτικές πίστεις αναπτύσσονται και πώς κάθε λαός από αυτούς που έζησαν στην Α. Μεσόγειο κατόρθωσε να ορίσει το θεωρητικό του πλαίσιο και μέσα σε αυτό να εντάξει τις ομοιότητες ή τις διαφορές.

Πέρα όμως από το συνέδριο, εκείνο που έχει ενδιαφέρον για το ευρύτερο κοινό είναι μια έκθεση που ετοιμάζεται και θα ανοίξει τον Ιούνιο στο Μουσείο Ηρακλείου. Θα περιέχει αντικείμενα από κάθε υλικό (πηλό, χαλκό, σίδηρο, χρυσό, φαγεντιανή, ελεφαντοστό κλπ.), από κομμάτια περίτεχνα ή μη, που θα δείχνουν αυτήν ακριβώς τη συγγένεια των λαών της Α. Μεσογείου. Θα είναι περίπου 300 αντικείμενα όχι μόνο από τη γνωστή κοινή σχέση Αιγαίου και Ανατολής κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο, αλλά και αργότερα από την Πρωτογεωμετρική ως την Αρχαϊκή. Από περιόδους δηλαδή από τις οποίες δεν μας είναι γνωστά πολλά πράγματα. Η έκθεση (χορηγοί είναι τα υπουργεία Παιδείας και Αιγαίου, το Ινστιτούτο Προϊστορικού Αιγαίου των ΗΠΑ, το Ωνάσειο Ιδρυμα και η εξαιρετικά γεναιόδωρη Γκρεκοτέλ που φιλοξένησε και τους συνέδρους) μετά το Μουσείο του Ηρακλείου θα μεταφερθεί στο Ρέθυμνο και κατόπιν το 1998 στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης στην Αθήνα, και είναι κάτι που δεν θα πρέπει να χάσουμε.