Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Η «ξωτική αλληγορία» της απλότητας

Θάλεια Ιερωνυμάκη, Εφημερίδα των Συντακτών, 1/2/2015

Ως πλάνης (flâneur) αποσπάται πρόσκαιρα από την ανία και την πλήξη, το διάχυτο μποντλερικό ennui, για να επανέλθει ωστόσο σε μια ανάλογη κατάσταση | ΗΛΙΑΣ ΚΟΣΙΝΤΑΣ

ε έναν καλαίσθητο και τυπογραφικά άρτιο τόμο, με φιλολογική επιμέλεια της Ελλης Φιλοκύπρου, κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις ΜΙΕΤ οι δύο εκδοθείσες από τον ίδιο ποιητικές συλλογές του Τέλλου Αγρα (1899-1944), τα «Βουκολικά και τα Εγκώμια» (1934) και οι «Καθημερινές» (1940). Ο τόμος περιλαμβάνει επίσης «Σημειώσεις», όπου διευκρινίζονται εκδοτικά ζητήματα και δίνονται πληροφορίες για τις πρώτες (κάποιες αρκετά διαφορετικές) δημοσιεύσεις των ποιημάτων, και κλείνει με το «Σημείωμα της επιμελήτριας», μια εμπεριστατωμένη μελέτη για τις δύο συλλογές του Αγρα.

Εντοπίζοντας θεματικά και μορφικά χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας τα ιδιαίτερα γνωρίσματα, αλλά και τις διαφοροποιήσεις από τη μία συλλογή στην άλλη και μεταξύ των ενοτήτων των συλλογών, ανιχνεύοντας επιδράσεις (από τον Μορεάς λ.χ.), αλλά κυρίως προσέχοντας επιμελώς τη λεπτομέρεια και αναλύοντας υποδειγματικά συγκεκριμένους στίχους, η Φιλοκύπρου αναδεικνύει τόσο την ποίηση όσο και την προσωπικότητα του Αγρα, με τρόπο που θυμίζει την αναγνωστική ευαισθησία και την κριτική ευσυνειδησία του ίδιου.

Η φιλολογική επάρκεια και η κριτική οξυδέρκεια του Αγρα είναι ίσως οι σημαντικότεροι από τους λόγους που η ποίησή του δεν βρέθηκε στο προσκήνιο και δεν γνώρισε μέχρι σήμερα άλλες εκδόσεις πέρα από τις αρχικές. Πρόκειται ωστόσο για μια ποίηση γραμμένη με ευαισθησία και λεπτοτεχνία, και παρότι η εικονοποιία της φαντάζει μακρινή και οριστικά χαμένη, δεν παύει να είναι ανθρώπινα αληθινή και εξακολουθητικά μοντέρνα. Τόσο ο φυσικός χώρος της πρώτης συλλογής όσο και ο αστικός της δεύτερης έχουν στο επίκεντρο τον άνθρωπο, τα πάθη και τις ανησυχίες του. Επειτα από την περιπλάνηση στη φύση, ο Αγρας μπαίνει στην πόλη και στις λαϊκές γειτονιές παρατηρώντας όχι με τη ματιά του αστού, αλλά με τη ματιά του παιδιού: μέρος της φύσης και της πόλης ο ίδιος, είναι ταυτόχρονα και ένας παρατηρητικός εξερευνητής τους. Δεν βλέπει μόνο ό,τι το τοπίο δείχνει, αλλά κυρίως ό,τι αποπνέει· διαισθάνεται την κρυφή ζωή των πραγμάτων, διαβάζει τους συμβολισμούς και προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει τις αλληγορίες («στοχάσου, εσύ: μια ξωτική δεν είναι αλληγορία;/ δεν είναι σύμβολο για τις ψυχές που έχουν πεθάνει;», σ. 94) και με εξίσου υποβλητικό τρόπο, με εικόνες μισοτελειωμένες, αφήνει τον αναγνώστη να τα οσφρανθεί και να τα ανασυνθέσει. Παράλληλα, με τη χρήση επιθέτων (συχνότατα, κυρίως στις «Καθημερινές»), όχι την κοσμητική, αλλά τη λειτουργική, επιτυγχάνει την «αναδημιουργία» απλών αντικειμένων και καθημερινών ανθρώπων. Ως πλάνης (flâneur) αποσπάται πρόσκαιρα από την ανία και την πλήξη, το διάχυτο μποντλερικό ennui, για να επανέλθει ωστόσο σε μια ανάλογη κατάσταση («Να κι η σελήνη! Της ανίας φορεί την προσωπίδα…/ Ολα είναι πλήξη…», σ. 91), αναγκαία προϋπόθεση της παρατήρησης, η οποία με τη σειρά της γεννά την ποίηση.

Δεν είναι μόνο ο εξωτερικός χώρος προσφιλής στην ποίηση του Άγρα. Το βλέμμα του στρέφεται και στον εσωτερικό, στο σπίτι και στο δωμάτιο όπου «ωχρά» παιδιά και νεαρά κορίτσια, αλλά και το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο, βιώνουν τη φτώχεια, τη φθορά, την ανία, και τη ματαιότητα («Στο σπίτι μέσα ψιχαλίζει/ – κι η ζωή νυστάζει και μαυρίζει/ και μούδιασε και δεν αξίζει…», σ. 180). Το υποκείμενο δεν είναι αμέτοχο και αποστασιοποιημένο, επιδιώκει όμως κάποτε να παραμείνει μοναχικό («τα παλιά τα σπίτια, τη σπουδή/ αγαπούσε, και τη μοναξιά», σ. 158) ή να οριοθετήσει τη θέση του εντός του κόσμου, περιχαρακώνοντας τη σκέψη του σε παρενθέσεις· το περιεχόμενό τους δεν είναι παρενθετικό, αλλά ουσιαστικό, όπως συμβαίνει και στην ποίηση του Καβάφη, και αργότερα στην ποίηση του Αναγνωστάκη (κοντά, εκείνη, στον τρόπο λειτουργίας των παρενθέσεων του Αγρα). Ο Αγρας φαίνεται ότι έχει αφομοιώσει ποιητικά την ποίηση του Καβάφη (εκφράστηκε άλλωστε κριτικά από τους πρώτους γι’ αυτήν), την τριβή με τον κόσμο και τον άνθρωπο μέσα στον κόσμο, την πλήξη ως κινητήρια δύναμη της δημιουργίας, τη σωματική υπόσταση του έρωτα, αλλά και την ιερότητά του ως απόμακρου ιδεώδους.

Και από την άποψη αυτή η ποίηση του Αγρα παραμένει επίκαιρη. Οπως άλλωστε παρατηρεί εύστοχα η επιμελήτρια του τόμου, «στις μέρες μας η χαμηλή φωνή των ποιητών του μεσοπολέμου εξακολουθεί να ακούγεται επίμονα, ίσως γιατί συμμεριζόμαστε πολλές από τις εμπειρίες που καταγράφουν: την περιθωριοποίηση των ανθρώπων, την ισοπέδωση αξιών, τη μοναξιά, τον εγκλωβισμό σε ρόλους και προσωπεία» (σ. 389).

Τέλλος Αγρας: «Τα ποιήματα. Τόμος Α΄. Τα Βουκολικά και τα Εγκώμια. Καθημερινές», Φιλολογική επιμέλεια: Ελλη Φιλοκύπρου, ΜΙΕΤ, 2014, σελ. 421