Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Τέλλος Άγρας, Ποιήματα

Αμάξι στη βροχή

Ώρα προσμένει μοναχή

η άμαξα κάτω απ' τη βροχή,

και δεν τη μέλει,

κι είναι σα να την τυραννά

πιότερη η ξένη γειτονιά

που δεν τη θέλει.

 

Τ αλογατάκια της, σιμά,

κάτω απ' τον ίδιο μουσαμά

κάνουν καρτέρι,

στον τόπο αυτόν, τον θλιβερό,

πράμα δε μένει από καιρό,

να το 'χουν ταίρι.

 

Γρίλιες δεν είναι, μήτε αυλές,

περικοκλάδες βαθουλές,

δεν έμειν' ένα

απ' τα φανάρια στη σειρά

με τα δυο μπρούτζινα φτερά,

τα σταυρωμένα.

 

Τ ανώφλια επέσαν κι οι αγκωνιές

κι οι ανεμοπέραστες, στενές,

οι γαλαρίες

κι έφυγαν έντρομες, πολλές,

κι οι θύμησες, σαν τις καλές,

σεμνές κυρίες.

 

Άδεια βιτόρια και φτωχή,

πάρε μου εμένα την ψυχή,

πάρε με εμένα

για ταξιδιώτη σου, κι ευθύς

πάμε, όθε κίνησες να 'ρθεις:

στα Περασμένα.

 

Χριστούγεννα

Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,

κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.

Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,

μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά...

 

Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι

και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.

Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι

και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!

 

Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη

κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά.

Το μικρό το εικόνισμα ολ αυτά τα φτάνει,

μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.

 

Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,

όλα ξημερώνονται μ άσπρη φορεσιά

στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,

κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά...

 

Είδα χθες βράδυ στ όνειρό μου

Είδα χθες βράδυ στ' όνειρό μου,

το γεννημένο μας Χριστό,

τα βόδια επάνω Του εφυσούσαν,

όλο το χνώτο τους ζεστό.

 

Το μέτωπό Του ήταν σαν ήλιος,

και μέσα η φάτνη φτωχική,

άστραφτε πιο καλά από μέρα,

με κάποια λάμψη μαγική.

 

Στα πόδια Του έσκυβαν οι Μάγοι,

κι έμοιαζε τ άστρο από ψηλά,

πως θα καθήσει σαν κορώνα,

στης Παναγίτσας τα μαλλιά.

 

Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,

τον προσκυνούσαν ταπεινά,

ξανθόμαλλοι Άγγελοι εστεκόνταν,

κι έψελναν γύρω του «ωσαννά».

 

Μα κι από Αγγέλους κι από Μάγους,

δε ζήλεψα άλλο πιο πολύ,

όσο της Μάνας Του το στόμα,

και το ζεστό-ζεστό φιλί.

 

Πρώτη μέρα στο σχολειό

«Τόση βιάση και σπουδή;

Για πού πας, καλό παιδί;

Κίνησες νωρίς-νωρίς

και τρεχάτος προχωρείς;

 

Στάσου δα να διασκεδάσεις

με τις ομορφιές της Πλάσης!

Κόψε απ' τα περβόλια πάλι

του χινόπωρου τα κάλλη!»

 

«Να σταθώ; Δεν ευκαιρώ,

γιατί πάω στο φτερό.

Και πού πάω, να σ' το πω:

στο σχολειό μου π' αγαπώ!

 

Άνοιξε για πρώτη μέρα.

Βλέπεις τα παιδιά εκεί πέρα;

Έχουν μόνα τους ταιριάξει

χωριστά κάθε μια τάξη».

 

«Είσαι, βλέπω, μαθητής.

Μα στον ώμο τι κρατείς,

που με τη ματιά την πρώτη

σ' έκαμα για στρατιώτη;»

 

«Είναι τ' άρματά μου αυτά,

τ' ακριβά, τ' αγαπητά:

το κοντύλι μου κι η πλάκα,

το βιβλίο μου στη σάκα.

 

Κι έλα πια να σε χαρώ,

με ρωτάς κι αργοπορώ...

Είναι η ώρα περασμένη,

άκου, ο κώδωνας σημαίνει.

Φεγγαράκι

Φεγγαράκι αληθινό

βγαίνει πίσω απ το βουνό.

Μια φωνή τραγουδιστή

στα σοκάκια κελαηδεί,

κάποιο αγόρι περπατεί,

και γλυκά το τραγουδεί.

«Φεγγαράκι μου λαμπρό,

φέγγε μου να περπατώ.

Φεγγαράκι μου καλό,

χαϊδεμένο κι απαλό

φέγγε μέσα στην αυλή,

φέγγε στ άσπρα μας σκαλιά,

του τζαμιού μας το γυαλί,

στου παππού τ άσπρα μαλλιά,

φεγγαράκι μου λαμπρό,

χαρωπό, λυπητερό».

Φεγγαράκι αληθινό,

συργιανά στον ουρανό.

Το τραγούδι το γλυκό

σβήνει μες τη γειτονιά.

Το παιδί, περαστικό,

θάχει στρίψει απ τη γωνιά.

Φεγγαράκι μου λαμπρό,

σ αγαπώ σα θησαυρό.

 

Λουλούδια κατά γης

Ήταν στις δόξες των περιβολιών

κι η ώρα των ταξιδιάρικων πουλιών,

κι οι άξαφνες οι ανάσες, οι μισές,

που ευκολοκατελούν τις φυλλωσιές.

Στο άφραχτο χαμοκάλυβο μπροστά,

λουλούδια εσυγκομίζαν σωριατά,

λουλούδια σωρευτά, λογής-λογής,

χυμένα από πανέρια κατά γης.

 

Με τα μάτια τα φίλησα, πολύ...

Ψυχή σιμά μου. Μόνο στην αυλή

περιδιάβαζε αργή περπατησιά

και την τύλιγε η άκρα μοναξιά.

Κι έτσι ήθελα η θωριά τους μοναχή

ν αφήσω να μου πιεί απ την ψυχή...

Μα οι μνήμες αναζήσανε σ αυτά

τα λουλούδια τα χρωματιστά...

 

Έγνοιες, αδημονίες, μεταγνωμοί,

μελίσσι όλα προστρέξαν στη στιγμή,

σα νάταν μαγεμένα απ τον Καιρό,

καθόταν στα λουλούδια, ένα σωρό.

Του περβολιού το κέντημα σπαρτό

πίκρα και συννεφιά έγινε μεστό,

κι έγιναν τα κοτσάνια του σκληρές

μύτες, καρφιά, πληγές αιματηρές.

 

Αναποδογυρίστηκε η χαρά

βγήκε η θλίψη, ακόμα μια φορά.

Κι εστάθηκαν, μακρότατη γραμμή,

θλιμμένα ρόδα διάφανοι καημοί.

Μα ας είναι, όταν, στον κάμπο το βαθύ,

βουρκώσει αστραποβρόχι και χυθεί,

κι όταν οι ανέμοι κλάψουνε γοερά,

ποιός θα μου κλέψει τότε απ τη χαρά;

 

Καθημερινές

Φτωχογειτονιές, έρημες γωνιές,

έρημες καρδιές, ψύχρες, παγωνιές,

που, σε μουδιασμένη Κυριακή,

στέκει και σας κλαίει θλιμμένη μουσική!

 

Προσωπάκια που έφεξαν, δειλά

στόματα που η πίκρα τα σφαλά,

που δεν ξέρουνε ποτές φιλί θερμό

άλλο από τον ύστατο ασπασμό,

 

χέρια κέρινα, παρακαλεστικά

ζητιανεύοντας ανάξια ψυχικά,

και κομμένα μάτια κι ισκιερά-

ω σκουντήματα ως θανάτου θλιβερά!

 

Θάνατο κι εσύ ζωσμένο, μοναχό,

άμοιρο, αψηλό Τριαντάφυλλο φτωχό,

που αντίς να φεγγες τη ρόδινη χαρά,

μοιάζει ν άγιασες από τη συμφορά,

γέρνει η όψη σου, γέρνει και προσκυνά

τα Επιτάφια τα καθημερινά...

 

Φτωχογειτονιές, έρημες γωνιές,

καμωμένες για τις μαύρες παγωνιές,

καμωμένες για τις άταφες ψυχές,

καθημερινές ψυχές και μοναχές,

για τα λείψανα και για τις Κυριακές

της ψυχής μου, εσείς πατρίδες μυστικές!

 

Της ψυχής μου που είναι κρύα, και μοιάζει σα

δίσκος με σταυρό και κόλλυβα χρυσά

και στη μέση εν αγιοκέρι, ταπεινά,

στης Αγάπης τα μνημόσυνα αγρυπνά.

 

Τριαντάφυλλα μιανής μέρας

Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας τ Άη Γιωργιού,

στα κοριτσίστικα τα χέρια ενός παιδιού,

τριαντάφυλλα δικά σου και να τα κρατείς,

σαν αναπάντεχο καλό μεσοστρατίς!

 

Τα πολυδουλεμένα, τριπλοσκαλιστά,

πολύδιπλα, πολύφυλλα, ανοιχτά!

τ αγέρι τα συγκρούει, τ αγέρι το ψιλό,

και για ξεφύλλισμα τ ανοίγει απατηλό...

 

Άνοιξη η γειτονιά κι η μέρα ζωγραφιά!

Πολύ ήταν ν αξιωθώ παρόμοιαν ομορφιά,

-τριαντάφυλλο το στόμα μου τριανταφυλλί

τ άνθια τ αμαρτωλά στο στόμα να φιλεί.

 

(Γίνεται να χωρείς τριαντάφυλλο, χωρίς

τριαντάφυλλο και συ στο στόμα να φορείς;

Κι αν γεύτηκες ποτέ πιοτό δροσιστικό,

για στόμα είχες κι εσύ τριαντάφυλλο γλυκό).

 

Ποτές τα μάτια μου στα μάτια σου μπροστά

δε με μαρτύρησαν όσο στα ρόδα αυτά,

-γιατί ήσουν ένα εσύ, μ αυτά, κι εσύ μαζί,

και γιατί απάνω τους μεγάλωνες κι εσύ.

 

Γιατί το μάντεψα ποιάν είχαν αφορμή

στο δρόμο οι πηγαιμοί, στο δρόμο κι οι ερχομοί,

τα εύκαιρα γόνατα-για τρέξιμο γοργά-

τα εύκαιρα που έπαιζαν τα γόνατα ζυγά,

στο δρόμο η σ αψηλό μπαλκόνι αντικρυνό-

-ω αγάπη των δεκάξι μου χρονώ.

 

Της ζωής τα ρόδα

Να το, αψηλά κι από μακρυά,

το παραμύθι του βορριά!

μες τα τετράγωνα τα μόνα

το παραμύθι του χειμώνα.

 

Κι εγώ του δρόμου το θολό

το μαύρο σύννεφο φιλώ

κι είμαι, στα τρίστρατα τα μόνα

το παραμύθι του χειμώνα.

 

Να το αψηλά, να το μακρυά

το παραμύθι του βορριά!

Που θα βρω εδώθε, αχ! πες μου ξένε,

τη ζέστα, αγάπη που τη λένε;

 

Εγώ που χρόνια κατοικώ

τον δρόμο τον αγερικό,

πρώτη φορά είναι που φοβάμαι

με το χειμώνα απόψε να μαι...

 

πρώτη να φορά να πιστευτώ

τέτοιο ακριβό, τέτοιο γραφτό

το πως η μοίρα μ έχει κάμει

μια πεταλούδα για το τζάμι.

 

Μα ιδές: Γοργό κι αληθινό

κορίτσι βγήκε απ το στενό

μες το φουστάνι οπού αναδεύει

τα δυό της πόδια ανακατεύει,

 

γυμνά δυό πόδια και χυτά

και με τι τέχνη είναι χτιστά,

καθώς ο αγέρας τα ξεντύνει,

με τι χαρά κι εμπιστοσύνη!

 

Σαν το πουλί που αναπηδά

από κλαδί σ άλλα κλαδιά,

εχάθηκε ως να ξεπροβάλλει

από μία θύρα σε μίαν άλλη!

 

-Σκέτο χαρούμενο παιδί,

που σ έχω βρει; που σ έχω ιδεί;

δεν είσαι η ασταχτομαλλούσα

που χλώμιαζα όταν σου μιλούσα;

 

Ρόδα και μήλα μάγουλα,

μάγουλα ακέρια και καλά,

πως σας λαχτάρησεν ο τόπος

κι ο γερασμένος στρατοκόπος!

 

Γέλασε ο τόπος μονομιάς

ως την καρδιά της ερημιάς

κι ακέρια φούντωσε η μαυρίλα

της ζωής τα ρόδα και τα μήλα!

 

Παν

Σώπα! Ωρες-ώρες, δεν ακούς, βαθιά απ το περβόλι;

Θρηνούν οι αγροτικοί θεοί την πράσινή τους σκόλη,

για ειν οι φλογέρες που γλυκά λαλούν η μια στην άλλη;

 

(Στις στέρνες είναι η όψη σου, Χινόπωρο, και πάλι!)

 

Ωστόσο χτες -η ξαστεριά δε μ είχε ξεπλανέσει-

τον είδα: δρόμο γύρευε στων αμπελιών τη μέση:

το μαδημένο του έτρεμε στη ράχη το τομάρι,

κι εστάθη• απάνω χάραζε καλόβουλο φεγγάρι.

 

Ξάφνω, τ αυτί έστησε μακριά, στην αύρα που διαβαίνει,

μ ακοή και μάτια μίαν ηχώ ζητώντας νεκρωμένη.

Ήταν η ώρα που η νυχτιά στην παγωνιά μουδιάζει.

 

Κι ευτύς τη σύριγγά του αρπάει, στα χείλη του τη βάζει...

 

Παράτονος, μα γλυκερός, μίσος πνιχτό στα γέλια,

ο ξωτικός σκοπός κακό φυσούσε από τ αμπέλια,

γοερός σκοπός, και σκόρπισεν άγνωρη ανατριχίλα...

 

Μα να χορέψουν σήκωσε τα πεθαμένα φύλλα!

 

Ποίημα Ερωτικό

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)

Animula vagula, blandula,

hospes, comesque corporis,

qua nunc abibis in loca?

Pallidula, rigida, nudula,

nec, ut soles, dabis jocos.

ADRIANUS

 

Ψυχούλα άστεγη, χαϊδεμένη,

ξενιτεμένη του κορμιού συντρόφισσα,

για πού μισεύεις;

Χλωμούλα, τρεμουλιάρα, ολόγυμνη,

μηδέ θα κάνης πια χαρές, σαν πρώτα.

AΔPIANOΣ

 

Kάτω απ' τις ελιές, οι ώρες σιωπηλές

παίρνουνε τη μέρα πεθαμένη.

Kάτω απ' τις λιγνές, τις σκόρπιες αγριελιές,

άφωνο, πικρό το λείψανο διαβαίνει.

 

Aχ, τη νειότη σου, ξανθούλα μου Ερωμένη,

με την ώχρα του έχει ο θάνατος βαμμένη.

 

Μες στο αγέρινο, που φεύγει, δειλινό,

το πορτραίτο της στον ήλιο πώς χλωμαίνει!

Σύρε! Στη ζωήν ακόμη ν' αγρυπνώ

– έτσι μούμελλεν, αγάπη σταυρωμένη!

 

Ξέβγαλαν τη Mέρα πεθαμένη.

Mας εχώρισαν, χλωμούλα μου ερωμένη!

 

K' είν' η νύχτα πια, που μαρτυρικιά,

 

γνώριμη, χωρίς μυστήριο, βασιλεύει...

K' είν' η νύχτα πια, που κρύα και πληχτικιά,

στα βαθειά, βαθειά μου δυναστεύει.

 

Άκου: σιγανά παραμιλεί ένα φύλλο!

Kάποιο φως μαβύ γλυστρά απ' τα μονοπάτια.

Ω ψυχή μου, ω σφάλισε τα μάτια!

 

Xινοπωρινό Σχεδίασμα

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)

Ah! nuees accourues des cotes de la Manche,

Vous nous avez gate notre dernier dimanche.

LAFORGUE

 

Mε χωρίς φωτοχυσίες, μ' ολίγους ήχους

βρέχει, «επί δικαίους και αδίκους»...

βρέχει στην πλατεία, στη φυλακή,

– οικουμενική βροχή, ευαγγελική.

 

Bρέχει στα βαγόνια (ώ ευθυμία)

που γυρνάνε απ' τα Nοσοκομεία·

και στις προφητείες του Kαζαμία

(«τροπή του καιρού προς νότον... τρικυμία...»).

 

Bρέχει στα νερά, βρέχει στα φύτρα,

βρέχει στις γαζίες σου, μαθήτρα!

Bρέχει– τυπικά, και δίχως σημασία...

Bρέχει στις μαθήτρες σου, γαζία!

 

Στου κενού τον κύκλο κατεβαίνει

της βροχής σου η συνεφαπτομένη...

Στ' ουρανού τη μάταιην αγκαλιά

τρίγωνα, τα εξόριστα πουλιά.

 

Xινοπωρινές Ισημερίες

(ώ οι βροχές, ώ οι τριγωνομετρίες!).

Kαι να μη μπορώ (με συγχωρείς)

να σου μάθω εκείνα που απορείς.

 

Βρέχει, Κυριακή... Κανείς, κανείς,

άλλο από «γνωστούς» και «συγγενείς»...

Kρίμας τη χαρά, κρίμας τη σχόλη!

Δεν έχει σεργιάνι στο περβόλι,

 

που θα παγαινόρχεται, σκυφτός,

στο σταχτί το μουσαμά του A υ τ ό ς !

 

Aπογεμματινή

(από το Eπιλογή απ' τα Ποιήματα, Eρμής 1996)

Βρέχει– και κάν' η φύσις

ήχους τόσο γλυκούς,

το διάβασμα ν' αφήσεις

και να σταθείς ν' ακούς...

 

Στις σκάλες, στο περβόλι,

στο γύρο της φραγής

βρέχει γλυκά– και σ' όλη

τη χώρα και τη γης.

 

Βρέχει στα παραμύθια

κ' εκείθε έχουν ερθεί

οι μάγοι οι αγαθοί

με τ' άσπρα γένια πλήθια.

 

Βρέχει στα παραμύθια...

κ' εκείθε αργοφυσά

τ' αγέρι, από δασά

θάμνα και κουφολίθια.

 

Βρέχει– και ξέρει η φύσις

νότες τόσο γλυκές,

το φύλλο να τσακίσεις

με τις στιχουργικές.

 

Στης λάσπης τ' άκρο χείλος,

λοξός και σερπετός,

διαβαίνει ο περιττός

της γειτονιάς ο σκύλος

 

και του περιβολάρη

η σούστα ουδ' αντηχεί:

σα να 'ναι σε σφουγγάρι

βουλιάζουν οι τροχοί.

 

Απάνω στη βιτρίνα,

γραμμένα στα γυαλιά,

ξεπλένονται τα κρίνα

και τα τριανταφυλλιά,

 

μα έχει η πνοή φερμένα,

του κάμπου, μακρινά,

όλα τ' αληθινά

τα φύτρα, χορτασμένα!