Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)

Γιώργος Ζεβελάκης-Κωστής Γιούργος, Αφιέρωμα 7 Ημέρες, Καθημερινή, 4/12/2005

O Aναγνωστάκης στο «Ξεκίνημα»

ONTET BAPΩN-BAΣAP

Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές

που πυρπολούν την ατίθαση

νιότη μας

ΦEBPOYAPIOΣ του 1944: μια φοιτητική συντροφιά εκδίδει στην κατοχική Θεσσαλονίκη το πρώτο τεύχος ενός λογοτεχνικού περιοδικού, με τίτλο Ξεκίνημα και υπότιτλο «Δεκαπενθήμερο περιοδικό του Εκπολιτιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης». Πίσω από τη νόμιμη αυτή έκδοση, που περνά τις συμπληγάδες της γερμανικής λογοκρισίας, κρύβεται η Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων, η ΕΠΟΝ, που έχει πια ανδρωθεί μετά ένα χρόνο ζωής. Η ΕΠΟΝ έχει ιδρύσει στη Θεσσαλονίκη αυτόν τον Εκπολιτιστικό Oμιλο, που ήρθε να ξαναζωντανέψει ένα μαραζωμένο Πανεπιστήμιο, μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Οι κυριότεροι συντελεστές του περιοδικού είναι διακεκριμένα στελέχη της ΕΠΟΝ (Μ. Αναγνωστάκης, Θ. Φωτιάδης, Θ. Παπαδόπουλος).

Στη Θεσσαλονίκη. Xρονολογία άγνωστη, ίσως αρχές του ’50 (αρχείο Γ. Zεβελάκη).

«Αρχισυντάχτης» του περιοδικού -και ψυχή του- δεν είναι κάποιος φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά ένας φοιτητής της Ιατρικής, ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Ο μέλλων γιατρός εμπλέκεται ήδη με τη λογοτεχνία, και ειδικότερα με την ποίηση, αφού θα δημοσιεύσει στο Ξεκίνημα το πρώτο του νεωτερικό ποίημα [«Απροσδιόριστη χρονολογία», Ξεκίνημα, αρ. 3, 20 του Μάρτη 1944]. Oχι όμως μόνο. Εμπλέκεται και με την κριτική, αφού θα κρατήσει συστηματικά στο περιοδικό τη στήλη της κριτικής του βιβλίου. Οι δύο σταθερές της πνευματικής του πορείας, η ποίηση και η κριτική, εντοπίζονται ήδη στην πρώτη του νεανική απόπειρα, αυτή που σηματοδοτεί κυριολεκτικά το Ξεκίνημά του. Υπάρχει όμως και μια τρίτη σταθερά: η έγνοια του για το συλλογικό, η βαθιά πολιτική του στάση, πέρα από κομματικές εντάξεις, αυτή που θα τον χαρακτηρίσει σ' όλη του τη ζωή και θα σφραγίσει το έργο του. Πρόκειται για το φαινόμενο που ο Δ.Ν. Μαρωνίτης εύστοχα χαρακτήρισε ως «την εκκόλαψη μιας νέας ποιητικής ηθικής, που προκύπτει από τη συμπλοκή ποιητικής πράξης και πολιτικής δράσης.»1

Στον Αναγνωστάκη η συμπλοκή αυτή στάθηκε καθοριστική και η απαρχή της ανιχνεύεται στο κατοχικό Ξεκίνημα. Γι' αυτό και η τόσο νεανική αυτή του δραστηριότητα αξίζει να μη λησμονείται. Εξάλλου και ο ίδιος απέδιδε ξεχωριστή σημασία στο περιοδικό αυτό: δείγμα της αποτελεί το γεγονός ότι το ανέφερε ακόμη και στα συνοπτικά βιογραφικά του σημειώματα. Και συμπεριέλαβε δύο από τις κριτικές του στο Ξεκίνημα στον τόμο Συμπληρωματικά μαζί με άλλα, ώριμα κείμενά του από την Κριτική.2 Στον πρόλογο σημειώνει: «Δεν θέλησα ν' αφήσω έξω, για λόγους συναισθηματικούς περισσότερο, δύο εντελώς νεανικά μου σημειώματα (του 1944!) […]»3. Κι όμως ο αυστηρός Αναγνωστάκης δεν θα συμπεριελάμβανε μόνο για συναισθηματικούς λόγους τα κριτικά αυτά σημειώματα, αν δεν αναγνώριζε σ' αυτά κάποια αξία, και πάντως τις απαρχές του ως κριτικού. Εξάλλου στο Ξεκίνημα δημοσιεύτηκαν περισσότερα από δύο σημειώματα, αυτά όμως ήταν τα πιο ενδιαφέροντα. Στο πρώτο από αυτά, ο Αναγνωστάκης κρίνει την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, ένα ηθελημένα προκλητικό τέκνο του υπερρεαλισμού. Και τολμά ευθαρσώς να γράψει, σε μια εποχή που η επίσημη αριστερά, και όχι μόνον, κατακεραυνώνει τον υπερρεαλισμό και τη νεωτερική γραφή: «Ο Γκάτσος είναι ένα πραγματικό, ένα γνήσιο ταλέντο. […] Ο Γκάτσος μάς δείχνει πόσο γόνιμη είναι η επίδραση κι η αφομοίωση της παράδοσης σ' έναν πραγματικό ποιητή· μας κάνει να νιώσουμε όλη τη δροσερότητα και την ομορφιά της μοντέρνας ποίησης, που τόσο οικτρά την έχουνε παρεξηγήσει τόσοι ποιητές και κριτικοί μας. Oπως ο Ελύτης, είναι γεμάτος υγεία, οι στίχοι του είναι διάφανοι και καθαροί, λουσμένοι στο αίθριο φως, πλημμυρισμένοι από αισιοδοξία και νιάτα.»4 Η δεύτερη κριτική αφορά τους Θαλασσινούς προσκυνητές του Τάσου Αθανασιάδη, μια συλλογή διηγημάτων που συναντά την αμείλικτη κριτική του νεαρού Αναγνωστάκη, ο οποίος γράφει: «Σήμερα έχουμε άλλες απαιτήσεις από την τέχνη. Απαιτήσεις που δεν δικαιώνονται διαβάζοντας τους Θαλασσσινούς προσκυνητές. Δεν βλέπουμε εκεί μέσα τη ζωή, τη ζωή μας. Στα ερωτήματά μας δεν δίνεται απάντηση.»5

Το Ξεκίνημα προσπαθούσε να κάνει αυτό ακριβώς, να συνδυάζει την τέχνη με τη ζωή, και κατόρθωσε να διατηρήσει μια ισορροπία ανάμεσα σε λογοτεχνικά κείμενα (πρωτότυπα και μεταφράσματα), επιστημονικά άρθρα (γραμμένα ενίοτε από καθηγητές του ΑΠΘ) και κείμενα που αφορούσαν την καθημερινότητα του φοιτητή στις δύσκολες συνθήκες της εποχής, που αντανακλούσαν δηλαδή «τη ζωή τους». Αποτελεί έτσι ένα απτό παράδειγμα, ίσως το καλύτερο, της σύζευξης που επιχείρησε η αριστερά στα χρόνια της κατοχής ανάμεσα στην κουλτούρα και στην πολιτική. Στο Ξεκίνημα φιλοξενήθηκαν τα πρώτα ποιήματα της γνωστής τριάδας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, των Θεσσαλονικέων Μανόλη Αναγνωστάκη, Κλείτου Κύρου και Πάνου Θασίτη. Δημοσιεύτηκαν όμως και ποιήματα Αθηναίων ποιητών της ίδιας γενιάς, όπως των: Ελένη Βακαλό, Σταύρου Βαβούρη, Τάκη Σινόπουλου.

Ποδηλατώντας στις εξοχές της Θεσσαλονίκης. Σε μια οικογενειακή εκδρομή, λίγο πριν από τον πόλεμο που έφερε τα πάνω κάτω (αρχείο Γ. Zεβελάκη).

Η ποίηση που δημοσιεύεται στο περιοδικό προβάλλει τη νεωτερική γραφή, ανήκει δηλαδή στην πρωτοπορία. Παρ' όλα αυτά, δεν συνοδεύεται από τη συνήθως ελιτίστικη στάση της avant-garde, και σ' αυτό έγκειται η ιδιομορφία του. Ο Αναγνωστάκης γράφει στον απολογισμό που κάνει λίγες ημέρες πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, στο άρθρο «Κλείνοντας τον πρώτο χρόνο»: «Oμως όσοι ζούνε κοντά στον φοιτητή, όσοι ζούνε τη ζωή του, ξέρουνε πόσο όμορφα συνταιριάζονται στον νέο και μάλιστα στον φοιτητή όλες οι φροντίδες: το πιάτο της Λέσχης και το προοδευτικό και ζωντανό λογοτέχνημα. Η υγειονομική εξέταση με τη μελέτη της ιστορίας του τόπου του. Η ψυχαγωγία του καταπονημένου νέου με τη βαθύτερη γνωριμία των εκλεκτών καλλιτεχνικών δημιουργημάτων. Oλα αυτά σ' ένα σύνολο αρμονικό και ταιριαχτό.»6

Η σύγκρουση όμως με την ηγεσία δεν άργησε να έρθει και -παραδόξως;- η απελευθέρωση σήμανε το τέλος του Ξεκινήματος. Από το τελευταίο τεύχος του περιοδικού [τόμος Β΄, αρ. 1, Νοέμβρης 1944] λείπει το όνομα του Αναγνωστάκη ως αρχισυντάκτη, και το εκδοτικό σημείωμα υπογράφεται από τον Πάνο Δημητρίου, τον γραμματέα της ΕΠΟΝ Μακεδονίας. Στο σημείωμα αυτό δηλώνεται πως το περιοδικό πρέπει να αλλάξει εντελώς πνεύμα «να μην είναι τ' όργανο ενός κύκλου, μιας κλειστής ομάδας διανοουμένων» αλλά να αφορά όλη τη νεολαία, ούτε καν μόνο τη φοιτητική, αλλά «οι νέοι εργάτες κι υπάλληλοι και τα παιδιά της αγροτιάς πρέπει να νιώσουν το Ξεκίνημα σαν δικό τους». Εννοείται πως ήταν ο καλύτερος τρόπος να κλείσει το περιοδικό. Ο Μ. Αναγνωστάκης δεν σχολίασε ποτέ την απομάκρυνσή του από το περιοδικό. Η ιστορία του όμως με το Ξεκίνημα αποτυπώνει ίσως την πρώτη βαθιά ρωγμή στη σχέση του με την επίσημη αριστερά, αυτή που θα οδηγήσει στη διαγραφή του από το ΚΚΕ, λίγα χρόνια αργότερα. Χαρακτηριστικό της στάσης του είναι πως όταν το Στρατοδικείο της Θεσσαλονίκης τον καταδικάζει εις θάνατον το 1949, εκείνος αρνείται να ομολογήσει τη διαγραφή του «που ασφαλώς θα απέτρεπε την καταδίκη του σε θάνατο.»7 Ο Μανόλης Αναγνωστάκης παρέμεινε πάντοτε ενεργός και αριστερός διανοούμενος, παρά την τραυματική του εμπειρία με τους επίσημους φορείς της αριστεράς. Η στάση του ήταν εμβληματική μιας εποχής και ενός ήθους, που με τον θάνατό του πλησιάζει περισσότερο προς το τέλος της.

* Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ διδάσκει Iστορία στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο.

Σημειωσεις

1. Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Ποιητική και πολιτική ηθική, Πρώτη μεταπολεμική γενιά, Αλεξάνδρου - Αναγνωστάκης - Πατρίκιος», Κέδρος 1976.

2. Μ. Αναγνωστάκης, «Τα Συμπληρωματικά, Σημειώσεις κριτικής,» εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1985.

3. «Συμπληρωματικά».

4. «Ξεκίνημα», τχ 4, 15 του Απρίλη 1944.

5. «Ξεκίνημα», τχ 2, 1 του Μάρτη 1944.

6. «Ξεκίνημα», αρ. 11/12, 1 και 15 του Οχτώβρη 1944.

7. Δ.Ν. Μαρωνίτης, ό.π.