Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Το Τραγούδι της Ξενιτιάς

KΩΣTHΣ ΓIOYPΓOΣ (Επιμέλεια αφιερώματος ), εφ. Καθημερινή, 2/5/2004

Tώρα 'ναι Mάης κι άνοιξη, τώρα 'ναι καλοκαίρι

τώρα κ' η γης στολίζεται εννιά λοϊών

λουλούδια...

τώρα κι ο ξένος βούλεται να πάνει

στα δικά του...

Zαγόρι, Hπειρος

THN IΣTOPIΑ μπορεί κανείς -ο απλός φιλέρευνος αλιέας διδαγμάτων όσο και ο εμβριθής ιστορικός ερευνητής και ερμηνευτής- να την ιχνηλατήσει ακολουθώντας είτε τα ορατά μνημεία του υλικού και του πνευματικού πολιτισμού, είτε την οσμή του αίματος από τα κακουργήματα της βαρβαρότητας.

Για άλλα τεκμήρια, απείρως περισσότερα, εκείνα στα οποία η Iστορία εντύπωσε την αλήθειά της λιγότερο εντυπωσιακά, σε τόνους πιο χαμηλούς, δυσδιάκριτους (χωρίς αυτό να τα κάνει λιγότερο σημαντικά), περισσότερο χρήσιμη είναι η ακοή - όταν το πέρασμα του aνθρώπου μεσ' απ' τον Xρόνο ακούγεται σαν αδιόρατος ψίθυρος.

Το Τραγούδι της Ξενιτιάς συγκαταλέγεται σ' αυτά: είναι, πες, το θρόισμα του δέντρου της Zωής όταν φυσούν οι άνεμοι της Iστορίας. aυτό το θρόισμα, που πνίγεται στον ορυμαγδό των «μεγάλων και των σημαντικών», οι Έλληνες το αφουγκραζόμαστε καθαρά. Γιατί αυτό το τραγούδι το έχουμε συχνοτραγουδήσει. Mας ακολουθεί στην περιπλάνησή μας, στην περιπέτεια που εμείς οι ίδιοι κρίνουμε ποιο περιεχόμενο, ποιο όραμα και ποια δικαίωση της δίνουμε. Ξετυλίγεται πίσω μας σαν μίτος και δείχνει τη διαδρομή που ξεκινάει, εξειδανικευμένα, από την απόφαση, μετά τη πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, «οι Έλληνες να είμαστε εμείς», με όλα τα δεινά και όλες τις λυτρώσεις που αυτό (ξέρουμε πλέον ότι) συνεπάγεται.

Αυτός ο μίτος από ήχους και στίχους είναι το δημοτικό τραγούδι της ξενιτιάς που πλάστηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Είναι, μετά, το τραγούδι του καινούργιου ξενιτεμού, όπου εντυπώθηκαν οι μνήμες του πρώτου μεγάλου εκπατρισμού, του ξενιτεμού που αφαίμαξε, τέλη του 19ου αιώνα αρχές του 20ού, το ρημαγμένο σώμα της νεοσύστατης Eλλάδας. Eίναι, τέλος, το λαϊκό τραγούδι της μεταπολεμικής μετανάστευσης, 1950-1975. Που ορθώθηκε σαν ανάχωμα απέναντι στο ανθρωποφθόρο αίσθημα της αδικίας και της ήττας, της διάψευσης, του κυνισμού και της αδιαφορίας, και το εμπόδισε να συντρίψει τη λαϊκή ψυχή. Γλίτωσε, έτσι, προς ώρας, το κραταιό αυτό θεμέλιο, ο συμπαγής πυρήνας της κοινής απόφασης που διαλέγουμε να ονομάζουμε πατρίδα, το μεγάλο δέντρο που φοβούνται οι επίβουλοι και χλευάζουν οι αμνήμονες. Και που όλοι μαζί οι χαλκείς καινούργιων ξενιτεμών πασχίζουν, σαν τους καλικαντζάρους, να του κόψουν τις ρίζες, να πέσει να πλακώσει κι εμάς και την ενοχλητική επιμονή μας να ανησυχούμε όταν βλέπουμε να μακραίνει και να χάνεται αυτό που κερδίσαμε για πατρίδα.

«Τα χελιδόνια θα γυρνούν κι εγώ δε θα γυρίζω...»

Μιράντα Τερζοπούλου, εφ. Καθημερινή, 2/5/2004

Ο θάνατος κι η ξενιτιά,

η φτώχια κι η ορφάνια

Τα τέσσερα τα ζύγιασαν

βαρύτερα είν' τα ξένα...

Ήπειρος 1909. Kομπανία λαϊκών μουσικών (τακίμι). Mέσα στα τακίμια των μουσικών, που έπαιζαν, πλανόδιοι, τόσο στους γενέθλιους τόπους των ξενιτεμένων όσο και στους τόπους υποδοχής τους, πλάστηκε, με την επανάληψη και τον δημιουργικό εμπλουτισμό, η πολύτιμη κληρονομιά του δημοτικού τραγουδιού της ξενιτιάς. Αρχείο Xριστόδουλου Kαλλίδη («Zαγοροχώρια», Eκδοση Pιζαρείου Iδρύματος, Αθήνα 1992).

Η ZΩH KΑI H IΣTOPIΑ αυτής της τόσο φιλικής και ταυτόχρονα πάντα σκληρής για τα παιδιά - της χώρας, που λέγεται Ελλάδα, είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένη με τις έννοιες και τις έγνοιες του εκπατρισμού και του ξενιτεμού, με ανοιχτούς πάντα προς τη φυγή, μα δύσκολους για τον γυρισμό, τους δρόμους της τραχιάς στεριάς και της απρόβλεπτης θάλασσας. Είναι ευνόητο ότι για τους πληθυσμούς που επί αιώνες έζησαν σ' ένα τέτοιο μεταίχμιο, οι έννοιες αυτές, μεστές πολλαπλών νοημάτων, υπήρξαν κεντρικές στην τέχνη και τον φιλοσοφικό στοχασμό.

Εξεικονίζοντας ποιητικά την ίδια βιωματική όσο και υπερβατική σχέση, ένας σημαντικός αριθμός δημοτικών τραγουδιών -αυτών των λαλίστατων καλλιτεχνικών προϊόντων της ανώνυμης συλλογικής λαϊκής δημιουργίας των νεότερων αιώνων- έχουν χαρακτηριστεί ως τραγούδια της ξενιτιάς.

Διώξε με μάνα μ' διώξε με κι εγώ να φύγω θέλω

με τα πουλάκια θα διαβώ και με τα χελιδόνια

θα κάνεις χρόνους να με ιδείς, χρόνους να μ' απαντήσεις

τα χελιδόνια θα γυρνούν κι εγώ δε θα γυρίζω.

Αν πας μάνα μ' στην εκκλησά στης Πασκαλιάς τη μέρα

θα διεις τις νιες θα διεις τους νιους και το στασίδι μ' άδειο

τότε κι εσύ θα θυμηθείς πως έχεις γιο στα ξένα

και θα 'ξετάζ'ς και θα ρωτάς και θα ρωτάς για μένα.

Τον είδιετε τον άκ'σετε το γιο μου τον χαμένον.

Για πες μας το σημάδι του και τι σημάδι είχε.

Ελιά είχε στο πρόσωπο ελιά και στο κορμί του.

Τον είδαμε τον άκ'σαμε στον άμμο ξαπλωμένον

μαύρα πουλιά τον έτρωγαν κι άσπρα τον 'λογυρνούσαν

κι ένα χρυσό χρυσό πουλί δεν τρώει και δεν κονεύει.

Γιατί εσύ χρυσό πουλί δεν τρως και δεν κονεύεις

κατέβασ' τα φτεράκια σου να βάλω μια γραφίτσα

και να την πας τη μάνα μου να μη με περιμένει.

Ξενιτιά - Άγνωστο - Θάνατος

Σκηνή σε αγροτική περιοχή επί τουρκοκρατίας. Στα πεδινά η διαβίωση ήταν ευκολότερη, όμως η καλύτερη γη ανήκε στον κατακτητή, κοντά στον οποίο, έτσι κι αλλιώς, η ζωή των κατακτημένων ήταν επισφαλής. Mεγάλο μέρος του πληθυσμού ωθήθηκε σε περιοχές ορεινές και άγονες, όπου ο ξενιτεμός, είτε ως μακροχρόνια μετανάστευση είτε ως εποχική αποδημία, έγινε αναπόδραστη μοίρα για τους νέους άντρες και «στοίχειωσε» στο λαϊκό φαντασιακό και υποσυνείδητο. Αθήνα, Γεννάδειος Bιβλιοθήκη («Iστορία του Eλληνικού Eθνους», τ. IΑ΄, Eκδοτική Αθηνών).

Οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών που προκάλεσε η προέλαση των Τούρκων και η κατάλυση της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, ο υπερπληθυσμός που δημιουργήθηκε στις «ασφαλείς», ορεινές κυρίως, περιοχές υποδοχής και το κύμα μετανάστευσης που αναγκαστικά ακολούθησε προς την κεντρική Ευρώπη, τη Ρωσία ή την Ανατολή συνιστούν το αρχικό ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο δημιουργίας των τραγουδιών αυτών - όταν, δηλαδή, το οικείο απ' τα πανάρχαια χρόνια φαινόμενο του εκπατρισμού, αποκτώντας συστηματικό και μαζικό χαρακτήρα, ως μακροχρόνια μετανάστευση είτε ως εποχιακή αποδημία, γίνεται αναπόδραστη μοίρα για τους νέους άντρες, παίρνοντας στη λαϊκή συνείδηση ένα καινούριο νόημα. Φτάνει τότε να ταυτιστεί με την ενηλικίωση του αγοριού, που κάνει υποχρεωτική τη φυγή του για αναζήτηση τύχης, πλούτου, εμπειρίας -αλλά και την έκθεσή του σε πρωτόγνωρους κινδύνους-, και να επενδυθεί τον αλληγορικό χαρακτήρα μιας νομοτελειακής κοινωνικής αλλά και υπαρξιακής διάβασης, όπως η γέννηση, ο γάμος ή ο θάνατος. Πρόκειται για μια «κρίση», που, μέσα στο συνεχές της «κανονικής» ζωής, προκαλεί ιδεολογικές και φαντασιακές καταστάσεις ακραίων αντιθέσεων. Τα αντιθετικά ζεύγη σ' αυτήν την περίπτωση είναι το εδώ και το μακριά, το οικείο και το αλλότριο, η ασφάλεια της συλλογικότητας και η μοναξιά της περιπέτειας, η προστασία της συγγένειας και η απειλητική γoητεία του ανεξέλεγκτου Άγνωστου.

Δεν είναι έτσι ανεξήγητο ότι μέσα απ' τα τραγούδια -αν πάρουμε υπ' όψη το ποιοι και για ποιους τραγουδάνε- η εικόνα της ξενιτιάς ισοδυναμεί με τον θάνατο, το κορυφαίο στερεότυπο του Άγνωστου, αφού η ουσιαστική διχοτομία απ' την οποία απορρέει και η βασική ψυχολογική σύγκρουση που εκφράζουν τα τραγούδια, εδράζεται στο βαθύ χάσμα ανάμεσα σ' αυτούς που φεύγουν και σ' αυτούς που μένουν. Σ' αυτούς που μένουν, φαντάζονται, τραγουδούν και καταγγέλλουν.

Του ξένου δός του ξενιτιά κι αρρώστια μην του δώσεις,

η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάκια,

θέλει και σπίτι να 'ν' πλατύ, να στρώνει να ξιστρώνει...

Mα τι 'δαν τα ματάκια μου, τους ξένους πώς τους θάφτουν

Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη

Δίχως μανούλας κλάματα, δάκρυα και μοιρολόγια

Δίχως γυναίκα στο πλευρό και αδελφή στο πλάι.

Τα τραγούδια της ξενιτιάς, παρόλο που φαίνεται να εκφράζουν τη μαρτυρία των ξενιτεμένων και εν μέρει βασίζονται σ' αυτήν, στην ουσία εκφράζουν εκείνους που παραμένουν και που, διακατεχόμενοι από φυσική και κοινωνική δεισιδαιμονία, όπως σε κάθε κρίσιμη καμπή του χρόνου ή του βίου, έχουν κι εδώ την ανάγκη να προσφύγουν στη μαγική δύναμη ενός τελετουργικού, που, σε αρμονία με τις πανάρχαιες λαϊκές πεποιθήσεις, θα εξασφαλίζει εκείνο το οποίο επιδιώκουν: να επηρεάσουν, δηλαδή, τις ανεξιχνίαστες βουλές του υπερφυσικού και να διατηρήσουν τη συνοχή της κοινότητας, αντισταθμίζοντας τη διασάλευση που την απειλεί εξαιτίας της αποχώρησης κάποιων μελών της, υπερβαίνοντας το τελεσίδικο, «εντάσσοντας» την κρίση και δηλώνοντας τη συμμετοχή τους στην αέναη ανακύκλωση και επιστροφή. Eπειδή μάλιστα η ξενιτιά δεν είναι μια κρίση «στιγμιαία» αλλά μια κοινωνική πραγματικότητα που διαρκεί, τα τραγούδια δεν κυριολεκτούν συνοδεύοντας απλώς τις ώρες και τις μαγικές πράξεις του αποχωρισμού, της αναχώρησης ή της επιστροφής του κάθε μετανάστη, παρά τραγουδιούνται ως μνημοσύνη και διδαχή σε κάθε περίσταση της οικογενειακής ή κοινωνικής ζωής, επαναλαμβάνοντας τελετουργικά τη μοιρασμένη εμπειρία της οδύνης του χωρισμού αλλά και τη συλλογική περί ξενιτιάς φαντασίωση, διαμορφώνοντας, αναπαράγοντας και υποβάλλοντας στους παριστάμενους συναισθήματα και στάση απέναντι στη σταθερή αυτή απειλή.

Έλληνας ναυτικός με λαγούτο. O ξενιτεμός στην «πικροθάλασσα» δεν είναι λιγότερο οδυνηρός από τη στεριανή ξενιτιά, κι αυτό εντυπώθηκε βαθιά στο δημοτικό τραγούδι (O.M. Stackelberg, «Costomes et osages des peoples de la Grece moderne», 1825).

Ο μελετητής και εκδότης των τραγουδιών της ξενιτιάς, νεοελληνιστής Goy Saonier1, εξετάζοντάς τα ως προς τη λαϊκή ιδεολογία και μυθολογία που περικλείουν, ταξινομεί τα τραγούδια σε ενότητες, με κριτήριο τα κύρια στάδια της εξέλιξης της μετανάστευσης καθώς και τις αναπαραστάσεις που έχουν γι' αυτήν οι λαϊκοί ποιητές-τραγουδιστές. Παρόλο που τέτοιου είδους λυρικά τραγούδια, που χαρακτηρίζονται μάλλον από τη ρευστότητα της αυτοσχεδιαστικής πρωτοβουλίας παρά από μια αφηγηματική σταθερότητα όσον αφορά τη σύνθεση των ποιητικών τους μοτίβων, δεν είναι εύκολο να ταξινομηθούν, το λογικό σχήμα της πρότασης του Goy Saonier, ενσωματώνοντας ήδη αυτήν τη ρευστότητα, γίνεται ένας σημαντικός οδηγός για τη διερεύνηση της εικόνας της ξενιτιάς στη λαϊκή σκέψη, το λαϊκό φαντασιακό και υποσυνείδητο.

Πίσω απ' το σπιτάκι μου τρέχει νερό φαρμάκι

Oσες μανάδες κι αν το πιουν καμιά παιδί δεν κάνει

ας το 'πινε κι η μάνα μου μένα να μη με κάνει

μόν' μ' έκανε και τράνεψα και μ' έστειλε στα ξένα.

Ξένες πλένουν τα ρούχα μου, ξένες τα σαπουνίζουν,

τα πλένουν μια, τα πλένουν δυο, στις τρεις τα στέλνουν πίσω.

Πάρε ξένε τα ρούχα σου, πάρε και τα λερά σου....

H ζωή του ξενιτεμένου

Η ζωή του άντρα στα ξένα, ως υλική και ηθική εμπειρία, όπως περιγράφεται στα τραγούδια, είναι ιδιαίτερα σκοτεινή: στερήσεις και ταπεινώσεις, κακουχίες και αρρώστια μέσα στη μοναξιά, οδηγούν στην απώλεια της ταυτότητας, στην κοινωνική ή φυσική εξόντωση. Η αναχώρηση οδηγεί στο κενό, τη ματαιότητα, τον θάνατο. Και αν ορισμένα κείμενα προσπαθούν να δώσουν την οικονομική εξήγηση της μετανάστευσης, κυρίως απ' την πλευρά του άντρα -που αποδέχεται την ανάγκη, ταυτίζεται με την προδιαγεγραμμένη προοπτική και θέλει να φύγει επιμένοντας να παίξει τον κοινωνικό του ρόλο-, οι πρωταγωνιστικές γυναίκες, η μάνα και η σύζυγος, κατέχοντας εκ των προτέρων τη συλλογική γνώση του λαού για την έκβαση του ξενιτεμού, αλλά και για τη δική τους συνεπακόλουθη μοίρα, αμφισβητούν την ανάγκη του εκπατρισμού, απορρίπτουν τα αίτια που οδηγούν σ' αυτόν, όπως και τα οικονομικά οφέλη που ενδεχομένως θα προκύψουν απ' αυτόν, και προσπαθούν να ματαιώσουν την αναχώρηση, έστω κι αν τελικά, αντίθετα με τα προσωπικά τους αισθήματα, υποτάσσονται στην κοινωνική επιταγή ως θύματα αμέτοχα στη συντέλεση του κακού.

Έλληνες μετανάστες στην Αμερική, 1915. Στο δημοτικό τραγούδι η ζωή του άντρα στα ξένα περιγράφεται σκοτεινή: ζωή ασυντρόφευτη, άχαρη και στείρα, στερημένη, μες στη μοναξιά, την αρρώστια και την ταπείνωση, που υποσκάπτουν την αυτοεκτίμηση και τη φυσική και ηθική αντίσταση. Το οικονομικό κίνητρο δεν μπορεί να αντισταθμίσει την αίσθηση ότι ο ξενιτεμός οδηγεί στο κενό, τη ματαιότητα, τον θάνατο.

H όλη περιπέτεια παρουσιάζεται στο σύνολο νομοτελειακή αλλά και παράλογη. Ο ξενιτεμένος και η κοινωνία του χωριού εμφανίζονται να προσπαθούν να ερμηνεύσουν, να κατανοήσουν έστω, πώς η αρχική πρόθεση για προσωρινή αποδημία καταλήγει στην «ακούσια» παρατεταμένη παραμονή στα ξένα. Εξήγηση είναι η εξαπάτηση, το πλάνεμα του ξένου από τις ξένες γυναίκες, τις «μάγισσες», που γητεύουν για τον σκοπό αυτόν τη φύση ολάκερη - πάντα η αρχαία εμμονή να παίρνει ο κίνδυνος, το Άγνωστο, καθετί το κακό, μορφή γυναικεία, ηδονική και επίβουλη ταυτόχρονα, Kίρκη που το άγγιγμά της είναι Θάνατος.

Μαύρα μου χελιδόνια κι άσπρα μου πουλιά

ευτού ψηλά που πάτε για χαμηλώσετε

να στείλω ένα γράμμα και μια ψιλή γραφή

να γράψω της καλής μου να μη με καρτερεί.

Εδώ στα ξένα πού 'ρθα με παντρέψανε

μου δώσαν μια γυναίκα μάγισσας παιδί,

μαγεύει τα πουλάκια και δεν κελαηδούν

μαγεύει τα καράβια και δεν αρμενούν

με μάγεψε και μένα και δε μπορώ να 'ρθώ,

όταν κινήσω να 'ρθω χιόνια και βροχές

κι όταν γυρίσω πίσω, ήλιος ξαστεριές.

Άλλωστε, κάθε χωρισμός είναι -ομολογημένα ή ανομολόγητα- ένας «εν δυνάμει» θάνατος. Kαι ο ξενιτεμένος, απόμακρος κι αλλότριος πριν ακόμη αναχωρήσει, από μόνο το γεγονός ότι η ξενιτιά είναι η προδιαγεγραμμένη μοίρα του, είναι ένας «ξένος» ήδη πριν φύγει, όταν έχει φύγει, όσο λείπει, ακόμα κι όταν επιστρέφει, γιατί και τότε δεν «ανήκει», ή μάλλον «ανήκει αλλού», ένας βέβηλος, αφού η βασική αντίθεση δικού/ξένου έχει καταργηθεί.

O ξενιτεμένος/ξένος, κάτοικος ενός κοινωνικού, γεωγραφικού και μεταφυσικού ου-τόπου, άτομο «διαβατικό» που δεν ανήκει στ' αλήθεια πουθενά, που κινείται σώματι και διανοία ανάμεσα σε δυο κόσμους, γίνεται πρόσωπο ιερό. Όπως ο νεκρός ή κάθε άλλο πρόσωπο πρωταγωνιστικό μιας διαβατήριας κατάστασης. Άξιος να βρεθεί στο τιμητικό επίκεντρο της κάθε σταθερής ή συγκυριακής τελετουργίας.

Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή που έχουμε από χωριά της Δυτικής Μακεδονίας. Στη συγκεκριμένη περιοχή, την περίοδο της Σαρακοστής, τα τιμώμενα πρόσωπα μιας άλλης πολυσήμαντης μυητικής τελετουργίας μακράς διαρκείας, οι έφηβες Λαζαρίνες, προετοιμαζόμενες για τη λατρευτική εμφάνισή τους το Σάββατο του Λαζάρου, είναι οι ιερές κόρες στις οποίες ανέθετε η κοινότητα την υποδοχή των περαστικών απ' το χωριό ξένων. Τον επισκέπτονταν στο σπίτι όπου κατέλυε, κοντά στο σούρουπο, και παραταγμένες στη σειρά κατά την ηλικία τους, ιεροτελεστικά του τραγουδούσαν τραγούδια ταιριαστά, προσκυνώντας τον εντέλει και φιλώντας του το χέρι. Ανταλλάσσοντας τη μεταφυσική δύναμη της ιερότητας που αμφότεροι κατείχαν.

ΣημεΙωση:

1. G. Saonier, «Της ξενιτιάς», Eρμής, Αθήνα 1983.