Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Οι σεισμοί (και «τα σείστρα») της Κικής Δημουλά

Ανδρέας Μπελεζίνης, εφ. Τα Νέα, 21/10/1999

Ένα κείμενο, δεν λέω μελέτημα ή δοκίμιο, αλλ' έστω και επιφυλλίδα (ταπεινό βοτρίδιο ή πανωστάφυλλο, κατά την αρχική σημασία της λέξης), ένα λοιπόν αρθρίδιο με θέμα «Ο Εγκέλαδος στην ποίησή μας» θα προκαλούσε σήμερα καγχασμό ή τουλάχιστον μειδίαμα. Ωστόσο θεματικές διατριβές του τύπου «Το κυπαρίσσιον ή το ρόδον κ.λπ. εν τη νέα ελληνική ποιήσει» έχουν το γούστο τους και μάλιστα όταν επικεντρώνονται στις τροπές του λόγου και κυρίως στη μεταφορική ικανότητα, τη μόνη που, κατά τον Αριστοτέλη, δεν γίνεται να διδαχτεί ο ποιητής από κανένα και αποτελεί σημάδι της ιδιοφυίας του.

Το κακό επί του προκειμένου είναι ότι ο σεισμός μπορεί στη φύση, και δη την ελληνική, να είναι συνηθέστατο φαινόμενο, αλλά στην (καθαρή) ποίηση η λέξη σπανίζει. Στον Ανδρέα Κάλβο, έξαφνα, θα τη βρούμε μόνο μια φορά, σε μάλλον κοινότοπη μεταφορική χρήση («ο σεισμός του πολέμου»), ενώ στα ποιήματα του Σεφέρη θα βρούμε και θ' ακούσουμε «σείστρα», αλλ' ούτε άπαξ «σεισμό». Βέβαια η σπάνις ή η συχνότητα από μόνη της δεν λέει τίποτα.

Ενδέχεται να υπάρχει στο έργο ενός ποιητή ένας και μόνο στίχος με υποκείμενη έννοια ο σεισμός (ή οτιδήποτε άλλο) που αν μπει στον ένα δίσκο μιας αριστοφάνειας ή καρυωτακικής ζυγαριάς, και στον άλλο σωρός από ποιήματα ή βιβλία, ο ζυγός θα κλίνει μονομιάς προς τη μεριά του εξέχοντος στίχου. Ένας τέτοιος στίχος δεν μπορεί παρά να ανήκει στον Σολωμό, στα αυτόγραφα του οποίου άλλωστε η λέξη «σεισμός» μαρτυρείται κάμποσες φορές («χάσμα σεισμού...», «σεισμός και βροντισμός...», κ.ά.). Η ποίηση ­ κακά τα ψέματα ­ κι όταν ακόμη λέει ή τροπολογεί τα πιο κρύα, φονικά, απαίσια, αποτρόπαια πράγματα («σεισμός - τρόμος», κατά τον Ησύχιο), όπως ο βομβητής Εγκέλαδος, γίγαντας με τα εκατό χέρια, η ίδια πρέπει να παραμένει «ευκάλαδη». Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι πρέπει να γλυκάζει στα πικρά ή να πικραίνει τα ηδέα, αλλά άπνοια ή θύελλα, σάλος ή ηρεμία, σιωπή ή βουητό να αποτυπώνονται όχι μόνο στο σημασιολογικό εκτόπλασμα, αλλά στο ακουστό, ορατό και απτό σώμα της γλώσσας.

Αν το έργο του Διονυσίου Σολωμού είναι το μόνο που ο «κέλαδος» (= θόρυβος, βοή) απ' όπου ετυμολογείται το κυριώνυμο «Εγκέλαδος» φέρνει στο νου μας το ομόρριζο ή πάντως συνηχητικό «κελαηδισμός», προσωπικά τουλάχιστον δεν γνωρίζω άλλη ποίηση που να εκμεταλλεύτηκε τροπικά ή και κυριολεκτικά σε ικανό βαθμό τη λέξη «σεισμός», εκτός από εκείνη της Κικής Δημουλά. Ο χώρος δεν επιτρέπει παρά να σχολιάσουμε δύο μόνο από τις σχετικές αναφορές.

Την πρώτη τη βρίσκουμε στο ποίημα «Το τελευταίο σώμα μου» (από την ομότιτλη συλλογή, 1981), το αρτιότερό της κατά τη γνώμη μου. Το ποίημα αποτελεί έναν (ορφικό, ας τον πούμε έτσι) ύμνο στο «Αίφνης» (από μακριά ο Πλάτων). Το κρισιμότατο αυτό επίρρημα δεν προσωποποιείται απλώς, όπως τα πάντα στο έργο της Δημουλά, κατά το έμμονο και αγαπημένο της σχήμα λόγου, αλλά σχεδόν θεοποιείται.

Στο ποίημα αυτό η εμπειρία των σεισμών έρχεται γάντι: «Χρόνε Θεοκατέβατε, / μικρόσωμε, / που την τεράστια δύναμή σου συσσωρεύεις, / αργοπορία συσσωρεύοντας...», προσονομάζει η ποιήτρια το «Αίφνης». Προετοιμασμένος έτσι ο αναγνώστης προσλαμβάνει το τελευταίο παθητικότατο προσφώνημα: «Μεσσία μονολεκτικέ, / σεισμέ που γκρεμίζεις / τα αντισεισμικά μας Αμετάβλητα, / σ' εσένα Αίφνης, κοσμοφόρα Μεσολάβηση, / σπαρακτικά απευθύνομαι...».

Από τους σεισμούς και τη σχετική ορολογία της σεισμολογίας εμπνέεται η Δημουλά και σ' ένα από τα εκτενέστερα ποιήματά της υπό τον τίτλο «Επεισόδιο» (πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό «Ποίηση», το 1997, τώρα στη συλλογή της «Ενός λεπτού μαζί»).

Στο λίαν φιλόδοξο (ανθρωπολογικό και «γλωσσογονικό») αυτό ποίημα θα μάθουμε τι προκάλεσε κατά την προϊστορική περίοδο τους σεισμούς και θα διαβάσουμε για τον έρωτα: «Σεισμός λογίζονταν κι ο έρωτας / με ανόητο επίκεντρο το σώμα...».

Αλλά με τα επίκεντρα και τις περιοχές που γίνονται αισθητοί οι σεισμοί σχετίζεται κι απ' άλλη μεριά η ποίηση της Κικής Δημουλά. Η ίδια η περίπτωσή της από την άποψη της πρόσληψης και της κυρώσεως απετέλεσε... σεισμό. Και μάλιστα πολλών Ρίχτερ.

Ο Ανδρέας Μπελεζίνης είναι φιλόλογος, κριτικός της λογοτεχνίας.