Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Με τα εύρετρα της ποιητικής τέχνης για κτερίσματα από άλλες εποχές

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, εφ. Ελευθεροτυπία, 4/12/2010

Κική Δημουλά, Τα εύρετρα, εκδόσεις Ικαρος, σ.: 73, ευρώ 14,77

Ενδεχομένως αυθαιρετώντας -προκειμένου να βρω ένα συμφερτικό «πάτημα» να προχωρήσω-, υποθέτω ότι λέγοντας «εύρετρα», η ποιήτρια, εννοεί την ανταμοιβή της για τα όσα «βρήκε», ποικιλοτρόπως περιπλανώμενη στον κόσμο, και, εν συνεχεία, εναπόθεσε σε κοινή θέα, στο πεδίο της γλώσσας, έχοντάς τα προηγουμένως εμβαπτίσει, διά της γραφής, σε μιαν απολύτως προσωπική της κολυμπήθρα, το περιεχόμενο της οποίας συνθέτουν μνήμες, σκέψεις, συναισθήματα, εμπειρίες και βιώματα. Ωστε δικαίως θα μπορούσε να πει κανείς ότι, στην προκειμένη περίπτωση, τα εύρετρα και η προϋπόθεση της απόδοσής τους συμπίπτουν ότι εύρετρα είναι τα ίδια τα ποιήματα, αυτές οι συγκεκριμένες απεικονίσεις πτυχών της αμφίδρομης σχέσης της ποιήτριας με τον εαυτό της, με τον εσωτερικό της και τον περιβάλλοντα κόσμο. Οτι, σε τελευταία ανάλυση, τα εύρετρα-ποιήματα της οφείλονται, ως ανταμοιβή, για τον, εναγωνίως άγρυπνο, διαμεσολαβητικό ρόλο που επέλεξε ή -ωθούμενη από σκοτεινές και απροσδιόριστες εσωτερικές δυνάμεις- αναγκάστηκε να διαδραματίσει ανάμεσα στο «τότε» και το «τώρα», ανάμεσα στην πραγματικότητα, τη φαντασία και το όνειρο, στον λόγο και τη σιωπή, προκειμένου, σαν εξ αντανακλάσεως, να ξαναδημιουργήσει τη ζωή, με τις ωραιότητες, αλλά και τις «πολύτιμες ασκήμιες της». Αλλά μήπως, εν τέλει, «εύρετρα» είναι τα ποιήματα που αυτή οφείλει στη ζωή, στη δική της ζωή και, εν γένει, στον κόσμο, σαν ανταμοιβή του για το γεγονός ότι, περιβάλλοντάς την, της προσφέρει την πρώτη ύλη των ποιημάτων της· τη βοηθάει και με τις μικρότητές του, τις πτώσεις και τις ανατάσεις του, με τα πάθη του, της προσφέρει τον καθρέφτη, στο βάθος του οποίου μπορεί να διακρίνει και τα δικά της βιώματα και πάθη.

Με αυτά τα δεδομένα, μου είναι κάπως ευκολότερο να σταθώ σε κάποιες νησίδες στην, ομολογουμένως σαγηνευτική και -εξαιτίας της αμφισημίας των οδοδεικτών της- επίφοβη έκταση που συνθέτουν τα ποιήματα της συλλογής. Πρώτα σε νησίδες -ας πω καλύτερα σε ποιήματα ενδεικτικά ενός, ενδεχομένως ανεπιχείρητου, συγκερασμού της υπαρξιακής αγωνίας, όχι απλώς με την αγωνία για έκφραση, αλλά και για την τύχη των καρπών της, που είναι τα ποιήματα· οι παγιωμένες αυτές εκδοχές ζωής, σε όλες τις εκφάνσεις της, τις θαλερές αλλά και τις φθίνουσες. Τώρα στο πεδίο της γραφής -αυτής της «θρασείας λογοκλόπου»- μαζί με την ύπαρξη και την ανυπαρξία, κατ' απόλυτη ισομοιρία, διακυβεύονται ο λόγος και η σιωπή· τώρα η γραφή, δρώντας επάνω στην ολισθηρή, παρά τη φαινομενική της σταθερότητα, επιφάνεια του λευκού χαρτιού, διαδραματίζει τον, όσο ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, δραματικό ρόλο της «ισορροπίστριας» τόσο ανάμεσα στο «υπάρχω» και στο δεν «υπάρχω», όσο και ανάμεσα στο «ομιλώ» και στο «σώπασα», προκειμένου να προσδώσει, ταυτόχρονα, διάρκεια τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο αντιμαχόμενο δίπολο σχήμα, λειτουργώντας ως «επιδέξιος μετατροπέας τους σε διαρκώ».

Αυτό έχω την αίσθηση ότι είναι το στοιχείο που προστίθεται ή που, εν πάση περιπτώσει, γίνεται ευκρινέστερο και ποιητικά δραστικότερο στην παρούσα ποιητική κατάθεση της Κικής Δημουλά. Αυτό είναι που εμπλουτίζει σε βάθος την ποίηση και την ποιητική της, διαστέλλοντας το υπέδαφος της μιας και της άλλης, την ίδια στιγμή που τα αναγνωρίσιμα, όχι εξωτερικά, αλλά εξωτερικευμένα και ψαύσιμα, εσωτερικά στοιχεία διατηρούν τη στιλπνότητα και τη διαμεσολαβητική τους ενάργεια. Κι εδώ η ατμόσφαιρα διεμβολίζεται από σκέψεις, συναισθήματα και ενοράσεις, βαραίνει ή ελαφραίνει από τις συνεχείς εναλλαγές του ευφρόσυνου με το δυσοίωνο. Ο άνθρωπος εξακολουθεί να θεωρείται συνώνυμος του λάθους, της ματαιότητας και της ψευδαίσθησης· η ύπαρξη δεν παύει να υπενθυμίζεται και να επικυρώνεται διά του θανάτου, και ο ύπνος συνεχίζει να είναι ο «χώρος», στις αρυμοτόμητες εκτάσεις του οποίου συντελούνται τα όνειρα και καλλιεργούνται οι προϋποθέσεις για φευγαλέες, παραμυθητικές ωστόσο, υπερβάσεις και αποδράσεις από την πνιγηρή πραγματικότητα. Ολ' αυτά όμως φορτίζονται, τώρα, από μιαν υπέρογκη και ιδιότυπη, υπαρξιακού βάθους, αγωνία. Ιδιότυπη, αφενός γιατί η σκιά του θανάτου δεν είναι ζοφερή, ούτε συμπαγής· μάλιστα συχνά αντιμετωπίζεται με διάθεση υποδορίως ειρωνική ή σαρκαστική και δεν είναι λίγες οι φορές που την αισθάνεται κανείς να διαπερνάται από ιριδίζουσες ριπές ζωής (έστω κι αν η ζωή είναι καρπός του έρωτα, που έπλασε ο θάνατος, για να ικανοποιήσει την «άγρια περιέργειά» του «να εννοήσει τι είναι ζωή», αλλά και για να έχει εξασφαλισμένη τη «λεία» του), και αφετέρου γιατί η αγωνία της πάσχουσας ποιήτριας δεν αφορά μόνο την προσωπική της μοίρα, αλλά και την τύχη των δημιουργημάτων της, όταν αυτά θα έχουν πάψει να περιβάλλονται προστατευτικά από τον ίσκιο της σωματικής της παρουσίας και τη θερμότητα του ζώντος λόγου της.

Υπαρξη και ανυπαρξία, έρωτας και θάνατος, λόγος και σιωπή, όχι μόνο δεν αντιπαρατίθενται, εν προκειμένω, ως έννοιες και ως καταστάσεις, αλλά από κοινού μηχανεύονται δημιουργικούς περισπασμούς· υποστασιοποιούν το αβέβαιο, απεργάζονται το κινούν «άγνωστο», το οποίο, εμπεριέχοντας όλα τα ενδεχόμενα, δεν καθηλώνει στην πνευματική και στην ψυχική ακηδία το ποιητικό υποκείμενο· απεναντίας, το ενδυναμώνει και το ωθεί στη μέχρις εξαντλήσεως εκμετάλλευση κάθε ικμάδας ζωής και έκφρασης. Η ποιήτρια βγαίνει τόσο ενδυναμωμένη από αυτήν τη διαδικασία, που δεν διστάζει να χρησιμοποιεί τρόπους και σύμβολα από τη φαρέτρα της φθοράς και του θανάτου, προκειμένου να καταθέσει την κλονισμένη, πλην όμως ποιητικά γονιμοποιό, βεβαιότητά της για τη συνέχεια της ζωής, ακόμα και μετά την υπέρβαση των μετρήσιμων ορίων της τελευταίας. Η εγρηγορητική του πνεύματος, των αισθήσεων και της φαντασίας της αγωνία (σε συνδυασμό, βέβαια, με την ποιητική της ιδιότητα -και, συνακόλουθα, οξεία αισθαντικότητα-, χάρη στην οποία πολλές φορές αξιώθηκε να βιώσει την υπέρβαση των καθηλωτικών στην πλήξη της καθημερινότητας ορίων της ζωής, να υπερυψωθεί όσο χρειάζεται, ώστε να μπορέσει να διακρίνει στοιχεία της φθαρτότητάς της από/σε ύψος μετουσιωτικό της ύλης, της δικής της, των άλλων και των πραγμάτων, σε ύψος μεταλλακτικό, έστω για λίγο, του φθαρτού σε αιώνιο) συμβάλλει στην εμβάθυνση και στη διεύρυνση της οπτικής της γωνίας, επιτρέποντάς της την ενορατική σύλληψη ψηγμάτων και μηνυμάτων του επέκεινα.

Με θλίψη, αλλά χωρίς ίχνος απόγνωσης, με όχημα το παρόν της γραφής, διάθεση εμμέσως πλην σαφώς απολογιστική των σημαντικών και των καθημερινών πεπραγμένων αλλά και των παραλείψεων της ζωής της, με μια πίστη μάλλον υποσκαπτική κάθε βεβαιότητας, πλασμένη από μια προφανή ή τεκμαιρόμενη παγανιστική διάθεση και από φόβο μπροστά στο ενδεχόμενο της ύπαρξης του θεού, ό,τι μοιάζει διακαώς να επιθυμεί είναι η εξασφάλιση μικρών ή μεγάλων παρατάσεων ή και απαθανάτισης εικόνων, στιγμών και καταστάσεων, επιβεβαιωτικών και, γιατί όχι, ιδιοτύπως διαιωνιστικών του παρελθόντος και του παρόντος. Οπως, επίσης διακαώς, μοιάζει να επιθυμεί να επισημάνει το παράλογο ρήγμα της ζωής που συντελείται με τον θάνατο· παράλογο, εκτός των άλλων, και επειδή δεν είναι η ζωή που καταργείται με την έλευσή του, αλλά είναι ο θάνατος ο ίδιος αυτός που αυτοαναιρείται και, μάλιστα, ερήμην του θεού. Για την ποιήτρια υπάρχει ένα λάθος στη διάταξη του κόσμου· κανονικά θα έπρεπε η γη να βρίσκεται στη θέση του ουρανού και, αντιστρόφως, ο ουρανός, χωρίς να έχει χάσει τα ουράνια χαρακτηριστικά του, να βρίσκεται στη θέση της γης. Ετσι όπως έχουν τα πράγματα, δεν επιβεβαιώνονται η ύπαρξη και η παρουσία του θεού, ενώ, αν η γη βρισκόταν στον ουρανό, θα καθρεφτιζόταν σ' αυτήν ο θεός κι έτσι θα ήταν «γήινος, πιο καθημερινός, πιο αναγκαίος».

Βέβαια, όλ' αυτά δεν μπορεί να συμβούν, παρά μόνο στην εκμαυλιστική επικράτεια της γραφής και, ειδικότερα, της ποίησης. Μόνον εκεί μπορεί να συντελεστεί το θαύμα, το τόσο κραυγαλέα επιθυμητό, παρά την επίγνωση της θνησιγενούς, εύθραυστης και φευγαλέας του φύσης. Εξω από την ποίηση -θα πρόσθετα και το όνειρο- το θαύμα είναι ανέφικτο, οπότε και παραμένουν απραγματοποίητες οι επιζητούμενες μεταλαμπαδεύσεις του υπερφυσικού στα επίγεια. Σ' αυτό, βέβαια, συμβάλλουν οι λέξεις, που, στο πεδίο της ποίησης, από σταματημένες χειρονομίες γίνονται ζωντανοί φορείς -εμβαπτισμένων στη σκέψη, τα συναισθήματα, την αγωνία, τις προσδοκίες και την εν γένει πνευματική, ψυχική, ενίοτε και σωματική, κατάσταση του γράφοντος- νοημάτων και μηνυμάτων. Που αποκτούν τις ιδιότητες ενός στέρεου, παρά το επισφαλές και τη σκοτεινότητά του, υλικού, προορισμένου για το πλάσιμο ενός επίφοβου προϊόντος, όπως είναι το ποίημα. Γι' αυτό και η ποιήτρια έχει κάθε λόγο να είναι δύσπιστη απέναντι στις λέξεις, άλλο αν η δυσπιστία της καθόλου δεν την εμποδίζει να παραδέχεται, ευθέως, τη ζωτική σημασία του ρόλου τους στη ζωή της, την εξάρτησή της απ' αυτές: «...δε με ταπεινώνει καθόλου να βοηθιέμαι / νόημα ν' αποκτώ / από κάτι που δεν πιστεύω».

Σε μια τέτοια ποίηση, απολογισμού και υπερβατικής άσκησης, με διογκωμένη τη μεταφορική σημασία των πραγμάτων και των καταστάσεων, είναι φυσικό η «έκταση» να έχει υποκατασταθεί από το «βάθος». Ακόμα και τα τοπία, που άλλοτε, με την άπλα τους, επέβαλλαν στην ποιήτρια τους εξωτερικούς και τους εσωτερικούς ρυθμούς τους, τώρα είναι περιορισμένα στις διαστάσεις των εικαστικών τους αναπαραστάσεων, με συνέπεια η ομορφιά τους να θαυμάζεται και να ελέγχεται από το προσηλωμένο και όχι το απλανές βλέμμα της ποιήτριας· οι αλλοτινές περιπλανήσεις στα περίχωρα του βλέμματος έχουν υποκατασταθεί από μικρές και εναγώνιες μετακινήσεις στο εσωτερικό των εντυπώσεων. Οι εντυπωσιασμοί δρουν καλυπτόμενοι από τον πέπλο μιας νηφάλιας και ελεγχόμενης λύπης, αλλά μιας λύπης πλήρους ζωής και σταθερά αντιπαρατιθέμενης σε κάθε ενδεχόμενο τιθάσευσής της. Τα ποιήματα της συλλογής, στο σύνολό τους, συνθέτουν, τόσο στην επιφάνεια όσο και στο βάθος τους, όλες τις ευφρόσυνες και τις τραυματικές εκδοχές του βίου της ποιήτριας: Ελπίδες, κατακτήσεις, διαψεύσεις, απογοητεύσεις, ματαιώσεις, μικρές και μεγάλες ήττες αποτελούν ένα παραμυθητικό για την ίδια, παραμυθητικό, σαγηνευτικό και, θα πρόσθετα, διδακτικό, αμάλγαμα για τον αναγνώστη.