Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


«Μονάχοι πάντα, κι' ελεύθεροι»

Κώστας Ακρίβος, εφ. Ελευθεροτυπία, 12/8/2005

Όταν τον Μάιο του 1830 ο Σιμόν Χοσέ Αντόνιο Μπολίβαρ υ Παλάσιος, έχοντας απαρνηθεί οριστικά την εξουσία, εγκαταλείπει με τη συνοδεία του τη Μπογκοτά, γνωρίζει καλά πως το τέλος αυτού του ταξιδιού δεν θα είναι άλλο παρά η ήττα και ο θάνατος. Ενα πράγμα ωστόσο δεν είναι σε θέση ούτε να ξέρει ούτε, παρ' όλη τη στρατηγική του ιδιοφυΐα, να προβλέψει: ότι δηλαδή θα έρθει κάποτε μέρα που το όνομα και ο αγώνας του (πάει να πει, η ψυχή του) θα μετουσιωθούν χιλιάδες μίλια μακριά σε ποίημα αλλόγλωσσο από μια ιδιάζουσα και ξεχωριστή καλλιτεχνική προσωπικότητα.

Πράγματι, έναν αιώνα και δεκατρία χρόνια ακριβώς ύστερα από αυτό το ιστορικό συμβάν, σ' ένα κρύο υπόγειο διαμέρισμα της οδού Κυψέλης στην κατοχική Αθήνα, ο Οδυσσέας Ελύτης προσκαλείται από τον ομότεχνό του Νίκο Εγγονόπουλο για να του απαγγείλει, με άνεση άρχοντα και θλίψη εξόριστου πρίγκιπα, την καινούρια ποιητική του σύνθεση «Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα». Ο Ελύτης εντυπωσιάζεται. Κι αυτό φαίνεται από τις πολλές αναφορές που κάνει τόσο στον ποιητή όσο και στο συγκεκριμένο ποίημα στο «Χρονικό μιας δεκαετίας» (Ανοιχτά Χαρτιά). Απ' όλους τους χαρακτηρισμούς τού Ελύτη αξίζει κανείς να απομονώσει την κρίση του για τη «φωνή» του Εγγονόπουλου, μια φωνή που «ήτανε από μακριά». Την ιδιαιτερότητα του ποιήματος ο Ελύτης και η παρέα του (Παπατζώνης, Γκάτσος, Μάτση Ανδρέου, Ν. Βαλαωρίτης και άλλοι) θα την συνειδητοποιήσουν ακόμη καλύτερα τις επόμενες μέρες, όταν ο Εγγονόπουλος θα τους διαβάσει τον «Μπολιβάρ» στο σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου, στην οδό Γεωργίου Αινιάνος. Τότε πια θα καταλάβουν ότι αυτή η ποιητική φωνή κατάγεται από αγωνίες και ενοράσεις που γεωγραφούνται πέρα κι απ' τη χώρα του υπερπραγματικού, προορισμένη να ιστορήσει τη μοίρα όντων ανένταχτων στη λογική του κόσμου τούτου. Και μια τέτοια ύπαρξη ήταν φυσικά και ο ίδιος ο Μπολιβάρ.

Στην ομώνυμη ποιητική σύνθεση ο Εγγονόπουλος εξαργυρώνει τα οράματά του με εκτενή φραστικά σχήματα και λέξεις απρόβλεπτες, στην προσπάθεια να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο του Μπολιβάρ. Αυτόν και τον Οδυσσέα Ανδρούτσο θέλει όσο τίποτε άλλο ο ποιητής να ψάλει με τ' ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ' όλο τον κόσμο. Τον φαντάζεται να μάχεται κατάμονος, τον διηγείται ολόγυμνο και χρωματισμένο με ασβέστη γαλαζόλευκο, του παραστέκεται τις νύχτες της αγρύπνιας, τον χρίζει πατέρα του, τον ευλογεί σαν γενάρχη της καινούριας γενιάς, τον παρακολουθεί εντέλει να θυσιάζεται καιόμενος στο καμίνι της Libertad. Σε όλους τους στίχους του ποιήματος τα τύμπανα του υπερρεαλισμού ηχούν πολεμικά, μια και το δίλημμα εδώ για τον κάθε γενιάς και φυλής άνθρωπο είναι ευδιάκριτο: ή στρέφεις τα νώτα να οχυρωθείς στη μιζέρια τής καθημερινότητας ή ιππεύεις το άτι στο πλευρό του Επαναστάτη, κάτω από το λάβαρο της αέναης παγκόσμιας μάχης.

Στο μεταξύ τα χρόνια περνούν ατάραχα και σταθερά πάνω από το σώμα της Ιστορίας. Ετσι το 1989 ένας άλλος Λατινοαμερικανός commandante, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, θα καταπιαστεί κι αυτός με τη σειρά του με την περίπτωση του Μπολιβάρ, στήνοντας πάνω στις στάχτες της ζωής και της φήμης του το μυθιστόρημα «Ο στρατηγός μες στον λαβύρινθό του». Η δράση καλύπτει το διάστημα 8 Μαΐου - 10 Δεκεμβρίου 1830 όταν πια, στην επιμονή του γιατρού του να μεταλάβει, ο Μπολιβάρ θα απορήσει: «Είμαι τόσο άσχημα για να μου μιλάνε για διαθήκη και για να εξομολογηθώ;...» Το επτάμηνο ταξίδι από την Μπογκοτά στον ποταμό Μαγδαλένα, το ύστατο στη θρυλική ζωή του Μπολιβάρ, ισοδυναμεί με μια αργή επώδυνη κάθοδο στην καρδιά του σκότους. Ανάμεσα στα παραμιλητά του πυρετού και στα διαλείμματα της αρρώστιας, ο Μπολιβάρ θα ξαναζήσει χάρη στην πένα του Μάρκες τις μέρες του προσωπικού και εθνικού θριάμβου και θα επαναλάβει νοερά τις επικές μάχες, που χάρισαν την ελευθερία στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Δυσοίωνα ενύπνια και αστραφτεροί εφιάλτες τον παρασέρνουν πότε στην αναβίωση της δόξας και πότε στα βαλτοτόπια των αποτυχιών. Με ακρίβεια αλλά και συμπάθεια, ο Μάρκες αφηγείται αυτόν τον φθίνοντα στρατηλάτη, κυριευμένο ολοκληρωτικά από τη μελαγχολική βεβαιότητα πως θα πεθάνει γυμνός και φτωχός αλλά, το χειρότερο, χωρίς την παρηγοριά της ευγνωμοσύνης του λαού του. Τα τελευταία λόγια που θα ακουστούν από το στόμα του είναι: «Διάβολε. Πώς θα βγω από αυτόν το λαβύρινθο!», για να ακολουθήσει η επιλογική παράγραφος του βιβλίου, όπου με αριστουργηματικό οίστρο ο Μάρκες περιγράφει το πέρασμα του ήρωα από τα νερά του ποταμού στο ερεβώδες αιώνιο ύδωρ του θανάτου.

Δυστυχώς ο Εγγονόπουλος δεν πρόφτασε να διαβάσει το κατά Μάρκες Ευαγγέλιο του Σίμωνος Μπολιβάρ. Πέντε χρόνια πριν από την κυκλοφορία στην Ελλάδα του μυθιστορήματος «Ο στρατηγός μες στο λαβύρινθό του», ο ίδιος είχε κάνει το δικό του ταξίδι προς τ' άστρα. Η εικοσάχρονη επέτειος της Εξόδου υπενθυμίζει αδυσώπητα, αν μη τι άλλο, την ενορατική αλήθεια του Ποιητή, που τώρα πια έχει ταυτιστεί μ' εκείνη του Μπολιβάρ:

Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριες

νύχτες, πάνω στην κλίνη τους,

Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους, αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι

Πως υπήρξα κάποτε, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα.