Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Νίκος Εγγονόπουλος: Σύνοψις βίου και έργου του ποιητή

Ρένα Ζαμάρου, εφ. Ελευθεροτυπία, 12/8/2005

Ο Νίκος Εγγονόπουλος, δευτερότοκος γιος του Παναγιώτη Εγγονόπουλου και της Ερριέτης Ιωαννίδη, γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1907 στην Αθήνα. Προέρχεται από παλιά κωνσταντινουπολίτικη οικογένεια με βαθιές ρίζες στη Β. Ηπειρο, την Αρβανιτιά, την Υδρα και τη Μάνη, αλλά διαθέτει και βαυαρικά στοιχεία. Δεν είναι επομένως περίεργο που ο ποιητής αισθάνεται περισσότερο κοσμοπολίτης παρά πολίτης μιας συγκεκριμένης πόλης. Από το 1919 ώς το 1927 σπουδάζει εσωτερικός σε Λύκειο στο Παρίσι και το 1932 γράφεται στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών όπου μαθητεύει κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη και τον Φώτη Κόντογλου. Ο Παρθένης τον μυεί στην τέχνη του Manet, του Seurat, του Cezanne και του Θεοτοκόπουλου. Ο Κόντογλου μαζί με τον Ξυγκόπουλο, στη βυζαντινή ζωγραφική. Οπως συνέβη και με άλλους σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς του, και ειδικά τον Σεφέρη, που και αυτός σπουδάζει τα ίδια πάνω κάτω χρόνια στη Γαλλία, ο Εγγονόπουλος φαίνεται να ανακαλύπτει και να «καταλαβαίνει», όπως λέει1, την ελληνική ποίηση και ζωγραφική από τους Γάλλους ποιητές και ζωγράφους. Τουλάχιστον αρχικά. Οσο για τον υπερρεαλισμό, δηλώνει πως «τον είχε μέσα του, όπως και το πάθος για τη ζωγραφική»2. Πάντως, οδηγοί του στον υπερρεαλιστικό δρόμο υπήρξαν ο Εμπειρίκος και ο ντε Κίρικο.

Οι μόνες πληροφορίες που διαθέτουμε για την ποιητική προϊστορία του, ώς το 1938, όταν εκδίδεται η πρώτη ποιητική συλλογή του, είναι όσες μας παρέχει ο ίδιος στις σημειώσεις του Α' τόμου των Ποιημάτων του. Δεν διαθέτουμε κάποια ποιητικά του προσχεδιάσματα προτού δημοσιευθούν ποιήματά του στον Κύκλο το 1938. Δεν γνωρίζουμε επομένως τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε και εμφανίστηκε τελικά η ποιητική του εικόνα. Ο ίδιος δεν φαίνεται καθόλου πρόθυμος να αναφερθεί στην εν γένει ποιητική του δραστηριότητα, που θεωρεί «ζήτημα εντελώς προσωπικό» (Π Α' 1977, 145) ενώ, την ίδια στιγμή, δηλώνει απερίφραστα επαγγελματίας ζωγράφος. Ετσι θα πρέπει να δεχτούμε και ως ειλικρινή τη δήλωσή του ότι δεν ένιωθε κανενός είδους επιθυμία να δει τα ποιήματά του δημοσιευμένα. «Μου αρκούσε, κυρίως, που τα έγραφα». Είναι συνεπώς μυστήριο η ποιητική «γένεση» και εξέλιξή του, μολονότι αρκετές φορές σε συνεντεύξεις του αναφέρεται σε ποιητές και φιλοσόφους που επηρέασαν τη σκέψη του. Ο Εγγονόπουλος παραμένει «μυστικός» και απομονωμένος ως δημιουργός. Βλέπουμε τα πολλά προσωπεία του, τις πολλές πτυχές της προσωπικότητάς του, όχι όμως το αληθινό του πρόσωπο. Ο ποιητής αποκρύπτεται συνεχώς πίσω από πρόσωπα άλλων (π.χ. «Ο Μυστικός ποιητής»).

Είναι ένας ποιητής που εμφανίζεται με πλήρως σχεδόν διαμορφωμένη ποιητική αντίληψη, γλώσσα και ύφος. Μάλιστα θα μπορούσαμε νά ισχυριστούμε πως δεν υπάρχει εξέλιξη στην ποιητική του διαδρομή, όπως τούτο συμβαίνει με άλλους μείζονες ποιητές της γενιάς του, τον Σεφέρη λ.χ. ή τον Ελύτη. Οπωσδήποτε υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στα ποιήματα του 1938 και στα ποιήματα του 1978, αλλά το όλο corpus των ποιημάτων του παρουσιάζει μια αξιοσημείωτη ομοιογένεια και εμφανή καλλιτεχνική συνέπεια. Παρά ταύτα, για λόγους μεθοδολογίας η ποιητική παραγωγή του μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις χρονικές περιόδους. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι περίοδοι αυτές έχουν μεγάλες ειδολογικές ή ιδεολογικές διαφορές.

Α. Οι δύο προπολεμικές συλλογές: Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν (1938), Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής (1939)

Σήμερα, ύστερα από 6 δεκαετίες, και παραπάνω, αναρωτιέται κανείς τι ήταν εκείνο που ερέθισε και εξόργισε τόσο πολύ όλους αυτούς τους ανθρώπους (τους «αδιάφθορους», τους «νερόβραστους» και τους πραγματικά «κακούς», σύμφωνα με τον ποιητή, Π Α' 148), οι οποίοι εξέφρασαν αρνητικά σχόλια για την ποίησή του. Τι εκόμισε όντως ο Εγγονόπουλος με τις δύο πρώτες συλλογές του στην ποίησή μας; Κάτι που ενδεχομένως προκάλεσε τους επικριτές του; Προφανώς η «επιθετικότητα», η «επαναστατικότητα», η «οξύτητα» αλλά και η «ακτινοβολία» του νέου ποιητή3 αποτελούν στοιχεία που μπορούν να δικαιολογήσουν τις επιθέσεις εναντίον του. Παράλληλα όμως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τόσο την ουσία εκείνου που φέρνει ως ποιητής όσο και το γενικότερο κλίμα και τις ιστορικοπολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίζεται.

Κατ' αρχάς πρέπει να πούμε πως ο υπερρεαλισμός, και γενικότερα το κίνημα του μοντερνισμού, την εποχή που εμφανίζεται ο Εγγονόπουλος, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Δύση, δέχεται περισσότερες πιέσεις από όσο λίγα χρόνια πριν. Οταν λ.χ. την άνοιξη του 1935 εμφανίζεται η αιρετική Υψικάμινος του Εμπειρίκου, ένα κείμενο ακραιφνώς υπερρεαλιστικό, υπήρξαν φυσικά και τότε αντιδράσεις. Ομως τόσο η κοινωνική θέση του Εμπειρίκου όσο και ο γενικότερος φιλελευθερισμός που επικρατούσε ακόμη τα χρόνια εκείνα, συνετέλεσαν ώστε οι αντιδράσεις αυτές να μην έχουν την οξύτητα που είχαν αργότερα οι επιθέσεις εναντίον του Εγγονόπουλου. Τα έτη 1938 και 1939 ήταν εντελώς διαφορετικά από το 1935: και εξαιτίας της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου (ο ίδιος ο Εγγονόπουλος αναφέρεται στο θέμα αυτό) και εξαιτίας της διεθνούς πολιτικής έντασης, με την επικράτηση των ολοκληρωτικών καθεστώτων στη Γερμανία, την Ιταλία αλλά και την τότε ΕΣΣΔ, και το προανάκρουσμα του πολέμου. Οι ιστορικές συνθήκες ήσαν λοιπόν δυσμενείς για τον ποιητή. Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως οι δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του ενόχλησαν τους κρατούντες για πολύ συγκεκριμένους λόγους. Παρά το «ακατανόητο» και την κρυπτικότητά τους, πιστεύουμε πως έδειχναν καθαρά το παράλογο και τον παραλογισμό της εποχής, την ασυναρτησία αλλά και το αδιέξοδο της ζωής, ατομικής και πολιτικής. Ο λόγος τους ήταν οπωσδήποτε ειρωνικός και σε τελευταία ανάλυση πολιτικός και ανατρεπτικός (π.χ. «Υδρα»).

Αυτός ο «επιθετικός» λόγος αναμφίβολα ήταν άμεσα κατανοητός τόσο από τους «φιλήσυχους πολίτες» όσο και από τους συντηρητικούς κριτικούς. Σε αντίθεση με την Υψικάμινο του Εμπειρίκου, οι δύο προπολεμικές συλλογές του Εγγονόπουλου ήσαν περισσότερο ενοχλητικές παρά το απόκρυφο και το «μυστήριό» τους. Τα περισσότερα ποιήματα των συλλογών είναι, σε γενικές γραμμές, συγκροτημένα γύρω από μια κατανοητή ιστορία. Ο λαϊκότροπος και συνάμα λόγιος λόγος του κατέληγε σε μια ιδιότυπη «άλογη λογικότητα». Το είδος της «λογικής» που προβάλλει ο «άλογος» Εγγονόπουλος φαίνεται καθαρά στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν. Αυτή η ιδιότυπη πικρή «λογική» και η συναφής επιθετικότητα του πολιτικού, επαναστατικού και αδιάλλακτου Εγγονόπουλου αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της ποίησής του. Και της πρώιμης και της μεταγενέστερης. Ενα δεύτερο στοιχείο της ποίησής του (και της πρώιμης και της μετέπειτα) είναι η εξαίρετη και βαθύτατη ερωτική φωνή, κράμα ηδυπάθειας και μελαγχολίας (π.χ. «Καυχησιολογίαι υπό βροχήν» ΙΙ).

Β. Η περίοδος 1944-1957

Η περίοδος αυτή είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για όλη την Ελλάδα, και φυσικά για τον ποιητή. Λήγει ο πόλεμος και η Κατοχή αλλά αρχίζει ένας μακροχρόνιος Εμφύλιος. Οταν ύστερα από πέντε χρόνια τελειώνει και ο Εμφύλιος, η χώρα αρχίζει να μετρά τις πληγές της μέσα σε κλίμα μισαλλοδοξίας, καταπίεσης και διχασμού. Είναι λοιπόν φυσικό πως όλη σχεδόν η παραγόμενη ποίηση τότε στην Ελλάδα είναι βαθύτατα πολιτική. Τώρα επομένως είναι που κορυφώνεται ο πολιτικός ριζοσπαστισμός του και ολοκληρώνεται η στροφή του σε μια ποίηση με σαφέστερη την πολιτική της διάθεση, χωρίς ωστόσο η γραφή του να χάνει τίποτε από τον αρχικό της υπερρεαλιστικό και «επιθετικό» χαρακτήρα. Στα χρόνια 1944-1957 εκδίδονται πέντε ποιητικές συλλογές, που απαρτίζουν τον δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο των Ποιημάτων: Μπολιβάρ (1944), Η επιστροφή των πουλιών (1946), Ελευσις (1948), Ο Ατλαντικός (1954), Εν Ανθηρώ Ελληνι Λόγω (1957).

Ενα κύριο χαρακτηριστικό των ποιημάτων αυτής της γόνιμης περιόδου είναι πως ο ποιητής φαίνεται να συνομιλεί εμφανέστερα με την τρέχουσα ιστορία σε σύγκριση με τις προπολεμικές συλλογές. Οχι ότι από τις πρώτες συλλογές απουσιάζει η τρέχουσα ιστορία και η κριτική της (αρνητική, ειρωνική και σαρκαστική). Ομως στα ποιήματα της δεύτερης περιόδου, λόγω των όσων διαδραματίζονται στον κόσμο όλο και στην Ελλάδα, ο ποιητής σχολιάζει καθαρότερα τα ιστορικά δρώμενα. Η ποιητική του έμπνευση και παραγωγή, η ποιητική του διάθεση και ύπαρξη είναι άρρηκτα δεμένες με το ιστορικό παρόν (π.χ. «Ποίηση 1948»). Επιπλέον, καθώς τώρα η αναφορά στην τρέχουσα (κυρίως) ιστορία είναι εμφανής, μπορεί και ο ίδιος και εμπλέκεται πιο ενεργά στα γεγονότα, αλλά πάντα σχεδόν αποκρυμμένος πίσω από ιστορικά, μυθικά ή καλλιτεχνικά προσωπεία. Οπως ο «συνοδίτης» Εμπειρίκος, έτσι κι εκείνος εξαγγέλλει και εξυμνεί με επική κάποτε διάθεση (όπως λ.χ. στον Μπολιβάρ) το όραμα της οικουμενικής ελευθερίας και ευτυχίας, καθώς και οι δύο Ελληνες ποιητές φαίνεται να παραμένουν περισσότερο σταθεροί, από όσο οι ομόλογοι ποιητές της Ευρώπης, στην απελευθερωτική και ανατρεπτική ιδεολογία του υπερρεαλιστικού κινήματος. Ομως ο Εγγονόπουλος διαφέρει και από τον Εμπειρίκο, καθώς οι αναφορές του γίνονται σε συγκεκριμένα απελευθερωτικά κινήματα και πολιτικοκοινωνικές ανταρσίες, όπως λ.χ. στην εθνική επανάσταση του 1821, στο απελευθερωτικό κίνημα του Λατινοαμερικάνου Σιμόν Μπολιβάρ, στην Εθνική Αντίσταση, στον ισπανικό και στον ελληνικό εμφύλιο.

Γ. Η Κοιλάδα με τους Ροδώνες

Η τελευταία συλλογή του Εγγονόπουλου κυκλοφορεί το 1978 και περιλαμβάνει ποιήματα μιας εικοσαετίας (1957-1978).

Η συλλογή (που περιέχει και αρκετούς πίνακες και μεταφράσεις) συνεχίζει τον «πολεμικό» τόνο των προηγούμενων συλλογών και πολλά ποιήματα συντίθενται γύρω από ιστορίες δημιουργών που έχουν βιώσει την κακία και την αχαριστία των πολιτών και της πολιτείας. Αυτός όμως που τελικά φαίνεται να προβάλλει πίσω από τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που περιγράφονται είναι ο ίδιος ο ποιητής. Στην Κοιλάδα έχουμε μεγάλο αριθμό από «βιογραφίες» άλλων, καθεμία από τις οποίες είναι μέρος της βιογραφίας του ίδιου του ποιητή.

Αυτή την οιονεί «απόκρυψη» πίσω από πρόσωπα και προσωπεία μπορούμε να τη διαπιστώσουμε σε όλο το έργο του. Αλλοτε ο «μυστικός» ποιητής προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά άλλων ποιητών και καλλιτεχνών. Αλλοτε εμφανίζεται ως ηρωική μορφή της ελληνικής (αρχαίας, μεσαιωνικής, νεότερης) και της παγκόσμιας ιστορίας και άλλοτε ως αποδιωγμένος και βασανισμένος δημιουργός. Τα πρόσωπα και η βιογραφία όλων αυτών αναμειγνύονται με το πρόσωπο και τη βιογραφία του. Γι' αυτό και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ενώ διατηρεί έναν εύκολα αναγνωρίσιμο ποιητικό λόγο και η ζωγραφική του αναγνωρίζεται με την πρώτη ματιά, εντούτοις τα όρια του «προσωπικού» και του «συλλογικού» στο έργο του παραμένουν ασαφή και ο λόγος του, όπως πάντα, κρυπτικός. Επιφυλάσσεται, πάντως, όπως γράφει, να μας εξηγήσει τα ποιήματά του «σε μιαν μελλούμενην έκδοση των απάντων του» («Στις λυρικές καπνοδόχες»).

Ο Εγγονόπουλος, βαθύτατα ελληνοκεντρικός και συνάμα οικουμενικός ποιητής, είναι, παρά τους συνοδίτες ποιητές, μόνος. Μολονότι υπερήφανος και βέβαιος για το έργο του, δεν είχε αυταπάτες για τον βίο και την τέχνη του δημιουργού (βλ. την τελευταία στροφή του τελευταίου ποιήματος από την Κοιλάδα με τους Ροδώνες). Λέει σε μια συνέντευξή του: «Το έργο μου δεν έχει μιμητάς, κι ας μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες πολλά από τα ποιήματά μου. Για μένα αυτό είναι μεγάλο αντάλλαγμα. Κι είμαι ευτυχής. Με μεγάλη χαρά κοιτάζω τι γίνεται γύρω μου και χαίρουμαι, όταν βλέπω σημάδια προκοπής. Απλώνω χέρι φιλικό σ' οποιονδήποτε, γιατί ξέρω τι σημαίνει καλλιτεχνικός μόχθος»4.

Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς.

 

1. Βλ. Ν. Εγγονόπουλου, Οι Αγγελοι στον Παράδεισο μιλούν Ελληνικά (1999) 24.

2. Βλ. Ν. Εγγονόπουλου, Πεζά Κείμενα (1987) 41.

3. Βλ. Οδ. Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά (1974), 293, 309-10. Α. Εμπειρίκος, Διάλεξη για τον Νίκο Εγγονόπουλο (1999) 11.

4. Οι Αγγελοι στον Παράδεισο, ό.π. 24.