Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Τα χρώματα και τα πετούμενα στην ποίησή του

Γιάννης Κόντος, εφ. Ελευθεροτυπία, 12/8/2005

Στην κ. Λένα Εγγονοπούλου

Τα τελευταία χρόνια σκέπτομαι συνέχεια τον αποδημήσαντα ποιητή Νίκο Εγγονόπουλο, να είναι σε μια σπηλιά στον παράδεισο και ένας αετός να του πηγαίνει ψωμί, να γράφει και να αγιογραφεί. Για εμένα δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα ότι ο παράδεισος ανήκει κατά μεγάλο μέρος στους ποιητές. Κυρίως τα ρυάκια και τα ρόδα. Τα ποιήματα του Εγγονόπουλου είναι τα πιο καθαρά και αθώα στη νεότερη ελληνική ποίηση. Η δε μουσική τους παράγει ηχοχρώματα που συνέχεια ακούμε, κυρίως το πράσινο και το κόρνο. Ακούστε αυτό το ποίημα:

Ποίημα που του λείπει η χαρά αφιερωμένο σε γυναίκα υπέροχη δωρήτρια πόθου και γαλήνης

αφού το θέλεις

γυναίκα αρμονική κι ωραία

έτσι καθώς ένα βράδυ του Μαΐου ετοποθέτησες απλά

κι ευγενικά μίαν άσπρη ζωντανή γαρδένια

ανάμεσα στα νεκρά λουλούδια

μέσα στο παλιό -ιταλικό μου φαίνεται- βάζο με

παραστάσεις γαλάζιες τεράτων και χιμαιρών

έλα

πέσε στα χέρια μου

και χάρισέ μου

-αφού το θέλεις-

τη θλίψη του πράσινου βλέμματός σου

τη βαθειά πίκρα των κόκκινων χειλιών σου

τη νύχτα των μυστηρίων που είναι πληγμένη μέσα

στα μακρυά μαλλιά σου

τη σποδό του υπέροχου σώματός σου

Ο υπερρεαλισμός είναι παλιά ιστορία, ο συγκεκριμένος ποιητής όμως είναι πάντα νέος. Ενα πουλί έχει μέσα του και τινάζει στίχους και εικόνες. Τι νερά αναβλύζουν και μας ξεδιψούν. Αυτά δεν είναι αόριστα πράγματα, είναι αποδείξεις για την ποίηση και τη ζωγραφική του. Οι φωτογραφίες του (όσες έχουμε δει) περίπου σοβαρές, μόνο σε μερικές υπομειδιά και το άφιλτρο τσιγάρο πάντα στα δάχτυλά του. Η γενιά μου από όσο ξέρω ξαφνιάστηκε από τις αστραπές και τη γλώσσα του Νίκου Εγγονόπουλου. Παραδοθήκαμε σε ταξίδια. Θυμάμαι που με φίλους και στα χέρια μας το «Μην ομιλείτε εις τον οδηγό» διαβάζαμε τα ποιήματα κάτω από το Παρθενώνα σε ένα ξέφωτο των βράχων. Η ομορφιά ποτέ δεν ξεχνιέται. Μετά έψαχνα για βιογραφικά. Μάθαινα όσα έβρισκα ή άκουγα. Ο δάσκαλός του στη ζωγραφική ο Φώτης Κόντογλου -εκείνο το βελούδινο αγρίμι από την Ανατολή- του έμαθε πίστη, υπομονή και τον βυζαντινό χρωστήρα. Μετά ζούσε δύσκολα και υπηρετούσε την Τέχνη του. Είναι ο μόνος ποιητής που μετά την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, λοιδορήθηκε τόσο, έγινε μέρος θεατρικής επιθεώρησης, και στις εφημερίδες συνεχίστηκε η σκωπτική διάθεση πολλών. Γιατί δεν καταλάβαιναν ή δεν είχαν την ευαισθησία να δούνε μια σπιθαμή πέρα από τη μύτη τους! Αυτό το τραύμα πρέπει να το κουβαλούσε, παρά τη μεγάλη αποδοχή αργότερα. Αυτός όμως σκυμμένος στο εργαστήριό του δούλευε τα λεπτουργήματα και τις δανδέλες των λέξεων. Ητανε μια μεγάλη καρδιά που τα υπόμενε όλα. Η συντροφιά του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Μίλτου Σαχτούρη, του Νώντα Γονατά και άλλων ελαχίστων φίλων τον έφερνε πιο κοντά στην Τέχνη. Ο Εγγονόπουλος μας άφησε σπόρο, χωράφι, χώμα και ουρανό.

Ο γάμος του όμως με την Ελένη Τσιόκου (εξού και το υπέροχο ομώνυμο ποίημα), τον βοήθησε τα μάλα στη ζωή και στην καλλιτεχνική του δημιουργία. Θα προσέθετα ότι κοντά της ευτύχησε και ηρέμησε. Ο πληθυντικός που χρησιμοποιούσε για τους άλλους, δεν ήτανε απλώς ευγένεια, ήτανε παράθυρο για τη ζωγραφική και την ποίηση. Τα σύννεφα του Εγγονόπουλου στους πίνακές του είναι σαν να έγινε ο κόσμος γι' αυτά. Τα κόκκινα και τα πράσινα, τα κοιτάμε ακόμη με παιδικά μάτια.

Όπως βλέπετε, ο θαυμασμός μου ξεχειλίζει γι' αυτόν το μάστορα. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Δούλεψε πολύ για το θέατρο: σκηνικά, κοστούμια κ.ά. Και εκεί έβαλε την προσωπική του σφραγίδα. Θυμάμαι σε μια έκθεση (μετά το θάνατό του) με μακέτες και σχέδια για το θέατρο. Με τι μαεστρία και προσοχή έκανε τα ρούχα και κάτι ριγέ κάλτσες των ηθοποιών. Μια φορά τον είδα από κοντά, γύρω στα 1973, έξω από το σπίτι του περασμένα μεσάνυχτα να κρατά δυο δέματα με βιβλία (Αναγνωστοπούλου 69). Τον κοιτούσα περιεργαστικά και με θαυμασμό -εξάλλου είμαστε οι μόνοι περιπατηταί. Το αντιλήφθηκε, με κοίταξε σοβαρά και μου είπε με ιδιαίτερη ευγένεια «Καλησπέρα σας» και μπήκε σπίτι του. Ολα τα άλλα χρόνια τον φανταζόμουνα. Στο Πολυτεχνείο ως δάσκαλος άφησε εποχή. Μιλούσε υπέροχα και το μάθημα προεκτεινότανε σε άλλους ορίζοντες πνευματικούς. Από τον βοηθό του και μετά καθηγητή, τον ζωγράφο Σωτήρη Σόρογκα, έχω μάθει πολλά. Αυτός ο λειμώνας, αυτό το δυσεύρετο άνθος πέρασε δίπλα μας, εμείς το αγαπήσαμε, άλλοι όμως δεν αντελήφθησαν τίποτα. Ενώ το θαύμα κυκλοφορούσε γύρω τους σαν ανοιξιάτικο αεράκι. Ο υπερρεαλισμός ήτανε η αφορμή, η ουσία όμως ήτανε η λάμψη και η λάβα που είχε μέσα του και μας αποκάλυψε. Η ποίησή του έχει μια ισορροπία και εσωτερική ομοιοκαταληξία που μας ξαφνιάζει. Εξάλλου ο Θεός μάς έδωσε την Τέχνη για να αγαπάμε και ο Εγγονόπουλος αγάπησε τις λέξεις και τα χρώματα. Ο Μπολιβάρ και οι άλλοι ήρωές του μας περιμένουν κάθε μέρα για να μας αποκαλύψουν τα μυστικά τους. Ακούστε αυτή την τίμια φωνή και θυμηθείτε το πρόσωπό του με ένα από τα ποιήματά του:

Μια(ν) Οβρηοπούλα που μ' ασημένιο χτένι εδιαλυζούντανε...

θαν την τσακίσω εγώ

τη νοσταλγία σου

θα μαχαιρώσω

τη μυστική σου

χαρά

με τ' άσπρα μου

πουλιά

που ζουν

και φτερουγίζουν

μέσα

στα μάτια σου