Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Χρειαζόταν όλες τις λέξεις

Σωτήρης Σόρογκας, εφ. Το Βήμα, 21/10/2007

«Αν εγώ αφιερώθηκα στην τέχνη, το 'κανα γιατί η ζωή είναι τόσο παράλογη που, αν δεν έχει κανείς αυτές τις διαφυγές προς το ανιδιοτελές, του γίνεται ανυπόφορη». Από συνέντευξη του Νίκου Εγγονόπουλου στο περιοδικό Η Λέξη

Νίκος Εγγονόπουλος, Ποιητής και Μούσα, 1954Ευτύχησα να βρεθώ αρκετά χρόνια κοντά στον Εγγονόπουλο και η λάμπουσα πνευματική του προσωπικότητα στάθηκε αιτία να επαναπροσδιορίσω χρόνιες και τελματωμένες ιδεολογικές εμμονές μου. Γιατί μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του '60, τόσο η ζωγραφική όσο και το μεικτό γλωσσικό ιδίωμα του Νίκου Εγγονόπουλου δεν υπήρχαν στα ενδιαφέροντά μου, όπως άλλωστε δεν υπήρχε ούτε η παράδοση των πατερικών κειμένων ούτε η ορθόδοξη αγιογραφία, στην οποία με παρέπεμπαν οι πίνακές του. Η στάση μου αυτή ήταν απότοκη μιας αριστερής ιδεολογικής σκευής, η οποία είχε καταδικάσει τέτοιες αγάπες πολύ πριν, αφού η έννοια της «προόδου», την οποία υπηρετούσα, είχε πάρει στη συνείδησή μου διαστάσεις μύθου που επιβαλλόταν σαν αξίωμα αυτονόητο και προφανές, δίχως την ανάγκη καμιάς επιβεβαίωσης. Για τον ίδιο λόγο επεδίωκα φανατικά την ενότητα του εκφερόμενου λόγου μου, ο οποίος όφειλε να είναι συνεπής με τη γλώσσα του λαού, δηλαδή τη δημοτική, δίχως προσμείξεις με λόγια στοιχεία, τα οποία εθεωρούντο εξ ορισμού υπονομευτικά της καθαρότητάς της. Μ' άλλα λόγια, ζούσα σε έναν πολωτικό ανταγωνισμό που περιέστελλε τη συνθετότητα των νοημάτων της ζωής σε απλές διχοτομίες του τύπου «προοδευτικό-συντηρητικό», και τίποτε δεν ήταν ικανό να κλονίσει τον εφησυχασμό και τις βεβαιότητές μου.

Η παρουσία του Εγγονόπουλου με έφερε αντιμέτωπο με ζητήματα που δεν ήταν μόνο ιδεολογικής τάξεως αλλά και στάσεως ζωής γενικότερα, ασύμβατης με ό,τι θεωρούσα μέχρι τότε αποδεκτό. Επρόκειτο για μια ασπαίρουσα ανθρώπινη παρουσία, η οποία ζούσε ολοκληρωτικά σε έναν ακραιφνώς ποιητικό χώρο, γι' αυτό ο ίδιος φάνταζε ιδιόρρυθμος ακόμα και όταν αναφερόταν σε συμβατικές πράξεις του καθημερινού βίου. Ο λόγος του πυκνός, με μεγάλο εύρος αναφορών, κρυπτικός και απρόσμενος, μετεωριζόταν συνεχώς ανάμεσα στο πρόσγειο και το πτητικό, στο εμμενές και το αιθεριώδες, μορφοποιώντας στοιχεία μιας έντονης και επιβλητικής παρουσίας. Η συνοχή του οράματός του, απόρροια της σύνολης υπάρξεώς του, καθόριζε την ιδιαιτερότητα του ύφους του προσδίδοντάς του μοναδική γνησιότητα. Η ευγένειά του διαχεόταν ακόμα και σε χώρους αθέατους, αναφέρω δε τη διαπίστωση ότι κατά τις συζητήσεις μας ουδέποτε γινόταν προτρεπτικός. Στον ισχυρισμό μου λοιπόν ότι η γλώσσα πρέπει να είναι η δημοτική, με αντιμετώπισε νηφάλια και με κατανόηση. Μου είπε μονάχα αφοπλιστικά ότι ο ίδιος χρειαζόταν στα ποιήματά του όλες τις λέξεις, «για να λαμπρύνει τον στίχο του, να ενισχύσει το νόημά του», όπως άλλωστε και στη ζωγραφική του δεν εξαιρούσε κανένα χρώμα.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος, μέγας λάτρης του Ελληνισμού σε όλες του τις εκφάνσεις, με βοήθησε να κατανοήσω, ανάμεσα και σε άλλα συμβαίνοντα εκείνον τον καιρό, το μέγεθος της σπουδαιότητος μιας γλώσσας που δεν δίσταζε να ενσωματώνει λόγιες λέξεις στη δημοτική, λέξεις-παλίμψηστα, που εγκλείουν σημασίες και μνήμες μιας ξεχασμένης καταγωγής και στοιχεία ταυτότητος που μας συγκροτούν και μας συνέχουν. Να κατανοήσω ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας αλλά και τρόπος οργάνωσης του κόσμου μέσα στη συνείδηση, καθώς και της ίδιας της συνείδησης.

Δεν αποκλείεται λοιπόν η συχνή αναφορά στον Ροΐδη - «σέβομαι τους ζωντανούς, ακόμα κι όταν είναι πεθαμένοι» - να απευθυνόταν και προς εκείνους που, με τις ακλόνητες βεβαιότητες του αριστερού διανοουμένου, έτειναν να ποινικοποιούν και να καταδικάζουν ως «αντιδραστικό» οτιδήποτε παρεξέκλινε από τις δικές τους μονολιθικές αντιλήψεις.

Αλλ' ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκι-

νήσεις, κι' υπερβολές, κι' απελπισίες.

Θα 'θελα στο σημείωμα αυτό ν' αναφερθώ σ' ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, όπως μου το αφηγήθηκε ο Εγγονόπουλος, σχετικό με τον Πικιώνη και την ιδιαζούσης μορφής αγάπη που έτρεφαν και οι δύο στην πνευματική μας παράδοση. Θυμόταν μια εκδρομή των σπουδαστών της Αρχιτεκτονικής στην Καστοριά - «τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη» -, όπου είχαν χάσει τον δάσκαλο, όπως τον έλεγε ο Εγγονόπουλος, για πολλή ώρα. Και συνέχισε: «Σκέφτηκα ότι απ' το τελευταίο σπίτι που επισκεφτήκαμε δεν είχε βγει μαζί μας». Ξαναγυρίζει λοιπόν στο ερειπωμένο αρχοντικό και βρίσκει τον Πικιώνη σε μια σκοτεινή γωνιά του να κλαίει. Η αφήγηση του Εγγονόπουλου είχε έναν τόνο βαθιάς συγκίνησης, που μεγάλωσε με τη σιωπή που ακολούθησε. Η λατρεία τους για τον τόπο ήταν κοινή. Ο Πικιώνης άλλωστε είχε γράψει: «Τα σπίτια του Εγγονόπουλου είναι "ψυχογραφίες" σπιτιών». Πιστεύω ότι το έργο των ανθρώπων αυτών μορφοποιήθηκε πρωτίστως τόσο απ' την ανεκλάλητη αγάπη τους για την Ελλάδα όσο κι από μια αίσθηση ιερότητος για ό,τι τη συνιστούσε.

Η εδραιωμένη πίστη του Εγγονόπουλου στην πολιτισμική του κληρονομιά μαζί με το εύρος των γνώσεών του τον οδήγησαν - δίχως κίνδυνο και χωρίς ίχνος αισθήματος μειονεξίας - να οικειοποιηθεί αβίαστα και οτιδήποτε τον ενδιέφερε από τα πρότυπα που αναδύθηκαν έξω από την Ελλάδα, όπως για παράδειγμα τον υπερρεαλισμό, στον οποίο, όπως έλεγε, δεν προσεχώρησε αλλά τον είχε μέσα του. Πράγματι, ο υπερρεαλισμός χτίστηκε μέσα του πάνω σε θεμέλια της δικής του παραδόσεως, που προσέδωσαν στο εγχείρημα ιδιαίτερα προσωπικό ύφος. Γι' αυτό και το έργο του δεν έγινε ποτέ ετεροσήμαντο. Ο Εγγονόπουλος νομίζω ότι αντιστάθηκε σε κάθε στιγμή της ζωής του στον διαφαινόμενο κίνδυνο περιστολής της ιδιοπροσωπίας μας, επειδή, όπως συχνά μου έλεγε, τα πλέγματα της εθνικής μειονεξίας παραμένουν αειθαλή.

Ο κ. Σωτήρης Σόρογκας είναι ζωγράφος, ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου.