Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Οδυσσέας Ελύτης. Άξιος εστί ο ήλιος ο ηλιάτορας

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, εφ. Τα Νέα, 12/2/2000

Ο πυροβολισμός που ακούστηκε γύρω στις 5.30 το απόγευμα της 21ης Ιουλίου 1928, στην παραλιακή τοποθεσία Άγιος Σπυρίδων της Πρέβεζας, έλαβε συμβολικές διαστάσεις με το πέρασμα του χρόνου. Η αυτοκτονία του Κ.Γ. Καρυωτάκη επισφράγισε το τέλος της κουρασμένης μεσοπολεμικής ποίησης, τροφοδότησε για αρκετόν καιρό το κλίμα που ονομάστηκε «καρυωτακισμός» και, ταυτόχρονα, προετοίμασε τον ερχομό της νεωτερικής μας ποίησης, που επρόκειτο να εμφανιστεί σε πολύ λίγα χρόνια από τότε. Ένα μήνα πριν από το μοιραίο εκείνο απόγευμα, το στερνοπαίδι της οικογένειας Αλεπουδέλη, ο Οδυσσέας, έπαιρνε το απολυτήριο του Γυμνασίου, με βαθμό 7 και 3/11. Φέρελπις νεαρός, ο Οδυσσέας ευτύχησε να έχει καλούς δασκάλους στο Γυμνάσιο. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο σοφός Ι.Θ. Κακριδής, ο πολυσυζητημένος Γιάννης Αποστολάκης, ο γεωγράφος Ι. Σαρρής, ο Ι. Αργυρόπουλος που είχε εκδώσει μιαν ανθολογία, και ο Εμμ. Παντελάκης, συγγραφέας αρκετών βιβλίων. Στα μαθητικά του χρόνια ο Οδυσσέας περνά τις πολύμηνες καλοκαιρινές του διακοπές στις Σπέτσες, σε μιαν επαναλαμβανόμενη επαφή με τη θάλασσα και με τις χαρές της. Η ανέμελη αυτή περίοδος της εφηβείας του σημαδεύεται από δύο θανάτους. Την τελευταία ημέρα του 1918 πεθαίνει στα 20 της χρόνια από επιδημία ισπανικής γρίπης το πρωτότοκο παιδί και μοναδική κόρη της οικογένειας, η Μυρσίνη, και το καλοκαίρι του 1925 ο πατέρας του Οδυσσέα, ο Παναγιώτης Θ. Αλεπουδέλης.

Ο Παναγιώτης Θ. Αλεπουδέλης καταγόταν από το χωριό Καλαμιάρης της Μυτιλήνης. Εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1895 και, μαζί με τον αδερφό του, ίδρυσε εργοστάσιο σαπουνοποιίας και πυρηνελαιουργίας, το οποίο μεταφέρθηκε το 1914 στον Πειραιά, ενώ η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Η μητέρα του ποιητή, Μαρία, το γένος Ε. Βρανά, ήταν κι αυτή Μυτιληνιά, από τον Παπάδο. Το ζεύγος απέκτησε έξι παιδιά. Ο ποιητής γεννήθηκε στο Ηράκλειο, ξημερώματα της 2ας Νοεμβρίου 1911. (Η ημερομηνία της 2ας Νοεμβρίου καταγράφεται σημαδιακά ως ημέρα έκδοσης των μεταθανάτιων μικρών δοκιμίων «2Χ7ε», καθώς και της επίσης μεταθανάτιας συλλογής «Εκ του πλησίον»).

Ο Οδυσσέας δεν ασχολήθηκε ποτέ με την πατρική επιχείρηση. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, συγκατανεύει, προφανώς λόγω συνάφειας με την οικογενειακή επιχείρηση, να σπουδάσει Χημεία. Στρέφεται τελικώς προς τη Νομική. Από τα μαθητικά του χρόνια γράφει ποιήματα και τα δημοσιεύει με ποικίλα ψευδώνυμα στη «Διάπλαση των Παίδων», όπως έκαναν αρκετές προηγούμενες απ' αυτόν μα και επόμενες γενιές μουσόληπτων νεαρών. Παρά ταύτα, η κρίσιμη συνάντησή του με την Ποίηση δεν έχει ακόμη συντελεστεί. Όπως γράφει στο αποκαλυπτικό κείμενό του «Το χρονικό μιας δεκαετίας» (στα «Ανοιχτά χαρτιά»), η ποίηση δεν του «πολυμιλούσε» στα χρόνια εκείνα: «Από τα "Νεοελληνικά Αναγνώσματα" είχα μείνει με την αόριστη εντύπωση ότι δεν πρόκειται παρά για ένα φλύαρο και ανιαρό ρυθμοκόπημα. Τα ποιήματα χρησίμευαν για να μιλάνε τα βουνά ή τα ποτάμια και να λεν κοινοτοπίες. Άλλωστε, οι καθηγητές μας τα προσπερνούσανε, για να τ' απαιτήσουνε μονάχα στις εξετάσεις του Ιουνίου». Φοιτητής πια, αναζητώντας μιαν άλλην αντίληψη και ένα διαφορετικό περιεχόμενο για την ποίηση, θα παραδεχτεί ότι η γλώσσα του Καρυωτάκη «χωρίς αμφιβολία, ήταν μια καινούργια γλώσσα», ενώ στον Καβάφη έβρισκε τη «ρυτίδα», εκεί ακριβώς που η δική του πρόθεση ήταν να ξορκίσει με κάθε μέσο τα γηρατειά του κόσμου... Οι καινούργιοι ορίζοντες τού ανοίγονται όταν πέφτει στα χέρια του ένα βιβλίο του Πωλ Ελυάρ. Σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα από την αποφασιστική αυτή στιγμή, ο νεαρός Αλεπουδέλης αρχίζει να μεταμορφώνεται στον Οδυσσέα Ελύτη που θα σημαδέψει τη σύγχρονη ποίησή μας και θα αναγνωριστεί διεθνώς.

Τα ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, αλλά πραγματικά περιστατικά για το πώς εκβιάστηκε από τον Γ.Κ. Κατσίμπαλη η πρώτη επίσημη δημόσια εμφάνιση του Ελύτη το 1935 στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» έχουν καταγραφεί από τον ίδιο τον ποιητή, και επιβεβαιώνονται και από άλλες μαρτυρίες. Είναι, επίσης, γνωστή η πυκνότητα γεγονότων που σημειώνονται το 1935 και σχετίζονται με τη νεωτερική ποίηση: Έναρξη κυκλοφορίας των «Νέων Γραμμάτων», έκδοση της σεφερικής συλλογής «Μυθιστόρημα», έκδοση της «Υψικαμίνου» του Εμπειρίκου, διάλεξη του Εμπειρίκου περί υπερρεαλισμού, πρώτη εμφάνιση του Ελύτη. Όπως έχει σημειώσει ο Αλέξ. Αργυρίου, ένας περιορισμένος κύκλος αναγνωστών («κάπου 100-200») διάβαζαν τότε τους καινούριους ποιητές «και τους ερμήνευαν όπως μπορούσαν». Προτού ξεσπάσει ο πόλεμος του '40, ο Ελύτης έχει δημοσιεύσει σειρά ποιημάτων και μεταφράσεών του, έχει μελετήσει τα θεωρητικά κείμενα των ξένων υπερρεαλιστών, μα και του πρόωρα χαμένου Δημήτρη Μεντζέλου, έχει συναναστραφεί τον Γιώργο Σαραντάρη και τον κύκλο των ποιητών και πεζογράφων του περιοδικού «Τα Νέα Γράμματα» και έχει συνδεθεί φιλικά με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, με τον οποίον ταξίδεψαν ανά την Ελλάδα και ανακάλυψαν χαρακτηριστικές και απρόσεχτες έως τότε πλευρές του ελληνικού χώρου και της ελληνικής παράδοσης. Πριν να καταταγεί ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στο μέτωπο εκδίδονται οι «Προσανατολισμοί», βιβλίο που εδραιώνει τη γλωσσική και εκφραστική του ιδιαιτερότητα και αναδεικνύει την εικονοπλαστική του δύναμη. Η εμπειρία, οι κακουχίες και η ατμόσφαιρα του πολέμου θα αξιοποιηθούν ποιητικά στο «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», στην αυτοτελώς ανέκδοτη μέχρι σήμερα «Αλβανιάδα», στην ενότητα «Η καλοσύνη στις λυκοποριές» και, τέλος, θα επανέλθουν στο πρώτο μέρος του «Άξιον Εστί», όπου ατομική και συλλογική μοίρα ταυτίζονται και συμπορεύονται.

1963. Θ. Δημήτριεφ, Οδ. Ελύτης, Μ. Θεοδωράκης, Μ. Κατράκης, Γρ. Μπιθικώτσης στην πρώτη τού «Άξιον Εστί» (Θέατρο Κοτοπούλη)

Η έκδοση του «Άξιον Εστί» και η ταυτόχρονη κυκλοφορία του με τη συλλογή «Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό» διακόπτει μια περίοδο ποιητικής σιωπής του Ελύτη, η οποία κράτησε για περίπου δεκαπέντε χρόνια (1945 - 1960). Στο διάστημα αυτό ο ποιητής μπορεί να μη δημοσίευσε νέα ποιήματά του, αλλά γράφει θεωρητικά και δοκιμιακά κείμενα, συνεργάζεται ως τεχνοκριτικός με την εφημερίδα «Η Καθημερινή», ταξιδεύει στη Γαλλία και στην Αγγλία, όπου συναντιέται με επιφανείς ποιητές και εικαστικούς καλλιτέχνες, μεταφράζει θεατρικά έργα («Η νεράιδα» του Ζιρωντού, «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ, «Οι δούλες» του Ζενέ). Το «Άξιον Εστί» συναιρεί και αρτιώνει πολλές από τις αρετές της εικοσιπενταετούς έως τότε δημιουργικής πορείας του Ελύτη, φιλοδοξώντας παράλληλα να αποτυπώσει σε μια σύνθεση ασυνήθιστης για τη νεωτερική ποίηση έκτασης και αρχιτεκτονικής τελειότητας την ατομική και εθνική αυτογνωσία. Το εντονότερο γνώρισμα του έργου είναι ακριβώς η άκρως μελετημένη αρχιτεκτονική που διακρίνει και τα τρία μέρη του (Η Γένεση - Τα Πάθη - Το Άξιον Εστί). Η μεταξύ τους απόλυτη ισομέρεια, η αρμονική διάταξη των στίχων, οι τομές στα ημιστίχια (που δηλώνονται στο βιβλίο με τυπογραφικά στολίδια), η κατά τακτά διαστήματα παρεμβολή των πεζών «Αναγνωσμάτων», οι εξίσου τακτές επαναλήψεις στιχουργικών μορφών, αν αποτυπωθούν σε σχεδιάγραμμα, όπως το επιχείρησε ο Τάσος Λιγνάδης στο σχετικό μελέτημά του, αποδίδουν και καθιστούν εμφανές ένα επίπονα και επίμονα επεξεργασμένο σχέδιο ρυθμικής αρμονίας. Εδώ αποθεώνεται η οργάνωση του ποιητικού υλικού, χωρίς πάντως να εγκλωβίζεται σε προκαθορισμένα σχήματα η ποιητική έκφραση και ελευθερία. Ένα άλλο γνώρισμα που προσδίδει ιδιαίτερο θέλγητρο σε ολόκληρο το έργο είναι η συνειδητή χρήση εκφραστικών τρόπων και σχημάτων της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παράδοσης, που τονίζει έτσι τους στενούς δεσμούς ελληνισμού και ορθοδοξίας. Η μελοποίηση αποσπασμάτων του έργου από τον Μίκη Θεοδωράκη κατέστησε το «Άξιον Εστί» προσφιλές και οικείο στο κοινό, και συνέβαλε στην ευρύτερη διάδοσή του. Παρά ταύτα, και παρά τις ανιχνεύσιμες επιδράσεις του σε νεότερους ποιητές, δεν πρόκειται για έργο ποιητικής πρωτοπορίας, αλλά για μιαν ευτυχισμένη στιγμή αυστηρά μελετημένης σύλληψης και εκτέλεσης.

1965. Γ. Μόραλης, Οδ. Ελύτης, Γ. Τσαρούχης με φράκο πριν από την παρασημοφόρησή τους

Η δεκαετία 1960-70 συνιστά μια νέα περίοδο δημόσιας ποιητικής σιωπής του Ελύτη, η οποία θα τερματιστεί το 1971 με την έκδοση της σημαντικής συλλογής του «Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά». Η εκδοτική του δραστηριότητα εντείνεται χρόνο με τον χρόνο. Μέχρι τη στιγμή της βράβευσής του με το Νόμπελ έχει τυπώσει τα ακόλουθα βιβλία: «Ο ήλιος ο ηλιάτορας» (1971), «Τα ρω του έρωτα» (1972), «Το μονόγραμμα» (1972), «Ο ζωγράφος Θεόφιλος» (1973), «Ανοιχτά Χαρτιά» (1974), «Τα ετεροθαλή» (1974), «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη» (1976), «Δεύτερη γραφή» (1976), «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο» (1978), «Μαρία Νεφέλη» (1978). Τα περισσότερα από αυτά έχουν απασχολήσει τον ποιητή κατά τα προηγούμενα χρόνια, αποδεικνύοντας τη γονιμότητα της σιωπής του. Αλλά και όσα βιβλία τύπωσε μετά το Νόμπελ υπακούουν σ' αυτή τη χρονική διαφορά μεταξύ γραφής και οριστικής κυκλοφορίας τους, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον «Μικρό Ναυτίλο», αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύονται ήδη από το 1976, ενώ το βιβλίο κυκλοφορεί το 1985. Σχεδόν ασχολίαστη από την κριτική παραμένει η πρώτη μετά το Νόμπελ ποιητική συλλογή του Ελύτη «Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας», ενώ αντιθέτως ποικίλα κριτικά σχόλια έχει προκαλέσει το σαφώς μικρότερο σε έκταση, αλλά πυκνό σε νοήματα «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», κορυφαία στιγμή του ποιητή κατά τη δεκαετία του 1980. Εκτεταμένη κριτικογραφία έχει προκαλέσει και η προτελευταία, όσο ζούσε ο ίδιος, συλλογή του «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», η οποία, μαζί με το «Δυτικά της λύπης» (1995) και με το μεταθανάτιο «Εκ του πλησίον» (1998) πιστοποιεί τη δημιουργική θαλερότητα του Ελύτη. Πράγματι, υπήρξε ο μόνος από τους μείζονες ποιητές μας που ευτύχησε να μακροημερεύσει και να εξακολουθεί να δημιουργεί μέχρι τις παραμονές του θανάτου του.

1979. Η υψίστη τιμή. Βραβείο Νόμπελ από τη Σουηδική Ακαδημία

Αρκετοί από τους τίτλους βιβλίων της περιόδου 1971 - 1978 που προανέφερα ανήκουν στον πεζό, δοκιμιακό του λόγο, στον οποίον θα πρέπει να προστεθούν το «Εν λευκώ» (1992), τόμος αντίστοιχος σε έκταση και σημασία προς τα «Ανοιχτά Χαρτιά», «Ο κήπος με τις αυταπάτες» (1995) και τα μικροσκοπικά «2Χ7ε» (1996). Τα δοκίμια του Ελύτη βρίσκονται μακριά από ό,τι θα αποκαλούσαμε κλασικό δοκίμιο, και τούτο κυρίως εξαιτίας της ποιητικής τους γλώσσας, η οποία γειτνιάζει περισσότερο με την ποιητική εκφορά παρά με τον αποδεικτικό συλλογισμό. Έτσι κι αλλιώς, όμως, τα σχετικά κείμενά του είναι συνεπή από ιδεολογική άποψη προς τη γενικότερη κοσμοθεωρία του, βασικά στοιχεία της οποίας είναι η «ηλιακή μεταφυσική», η ανακάλυψη του θαύματος στην καθημερινή ζωή, τα διαρκή θέλγητρα του ελληνικού χώρου, η ιστορική μνήμη και η παράδοση. Όπως έχει παρατηρήσει ο Στρατής Πασχάλης, τα δοκίμια του Ελύτη «είναι κείμενα καθαρά ποιητικά, που ακόμα και αν βασίζονται στην ανάπτυξη ενός θεωρητικού ή κριτικού επιχειρήματος, δίνουν μεγάλο βάρος στο εμπνευσμένο ύφος με το οποίο διατυπώνεται αυτό το επιχείρημα όσο και στην πρωτότυπη σύνθεση αυτής της ανάπτυξης σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο στοχασμός να μεταδίδεται στην ανάγνωση μέσα από έναν συναρπαστικό κυματισμό του λόγου, σχεδόν συγκινησιακά, όπως και στην ποίηση».

Η συνολική προσφορά του γνώρισε αρκετές τιμές. Εκτός από το Κρατικό Βραβείο που απέσπασε με το «Άξιον Εστί», ανακηρύχθηκε διδάκτορας των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης (πριν από το Νόμπελ), Σορβόννης, Λονδίνου και Αθηνών, ενώ πολλά Πανεπιστήμια του εξωτερικού τον κάλεσαν και τον τίμησαν ποικιλοτρόπως

Ο Ελύτης ξεκίνησε από τον υπερρεαλισμό, αλλά δεν υπέταξε την ποίησή του στις αυστηρές επιταγές και προδιαγραφές του κινήματος. Συμπορεύτηκε μαζί του για ένα διάστημα, δανείστηκε στοιχεία και τα αναμόρφωσε, σύμφωνα με το προσωπικό του όραμα, σ' έναν έλλογο και γλωσσικά έκπαγλο λυρισμό. Η υπερβατική διάσταση του υπερρεαλισμού διατηρήθηκε και αποτυπώθηκε με ευκρίνεια στα ζωγραφικά κολάζ του Ελύτη, που ο ίδιος εκτιμούσε και υπολόγιζε πάρα πολύ, θεωρώντας τα μιαν άλλην έκφραση της ποίησής του και τα ονόμαζε «συνεικόνες». Οι φραστικές εκπυρσοκροτήσεις που ακούγονται συχνά στα πάσης φύσεως κείμενά του βρίσκονται άλλοτε εντεύθεν και άλλοτε εκείθεν της ίδιας της γλώσσας. Ο λεκτικός του πλούτος δεν έχει ταίρι στα νεότερα γράμματά μας. Η ποίηση του Καβάφη, λ.χ., όπως και του Σεφέρη, έχει γραφτεί με τη χρήση περίπου 3.500 λέξεων. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο Ελύτης είναι υπερδιπλάσιες: πλησιάζουν τις 8.000! Η ποίησή του έφερε έναν αέρα υγείας, τόλμης και φωτός, ως αναγκαία αντίδραση, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδό της, στον καρυωτακισμό, ως κατάφαση στην ίδια τη ζωή. Ο πρώιμος χαρακτηρισμός του ως «ποιητή του Αιγαίου» (τον οποίον αργότερα ο ίδιος έβρισκε στενόχωρα περιοριστικό) μπορεί όντως να μην ανταποκρίνεται στη συνολική δημιουργική του πορεία, αλλά δεν αναιρεί την «ανακάλυψη» του Αιγαίου ως ποιητικού θέματος και, ταυτόχρονα, ως χώρου όπου βλάστησε η αρχαιοελληνική λυρική ποίηση με τη «μακρινή εξαδέρφη» του Ελύτη, τη Σαπφώ.

Η συνολική προσφορά του γνώρισε αρκετές τιμές. Εκτός από το Κρατικό Βραβείο που απέσπασε με το «Άξιον Εστί», ανακηρύχτηκε διδάκτορας των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης (πριν από το Νόμπελ), Σορβόννης, Λονδίνου και Αθηνών, ενώ πολλά πανεπιστήμια του εξωτερικού τον κάλεσαν και τον τίμησαν ποικιλοτρόπως. Πανελλήνια συγκίνηση προκάλεσε η αναγγελία του θανάτου του (18 Μαρτίου 1996), και πλήθος κόσμου παρακολούθησε την κηδεία του η οποία έγινε χωρίς επισημότητες και χωρίς εκφωνήσεις επικηδείων λόγων, όπως το είχε ζητήσει ο ίδιος. Το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας για την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1979, δηλώνει με τρόπο επιγραμματικό και καίριο την αξία του έργου του: «Για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία».