Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


«Μονόγραμμα» για την Οδύσσεια του Έρωτα

Bασίλης Aγγελικόπουλος, εφ. Καθημερινή, 12/9/2004

Ολόκληρη η ποιητική σύνθεση του Eλύτη μελοποιημένη από τον Γιώργο Kουρουπό θα παρουσιαστεί στο Μέγαρο Μουσικής

«Για σένα μόνο εγώ, μπορεί, και η μουσική που διώχνω από μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη…».

Με την ποίηση γενικά, και ιδιαίτερα με την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, έχει «παρελθόν» και, όπως φαίνεται, και μέλλον ο Γιώργος Κουρουπός, αφού επάνω της έχει βασίσει αρκετές συνθέσεις του μέχρι σήμερα. Oχι όμως ένα τόσο ευρείας πνοής έργο σαν αυτό που θα παρουσιάσει τις μέρες αυτές για πρώτη φορά (το ερχόμενο Σάββατο στο Μέγαρο Μουσικής), στο πλαίσιο των πολιτιστικών εκδηλώσεων που οργανώνει η «Αθήνα 2004» για την Παραολυμπιάδα: Πρόκειται για το «Μονόγραμμα», μια ποιητική σύνθεση που υμνεί και ταυτόχρονα θρηνεί τον έρωτα, το ανέφικτο του έρωτα, τη χαρακιά που σημαδεύει, χωρίζοντας, τη ζωή του ανθρώπου. Ο Ελύτης δημοσίευσε για πρώτη φορά την ποιητική αυτή σύνθεση το 1971 στο εξωτερικό όπου βρισκόταν τότε, στις Βρυξέλλες, από φωτοτυπημένο χειρόγραφό του, ενώ η πρώτη κανονική έκδοση έγινε το 1972 στην Αθήνα (Ικαρος). Ποτέ δεν επέτρεψε, παρ’ όλο που του το είχαν ζητήσει αρκετοί, και «επώνυμοι», συνθέτες, να μελοποιηθεί μέρος μόνο του «Μονογράμματος», γιατί πίστευε πως αυτό το έργο, αν ήταν να αντιμετωπιστεί μουσικά, έπρεπε ολόκληρο, ως σύνολο, κι όχι αποσπασματικά, μερικοί στίχοι του μόνο. Kι αυτό γίνεται τώρα με το έργο του Γιώργου Κουρουπού –σκηνική καντάτα για μεγάλη ορχήστρα (των Χρωμάτων, υπό τον Μίλτο Λογιάδη), βαρύτονο (Τάση Χριστογιαννόπουλο), «αθέατη σοπράνο» (Βασιλική Καραγιάννη) και χορωδία (υπό τη διεύθυνση του Νίκου Βασιλείου).

— Τι το ιδιαίτερο σας ερέθισε σ’ αυτό το έργο, κ. Κουρουπέ, ώστε να το μελοποιήσετε;

— Κατ’ αρχάς, αγαπώ την ποίηση. Και έχω κάνει αρκετά έργα πάνω σε ποίηση Σεφέρη, Εμπειρίκου κ.ά. – και του Ελύτη: τον «Μικρό Ναυτίλο», που είχε μάλιστα διευθύνει ο ίδιος ο Μάνος Χατζιδάκις με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, ένα από τα «Ελεγεία της Οξώπετρας» και αρκετά τραγούδια σε στίχους του, πάνω από δέκα. Με το «Μονόγραμμα», δηλαδή, επανέρχομαι σε μία από τις ασφαλείς μου επιλογές, από αγάπη στην ποίησή του. Eδώ υπάρχει το συνταρακτικό περιεχόμενο του ποιήματος – που είναι η απόλυτη πίστη στον έρωτα, η αναγωγή του έρωτα σε συνώνυμο της ζωής, μέσα από τον πόνο και το πένθος για τη στέρησή του. Αλλά πέρα από το περιεχόμενό του, εκείνο που με συγκινεί ιδιαίτερα σ’ αυτό το ποίημα είναι ότι μέσα από τις λέξεις αναβλύζει μουσική. Και μόνο διαβάζοντάς το σου έρχεται η αίσθηση μιας μουσικότητας, την οποία βεβαίως εμπεριέχει ούτως ή άλλως η γραφή του Ελύτη. Αλλά εδώ το ομολογεί κι ο ίδιος, με συγκινητικό τρόπο, ότι την άκουγε μέσα του, την αισθανόταν· λέει σ’ ένα στίχο ότι η μουσική που διώχνει από μέσα του ξαναγυρίζει εντονότερη.

— Ωστόσο, ο Ελύτης δεν επέτρεπε εύκολα, από ένα σημείο και μετά, τη μελοποίηση στίχων του…

— Ναι, είν’ αλήθεια. Με τον «Μικρό Ναυτίλο» πάντως είχε μείνει πολύ ευχαριστημένος. Του είχε στείλει ο Χατζιδάκις μια κασέτα με ηχογράφηση της συναυλίας κι είχε εκφραστεί με τα καλύτερα λόγια. Μάλιστα μου έστειλε μετά, γιατί δεν γνωριζόμασταν, ένα βιβλίο του με αφιέρωση.

— Στην περίπτωση του «Μονογράμματος» πώς νομίζετε ότι θα αντιδρούσε;

— Το συζήτησα με την Ιουλίτα Ηλιοπούλου το θέμα. Γιατί κατ’ αρχάς κι εγώ ο ίδιος δίσταζα. Ηθελα να αναμετρηθώ μ’ ένα ποίημα τόσο σπουδαίο, αλλά αναρωτιόμουν κατά πόσο κανείς νομιμοποιείται να το κάνει· και κατά πόσο δεν είναι ένα στοίχημα εκ των προτέρων χαμένο, επειδή πρόκειται για ένα ποίημα τόσο αύταρκες και τόσο γνωστό, που κινδυνεύεις να ηττηθείς – και να είναι και φανερό αυτό! Ρώτησα την Ιουλίτα τι σκεφτόταν ο ίδιος ο Ελύτης γι’ αυτό το ποίημα. Μου είπε ότι είχε επανειλημμένα αρνηθεί τη μελοποίηση μερικών μόνο στίχων του έργου – προφανώς για τραγούδια. Αντίθετα, δεν είχε αντίρρηση να επιτρέψει τη μελοποίηση ολόκληρου του έργου (σ.σ. συνολικά 173 στίχοι, σε 7 μέρη), το οποίο επέμενε ότι δεν προσφέρεται για «λαϊκό» τραγούδι, αλλά για ένα έργο έντεχνης μορφής, που, αν μη τι άλλο, να έχει τις ίδιες φιλοδοξίες έκφρασης με το ποίημα.

— Και μελοποιήσατε ολόκληρο το ποίημα ή ορισμένα μέρη του απαγγέλλονται μόνο;

— Tραγουδιέται εξ ολοκλήρου, δεν υπάρχει αφήγηση. Και σεβάστηκα απολύτως τη δομή – λέξεις, φράσεις, στίχο, ακόμη και τα διάκενα ανάμεσα στις παραγράφους. Δεν υπάρχει καμιά παράλειψη ή μετάθεση στίχων σε άλλο μέρος. Το μόνο που τόλμησα, πράγμα νόμιμο όμως, είναι επανάληψη ορισμένων στίχων από τη χορωδία – μια προέκταση δηλαδή αυτού που λέει ο μοναχικός τραγουδιστής στο στόμα όλων των ανθρώπων, στη συλλογική συνείδηση. Eτσι λειτουργεί η χορωδία στο έργο, σαν απόκριση στο μοναχικό τραγούδι του άντρα που μιλάει στο έργο.

H παρούσα – απούσα...

— Η βασική φωνή του έργου σας είναι η ανδρική;

— Ναι, όπως και στο ποίημα. Ενας μονόλογος, που άλλοτε γίνεται λυρική αναπόληση, άλλοτε τραγική κραυγή, τρυφερό ή παραληρηματικό τραγούδι ενός ανθρώπου βαθιά πληγωμένου.

— Και η γυναικεία φωνή που βάλατε, πώς προκύπτει μέσα σ’ αυτόν το μονόλογο;

— Ο άντρας απευθύνεται σε μια γυναίκα, έστω και απούσα. Αισθανόμαστε συνέχεια την παρουσία της μέσα από το δικό του λόγο. Εκείνο όμως που με έπεισε εν τέλει να βάλω στο έργο και γυναικεία φωνή, είναι η διαπίστωση ότι με τη μελοποίηση του ποιήματος ήταν σαν να αποδυναμωνόταν αυτή η αίσθηση της παρουσίας - απουσίας της γυναίκας. Θα υπάρχει λοιπόν στο έργο γυναικεία φωνή, αλλά μόνο ως φωνή, δεν θα τη βλέπουμε επί σκηνής. Είναι ο απόηχος της μοναξιάς του. Μια απόκριση, αλλά συγχρόνως μια συνεχής υπενθύμιση της απουσίας. Γι’ αυτό δεν πρέπει να βλέπουμε την τραγουδίστρια επί σκηνής, επειδή έτσι χάνεται η σημασία του συμβόλου.

— Και πώς θα γίνει αυτό;

— Θα βρει τη λύση ο Πάνος Παπαδόπουλος, που έχει τη σκηνοθετική επιμέλεια του όλου πράγματος και τον οποίο εμπιστεύομαι απόλυτα.

— Γιατί χρειαζόταν «σκηνοθετική επιμέλεια»; Προσχωρείτε μήπως στην άποψη «μουσική με θέαμα»;

— Δεν είν’ αυτό. Επρεπε να αντιμετωπιστούν ζητήματα όπως το πού και πώς θα είναι αθέατη, αλλά παρούσα η σοπράνο, ή και η χορωδία, που πρέπει επίσης να στέκεται κάπου διακριτικά, κυρίως όμως πού και πώς θα παρουσιαστεί ο τραγουδιστής. Κάθε συναυλία είναι μια στοιχειώδης τελετουργία – η ορχήστρα, ο μαέστρος, οι τραγουδιστές κ.λπ. Εδώ, αυτή ακριβώς η εγγενής σκηνικότητα έρχεται σε αντίθεση με το έργο. Το αντιμάχεται. Να βγει, δηλαδή, ο τραγουδιστής με το φράκο να τραγουδάει δίπλα στον μαέστρο αυτούς τους στίχους, είναι σαν να προδίδεται η αίσθηση του ποιήματος. Εχω την ανάγκη να τον βλέπω κάπου μόνο του· σαν τον Οδυσσέα σε μια σχεδία – μόνο που αυτός ζει την Oδύσσεια του Ερωτα, βασανίζεται από τον Αθλο του Ερωτα. Oλα αυτά τα αντιμετωπίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο Πάνος Παπαδόπουλος.

Oχι μουσική για μια σέχτα ομοτέχνων

— Εχει καθαρώς ορχηστρικά μέρη το έργο;

— Ναι, δύο: μια σύντομη ουβερτούρα, που επιδιώκει να αποδώσει το μότο το οποίο έχει προτάξει ο Ελύτης στο έργο: «Θα πενθώ πάντα –μ’ ακούς;– για σένα, μόνος, στον Παράδεισο». Eίναι το κλάμα του ανθρώπου και της φύσης ολόκληρης για το ακατόρθωτο του απόλυτου, για το τέλος του έρωτα και της ζωής. Υπάρχει επίσης ένα ιντερλούδιο, σαν προέκταση της 4ης ενότητας, σαν σχόλιο. Και φυσικά υπάρχουν ορχηστρικά στο βαθμό που διαστέλλονται τα διάφορα κενά ανάμεσα στο τραγούδι.

Έχει λάβει η μελοποίηση υπόψη της την ανάγκη του ακροατή να ακούει και να καταλαβαίνει τα «λόγια», το στίχο; Γιατί συχνά στο λυρικό τραγούδι αλλοιώνεται τόσο η φυσιολογική πνοή της λέξης, που δεν πιάνει τίποτα το αφτί μας…

— Ναι, έχετε δίκιο, συμβαίνει αυτό. Eίτε από αδέξιους συνθέτες είτε από άλλους που συνειδητά επιδιώκουν να μετατρέψουν σε αφηρημένη μουσική κάποιο κείμενο, έστω κι αν βάζουν μια ανθρώπινη φωνή να το τραγουδάει –λ.χ. ο Μπουλέζ μελοποιεί Μαλαρμέ. Προσωπικά, έχω μεγάλο σεβασμό σε ό,τι μας έχει χαρίσει η ελληνική ποίηση και επιδιώκω όχι απλώς να μην καταστρέψω το στίχο, αλλά να δώσω και κάτι παραπέρα. Γιατί η μουσική έχει τεράστιες δυνατότητες και μια μελοποίηση είναι πάντα και μια ερμηνεία ενός ποιήματος –ξεκλειδώνει λέξεις και νοήματα, τα αναδεικνύει, τα διευρύνει ίσως, υπογραμμίζει συναισθήματα… Δεν βλέπω το λόγο γιατί θα πρέπει να βιάσει κανείς το στίχο για να κάνει τη μουσική του.

Λέξεις και ήχοι...

— Και η μουσική η δική σας εδώ; Μελωδική, τονική, ατονάλ, ποιους δρόμους ακολουθεί;

— Ακούγεται αλαζονικό, αλλά θεωρώ πως είναι αλήθεια και θα το πω: Ο Ελληνας είναι μουσικά ακαλλιέργητος σε βαθμό αναπηρίας. Ακόμα κι ο πιο «υποψιασμένος» ή και διανοούμενος ακόμα, ενώ μπορεί να παρακολουθεί σύγχρονη ποίηση, σύγχρονο σινεμά, εικαστικές τέχνες κ.ο.κ. όταν πάμε στο χώρο της μουσικής, αγνοεί τα πάντα. Ρωτήστε τον αν έχει ακούσει ποτέ Μπάρτοκ –δεν σας λέω Μπουλέζ. Δηλαδή, είναι σαν να μην έχει διαβάσει ποτέ Κάφκα ή Κούντερα. Είναι μια περίεργη κατάσταση –αγνοείται η σύγχρονη έντεχνη μουσική, η διεθνής και, πολύ περισσότερο βέβαια, η ελληνική. Θέμα γενικότερης παιδείας, αλλά υπάρχει και μια άλλη εξήγηση: ότι στην Ελλάδα είχαμε, από Βυζάντιο ήδη, και έχουμε πάντα ένα πάρα πολύ σημαντικό τραγούδι, το οποίο καλύπτει σε μεγάλο βαθμό αυτό το έλλειμμα. Ενας Ελληνας συνθέτης, λοιπόν, που δεν θέλει να είναι περιθωριακός ή και αυτιστικός, γράφοντας μουσική μόνο για μια σέχτα ομοτέχνων του -κι αυτό εγώ το αρνήθηκα από νέος, όταν ήμουν στο Παρίσι ακόμη- ένας συνθέτης που θέλει δηλαδή να κάνει τη μουσική που αγαπάει αλλά να επικοινωνεί ταυτόχρονα και μ’ ένα κοινό, δεν μπορεί παρά να περνάει τη γραφή του μέσα από τις αναφορές που έχει το αφτί του Ελληνα ακροατή. Υπ’ αυτή την έννοια, υπάρχει στο «Μονόγραμμα» πολύ μεγάλη επεξεργασία σε όλους τους τομείς -αρμονικό και ορχηστρικό, με συνδυασμούς και χρώματα απείρως δουλεμένα- αλλά υπάρχει και λυρισμός και αμεσότητα, που πολύ συχνά θυμίζουν ακούσματα τα οποία έχουμε όλοι από το ελληνικό τραγούδι. Θέλω δηλαδή να δουλέψει μουσικά το έργο σε πολλά επίπεδα, όπως πολυεπίπεδο είναι και το ποιητικό κείμενο. Και νομίζω ότι ο ακροατής που θα αφεθεί στη δύναμη των λέξεων και στη συγκίνηση των ήχων θα περάσει όμορφα.