Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Ο ποιητής απέναντι στους χοντροαστούς

Ευριπίδης Γαραντούδης, εφ. Τα Νέα, 25/11/2006

Παρεξηγήσεις, οικονομική στενότητα, αίσθημα ασφυξίας: Ο Ελύτης μέσα από τις επιστολές τους στον Τeriade

Η ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ Ο ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΙΚΟΡΕΤΖΟ ΔΩΔΕΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ ΜΕ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΤΟΝ ΤΕRΙΑDΕ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΠΟΛΛΕΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΕΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΕΣ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΥ ΕΛΥΤΗ

Στο πρόσφατο κείμενό μου, «Οδυσσέας Ελύτης, αυτός ο άγνωστος» («Βιβλιοδρόμιο», 23.9.2006), υποστήριξα ότι, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, είναι έντονα αισθητή η δυσαναλογία ανάμεσα στη μεγάλη αισθητική αξία της ποίησής του και το γεγονός ότι ο καθημερινός άνθρωπος Ελύτης ουσιαστικά παραμένει άγνωστος, επειδή μέχρι σήμερα δεν δημοσιεύθηκαν ημερολόγια, αλληλογραφία, προσωπικά τεκμήρια ή μαρτυρίες γύρω από τη ζωή και το έργο του.

Η γνώμη με την οποία κατέληγε εκείνο το κείμενο, ότι η οικείωσή μας με το πραγματικό, κατά κάποιο τρόπο ενανθρωπισμένο πρόσωπο του καθημερινού Ελύτη, θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μιαν ερεθιστική και κυρίως ανατροφοδοτική επανανάγνωση του ποιητικού έργου του, περισσότερο βασισμένη στις πολιτισμικές και ιστορικές συνθήκες μέσα από τις οποίες δημιουργήθηκε, πιστεύω ότι επαληθεύεται με το πολύτιμο υλικό που μας προσφέρει ένα μάλλον απροσδόκητο βιβλίο. Πρόκειται για το βιβλίο του καθηγητή Φυσικής, λογοτέχνη και δοκιμιογράφου Δημήτρη Νικορέτζου, Αγαπητέ μου Teriade, όπου εκδίδονται σε διπλωματική έκδοση (δηλαδή σε εντελώς πιστή τυπογραφική μεταγραφή του χειρογράφου) και σχολιάζονται διεξοδικά 12 ανέκδοτες επιστολές του Ελύτη, γραμμένες την περίοδο από τις 2 Αυγούστου 1948 μέχρι την Πρωτομαγιά του 1973, με παραλήπτη τον εκδότη τέχνης (ακριβέστερα, «άνθρωπο της Τέχνης», όπως τον χαρακτηρίζει σε γραπτό του ο Ελύτης) Στρατή Ελευθεριάδη-Teriade. Ίσως ο Μυτιληνιός στην καταγωγή Teriade (1897-1983), που έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του στη Γαλλία, είναι γνωστότερος στην Ελλάδα ως ο δημιουργός του Μουσείου Θεόφιλου στη Μυτιλήνη, αλλά στο ευρωπαϊκό φιλότεχνο κοινό είναι πασίγνωστος ως συλλέκτης έργων τέχνης, τεχνοκριτικός και εκδότης περιοδικών με τα οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την ανάδειξη και καταξίωση των σημαντικότερων μοντέρνων ζωγράφων του 20ού αιώνα. Οι επιστολές του Ελύτη και η άδεια της έκδοσής τους παραχωρήθηκαν στον επιμελητή του βιβλίου από τη χήρα του Ελευθεριάδη, Alice Teriade.

Οι κομμουνισταί

«Αν είναι να το παίρνει κανείς με τέτοιες αβαρίες, καλύτερα να λείπει», γράφει ο Ελύτης στις 5/4/1964 σχολιάζοντας την απώθησή του για τις δημόσιες σχέσεις, με αφορμή το Νόμπελ του Σεφέρη

Οι επιστολές του Ελύτη σχολιάζουν πολλά και καίρια ζητήματα, όπως η ευγνωμοσύνη του προς τον Teriade για την κεντρική συμβολή του στη γνωριμία του Έλληνα ποιητή με σημαντικούς Ευρωπαίους λογοτέχνες και εικαστικούς καλλιτέχνες, η αίσθηση ότι η Γαλλία είναι η δεύτερη πατρίδα του, η σταθερή αγάπη του για τη ζωγραφική, οι δυσκολίες προσαρμογής ή και το αίσθημα ασφυξίας του στην πνευματική επαρχία της Ελλάδας, τα προβλήματα στη σχέση με την οικογένειά του, η διαρκής οικονομική του ανέχεια, η σχέση του με διάφορα πρόσωπα του πνευματικού και καλλιτεχνικού χώρου, όπως ο Κατσίμπαλης και ο Τσαρούχης, η επίσκεψη του Chagall στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1952, η μελοποίηση του Άξιον Εστί από τον Θεοδωράκη κ.ά.

Στις 8 Σεπτεμβρίου 1951, λίγο μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα από τη Γαλλία, όπου βρισκόταν από το 1948, ο Ελύτης σχολιάζει την επικριτική στάση της Αριστεράς απέναντί του ως σύμπτωμα της γενικότερης ελληνικής καθυστέρησης: «Δύο εφημερίδες [η αριστερή εφ. Δημοκρατική και το περ. Ο Αιώνας μας] έστειλαν και μου πήραν συνεντεύξεις και φωτογραφίες. Μόλις εδημοσιεύθηκαν, πλήθος κόσμου άρχισε να μου τηλεφωνεί και να μου ζητεί rendez-vous σαν νάμουν τουλάχιστον υποψήφιος βουλευτής. Αλλά οι κομμουνισταί με χτύπησαν και η εφημερίδα τους μου έκανε μια βίαιη επίθεση. Κάτω από τον τίτλο "Νεοφαναριώτες" με κατηγορεί επειδή είπα ότι... μου άρεσε η Ισπανία (πώς, αφού είναι φασιστικό κράτος;) και επειδή βρήκα να πω πολλά για τους Picasso και Matisse (εκφυλισμένους αστούς) αλλά τίποτε για τους εξορίστους της Μακρονήσου! Εκεί βρισκόμαστε ακόμη!» (σ. 95-97).

Καβγάδες όλη μέρα

Ο Τεριάντ με τον ζωγράφο Ματίς το 1951, σε μια φωτογραφία του Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν από αυτές που ο Ελύτης ζητά με γράμμα του από τον διάσημο τεχνοκριτικό που τον εισήγαγε στους γαλλικούς πνευματικούς κύκλους

Στις 9 Ιανουαρίου 1952, περίοδο κατά την οποία έχει αρχίσει να γράφει το Άξιον Εστί, φανερώνει ότι οι αντίξοες συνθήκες της συγκατοίκησης με την οικογένειά του εμπόδιζαν τη γραφή του έργου του: «Δυστυχώς οι συνθήκες στο σπίτι μου είναι πολύ άσχημες. Η μητέρα μου πολύ ηλικιωμένη και νευρασθενής, δημιουργεί καυγάδες όλη τη μέρα. Και τα αδέρφια μου δίνουν μιαν ατμόσφαιρα εντελώς εμπορική, με τις συζητήσεις τους και τα τηλεφωνήματά τους για λάδια κ.λπ. Όλες μου οι ελπίδες στηρίζονται στην Άνοιξη, οπότε λέω να πάω στη Μυτιλήνη και να τελειώσω εκεί τα αρχινισμένα έργα μου» (σ. 117).

Κατάδικος

Στις 24 Σεπτεμβρίου 1952, εκφράζει το «αίσθημα καταδίκου ή εξορίστου εδώ πέρα», στην Ελλάδα: «Ακριβώς μέσα σ' αυτή την αυστηρή και γλυπτική ομορφιά [της ελληνικής φύσης], μέσα σ' αυτή τη μυθική ατμόσφαιρα, αισθάνεται κανείς ακόμη πιο έντονα αυτό που έλεγε ο Σεφέρης, ότι οι άνθρωποι μοιάζουν επάνω σ' αυτή τη γη [ο Σεφέρης έγραψε για την Αττική] με δερματική ασθένεια. Τι γυρεύει αλήθεια ένας ποιητής μέσα σ' αυτόν τον κυκεώνα των ανθρώπων που ανεβοκατεβαίνουν τους δρόμους από το πρωί ώς το βράδυ κυνηγώντας λίρες, λίρες, λίρες; Που φορτώνουν τα σπίτια τους με ό,τι πιο άσχημο υπάρχει στον κόσμο; Πώς μπορεί να επηρεάσει ένας διανοούμενος τους χοντροαστούς μιας απρόσωπης πολιτείας όπως είναι η Αθήνα;» (σ. 139).

Ειρωνεία

Στις 5 Απριλίου 1964, φανερώνει με πικρία το χρόνιο οικονομικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε (πριν από το Βραβείο Νόμπελ) και διαλύει τη διαδεδομένη (έως σήμερα) φήμη της οικονομικής ευρωστίας του: «Για όλα χρειάζονται χρήματα και χρήματα πάλι δεν έχω εκτός από τα απολύτως απαραίτητα. Μου φτάνουν ίσια-ίσια για να πληρώνω το νοίκι μου και να τρώω. Το παραμικρό επί πλέον έξοδο μού είναι αδύνατον να το αντιμετωπίσω, ούτε καν τα βιβλία που μου χρειάζονται για την ενημέρωσή μου ν' αγοράσω. Και σαν από τραγική ειρωνεία, να έχω τη φήμη του πλουσίου, να με ζηλεύουνε οι συνάδελφοί μου και να συζητούν ότι θα πρέπει να εξαιρεθώ από τα μέτρα που πρόκειται να λάβει η νέα Κυβέρνηση του [Γεωργίου] Παπανδρέου για την ενίσχυση των πνευματικών ανθρώπων...» (σ. 213-215).

Εξαντλητικός σχολιασμός, όχι όμως περιττός

Το κείμενο των επιστολών του Ελύτη εκτείνεται σε συνολικά μόλις 31 σελίδες. Το μεγαλύτερο μέρος, λοιπόν, του βιβλίου του Νικορέτζου καταλαμβάνουν τα κείμενά του: δύο εισαγωγικά κι ένα επιλογικό κείμενο και, κυρίως, τα εκτεταμένα σχόλια στις επιστολές. Επίσης το βιβλίο πλουτίζεται από τις φωτογραφίες όλων των σελίδων των επιστολών, αντικρυστά με το διπλωματικά μεταγραμμένο κείμενό τους, και από πλούσιο εικονογραφικό υλικό, που αφορά κυρίως τις εκδοτικές δραστηριότητες του Teriade και παραχωρήθηκε από τη χήρα του. Όπως ο ίδιος ο επιμελητής ομολογεί, «ο σχολιασμός των επιστολών σε κάποια σημεία είναι εξαιρετικά "πλουραλιστικός", έως και φορτικός» (σ. 39). Όχι όμως και περιττός. Ιδίως το κειμενικό και εικονογραφικό υλικό για τον Teriade δίνει τη δυνατότητα στο ευρύτερο κοινό να προσεγγίσει μια τόσο σημαντική προσωπικότητα. Σε διάφορα σημεία του βιβλίου, ο Νικορέτζος υπενθυμίζει ότι δεν είναι φιλόλογος και ζητεί την επιείκεια των ειδικών. Ως νεοελληνιστής κρίνω ότι ο Νικορέτζος, καταβάλλοντας συστηματική προσπάθεια και μεγάλο κόπο, κατάφερε να φέρει επιτυχώς εις πέρας το δύσκολο έργο τόσο της έκδοσης όσο και του σχολιασμού των επιστολών, δουλεύοντας με το μεράκι, την αφοσίωση και την ανιδιοτέλεια τού (κατά τον Πολυλά) ερασιτέχνη.

Τέλος, είναι ευκταίο το σημαντικό αυτό βιβλίο, που εκδόθηκε από δημόσιο φορέα και συνεπώς βρίσκεται εκτός του εμπορικού κυκλώματος, να μη σταθεί αφορμή να ανακύψει με όρους σύγκρουσης το, ενίοτε ακανθώδες, ζήτημα της διαχείρισης των καταλοίπων πολύ σημαντικών λογοτεχνών, όπως ο Ελύτης. Το ζήτημα αυτό δεν πρέπει να διευθετείται στη βάση της επίκλησης νομικών δικαιωμάτων, αλλά με την ισχύ ενός ηθικού κώδικα αγαστής συνεννόησης όλων όσοι αγαπούν την ποίηση, τους μεγάλους δημιουργούς της και τα έργα τους.

ΚΑΙΡΙΕΣ ΨΗΦΙΔΕΣ

Με τις 12 επιστολές δεν σχηματίζεται βέβαια ολοκληρωμένη εικόνα του καθημερινού Ελύτη, αναδεικνύονται ωστόσο ορισμένες καίριες ψηφίδες της. Τέτοιες είναι η σταθερή αφοσίωση στην ποίηση, το ακέραιο ήθος, η νηφαλιότητα και η ηπιότητα στις κρίσεις για πρόσωπα και καταστάσεις του πνευματικού κόσμου. Κρινόμενες γενικά οι επιστολές αυτές δεν θολώνουν κατά κανένα τρόπο την επικρατούσα ιδεατή εικόνα του Ελύτη, βασικός συντελεστής της οποίας ήταν το ίδιο το έργο του, ποιητικό και δοκιμιακό. Αντιθέτως, ακόμη και η πρόχειρη σύγκριση, π.χ., ανάμεσα στον αλληλογράφο Ελύτη και τον αλληλογράφο Σεφέρη θα τόνιζε εναργέστερα την αυστηρότητα, τη δυστροπία ή και την υπεροπτική στάση του δεύτερου απέναντι στην ελληνική πνευματική ζωή και τους φορείς της.