Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Εμπρηστικός ποιητής μοντέρνων καιρών

Τιτίκα Δημητρούλια, εφ. Καθημερινή, 7/11/2004

Arthur Rimbaud, Μια εποχή στην κόλαση, Μτφρ. Χριστόφορος Λιοντάκης, εκδ. Γαβριηλίδης

Μια εξαιρετική ερμηνεία και ανασύνθεση της ποίησης του Pεμπώ από τον Xριστόφορο Λιοντάκη σε παλλόμενο ελληνικό λόγο

«Ήταν η μοίρα του να γίνει ο εμπρηστικός ποιητής της εποχής μας, το σύμβολο των διαλυτικών δυνάμεων που τώρα εκδηλώνονται», έγραφε ο Χένρυ Μίλερ για τον Ρεμπώ στο ομώνυμο δοκίμιό του. Και συνέχιζε: «Για να διαβάσει κανείς Ρεμπώ, πρέπει να μάθει να διαβάζει τη γλώσσα της ψυχής. Δεν έχει αλφάβητα εδώ και γραμματικές. Φτάνει ν’ ανοίξει κανείς την καρδιά του, να απαλλαγεί από κάθε λογοτεχνικό στερεότυπο […]. Να προσηλυτιστεί».

Εκατόν πενήντα χρόνια μετά τη γέννηση και 113 μετά τον πρόωρο θάνατό του, ο ποιητής που καταργεί τις παραδεδομένες γραμματικές της λογοτεχνίας, ο σκανδαλώδης Αρθούρος Ρεμπώ, συνεχίζει να πορεύεται μυθικός και μυστικός, ανέγγιχτος και απαραβίαστος, προσφέροντας κάθε φορά στις νέες γενιές το βίο και το έργο του, ως ανεπίλυτο αίνιγμα και μέγιστη πρόκληση. Στην «ηλικία των δολοφόνων», των εκστασιασμένων ασσασσίνων του «Πρωινού της μέθης», από τα δεκατρία ώς τα δεκαεννιά του χρόνια, ο Ρεμπώ ολοκλήρωσε το έργο του και το ξεπέρασε, το πέταξε από πάνω του για πάντα, να μην τον βαραίνει στα ταξίδια του. Ελάχιστα γνωστός ως ποιητής την ώρα που ξεκινάει να γνωρίσει τον κόσμο και τον εαυτό του, έχει στους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού τη φήμη του δαιμονικού, εξεγερμένου αγγέλου. Ο πυριφλεγής και περιδινούμενος λόγος του «μόνου μυθολογικού Γάλλου συγγραφέα», κατά τον Αρμάν Ρομπέν, θα κατακλύσει την οικουμένη μετά την έκδοση των «Καταραμένων ποιητών» του Βερλαίν. Ο μοιρασμένος βίος του, του ποιητή και του τυχοδιώκτη, η αμφίσημη και εκπάγλως σκοτεινή του ποίηση, όσα έγραψε και κυρίως όσα δεν έγραψε ποτέ, θα δώσουν τροφή στο μύθο του και θα εμπνεύσουν ανθρώπους ων ουκ έστιν αριθμός, νέους και λιγότερο νέους, μελετητές και ποιητές, καλλιτέχνες και μη, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου.

Αταξινόμητος, όπως ο Μπωντλαίρ και ο Λωτρεαμόν, θα θεωρηθεί κατά τον Μίλερ «πατέρας πολλών σχολών, χωρίς να συγγενεύει με καμία». Ο Ζαν Μορεάς, στο μανιφέστο του το 1886, θα θέσει το συμβολισμό υπό την αιγίδα του. Ο Μπρετόν και οι σουρεαλιστές, παρότι τον μέμφονται που αρνήθηκε την τέχνη, θα αναζητήσουν με πάθος τον «οραματισμό», τη γονιμοποίηση της φαντασίας με την «αποδιοργάνωση όλων των αισθήσεων», και θα τον ανακηρύξουν πρόδρομο και ιδρυτή του κινήματος. Οι μπίτνικ θα εμπνευστούν από την ξέφρενη φυγή του, η γενιά της αμφισβήτησης του ’60 και οι ροκ καλλιτέχνες, σαν τον Ντύλαν, την Πάτι Σμιθ και τον Τζιμ Μόρισον, θα τον θεοποιήσουν. Η πρόσληψη του Ρεμπώ παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αυτήν του Μπωντλαίρ, όπως και οι ζωές τους: οι δύο θεμελιωτές της μοντέρνας ευαισθησίας δεν χωρούν σε καλούπια και μιλούν χωριστά σε κάθε αναγνώστη: ο καθένας βρίσκει ένα κομμάτι του στην ποίησή τους και κανείς δεν εξιχνιάζει πλήρως το μυστικό της.

Το τέλος των ψευδαισθήσεων

Το «Μια εποχή στην κόλαση» είναι το μόνο έργο που εξέδωσε ο Ρεμπώ, ιδίοις αναλώμασι, το 1873, και επομένως το μόνο το οποίο μπορούμε να χρονολογήσουμε με ακρίβεια. Οι μελετητές ερίζουν κατά πόσον υπήρξε το προανάκρουσμα της σιωπής ή ακολούθησαν οι «Εκλάμψεις». Oπως και να έχει, το πολυστρωματικό και κυριολεκτικά αστραποβόλο αυτό ποίημα περιγράφει το παρελθόν και προφητεύει το μέλλον του ποιητή - και του καιρού του. Με πυρήνα την αναχώρηση, αλλά και την απεγνωσμένη επιστροφή, την εξέγερση και την ανάλωσή της, το «Μια εποχή στην κόλαση» ευαγγελίζεται το τέλος όλων των ψευδαισθήσεων και συγκλονίζει με την αυθεντική του οδύνη.

Κείμενο οργισμένο και μαζί απελπισμένο, επαναστατικό και θλιμμένο, με την ιοβόλο ειρωνεία και τον ανελέητο σαρκασμό του, τις ζωηρές, χειροπιαστές εικόνες του, που αποτυπώνονται ανεξίτηλα στο βλέμμα και το νου του αναγνώστη, τινάζει στον αέρα τον φαρισαϊκό αστικό κόσμο - αλλά και την ίδια τη ζωή του ποιητή, και την ίδια την ποίηση. Στηλιτεύει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, την αλλοτρίωση της κοινωνίας που καθρεφτίζεται στο χρήμα και νομιμοποιεί με την επίκληση του καθολικισμού τις ανομίες της, ξεπλένει στον αγιασμό το αίμα των αθώων. Χλευάζει την υποκρισία στην εργασία και την αρετή, τον έρωτα και τη φιλία, την αλληλεγγύη και την ανθρωπιά, που αποχαυνώνουν τον άνθρωπο. Τάσσεται στο πλευρό των αδικημένων, των καταπιεσμένων του κόσμου, οι οποίοι ενσαρκώνονται στο πρόσωπο του Γαλάτη, του βαρυποινίτη, του αράπη.

H ανατολή της σιωπής

Και την ίδια ώρα διαπιστώνει ότι η επιστροφή σε μια προχριστιανική, ειδωλολατρική αθωότητα είναι ανέφικτη, όπως αδύνατη είναι και η δραπέτευση, η διαφυγή. Με χρώματα βιβλικά, ασπρόμαυρα, και με τη φλόγα της Κόλασης να αναλάμπει στο βάθος, το «Μια εποχή στην κόλαση» σχεδιάζει ένα φρυγμένο, δηωμένο, κατακαμένο τοπίο, αυτό των καιρών που διαφαίνονται στον ορίζοντα, για τη ζωή τη δική του και των άλλων: «ναι, η εποχή που ανατέλλει είναι το λιγότερο αμείλικτη». Αλλά και το τοπίο της ίδιας της ζωής του ποιητή, που βδελύττεται το παρελθόν και αντικρίζει τρομοκρατημένος το μέλλον. Εξεικονίζει την προσωπική του διαδρομή, μετά τη διάψευσή του ως Οραματιστή, μετά το χωρισμό του με τον Βερλαίν, μετά τις άκαρπες δοκιμές του να ζωντανέψει τον υπνώττοντα ποιητικό λόγο. Αφουγκράζεται τη σιωπή που σιγά σιγά τον κατακλύζει, καθώς ο Aλλος, που είναι ο εαυτός του, δυναμώνει και ετοιμάζεται να τον οδηγήσει στην αφωνία, την αλαλία και το όνειρο του γιου που θα γίνει μηχανικός και «με την επιστήμη θα κερδίσει πλούτη και δύναμη».

Ο Ρεμπώ λοιδορεί την πολυφίλητη Ομορφιά, για να μπορέσει στο τέλος να χαιρετίσει και να αποχαιρετίσει τη νέα ομορφιά: «ό,τι έγινε, έγινε. Τώρα μπορώ να χαιρετίσω την ομορφιά» - την ομορφιά που αναδέχεται την ποταπότητά της: «Α! το μεθυσμένο μυγιαλούδι στο ουρητήριο του πανδοχείου, ερωτευμένο με τη μυοσωτίδα, που το διαλύει μια αχτίδα». Με εξαιρετική διαύγεια και δίχως ίχνος αυτολύπησης παρατηρεί το παρελθόν, τις σχέσεις, την αφέλειά του, να πιστέψει στην ποίηση, την «αλχημεία του λόγου» και να υλοποιήσει το Μεγάλο Eργο. Διαπιστώνει: «καμία αναχώρηση»• […] «η ζωή είναι μια φάρσα από την οποία δεν ξεφεύγει κανείς». Και κλείνει τους λογαριασμούς με το ποιητικό Εγώ του: «Και την αυγή, οπλισμένοι με επιμονή όλο πάθος, θα μπούμε στις μεγαλόπρεπες πολιτείες». Το Λονδίνο και το Μιλάνο, το Αμβούργο και η Στοκχόλμη, το Χαράρ και το Aντεν τον περιμένουν. Εκεί θα δικαιούται να είναι κάτοχος της αλήθειας «σε μια μόνο ψυχή, σ’ ένα σώμα».

Οι ελληνικές μεταφράσεις

Παρακμιακός και παραβάτης, σημαδεμένος από την εικόνα του πατέρα του που τους εγκατέλειψε γιατί λάτρευε την ελεύθερη ζωή και τα ταξίδια, ο Ρεμπώ υπήρξε ένας άνθρωπος διχασμένος και οι αντιφάσεις του σφραγίζουν την ιδιαίτερη ευαισθησία και την ποίησή του, τη διατηρούν ανοιχτή και μετέωρη, ώστε ο καθένας μας, σε κάθε εποχή, να καθρεφτίζεται στο «καυτό της μέταλλο». Πολλοί είναι οι Eλληνες ποιητές που δεν φοβήθηκαν να την αγγίξουν – ή κι αν φοβήθηκαν, δεν λιποψύχησαν: ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Aρης Δικταίος, ο Αλέξανδρος Μπάρας, ο Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου, ο Καίσαρ Εμμανουήλ, ο Νίκος Σπάνιας, ο Στρατής Πασχάλης και πόσοι άλλοι. Πλάι τους στέκει σήμερα, με τη νέα μετάφραση του «Μια εποχή στην κόλαση», ο Χριστόφορος Λιοντάκης, ο οποίος δεν περιορίστηκε σε μια επιφανειακή ανάγνωση του κειμένου του Ρεμπώ, αλλά με αφοσίωση και παρρησία τον ερμήνευσε και τον ανασύνθεσε σε παλλόμενο ελληνικό λόγο.

Ο Αλέξανδρος Μπάρας ξεκίνησε κάποτε να μεταφράζει το «Μεθυσμένο καράβι» ως αντίδραση στην είσοδο των Γερμανών στο Παρίσι. Ο Χριστόφορος Λιοντάκης μετέφρασε σήμερα το «Μια εποχή στην κόλαση» ως αντίδραση στην «αμείλικτη εποχή» μας. Στο μεγαλείο της αγνότητάς του, ο Ρεμπώ την προέβλεψε και απέστρεψε το βλέμμα, προτιμώντας να ζήσει το αβίωτο παρά να εκφράσει το ανείπωτο. Ο λόγος κι η σιωπή του θα δονούν εις τους αιώνας όλους όσοι επιμένουν να ονειρεύονται, χωρίς συμβιβασμούς, το Απόλυτο.

Οι περιπλανήσεις ενός «κολασμένου

O Aρθούρος Pεμπώ γεννήθηκε το 1854 στη Σαρλεβίλ των Aρδεννών, γόνος μιας καθολικής μικροαστικής οικογένειας. Oταν ήταν έξι ετών οι γονείς του χώρισαν και η μητέρα του ανέλαβε εξ ολοκλήρου την ανατροφή του. Eυαίσθητος, εσωστρεφής και με πρώιμη ωριμότητα άρχισε από μικρός να γράφει ποιήματα και να αντιδρά στην καταπιεστική μητρική φροντίδα. Στα 16 του χρόνια το έσκασε από το σπίτι, ξεκινώντας τον πρώτο κύκλο φυγής –Παρίσι, Bέλγιο, επιστροφή στη Σαρλεβίλ– στη διάρκεια του οποίου έγραψε τη συλλογή «Poesies» (όπου περιλαμβάνεται το «Mεθυσμένο καράβι» και τα «Φωνήεντα») και γνώρισε τον ποιητή Πολ Bερλέν, δέκα χρόνια μεγαλύτερό του.

H γεμάτη πάθος φιλία τους έληξε δραματικά όταν, το 1873, ο Bερλέν αποπειράθηκε να τον σκοτώσει πυροβολώντας τον, επειδή ο Pεμπώ είχε αποφασίσει να τον εγκαταλείψει (ο Bερλέν καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση γι’ αυτήν του την πράξη). Tη χρονιά εκείνη ο Pεμπώ τύπωσε στο Bέλγιο το έργο του «Mια εποχή στην κόλαση».

Στα είκοσι μόλις χρόνια του αποφάσισε να εγκαταλείψει κάθε λογοτεχνική δραστηριότητα. Tαξίδεψε, συχνά με τα πόδια, σ’ όλη την Eυρώπη και έφτασε, ως μέλος της Λεγεώνας των Ξένων, στην Iάβα και στο Aντεν. Oι συνεχείς περιπλανήσεις του τον έφεραν στη Σουηδία, όπου δούλεψε σαν διερμηνέας σε τσίρκο, στην Kύπρο (εργοδηγός σε λατομείο), στην Aβησσυνία, όπου έκανε εμπόριο όπλων. Aναγκάστηκε να επιστρέψει στη Γαλλία, όταν αρρώστησε σοβαρά από καρκίνο. Nοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Conceptioτης Mασσαλίας, συντροφευμένος από την αδελφή του Iσαβέλλα, και πέθανε στις 10 Nοεμβρίου του 1891, στα 37 του χρόνια.