Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Ε. Χ. Γονατάς - Δ. Π. Παπαδίτσας: «Να μου γράφεις...»

Μικέλα Χαρτουλάρη, εφ. Τα Νέα, 1/4/2000

Η αξία ενός συγγραφέα δεν μετριέται μόνον από αυτά που γράφει ή / και από τη στάση του απέναντι στη ζωή. Μετριέται και από τις επισημάνσεις του, από τη «μύτη» του, από τους καλλιτέχνες που ανακαλύπτει, από τα κείμενα που αναδεικνύει, από τις πόρτες που ανοίγει ο ζωντανός διάλογός του με την τέχνη. Με αυτό το δεδομένο, αποτελεί γεγονός η επανεμφάνιση ενός ιδιόρρυθμου, αντισυμβατικού και στοχαστικού, «cult» συγγραφέα όπως ο Ε.Χ. Γονατάς, ο οποίος, εννέα χρόνια μετά την έκδοση του αφηγήματος «Η προετοιμασία» και την παρουσίαση - μετάφραση των «Στοχασμών» του Αντόνιο Πόρτσια (ΣΤΙΓΜΗ), προλογίζει τώρα 25 επιστολές που του έγραψε κατά την περίοδο 1960-1965 ο Δ.Π. Παπαδίτσας: Ο πιο πολύπλευρος ίσως ­ και από τους πλέον παραγνωρισμένους ­ ελληνικός, λυρικός, οραματικός, ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο οποίος πέθανε το 1987.

Άμεσες και δροσερές, οι επιστολές του Παπαδίτσα αφορούν τον σημερινό ανήσυχο αναγνώστη, καθώς αποτυπώνουν χωρίς την παραμικρή επιτήδευση, την εσωτερική αναζήτηση ενός δημιουργού. Και αποκαλύπτουν τις διεργασίες που οδήγησαν έναν ποιητή στις καινούργιες φιλοσοφικο-καλλιτεχνικές επιλογές του, ύστερα από μακρά περίοδο σιωπής και διαλογισμού. Τα «ΠΡΟΣΩΠΑ 21ος ΑΙΩΝΑΣ» παρουσιάζουν χαρακτηριστικά αποσπάσματα αυτής της αλληλογραφίας και ταυτόχρονα ένα ανέκδοτο κείμενο του Ε.Χ. Γονατά, που φωτίζει συμπληρωματικά το ζήτημα της ποιητικής έμπνευσης.

Την εποχή που ο Ελύτης παίρνει το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το «Άξιον Εστί» και λίγο αργότερα ο Σαχτούρης για τα «Στίγματα», την εποχή που ο Σεφέρης τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και που μεσουρανεί το στρατευμένο περιοδικό της Αριστεράς «Επιθεώρηση Τέχνης», οι δύο αυτοί φίλοι από την Κατοχή, αν και τόσο διαφορετικοί στις καταβολές, στην ιδιοσυγκρασία, στη γραφή και στις ανησυχίες, συντονίζονται στο περιθώριο της καθιερωμένης τέχνης.

Και χάρη στην αγάπη τους για την Ποίηση και για την Τυπογραφία, σχεδόν σαραντάρηδες πια, αρχίζουν μια στενή συνεργασία, ανταλλάσσουν βιβλία του Λάο Τσε, του Ταγκόρ ή του Εμπεδοκλή, διορθώνουν ανυστερόβουλα ο ένας τα γραπτά του άλλου και προτείνουν εναλλακτικές λογοτεχνικές κατευθύνσεις με τις εκδόσεις και το περιοδικό «ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ», όπου παρουσιάζουν μια λογοτεχνία πρωτοποριακή αλλά και εκλεκτή. Παράδειγμα το έργο του Ιβάν Γκολ, του Βολς ή τα δικά τους, όπως τα ποιητικά αφηγήματα της «Κρύπτης» του Γονατά ή τα ποιήματα της συλλογής «Ουσίες» του Παπαδίτσα.

Θα προχωρούσαν πρώτοι στην παρουσίαση του Κλάιστ ή του Τρακλ κ.ά, ο Γονατάς επέμενε και για τον Καχτίτση, όμως ύστερα από δύο πλούσια τεύχη (1959,1961) το σχέδιο του περιοδικού τους ναυάγησε. «Τους χώρισε ύστερα η ζωή / κανείς από τους δύο δεν είχε φταίξει», καθώς λέει ο Γονατάς, παραθέτοντας έναν αγαπημένο του στίχο.

Ο «Μήτσος» (Παπαδίτσας) ακολούθησε στη συνέχεια έναν δικό του δρόμο που τον απομάκρυνε από τον «φίλο κι αδελφό Νώντα» (Γονατά), υπηρετώντας το όραμα μιας «νέας ποιήσεως», «αποκαλυπτικής υψηλών νοημάτων», όπως έλεγε, «που θα ανεβάσουν τον άνθρωπο από το χαμερπές αδιέξοδο και την απόγνωση του πνεύματος, στην ενόραση του θείου». Η μυστικιστική αυτή στροφή του πραγματώνεται με την ποιητική σύνθεση «Εν Πάτμω», της οποίας τους πρώτους στίχους, νωπούς ακόμα ύστερα από μια έκλαμψη στο Σπήλαιο της Αποκάλυψης, στέλνει στον συνεργάτη του. Όλες οι επιστολές που ακολουθούν από τη Λέρο, όπου ο Παπαδίτσας είχε διοριστεί ως χειρουργός ορθοπεδικός και επιστημονικός διευθυντής του Ασκληπιείου Νοσοκομείου, αλλά και από την Πάτμο ή την Αθήνα, πάλλονται από αυτόν τον εσωτερικό αναβρασμό του.

Αυτό το υλικό βρέθηκε πριν από τριάμισι χρόνια, στο πατάρι του Ε.Χ. Γονατά, χάρη στον νεώτατο Χρήστο Αστερίου, γερμανομαθή φιλόλογο, διηγηματογράφο και ποιητή, «μαθητή» του Γονατά και λάτρη του Παπαδίτσα, ο οποίος ανέλαβε τον άθλο της αποκρυπτογράφησης, του υπομνηματισμού και της επιμέλειας των επιστολών, καθώς και της ανεύρεσης εκδότη. Έτσι, με την άδεια και της Αναστασίας Παπαδίτσα, συζύγου του ποιητή, γεννήθηκε ένα λιτό και κομψό βιβλίο, που θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τις Εκδόσεις Πατάκη. Ένα βιβλίο που, ενώ βγήκε από τη φωτοσύνθεση, μοιάζει σαν να βγήκε από τυπογραφείο. Περιλαμβάνει μια επιστολή του 1960, μία του 1965 και 23 από την περίοδο 1962-1963, ανέκδοτες φωτογραφίες, εισαγωγή του Ε.Χ. Γονατά, επίμετρο και σημειώσεις του Χρήστου Αστερίου. Ο τίτλος του, «Να μου γράφεις έστω και βαδίζοντας», προκύπτει από μια υποσημείωση του Παπαδίτσα, η οποία μαρτυρεί το κλίμα αυτής της αλληλογραφίας που δεν είναι «μακιγιαρισμένη» όπως λέει ο Αστερίου, ώστε να κολακεύει την υστεροφημία των αλληλογράφων, αλλά «την υπαγορεύει μόνον η ανάγκη της άμεσης επικοινωνίας».

Είναι αξιοπρόσεκτο εδώ το αδελφικό και οξυδερκές γράμμα που στέλνει ο Παπαδίτσας από τη Λέρο (12/11/1962):

Αγαπητέ Νώντα, λέει, «Αν σε μένα συνέβη το πραγματικό γεγονός, το φυσικό ή όποιο άλλο φαινόμενο, στην ποίησή μου να το 'χω λυρικά εξαερώσει, σε σένα συμβαίνει το αντίθετο: με μια καταβολική μαεστρία συμπυκνώνεις σε στέρεη ύλη και σε συγκεκριμένα πιστευτά γεγονότα το ονειρικά εξαερωμένο βίωμα του νου, μ' όλη την ψύχρα και παραφροσύνη του. Στους αντίθετους πόλους μας (στην αφετηρία σου ­ στο τέλος μου και αντιθέτως), σκέψου το αυτό, είμαστε ολόιδιοι. Να γιατί περισσότερο από κάθε άλλη φορά πίστεψα σ' αυτό που κάνεις. Το "Χωριό" και τα "Μετάξια" κυρίως, μ' έχουν ακινητοποιήσει, γιατί ενήργησαν άμεσα πάνω μου και μ' έκαμαν να δακρύσω. Αυτά τα δύο ποιήματα ­ κι ένα - δυο ίσως άλλα ­ τ' αφήνω να τα ξαναδώ μετά μερικές εβδομάδες, ίσως και μήνες, όπως κάνω στα πολύ πρόσφατα δικά μου! Εδώ πια κατορθώθηκε ο αφηγηματικός λόγος, αφού υπηρέτησε την ποίηση, να εξαφανισθεί. Είσαι 100% ποιητής που έχεις το χάρισμα της αφηγήσεως, όπως άλλος θα 'χε το χάρισμα της απαγγελίας. Μπράβο».

«Είμαστε ολόιδιοι στους αντίθετους πόλους μας» γράφει στις αρχές του '60 ο ποιητής Δ.Π. Παπαδίτσας (1922 ­ «Το φρέαρ με τις φόρμιγγες», «Ουσίες», «Εν Πάτμω», «Όπως ο Ενδυμίων», «Η Ασώματη», «Το Προεόρτιον») στον πεζογράφο Ε. Χ. Γονατά («Ο ταξιδιώτης», «Η Κρύπτη», «Το Βάραθρο», «Οι αγελάδες», «Ο φιλόξενος καρδινάλιος», «Η προετοιμασία»). Η φιλία τους άνθησε παράλληλα με τις πρωτοποριακές αναζητήσεις τους, που αποτυπώθηκαν στις εκδόσεις τής ΠΡΩΤΗΣ ΥΛΗΣ και σημάδεψαν το περιθώριο της καθιερωμένης ελληνικής λογοτεχνίας

Τον Αύγουστο του 1962 ο Ε.Χ. Γονατάς αρχίζει να γράφει μια καινούργια σειρά ονειρικά αφηγήματα, όταν πέφτει (κυριολεκτικά) στο κεφάλι του το ταβάνι του σπιτιού του, στην Κηφισιά. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ο Δ.Π. Παπαδίτσας βιώνει μιαν αποκαλυπτική εμπειρία στη Σπηλιά του Ιωάννη του Θεολόγου, στην Πάτμο. Ύστερα από αυτό, η ποίησή του αλλάζει ριζικά και οριστικά, τόσο ως προς τη θεματολογία και το ύφος της όσο και ως προς τον τρόπο γραφής της.

Πώς όμως έρχεται ακριβώς η έμπνευση; Και τι συμβαίνει μετά; Πώς μετασχηματίζεται στη διαδικασία της γραφής; Πώς εκφράζεται η εσωτερική αναζήτηση του δημιουργού; Η αγωνία του ή το κενό της έμπνευσής του; Οι δύο φίλοι συγγραφείς δίνουν μερικές από τις πλέον ειλικρινείς, ασυνήθιστες, συναρπαστικές και διαφορετικές μεταξύ τους απαντήσεις που έχουμε στα ελληνικά γράμματα, μέσα από τις επιστολές που γράφουν ο μεν Δ.Π. Παπαδίτσας στον Ε.Χ. Γονατά, ο δε Γονατάς προς τον Νίκο Καχτίτση.

Τα «ΠΡΟΣΩΠΑ 21ος ΑΙΩΝΑΣ» τις προδημοσιεύουν από την έκδοση «Να μου γράφεις έστω και βαδίζοντας».

Τα γράμματα του Παπαδίτσα «δεν είναι γραμμένα για την αιωνιότητα», υπογραμμίζει στα «ΠΡΟΣΩΠΑ» ο Ε.Χ. Γονατάς. Και στην «Εισαγωγή» του επισημαίνει κριτικά ότι «σε αρκετά σημεία», ευρισκόμενος ο Παπαδίτσας «σε πλήρη έξαρση και έκσταση θρησκευτική», «υποκύπτει στον πειρασμό της συμβουλευτικής θριαμβολογίας ή της προσηλυτιστικής διδαχής». Ανεξάρτητα όμως απ' αυτά, ο Παπαδίτσας «είναι ειλικρινής», τονίζει ο Γονατάς. «Δεν μεταμφιέζεται στα γράμματά του γιατί δεν θέλει να ξεγελάσει κανέναν, ούτε καν τον εαυτό του». Το υλικό αυτό, συνεχίζει, φανερώνει «την αγωνία του να συμφιλιώσει έννοιες αντιφατικές και ασυμφιλίωτες: την Αιωνιότητα με τον Καθημερινό Θάνατο (όπως αποκαλεί σ' ένα γράμμα του το Χάος της Καθημερινότητας), το Μεγαλείο και τον φόβο της Μικρότητας, την Αλαζονεία και την Ταπεινοσύνη, την Τέχνη και τη Ζωή, την Ύπαρξη και την Ανυπαρξία, και δείχνουν πόσο δύσκολο είναι να ισορροπήσει κανείς στα ύψη που η ψυχή κατορθώνει κάποτε να πετάξει».

«Το "Να μου γράφεις έστω και βαδίζοντας" είναι το "ντοκουμέντο"», προσθέτει ο Χρ. Αστερίου, «μιας δημιουργικής και ανυστερόβουλης φιλίας, σπάνιας στα λογοτεχνικά μας πράγματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γονατάς γίνεται αδελφός, εξομολογητής, φορές φορές κι ένα είδος λογοτεχνικού alter ego του Παπαδίτσα, γι' αυτό και δεν θα λείψουν στον αναγνώστη οι δικές του απαντήσεις, που έχουν χαθεί. Πέρα όμως από αυτά, τούτα τα γράμματα αποτελούν ουσιαστικά και το χρονικό της συγγραφής τού "Εν Πάτμω" ­ μιας από τις σημαντικότερες ποιητικές συνθέσεις του Παπαδίτσα ­ και έτσι τον επαναφέρουν στο προσκήνιο».

Διαβάζοντας τούτο το βιβλίο, ο αναγνώστης θα βρει ακόμα στοιχεία για τη σχέση των δυο τους με τον υπερρεαλισμό, απόψεις τους για ομοτέχνους τους, θα δει την άμεση επίδραση του Κάλβου στον Παπαδίτσα και κάποια λάθη στην κρίση του για έργα του Γονατά (όπως π.χ. για την «Επίσκεψη» που την ταυτίζει με ένα όνειρο), θα δει και την επιμονή τους στην αναζήτηση μιας τελειότητας που, καθώς λέει ο Ε.Χ. Γονατάς, θεωρείται ότι είναι λεπτομέρεια σήμερα... Μαζί με όλα αυτά, καταλήγει και ο Χρ. Αστερίου, ο αναγνώστης θα νιώσει «το κλίμα και κυρίως το ήθος μιας εποχής που φαίνεται να έχει περάσει ανεπιστρεπτί».

Ε. Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ

«Αισθάνθηκα το δημιουργικό δαιμόνιο να σκιρτάει πάλι»

Κηφισιά, 10 Αυγούστου 1962

μεσημέρι

Αγαπητέ μου κύριε Καχτίτση,

Σαν ενημερώνω επί του ακολούθου συμβάντος, που έλαβε χώρα στο γραφείο μου προ 2 ωρών.

Καθισμένος από τα χαράματα μπρος στο τραπέζι, προσπαθούσα εις μάτην να προχωρήσω ένα κομμάτι που είχα σχεδιάσει, αλλά δεν κατάφερα να το βγάλω πέρα εχθές. Είχα φθάσει σε σημείο μεγάλης απελπισίας, γιατί και δεύτερη μέρα στη σειρά πάλι αποτυχία θα ήταν θανάσιμο πλήγμα στο ηθικό μου. Σκεφτόμουν και τη δίκη ενός πελάτου μου ­ λωποδύτου ­ που διεξάγεται σήμερα το απόγευμα στις 6 και στην οποία είναι αδύνατον να μην παραστώ, εφ' όσον έχω αναλάβει το βάρος της σε ανύποπτον χρόνο, πολύ προτού μπλέξω στα δίχτυα της συγγραφής.

Οπότε ­ τη στιγμή ακριβώς που ο εκνευρισμός και η απελπισία μου είχαν φθάσει στο απροχώρητο και μου ερχόταν να γδαρθώ με τα ίδια μου τα χέρια, από τη θήκη των μελών μου, όπως ο Μαρσύας γδάρθηκε από τον Απόλλωνα ­ ένας εκκωφαντικός θόρυβος, μια βροντερή κανονιά με τραντάζει κι αμέσως χώματα και πέτρες αρχίζουν να κατρακυλάνε στους ώμους μου, στο τραπέζι, στα χαρτιά μου, γύρω μου, παντού. Είχα ακούσει, είναι αλήθεια, από ώρα ένα ύπουλο τρίξιμο από ψηλά, αλλά νόμιζα πως θα ήταν κάποιο μαμούνι, από εκείνα που είναι μόνιμοι κάτοικοι του γραφείου μου και δεν έδωσα σημασία. Το ταβάνι ­ τα 2/3 του ταβανιού ­ για το οποίο και άλλοτε σας έχω ομιλήσει*, ξεκόλλησε, υπεχώρησε και γκρεμίστηκε με πάταγο. Είναι θαύμα πώς γλύτωσα και δεν το έφαγα στο κεφάλι. Το γραφείο μου έγινε γης Μαδιάμ. Πίνακες ανετράπησαν, λάμπες έσπασαν, ανθογυάλια αναποδογύρισαν και θρυψαλλιάστηκαν, χαρτιά παρασύρθηκαν και ολόκληρο το πάτωμα, το ντιβάνι, οι βιβλιοθήκες, τα τραπεζάκια, τα πάντα καλύφθηκαν στη στιγμή από χονδρούς σοβάδες, χώματα και πέτρες.

Δε θα σας τα έγραφα όμως αυτά, γιατί είναι πράγματα όχι ασυνήθιστα, που συμβαίνουν αρκετά συχνά σε παμπάλαια και μετρίως συντηρημένα εξοχικά σπίτια όπως το δικό μου, εάν δεν συνέβαινε τούτο το αξιοπερίεργο. Αμέσως μόλις άκουσα τον τρομερό θόρυβο (και καθώς αντίκριζα γύρω μου τα πάντα να κείτονται σε ερείπια, ενώ από πάνω μου έβλεπα τις τεράστιες ανοιγμένες πληγές στον τσατμά του ταβανιού να δείχνουν ξεγυμνωνένο τον ξύλινο σκελετό του, απ' όπου, μέσ' απ' τα κενά που άφηναν τα πηχάκια γλιστρούσε ­ μαζί με το τελευταίο σύννεφο σκόνης ­ ελεύθερο τώρα πια, το κίτρινο φως της σκεπής), ένιωσα μια απέραντη γαλήνη να απλώνεται μονομιάς στην ψυχή μου· το τεράστιο βάρος που με πλάκωνε είχε φύγει από το στήθος μου και αισθάνθηκα το δημιουργικό δαιμόνιο να σκιρτάει πάλι μέσα μου.

Πήγα στην κουζίνα, έψησα έναν καφέ, ξαναγύρισα στο γραφείο και χωρίς ν' αγγίξω τίποτε απ' ό,τι άγγιξε η καταστροφή, ανάμεσα και επάνω στα τρίζοντα ερείπια που με περιστοίχιζαν στρώθηκα με κέφι στη συνέχεια της δουλειάς μου ­ για την οποία ήμουν πρωτύτερα ανίκανος ­ με αποτελέσματα ανέλπιστα καλά.

Επειδή είσαστε άνθρωπος που αρέσκεσθε να ερευνάτε με πάθος τους μυστηριώδεις δαιδάλους της ανθρώπινης ψυχής και της δημιουργίας, γι' αυτό έκρινα ότι δε θα 'ταν άσκοπο να σας μεταδώσω άμεσα και νωπά το ως άνω μικρό περιστατικό με όλα τα υλικά και πνευματικά επακόλουθά του.

Με αγάπη

Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ

* Η επιστολή του Ε.Χ. Γονατά προς τον Νίκο Καχτίτση τον οποίο, παρότι αλληλογραφούν συστηματικά, ουδέποτε συνάντησε, περιλαμβάνεται με την άδεια της Θάλειας Καχτίτση στις σημειώσεις της έκδοσης των επιστολών Παπαδίτσα, ως επεξηγηματική για την υπόθεση «του ταβανιού». Είναι σαφές ότι κινείται σε διαφορετικό μήκος κύματος από αυτές, τουλάχιστον ως προς το ύφος της. Ο Παπαδίτσας γράφει με εξομολογητική διάθεση από ανάγκη άμεσης επικοινωνίας, ενώ ο Γονατάς κάνει εδώ μια άσκηση ύφους, που έχει λογοτεχνική αξία σαν μικρό αφήγημα.

Δ. Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ

«Έζησα μεγάλα οράματα λόγου»

Σάψιλα - Πάτμος

20 Οκτωβρίου 1962, ώρα 10 π.μ.

Η μικρά σκέψις ως κρώζον πτηνόν

Εκ του ύψους σκοπεύει την σάρκα

Το ξηρόν δένδρον

Η σκληρά πέτρα που ελαξεύθη

Απ' το ακαταμάχητο όνειρο

Και εις την Πάτμο ανεστράφη η καρδία

Και μαράθηκε το άνθος το πικρό

(...)

Κι όπως του φοίνικος

Ο χρόνος τους κλάδους αφαιρεί

Κι ανέρχεται ο κορμός του

Εν μέσω ηλίου και ανέμων

Της διανοίας παρομοίως

Συνέβη η άνοδος.

Σημ. Μου υπαγορεύθηκε στην καθαρεύουσα. Απηχεί Κάλβον.

Νώντα,

αυτό το ποίημα δένεται μ' ένα συγκλονιστικό γεγονός. Μετά το γράμμα που σου 'γραψα, έφυγα τελείως νηστικός και μετά δεκαπεντάλεπτη πορεία βρέθηκα στο σπήλαιο της Αποκαλύψεως. Εις την αριστερά του πλευράν βρίσκεται θέσις όπου εκάθονταν ο Ευαγγελιστής. Εις το σημείο που ακουμπούσε το κεφάλι του παραμένει εντύπωμα επί του σκληρού βράχου (εκ γρανίτου), όπου διακρίνονται τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και εις απόστασιν 50 εκ. μικρό βαθούλωμα, που εχρησιμοποίει ως χειρολαβήν. Εις την οροφήν διακρίνονται τρεις ρωγμαί, αίτινες συναντώνται εις ένα σημείο. Εκ του σημείου αυτού βγήκε η φωνή του Θεού. Μόλις άγγιξα το σημείο αυτό (σχηματίζεται και σταυρός. Μυστήριο!), ο καλόγερος μου είπε: «Μπορώ να σας αφήσω μόνον, γιατρέ, διότι πρέπει να υπάγω στο μοναστήρι, που με ζήτησε ο ηγούμενος;». Κάθισα επί τόπου, ακούμπησα στο περβάζι ενός μικρού παραθύρου κι έγραψα αυτό που μου υπαγορεύθη στην καθαρεύουσα. Στην αρχή ήμουν πολύ ήρεμος, σιγά σιγά όμως οι στίχοι άρχισαν να με κατακλύζουν, για να σταματήσω στο τέλος, πέφτοντας μέσα μου η πιο θορυβώδης σιωπή. Είχα να γράψω απ' τον Απρίλιο.

Δ. Παπαδίτσας

Λέρος

18 Φεβρουαρίου 1963

(...) Επιτέλους, Νώντα μου, τελείωσα με αυτό μου το ποίημα (Εν Πάτμω)· τελείωσα... τρόπος του λέγειν! Έπρεπε πια να ησυχάσω, γι' αυτό μόλις βρήκα ευκαιρία το δακτυλογράφησα και μετά το διάβασα και εγώ δεν ξέρω πόσες φορές, ώστε να φθαρεί μέσα μου και να πάψει να μ' ερεθίζει. Είχε καταντήσει μαρτύριο, κάθε κομματάκι του, που έγραφα, άφηνε κι ένα αγκάθι που με τσίμπαε και με προετοίμαζε για παρακάτω. Συνηθισμένος σε άλλους τρόπους γραφής που μια κι έξω ξεμπέρδευα και χαιρόμουν μετά διαβάζοντας το έτοιμο ποίημα, ήταν κάτι το φοβερό αυτό που μου συνέβη: είχα μπερδευτεί στους κύκλους ενός τρομαχτικού βιώματος, στην περιοχή μιας φοβερής απέραντης σκιάς, δεχόμενος αλύπητα τις μαστιγώσεις ενός σύμπαντος και μιας ματαιότητος. Έζησα μεγάλα οράματα λόγου και ήχων και εκστασιασμών, με αποτέλεσμα να συνθλιβώ. Φαίνεται, αυτό πια το πίστεψα, ότι η εποχή μας δεν μπρεί να δώσει τον μεγάλο ποιητή της. Τι φταίει; Μήπως, καθώς λέει και το ρητό στο Ευαγγέλιο, «πρέπει ο σπόρος να αποθάνει;». Και ποιος είναι ο σπόρος που ακόμα δεν έχει πεθάνει μέσα μας, για να δώσει τον βλαστό του; Σκέφτομαι μήπως είναι όλες αυτές οι κονωνικές ανασταστώσεις και ανακατατάξεις μαζί με τα καταπληκτικά επιτεύγματα της επιστήμης. Δε βαριέσαι όμως, Νώντα, εμείς είμαστε απλοί και θέλουμε πια να γλιτώσουμε τώρα που πατήσαμε τα σαράντα... Σου στέλνω, λοιπόν, την Πάτμο μου, να την διαβάσεις ολόκληρη. Πριν περάσει χρόνος ή δύο χρόνια δεν πρόκειται να την περιλάβω με άλλα ποιήματα σε βιβλίο. Φοβάμαι πως μπορεί ξαφνικά να μου 'ρθει κάποτε να ξαναγράψω άλλα τόσα, κι άλλα τόσα. Πώς θα σου φανεί;

Νώντα μου, θέλω να μου γράψεις αμέσως. Δε θέλω άλλων εντυπώσεις, αν εξαιρέσω τον Παπατζώνη. Κλαίω μ' αυτό το ποίημα, είναι σαν να ανέβηκα τον Γολγοθά μου και λογχίστηκα. Στο διάολο να παν όλοι και τα βραβεία τους και οι κριτικές τους και τα κριτήριά τους. (...)