Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


«Ξερνούσε κρασί και μυστικά»

Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, εφ. Τα Νέα, 12/3/2005

Ο Ε.Χ. Γονατάς μεταφράζει τον Γκέοργκ Kρίστοφ Λίχτενμπεργκ και γοητεύει

Μια καινούργια, εξαίρετη μεταφραστική δημιουργία του Ε.Χ. Γονατά κυκλοφόρησε πρόσφατα. Τον παράξενο τίτλο της χρωστά σε έναν αφορισμό του Lichtenberg. Η σχέση του Γονατά με τον συγγραφέα είναι παλαιά και ουσιαστική

Λάτρης ο ίδιος της αμφισημίας και του παράδοξου που εκφράζουν ιδεωδώς τα κείμενα του Lichtenberg, βρήκε στους αφορισμούς του την «επίμονη ένταση μιας παθιασμένης αναζήτησης», που γοήτευσε και άλλους ποιητές του 20ού αιώνα, όπως ο Andr Bréton, o René Char, o Henri Michaux, και οι Antonio Porchia και Pierre Bettencourt τους οποίους επίσης μετέφρασε ο Γονατάς.

Ο Lichtenberg υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους επιστήμονες και στοχαστές της προρομαντικής περιόδου. Οπαδός της Naturphilosophie, που ήταν περισσότερο μια «ποιητική» της φύσης, στηριγμένη στην ενόραση, μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους κύριους εκπροσώπους της. Αν και δεν είχε δώσει κάποιο ολοκληρωμένο σύγγραμμα φυσικής, ήταν διάσημος για τα πειράματά του σχετικά με τα φυσικά φαινόμενα και τον ηλεκτρισμό και αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού για τους φοιτητές του, που τον θεωρούσαν θαυματοποιό και έτρεχαν στο Γκαίτινγκεν, όχι τόσο για να σπουδάσουν όσο για να τον ακούσουν.

Το τηλεσκόπιο

«Πρέπει οπωσδήποτε να γράφω, για να μαθαίνω να εκτιμώ την έκταση του χάους που βασιλεύει μέσα μου». Ένας από τους αφορισμούς του Λίχτενμπεργκ που ταιριάζει στον E.X. Γονατά

Ο Lichtenberg ασκούσε σε μέγιστο βαθμό την παρατηρητικότητά του. Με ένα τηλεσκόπιο κοίταζε από το παράθυρό του τις σκηνές του δρόμου, τους ανθρώπους που περνούσαν και παρατηρούσε τα πρόσωπα και τις κινήσεις τους. Είχε αναγάγει την παρατήρηση σε επιστήμη, χωρίς όμως να ξεχνά τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα των γνώσεων. Έλεγε πως θα έδινε μέρος της ζωής του για να μάθει τον μέσο όρο της βαρομετρικής πίεσης στον Παράδεισο, σύμφωνα όμως με έναν μελετητή του, κυρίως τον απασχολούσε η βαρομετρική πίεση της ανθρώπινης καρδιάς.

Καρπός αυτής της επίμονης πνευματικής άσκησης που αποσκοπούσε τόσο στην ανθρωπογνωσία όσο και στην αυτογνωσία, και την οποία ο ίδιος ονόμαζε «επαγρύπνηση», ήταν τα πρόχειρα σημειωματάριά του (Sudelb cher). Άρχισε να καταγράφει σ' αυτά τις σκέψεις του σε ηλικία 22 χρόνων και τα συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής του. Περιλαμβάνουν κείμενα εξομολογητικά, διάφορα ανέκδοτα, ευφυολογήματα, λογοπαίγνια ή ενδιαφέρουσες φράσεις που συναντούσε στα διαβάσματά του, χωρίς καμιά ταξινόμηση και επεξεργασία. Τα σημειωματάρια δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατό του και από αυτά, το 1902-1908 ο Α. Leitzman ανθολόγησε τα πιο χαρακτηριστικά αποσπασματικά κείμενα που βρίσκονταν διάσπαρτα στα πρόχειρα σημειωματάρια και τα εξέδωσε σε πέντε τόμους με τον τίτλο «Αφορισμοί».

Ο συγγραφέας των «Αφορισμών», όπως γράφει στην εξαίρετη εισαγωγή του ο Ε.Χ. Γονατάς, υπήρξε ένθερμος οπαδός της παρατήρησης της μεγάλης, γόνιμης αμφιβολίας. Βαθιά αντιδογματικός, «υπέβαλε στη δοκιμασία της ατομικής εμπειρίας όλα τα δεδομένα της ζωής και όλες τις καθιερωμένες αλήθειες». Παράλληλα έγινε ένας «ακούραστος θεατής της μυστικής ζωής του, διορατικός και επίμονος παρατηρητής του συγκεκριμένου, που ωστόσο επεκτείνει τις περιηγήσεις του στη θολή και ταραγμένη περιοχή των αισθημάτων, του ασυνείδητου και των ονείρων».

Οι «Αφορισμοί» του Lichtenberg μπορεί να θεωρηθούν τα πρώτα κείμενα που εκφράζουν τον προβληματικό και ρευστό χαρακτήρα της σκέψης, που ακόμη και στις θετικές επιστήμες δεν μπορεί να εκφραστεί παρά μεταφορικά και αναλογικά. «Όταν βρίσκουν την αλήθεια στη Φύση, τη φυλάνε πάλι μέσα σ' ένα βιβλίο, όπου κι εκεί κακοπαθαίνει», γράφει ο Lichtenberg. Έχοντας κατανοήσει τις αξεδιάλυτες αντιφάσεις της σκέψης και της γλώσσας, προσπάθησε να τις δαμάσει με το λιτό, ακριβόλογο και συνάμα ειρωνικό ύφος του.

Γι' αυτές ακριβώς τις ιδιότητές του ο Lichtenberg βρήκε μεγάλους θαυμαστές στον Schopenhauer και τον Nietzsche, ενώ ο Kierkegaard τον χρησιμοποιούσε στα βιβλία του. Την ίδια επίδραση άσκησε σε φιλοσόφους του 20ού αιώνα. Ο Wittgenstein χάριζε αντίτυπα των «Αφορισμών» στους φίλους του και το φιλοσοφικό έργο του, κυρίως ο Tractatus logico-philosophicus, χρωστάει πολλά στη μορφή τoυς. Τους «Αφορισμούς» ο Wittgenstein τους ονόμαζε «άνθος της σκέψης», γιατί δεν περιλαμβάνουν επιχειρήματα που καταστρέφουν την ομορφιά της ενόρασης.

Ωστόσο, στους «Αφορισμούς» βρίσκουμε σελίδες πραγματικής ποίησης, που επεσήμαναν οι νεώτεροι και ανάμεσά τους ο Robert Musil: η αμφισημία τους ερεθίζει τη φαντασία και μας ωθεί σε ταξίδια στον κόσμο του ασυνείδητου και του ονείρου.

Το νέο αυτό βιβλίο του Ε.Χ. Γονατά, πραγματικό κομψοτέχνημα, έχει μια ιδιαίτερη ιστορία. Για τον Lichtenberg μιλούσε συχνά ο συγγραφέας του «Φιλόξενου καρδινάλιου» στη μικρή συντροφιά των φίλων των Εκδόσεων Στιγμή, στο τυπογραφείο του Αιμίλιου Καλιακάτσου. Με προτροπή και παράκληση του Γονατά ο φίλος του, αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης, έφτιαξε το 1992 ένα ανθολόγιο με αφορισμούς στην ελληνική γλώσσα που δημοσιεύτηκε από τις Εκδόσεις Στιγμή.

Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει μια δική του επιλογή αφορισμών, με διαφορετικά κριτήρια, για να δώσει στον Έλληνα αναγνώστη μια πληρέστερη εικόνα του συγγραφέα τους. Αν ο Κονδύλης διάλεξε αφορισμούς με φιλοσοφικό κριτήριο, στην επιλογή του Γονατά πρωτεύει ένα κριτήριο που θα ονομάζαμε «ποιητικό». Γιατί οι αφορισμοί του σπουδαίου Γερμανού στοχαστή, μέσα στη άκρα λιτότητα και συντομία τους, διαθέτουν μια εκφραστική δυναμική γνήσια «ποιητική», που τιθασεύει τη χαλαρότητα και τη φθορά των λέξεων και αναπτερώνει δημιουργικά τη φαντασία.

Σταχυολογούμε μερικούς: * Νομίζεις ότι κυνηγάω το παράδοξο επειδή δεν ξέρω το ωραίο, όμως όχι· επειδή εσύ δεν ξέρεις το ωραίο γι' αυτό αναζητώ το παράδοξο. * Βάψε την καμπούρα γαλάζια μ' ένα πινέλο από ξύλο σημύδας. * Ξερνούσε κρασί και μυστικά.

Η έκδοση συνοδεύεται από μια θαυμάσια εισαγωγή και πλούσια εικονογράφηση, αλλά μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σχόλια, γιατί σ' αυτά ο Γονατάς παραθέτει τρεις δικές του αφηγήσεις που σχετίζονται με τους αφορισμούς.

Ο καμπούρης με τους θυελλώδεις έρωτες

Ο Georg Christoph Lichtenberg (1742-1799) γεννήθηκε στην Έσση της Γερμανίας. Ήταν παιδί ενός πάστορα με προοδευτικές ιδέες. Σπούδασε Μαθηματικά, Φυσικές Επιστήμες και Αστρονομία στο Γκαίτινγκεν, όπου το 1770 έγινε καθηγητής Φυσικής και Φιλοσοφίας. Ασχολήθηκε με την αεροστατική, τη λειτουργία του αλεξικέραυνου. Πρόδρομος του ηλεκτροφωτισμού, ανακάλυψε ότι όταν ηλεκτροφορτιστεί η σκόνη της ρητίνης παράγει μορφές γνωστές ως «σχήματα Lichtenberg». Επίσης, ασχολήθηκε με την αστρονομία. Χάρη στις απέραντες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του, ο Lichtenberg προσελήφθη ως δάσκαλος ενός νεαρού Άγγλου ευγενούς και έτσι επισκέφθηκε δύο φορές την Αγγλία, εμπειρία που επηρέασε πολλά γραπτά του. Ο Lichentberg ήταν καμπούρης από παιδικό ατύχημα. Ήταν φιλάσθενος και σε υπέρτατο βαθμό υποχονδριακός. H φυσική του κατάσταση, την οποία αντιμετώπιζε με χιούμορ, δεν τον εμπόδισε να ζήσει θυελλώδεις ερωτικές σχέσεις με νεαρά κορίτσια του λαού και να κάνει επτά παιδιά. Η φιλάσθενη φύση του ήταν γι' αυτόν πηγή συνεχούς αγωνίας και τα τελευταία χρόνια της ζωής του βρήκε ανακούφιση στο αλκοόλ. Λίγα κείμενα δημοσίευσε ο Lichtenberg εν ζωή, κυρίως πραγματείες και σάτιρες. Το γνωστότερο δημοσίευμά του ήταν οι Αναλυτικές Επεξηγήσεις για τις Χαλκογραφίες του Hogarth. Έγραψε επίσης πολλά άρθρα για να αντικρούσει τη «φυσιογνωμική» του Lavater, ψευδο-επιστήμη σύμφωνα με την οποία μπορούμε να αναγνωρίσουμε ψυχικές ιδιότητες από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου. Η «φυσιογνωμική», προάγγελος του επιστημονικού ρατσισμού, έθιγε άμεσα τον δύσμορφο Lichtenberg, αλλά η διορατικότητά του τον έκανε να αναγνωρίσει τους κινδύνους μιας τέτοιας θεωρίας.

«ΕΙΔΑ ΚΟΥΡΟΥΝΕΣ ΣΤΗ PAXH ΤΩΝ ΧΟΙΡΩΝ»

«Είδα συχνά κουρούνες να κάθονται πάνω στη ράχη των χοίρων...», γράφει ο Lichtenberg. Και ο Γονατάς σχολιάζει: «Η εικόνα αυτή μου έφερε στο νου μιαν άλλη ανατριχιαστική σκηνή, που παρακολούθησα κάποτε σ' έναν περίπατό μου [...] Μια κανελλιά γουρούνα τεραστίων διαστάσεων γέμιζε με τον όγκο της το λάκκο, ακινητοποιημένη, στην κυριολεξία σφηνωμένη μέσα του, και από τα φουσκωμένα μαστάρια της κρέμονταν - σαν τα βαριά τσαμπιά σταφύλια από την κληματαριά - καμιά δεκαριά, ίσως και περισσότερα, διαφόρων χρωμάτων μικρά γουρουνόπουλα, που τη βύζαιναν με απερίγραπτη απληστία, με μανία θα 'λεγα σχεδόν. Στην πλατύφαρδη ράχη της, που έμοιαζε με κατάστρωμα εγκαταλειμμένου πλοίου, πέντ' έξι καλοθρεμμένοι αρουραίοι αλώνιζαν με ανασηκωμένες πανηγυρικά τις ουρές, ξένοιαστοι επιβάτες, και είχαν στήσει γλέντι τρικούβερτο: χρησιμοποιώντας - ως φαίνεται - για τρυπάνι το μυτερό μουσούδι τους είχαν ανοίξει στο χοντρό δέρμα της γουρούνας βαθειές τρύπες απ' όπου αντλούσαν, ρουφώντας απολαυστικά το παχύρρευστο ασπροκίτρινο λίπος της... Μάλιστα, θυμάμαι, ότι την άκουγα να γρυλλίζει και αυτήν καμιά φορά, ρυθμικά και ηδονικά, πότε μαζί με τα παιδιά της και πότε μαζί με τους επιδρομείς! Ήταν όμως, πράγματι, όπως ήθελα ίσως να πιστεύω, γρυλλίσματα αυθεντικής αγαλλίασης και χαράς ή μήπως κραυγές μεταμφιεσμένου πόνου και θρήνου;».