Αρχική σελίδα → Λογοτεχνία → Ποίηση


Ράτσα υψικαμίνου

Kώστας Γεωργουσόπουλος, εφ. Τα Νέα, 20/11/2010

O υπερρεαλισμός για τον Έκτορα Κακναβάτο, εκτός από τρόπος ζωής, εκτός από ηθικός κώδικας, είναι κι ένα όπλο. Φαίνεται να πιστεύει ότι έχει ακόμη πολλά από τα δυναμικά στοιχεία της αρχής του και ποτέ δεν έπαυσε να είναι επαναστατικός και ανατρεπτικός. Αυτή η παλιά του δυναμική κατάγεται από την τρομερή αποκάλυψη των μηχανισμών του ονείρου και της ψυχανάλυσης σε συνδυασμό με την εξέγερση της Κρονστάνδης.

Πριν από είκοσι τρία χρόνια είχα αφιερώσει στο περιοδικό «Λέξη» επ΄ ευκαιρία της έκδοσης τόμου με την έως τότε ποιητική συγκομιδή του Εκτορα Κακναβάτου ένα δοκίμιο με τον τίτλο: «Ο αρχαίος θυμός ράτσα υψικαμίνου». Στο πρώτο μέρος, καθαρά προσωπικά διηγούμουν πώς γνώρισα σε φροντιστήριο ως συνάδελφο τον έξοχο γεωμέτρη Γιώργο Κοντογεώργη, πώς ανακάλυψα πως ήταν ο ήδη γνωστός μου ποιητής Κακναβάτος και πώς τον έπεισα να ξαναβγάλει από το συρτάρι του ποιήματα, ύστερα από μεγάλη, απαισιόδοξη σιωπή και πώς τον συνέστησα στον αξέχαστο Φίλιππο Βλάχο όπου στα «Κείμενά» του ο Κακναβάτος εγκαινίασε με το «Τετραψήφιο» τη δεύτερη γονιμότερη περίοδο της ποιητικής του.

Στο δεύτερο μέρος του Δοκιμίου σε πρώιμες μέρες για την κριτική αποτίμηση του έργου του (αφού κυριαρχούσε ακόμη μια ένοχη σιωπή για τον μεταπολεμικό υπερρεαλισμό) έγραφα: «Οταν εγώ αναθυμούμαι, έχω την αίσθηση ότι μετέσχα εκείνη την εποχή σε ένα ποιητικό «δρώμενο», πως ήμουν υλικό για ακόμη ένα ποίημα του Κακναβάτου. Γιατί ο Κακναβάτος είναι εν πρώτοις ποιητής κρυπτικός· έχω την εντύπωση πως δεν υπάρχει ούτε ένα ποίημά του που να μην έχει πυρήνα ιστορικό, επικαιρικό ή πολιτικό. Ο κρυπτικός χαρακτήρας της ποίησης του Κακναβάτου δεν χρήζει Δηλίου κολυμβητού· χρήζει Μωυσέως, ο οποίος με το ραβδί του να διατάξει την Ερυθρά Θάλασσα να χωριστεί στα δύο για να διαβεί. Το ραβδί για να ανοίξει αυτή η θάλασσα και να αποκαλύψει το κρυμμένο μυστικό της είναι η μυθική της γλώσσα. Ο ποιητικός μύθος του Κακναβάτου είναι η Ιστορία. Ο ποιητής, αντίθετα με τον Καβάφη που ενδύεται τις στολές της Ιστορίας, αποδύεται συνεχώς και, τραγικά, ματαίως από τις στολές της Ιστορίας. Μια συστηματική έρευνα στα ιστορικά πρόσωπα ή στους ιστορικούς χώρους και χρόνους του Κακναβάτου πιστεύω πως θα μας οδηγούσε στον πιο «ιστορικό» μας ποιητή.

Ο Κακναβάτος μεταφέρει μέσα στην ποίησή του το βιασμένο από την ιστορική νεύρωση πρόσωπο του ανθρώπου. Τα ιστορικά πρόσωπα και οι ιστορικοί χώροι λειτουργούν στον Κακναβάτο σαν τερατώδεις μορφές ή σαν μορμολύκεια, σαν πελώριες κρεατομηχανές ή σαν μυλόπετρες. Ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής επέλεξε να τα αντιμετωπίσει είναι ο δημόσιος εξορκισμός. Η ποίηση του Κακναβάτου μοιάζει συχνά ως μαγική επωδός, ως ξόρκι, ως λεκτικός απήγανος, συχνότατα ως γιούχα, ως χλεύη και διαπόμπευση, δημόσιος διασυρμός. Η «φωνή» του ποιητή ακούγεται αρκετές φορές ως ντελάλημα ή ως ηχώ της αβύσσου, ως αρχαία φωνή που μεταφέρει τον αρχαίο θυμό μέσα από σάλπιγγες μιας νέας Ιεριχούς· σάλπιγγες που έχουν σφυρηλατηθεί από ευγενή και πολυσθενή μέταλλα. Για τον Κακναβάτο, όπως και για τους ακραιφνέστερους υπερρεαλιστές, η Ιστορία είναι μια αφύσικη, στενή φασκιά που δεσμεύει τη φύση, γι΄ αυτό και ορύσσουν βαθιά πηγάδια για να ανασύρουν μετάλλευμα, να εκλύσουν αέρια, να αποδεσμεύσουν υγρά εκ των εγκάτων, να αναποδογυρίσουν το τοπίο και να ελευθερώσουν το πρόσωπο από το προσωπείο της Ιστορίας. Αν και ο Κακναβάτος συγγενεύει με τον επικότερο Παλαμά και τον εύστομο Σικελιανό, το λεξιλόγιό του προέρχεται από την παλαιοδημοτική παράδοση και είναι ο μόνος υπερρεαλιστής μας που δεν γοητεύτηκε από την καθαρεύουσα. Οι υψηλοί τόνοι της ποιητικής φωνής του Κακναβάτου μάς οδηγούν συχνά στην εκζήτηση ενός ύφους που θα τολμούσε κανείς να το χαρακτηρίσει ρομαντικό, αν δεν κινδύνευε να παρεξηγηθεί. Ο ρομαντισμός πάντως αυτός κατάγεται περισσότερο από το θέατρο και παραπέμπει σε μια πόζα, σ΄ έναν στόμφο, σε μια μεγαληγορία. Ο Κακναβάτος είναι ο πλέον θεατρικός ποιητής μας μετά τον Καβάφη, με τη διαφορά ότι τονίζει έως το έπακρον τη θεατρικότητα, τη χαίρεται και τη δείχνει. Μεθά με τον μιμητικό οίστρο και αγάλλεται. Εμεινα σε γνωρίσματα της ποίησης του Κακναβάτου που τον διαφοροποιούν από τους άλλους υπερρεαλιστές, αφού, όπως και κείνοι, χρησιμοποιεί με μαεστρία τις τεχνικές της σχολής τις κοινόχρηστες. Πλάι στο «υπέροχο πτώμα» συχνά κυκλοφορούν φαλλικές μορφές μέσα σ΄ ένα πυροτέχνημα συνειρμικών γαλαξιών.

Τελειώνοντας θα ΄θελα να κλείσω με την αναφορά μου στον μαθηματικό Κακναβάτο. Η ποίησή του εντέλει ανάγεται σε μια μη ευκλείδεια γεωμετρία αφού, αρνούμενη τη φενάκη της Ιστορίας, αρνείται την πεζότητα της ευθείας ως της συντομότερης γραμμής μεταξύ δύο σημείων και την αφελή βεβαιότητα ότι από ένα σημείο εκτός ευθείας μόνο μια παράλληλος άγεται. Ο Κακναβάτος στις συνήθεις «παραβολές» της ποίησης αντιτάσσει μια παραβολική ποιητική γεωμετρία:

Ως εκ τούτου αναφερόμαστε στην ευθεία/ που το χάος της είναι η λέξη έκτοτε.

(«Αποικία Χαλκιδέων»)»