Νεοελληνική ποίηση

Γερμανικοί διθύραμβοι για τον «Καρυωτάκη» του Μίκη

Κώστας Ρεσβάνης, εφ. Τα Νέα, 19/7/1999

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΚΑΙ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ CD

Με οκτώ ώρες φωνοληψίας κάθε μέρα επί μία εβδομάδα, μέσα στον Ιούλιο, ολοκλήρωσε ο Μίκης Θεοδωράκης την εγγραφή της όπεράς του «Κώστας Καρυωτάκης» («Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου», όπως παρουσιάστηκε στο εξωτερικό).

Ικανοποιημένος από τον τρόπο δουλειάς στο Βερολίνο, τις τεχνικές προδιαγραφές και τους συνεργάτες του επέστρεψε στην Ελλάδα ο διάσημος Έλληνας συνθέτης και, όπως είπε χθες στα «ΝΕΑ», το CD με την όπερα θα κυκλοφορήσει σε δυο - τρεις μήνες.

Η γνωριμία όμως του «Καρυωτάκη» με το γερμανικό κοινό έγινε πριν από λίγες μέρες, σε φεστιβάλ στη γερμανική «πόλη των εκκλησιών», στο Πασάου, σε μια ­ «ανεπανάληπτη» θα πει ο Μίκης ­ συναυλία. Χιλιάδες μουσικόφιλοι αποθέωσαν τον συνθέτη και τους συντελεστές, με χειροκροτήματα και «μπράβο» επί μισή ώρα!

«Σπάνια έχω δει τέτοιες εκδηλώσεις», λέει ο Μίκης.

Ο ενθουσιασμός του κοινού ήταν ανάλογος με των κριτικών.

Αξίζει τον κόπο να παραθέσουμε την άποψη του μουσικοκριτικού Χέρμαν Σμιτ, της εφημερίδας του Πασάου «Νόιε Πρέσα», όχι μόνο για τις ενθουσιώδεις κρίσεις του για τον «Καρυωτάκη» - «Διόνυσο», αλλά και για την ευαισθησία του για ένα ελληνικό έργο.

Γράφει ο Χ. Σμιτ:

«Δεν σταματά ποτέ να μαθαίνει κανείς. Την Κυριακή οι γνώσεις μου εμπλουτίστηκαν με την εμπειρία ότι υπάρχει μια αισθητική της ειρωνείας, του πικρού σαρκασμού - όχι με την άμεση και δραστική έννοια των Μπρεχτ - Βάιλ, αλλά στ' αλήθεια όμορφη, μια πικρία με μπόλικη ψυχή, αν θέλετε.

Απόδειξη γι' αυτήν την παραδοξότητα ήταν η πρεμιέρα της νέας έκδοσης της όπερας "Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου" του Μίκη Θεοδωράκη, που ανέβηκε την τελευταία μέρα του 47ου Φεστιβάλ "Ευρωπαϊκές Εβδομάδες", στη Στούντιενκιρχε του Πασάου.

Ο μεγάλος Έλληνας μουσικός ήρθε ο ίδιος στη Βαυαρία για να διευθύνει το έργο του, που ξεχειλίζει από αποστροφή για την αδίστακτη λαγνεία της εξουσίας, την πολιτική υποκρισία, την υπολογισμένη αυτοπροβολή και την αδιαφορία για τη δημοκρατία. Εδώ ταυτίστηκε με το πιστεύω του: "Τραγουδάω την πολιτική και σκέφτομαι τη μουσική". Στο τέλος ο συνθέτης έζησε έναν προσωπικό θρίαμβο. Οι εκδηλώσεις του κοινού, που όρθιο τον αποθέωνε, ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο στην ιστορία των "Ευρωπαϊκών Εβδομάδων" και πήραν διαστάσεις αντάξεις του φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ. Το κοινό είχε καταλάβει.

Η αγαλλίαση όμως δεν πήγαζε μόνο από την παρουσία του ζωντανού θρύλου Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και από την υποδειγματική ερμηνεία του έργου του. Η ερμηνεία των κατά πλειοψηφία νέων τραγουδιστών και μουσικών ήταν πράγματι συγκλονιστική. Πρόκειται αλήθεια για μια όπερα ή πολύ περισσότερο για ένα ορατόριο, μια φαντασμαγορία των παθών της νεώτερης ελληνικής ιστορίας ως παραβολή με οικουμενική απήχηση; Εγώ πιστεύω μάλλον το τελευταίο.

Το σίγουρο είναι ότι η ενορχήστρωση του εξαιρετικά ταλαντούχου Χένινγκ Σμιντ ανέδειξε το μουσικό περιεχόμενο και έδωσε στη σύνθεση μια εκπληκτική αμεσότητα. Δύσκολα μπορεί να κατατάξει κανείς αυτή τη μουσική, κατάμεστη από τη μελωδία του ανθρωπισμού και εμπλουτισμένη με την επίδραση της Ανατολής, γιατί δεν είναι συγκρίσιμη. Αποτελεί απόλυτη πνευματική ιδιοκτησία του συνθέτη, είναι αυτόνομη, χαρακτηριστική και αμίμητη. Παρά τη μοναδικότητά της όμως αγγίζει και συγκινεί βαθιά. Μέσα της ζει κάτι πρωταρχικό που απαιτεί μόνον προσήλωση.

Το έργο δεν βασίζεται σε κάποια συνηθισμένη πλοκή. Αντίθετα, προσωποποιεί καταστάσεις, ιστορία, είναι και θρήνος του ίδιου του συνθέτη, πολύ προσωπικός, αλλά με γενική ισχύ. Στο λιμπρέτο, ο Θεοδωράκης αναμειγνύει με μεγάλη μαεστρία δικά του σαρκαστικά κείμενα και μελαγχολικούς στίχους του ποιητή Κώστα Καρυωτάκη και βρίσκει πάντοτε το κλειδί για να περάσει από το ειδικό στο γενικό. Το λιμπρέτο στέκεται σαν λογοτεχνικό έργο από μόνο του. Αποφέρει όφελος στον αναγνώστη ­ και χωρίς τη μουσική.

Ο συνθέτης φαντάζεται την πατρίδα του, τη χιλιοβασανισμένη Ελλάδα, σαν πολύτιμο αγγείο, όπου συνυπάρχουν η μυθολογία, η ποίηση, η ιστορία και η αυστηρή κοινωνική κριτική. Η βαθύτερη ματιά αποκαλύπτει ένα φαντασμαγορικό καλειδοσκόπιο της Ιστορίας, τη νοσταλγία για τον έρωτα σε μια βάναυση πραγματικότητα, την ηθική ανεπάρκεια των ανθρώπων, αλλά και την ελπίδα, που εγκατέλειψε τον Καυρωτάκη. Στο τέλος της όπερας ο Θεοδωράκης βάζει τον ποιητή, την κεντρική φυσιογνωμία του έργου, να πει "σταθείτε, πυροβολώ το μέλλον". Η μουσική όμως δεν επιβεβαιώνει αυτό το πεσιμιστικό τέλος. Ο Θεοδωράκης είναι ακόμα αρκετά σοσιαλιστής, ώστε να δίνει πάντα μια ευκαιρία στον άνθρωπο.

Σε ένα σημείο, ο Διόνυσος ρωτάει τι απέγιναν οι Έλληνες. Οι πρώτοι δημοκράτες γιατί υπέμειναν αιώνες δουλείας και πρόσφατα τον κνούτο μιας αδίστακτης δικτατορίας, γιατί δεν αντέδρασαν; Τόσο στη μουσική όσο και στο κείμενο, ακούει κανείς πόσο βαθιά χαραγμένη είναι η ψυχή του συνθέτη από την εμπειρία του εθνικού πόνου, από τους δύσκολους σταθμούς της βιογραφίας του.

Ο θεατής, που συνειδητοποιεί όλα αυτά, ζει την παράσταση σαν γεγονός που ανοίγει ορίζοντες στη συνείδηση, την επεξεργασία της ιστορίας σαν αισθητική εμπειρία. Αξίζει να διαβάσει κανείς ξανά το κείμενο. Κρύβει το κλειδί για να καταλάβει κανείς τον Μίκη Θεοδωράκη, που χάρισε στο Φεστιβάλ του Πασάου μια ανεπανάληπτη εμπειρία».

Το στίγμα του «τραγικά επίκαιρου» έργου επισήμανε άλλωστε και ο ίδιος ο Μίκης:

«Η όπερα "Καρυωτάκης", όπως και το θρησκευτικό δράμα "Διόνυσος", δεκαετίας του '80, είναι δύο έργα φορτωμένα με κοινωνικά, πολιτικά, εθνικά "καθήκοντα", προορισμένα να επιτελέσουν μια συγκεκριμένη "αποστολή".

Εδώ πράγματι χρησιμοποίησα τον ποιητικό λόγο, τη μυθοπλασία και τη μουσική, για να υπερασπίσω τις "πολιτικές" μου ιδέες.

Ποιες ήταν αυτές; Ήταν βασικά η καταγγελία του πλέγματος της Εξουσίας, που ­ αν την αφήσουμε ανενόχλητη ­ έχοντας ως βάση το δόγμα "η Εξουσία για την Εξουσία" αρχίζει να υφαίνεται σαν δίχτυ αράχνης και να τυλίγει το σύνολο της εθνικής μας ζωής.

Άλλωστε έχω πάντα τρεις σπουδαίους λόγους που με υποχρεώνουν να επιστρατεύσω όλες τις δυνάμεις μου, προκειμένου να βοηθήσω κι εγώ, όσο μπορώ, να εμποδιστούν τα σχέδια όποιας Εξουσίας να αλώσει τον ελληνικό λαό και να τον οδηγήσει προς τον εκμηδενισμό του σαν ιδιαίτερη εθνική παρουσία, δύναμη και ακτινοβολία μέσα στον σύγχρονο κόσμο: Είμαι Έλληνας, Αριστερός και Καλλιτέχνης».